Περί τελειότητας, ηθικής και αθεϊστικής αναγκαιότητας

8 April 2009
Αρθρογράφος: Άθεος


Ο άνθρωπος επινόησε το θεό στην αρχή από φόβο, αποδίδοντας σ’ αυτόν ό,τι άγνωστο στη φύση τον τρόμαζε. Μετά φαντάστηκε το θεό τέλειο για να διαφέρει από τον ίδιο και ανυπεράσπιστος απ’ τις δυνάμεις της φύσης να αναζητά προστασία κοντά του.

Παράλληλα όμως γεννήθηκε και η επιθυμία του να του μοιάσει. Έτσι φαντάστηκε ότι είναι μέρος του και μια μέρα θα επιστρέψει στην αιώνια κατοικία. Η επιστροφή ήταν σκοπός. Ο πιο ιερός σκοπός. Ο έσχατος σκοπός. Το έσχατο τέλος! Γι’ αυτό, τέλος και τελειότητα έχουν την ίδια ρίζα.

Είναι αλήθεια ότι, σε αυτό, όλες οι θρησκείες συμφωνούν.

Η κοινωνική βελτίωση ήταν, είναι και θα είναι μέλημα κάθε συνετού ανθρώπου και η σχετική τελειοποίησή του κοινός πόθος από την Ανατολή μέχρι τη Δύση. Οι λεγόμενες «αποκαλυπτικές» θρησκείες παρουσιάζουν τον άνθρωπο σαν “τέλειο ον” ή καλύτερα σαν τέλειο δημιούργημα για να δικαιολογήσουν παράλληλα και τον τέλειο Δημιουργό του!

 

 

 

Είναι όμως ο άνθρωπος δημιούργημα
και μάλιστα τέλειο;

Λέμε πως έχουμε τέλεια όραση, ενώ υπάρχουν άλλα όντα που χωρίς μάτια επιβιώνουν μια χαρά.

Λέμε πως έχουμε οξεία ακοή ενώ υπάρχουν όντα όπως τα δελφίνια και οι φάλαινες που μπορούν να επικοινωνούν από την μια μεριά του ωκεανού μέχρι την άλλη.

Λέμε πως μυρίζουμε τέλεια, ενώ ακόμη και τα σκυλιά μυρίζουν χιλιόμετρα μακριά.

Λέμε, τέλος, πως κατέχουμε λογική σκέψη, κι όμως δεν έχω δει κανένα άλλο ον, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο, να προσκυνά αόρατους θεούς, να τους δίνει φαγητό, να τους μιλά, να τους τραγουδά και παράλληλα να τους τρέμει κι εκείνοι να παραβιάζουν με το θαύμα, υποτίθεται, τους νόμους που έφτιαξαν και οι πιστοί να πλήττονται από ενοχές επειδή απόλαψαν κάποια στιγμή την ζωή τους ή να σκοτώνουν άλλους επειδή δεν πιστεύουν σ’ αυτό που πιστεύουν και οι ίδιοι!

Όχι, σήμερα δεν θα μιλήσουμε για αυτή την χαμέρπεια, αλλά για την αλαζονεία και την πίστη του στην τελειότητα που την ονόμασε θεό.

Για μας δεν υπάρχει τελειότητα γιατί κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε το τέλος της εξέλιξης, που είναι ο θεμελιώδης νόμος της ύπαρξης! Χωρίς εξέλιξη, αδυνατώ να φανταστώ κίνηση και χωρίς κίνηση αδυνατώ να κατανοήσω την ύλη. Ο Ηράκλειτος εδώ έχει την τιμητική του!

Πραγματικά «Τα πάντα ρει»!

Πώς όμως οι πρώτοι φιλόσοφοι καταπιάστηκαν μ’ αυτήν;

Ο Πλάτων κατάφερε να συνδυάσει το ηθικολογικό μέρος της φιλοσοφίας του με το πολιτειολογικό που αντικατόπτριζε τις αριστοκρατικές του ιδέες. Αυτός είναι και ο λόγος που χαρακτηρίστηκε ουτοπική η πολιτεία του και η ιδέα του απέτυχε παταγωδώς! Ο ίδιος δε, φάνταζε εξωπραγματικός. Έτσι δέχτηκε ότι η ιδανική του πολιτεία μπορεί να μη βρήκε εφαρμογή στη γη, αποτελεί όμως το ιδανικότερο σχέδιο της ουράνιας πολιτείας γιατί ο κόσμος είναι κατασκευασμένος από το θεό με τελειότητα.

blah blah

Ο Πλάτων δείχνει με το χέρι του τον ουρανό εκεί που πιστεύει πως κατοικεί ο θεός. O Αριστοτέλης δείχνει τη γή, εννοώντας ότι ο θεός βρίσκεται εντός της ύλης.

Ο Αριστοτέλης διατύπωσε αντιθέσεις στο δάσκαλό του. Από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα λείπει η αιτία, που στην Αριστοτελική οντολογία κατέχει θεμελιακή θέση. «Δεν γνωρίζουμε την αλήθεια, αν δεν έχουμε γνώση της αιτίας». Αυτή είναι που προκαλεί την κίνηση, το πέρασμα από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα. «Το υπαρκτό ον προέρχεται από το δυνάμει ον, κάτω από την επίδραση του εν ενεργεία όντος».

Καθόρισε επίσης τις τέσσερις αιτίες (αρχές της ουσίας) που ήταν η ύλη, μορφή, ενέργεια (κινούν αίτιον) και σκοπός (τέλος).

Η ύλη είναι ένα εν δυνάμει ον (αυτό που έχει τη δυνατότητα να γίνει). Η μορφή είναι η κατάσταση του εν ενεργεία όντος (αυτό που πραγματοποιείται και υπάρχει). Η ενέργεια είναι το κινούν αίτιον, η δράση (η μεταβίβαση από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα). Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης λέγεται εντελέχεια (εν τέλος έχον). Είναι αυτό που έχει το τέλος (σκοπό) μέσα του. Η ψυχή, σαν πρώτη εντελέχεια, έχει την έννοια της ζωοποιούς αρχής. Ο σκοπός, η τελική αιτία (ου ένεκα) είναι εκείνο που για χάρη του γίνεται κάτι. Όλα τα πράγματα έχουν μέσα τους έναν προορισμό, ένα σκοπό (τέλος), απ’ όπου προκύπτει η τελεολογική αντίληψη.

Με λίγα λόγια λοιπόν, η τελεολογική θεώρηση του νόμου, με τη βοήθεια της εντελέχειας, δικαιολογείται η κίνηση και η εξέλιξη (αίτιο και αποτέλεσμα). Η άμορφη ύλη θέλει να πάρει μορφή, να μοιάσει θα λέγαμε τη μορφή (το είδος), να τελειοποιηθεί. Η μορφή περικλείει την τελειότητα, το θείο. Δεν έχει αρχή ούτε τέλος, είναι αγέννητη αιώνια και άφθαρτη.

Είναι ο θεός.

Ο Ιουδαίος Φίλων (αρχές του 1ου αιώνα) από την Αλεξάνδρεια. ήταν ο πρώτος φιλόσοφος που συνδύασε την Ελληνική φιλοσοφία με την πίστη… εξ αποκαλύψεως. Την Ιουδαϊκή θεολογία την ανακάτεψε με τον Πλατωνισμό και το Στωικισμό, δημιουργώντας μια πνευματική ιεραρχία που επεμβαίνει όχι μόνο στις υποθέσεις των ανθρώπων (θεία πρόνοια) αλλά έχει τη δυνατότητα να αναστέλλει ακόμα και τους νόμους της φύσης!
Εδώ σαφώς αντιτίθεται στην ελληνική αντίληψη των αναλλοίωτων φυσικών νόμων. Δίδασκε την τελειότητα του θεού, σαν απόλυτο και μη εξαρτημένο ον, πλήρους αγαθότητας και πανταχού παρόντος, που ασταμάτητα ενεργεί.

Εκείνο τον καιρό περίπου οι Γνωστικοί δίδασκαν πως η Γνώση και η Τελειότητα, αποκαλύπτονται μέσα στην καρδιά του Πατρός (Διδαχή). Όποιος θα δεχτεί τη γνώση με αυτό τον τρόπο ξέρει από που κατάγεται και που πηγαίνει… Η σοφία σαν Λόγος, η Διδαχή σαν έκφραση και η Γνώση σαν αποκάλυψη.

Στον Φίλωνα και τους Γνωστικούς βρήκε τη συνταγή ο χριστιανισμός για να επινοήσει τα δόγματα περί Σωτηριολογίας!

Ο Πορφύριος αντίθετα με τη χριστιανική άποψη περί σωτηρίας, πίστευε ότι ο θεός δε θίγεται από την ανθρώπινη αμαρτία εξασκώντας θεοδικία στους ανθρώπους. Η ιδέα των χριστιανών περί σωτηρίας, για τον Πορφύριο, ήταν χυδαία και σκανδαλώδης, ενώ το πλατωνικό δόγμα της τελειότητας απουσίαζε παντελώς από τη φιλοσοφία των χριστιανών. Η τελευταία κήρυττε «άλογη πίστη σε ένα θεό που ικανοποιείται και κερδίζεται με θυσίες και προσευχές». Όμως αυτά δε συγκινούν το θεό και δεν τον οδηγούν στη θέωση. Οι ανόσιες πράξεις δεν επηρεάζουν το θεό παρά τον άνθρωπο που εξαιτίας τους χάνει τον ορθό δρόμο προς το αυτόν. Ούτε το σώμα, πίστευε, ήταν η φυλακή της ψυχής. Ήταν το όχημα που οδηγούσε την ψυχή στο θεό μέσω της επίγειας ζωής με οδηγό την αρετή. Ο σοφός δε χρειάζεται την τελετουργική μαγεία για να καθαρίσει την ψυχή του αλλά την αρετή που οδηγεί σίγουρα στο θεό.

Αν η φιλοσοφία του Αυγουστίνου είχε θεολογοποιήσει τον Πλάτωνα, ο Θωμάς Ακυνάτης ήθελε να κάνει το ίδιο με τον Αριστοτέλη, εφαρμόζοντας τη λογική στις «εξ’ αποκαλύψεως» αλήθειες, προσεγγίζοντας το υπερφυσικό στην ανθρώπινη λογική, διαφωτίζοντας όσο γίνεται το περιεχόμενο της πίστης. Οι υπερφυσικές αλήθειες της θεολογίας έπρεπε να γίνουν λογικές και κατανοητές έννοιες απ’ τον ανθρώπινο νου. Η φιλοσοφία έπρεπε να υπηρετήσει τη θεολογία, η γνώση την πίστη και ο λόγος την αποκάλυψη. Η ύπαρξη του θεού μπορεί να μην αποδεικνύεται οντολογικά, όμως κοσμολογικά μπορεί να αποδειχτεί από τα έργα του. Ο θεός είναι η αιτία και το τέλος όλων. Το λογικό είναι ουσία μόνο για το θεό, όχι για τον άνθρωπο. Για τον τελευταίο είναι δυνάμει ουσία και γι’ αυτό σκέφτεται μέσω του λογικού. Ο Θωμισμός, όπως ονομάστηκε η νοησιαρχική του φιλοσοφία, μπορεί αρχικά να αποδοκιμάστηκε απ’ την Καθολική εκκλησία το 1277, όμως στη Σύνοδο της Βιέννης το 1314 την υιοθέτησε σαν ορθόδοξο δόγμα της.

Η καθηκοντολογία που θέτει την ιδεατή τελειότητα στον ουρανό και την ανθρώπινη συνείδηση στο χαμηλότερο σημείο, καταβαραθρώνει τις δυνατότητες του ανθρώπου. Αντιμετωπίζοντας έναν κόσμο δαιμονικών πνευμάτων που συχνά βρίσκονται στην υπηρεσία του θεού, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη μηδαμινότητά του, την ανικανότητά του να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα χωρίς την επικουρία του θεού.

Η κατηγορική προσταγή της Καντιανής ηθικής αργότερα θα εκφράσει την άποψη πως η ηθική πρέπει να είναι καθολική και υποχρεωτική για όλους, να εκφράζει την καλή θέληση σαν καθήκον και υποχρέωση, ανεξάρτητα από μεταφυσικές και θρησκευτικές αντιλήψεις.

Η σκέψη μας «οφείλω, άρα μπορώ» πρέπει να υποταχτεί αυθόρμητα και χωρίς καταναγκασμό, σαν καθήκον, προασπίζοντας τον ηθικό νόμο στην πρακτική της ζωής μας, χωρίς εξωτερικές πιέσεις και υπολογισμούς που αποσκοπούν στην ανταμοιβή και την τιμωρία. Η υποταγή στον ηθικό νόμο προϋποθέτει να θυσιάσουμε τα ένστικτα και τις ταπεινές παρορμήσεις μας, ενεργώντας έτσι ώστε οι πράξεις μας να κατευθύνονται από την αρχή μιας παγκόσμιας νομοτέλειας. Αυτό το αξίωμα πρέπει να προϋποθέτει τη θέλησή μας και να μας οδηγεί, σαν λογικά όντα, προς την τελειότητα!

Όπως βλέπουμε σ’ αυτόν τον ιερό σκοπό, που μας διαφοροποιεί από τα ζώα, φαίνεται φτάνει κανείς από πολλά μονοπάτια. Ακόμα και από εκείνα που αντιτίθενται στη θρησκεία, όπως το κίνημα του ανθρωπισμού του 16ου αιώνα, που δημιουργήθηκε για να αντισταθεί στο μεσαιωνικό σχολαστικισμό της Δύσης, επιδιώκοντας την αποκατάσταση των καθολικών αξιών της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Οι ηθικές υποχρεώσεις δε στηρίζονται πια θρησκευτικά, δεν έχουν ανάγκη να επιβληθούν από θεϊκούς νόμους, αλλά από ανάγκες που δημιουργούν οι αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.

Οι θρησκείες δεν ενώνουν τους ανθρώπους αλλά τους χωρίζουν!

Στην άποψη αυτή αντιδρούν μόνο όσοι αγνοούν την ιστορία της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα που έγιναν σε βάρος της κάτω από την αυστηρή της δογματική και την θεολογική της φιλαυτία!

 

 

Όμως δεν συνηγορούν μόνο οι δραστηριότητες του ανθρώπου αλλά και τα λάθη της φύσης, δεδομένου ότι γι’ αυτά δεν ευθύνεται κανένας τέλειος δημιουργός, αλλά η τυχαιότητα της φύσης που είναι πολυποίκιλη και πολυδιάστατη.

Ποιος λόγος, λοιπόν, μας εξαναγκάζει να δεχτούμε τον άνθρωπο και τη φύση σαν δημιουργήματα, αν όχι ο λόγος να προϋποθέσουμε έναν Δημιουργό μόνο και μόνο για να περισώσουμε την ιδέα του θεού…

 

Είναι τόσο εγωιστικό και ανόητο αυτό που, με εξαναγκάζει να θέσω εκτός από τον εγωισμό και μια θέση για την ανοησία που ανελέητα παραδέρνει τον ανθρώπινο εγκέφαλο!

Δεν μου αρκούν οι σοφιστείες για τη δημιουργία του κόσμου από έναν παντοδύναμο θεό.

Δεν βολεύομαι με την παντογνωσία του θεού σας!

Δεν με συγκινεί η επιτήρηση του πανεπόπτη θεού σας!

Δεν μου αρκεί η δικαιοσύνη του!

Δεν βολεύομαι με την παναγαθότητά του!

Πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποδεχθεί το ιδεολόγημα για τη σωτηρία της ψυχής, όταν ακόμα και σ’ αυτό κυριαρχεί η ιδιοτέλεια και το συμφέρον!

Ποιος νους συνετός μπορεί να κατανοήσει την ιδιοτέλεια της μέλλουσας ζωής όπου η καλοσύνη ανταμείβεται και η κακία καταδικάζεται σε αβάσταχτα βασανιστήρια που δεν έχουν τελειωμό…

 

 

 

 

 

Όταν οι Ιουδαίοι επικαλούνται τον Γιαχβέ ενάντια στους εθνικούς και τα έθνη σαφώς με ειλικρίνεια επικαλούνται ένα θεοκρατικό ιμπεριαλισμό ενάντια σ’ ολόκληρο τον κόσμο…

 

 

Όταν οι χριστιανοί με υποκρισία μιλούν για αγάπη, διχάζοντας τον κόσμο σε διαφορετικά στρατόπεδα πίστης χωρίς να καταδικάζουν τον πόλεμο στον οποίο με μανία επιδίδονται…

 

Όταν οι Ισλαμιστές κηρύττουν Ιερό Πόλεμο στους αλλόθρησκους…

 

 

…εύλογα απορώ:

ποιος θεός άραγε θα μπορούσε να συλλάβει την ιδέα να κατασκευάσει έναν τόσο παράλογο, κακό άδικο και ανόητο κόσμο…

 

 

 

 

 

Σ’ έναν παράλογο, κακό άδικο και ανόητο κόσμο ένα ιερό παραμένει ακόμα απόρθητο! Το Εγώ και ο εγωισμός μας!

Όταν πάψουμε να υπερκαταναλώνουμε θεούς και ιδέες και το Εγώ γίνει Εμείς τότε ο αθεϊσμός θα γίνει αναγκαιότητα, προκειμένου μαζί με τον άνθρωπο να συγκροτηθεί ένας ηθικός, σταθερός και ολοκληρωμένος κόσμος!

Όταν λέμε ότι η Αθεΐα είναι Αρετή, δεν υποστηρίζουμε ότι οι άλλοι δεν έχουν αρετές, αλλά ότι οι αρετές μας δεν γεννιούνται από την ιδιοτελή ανάγκη μιας μελλοντικής ανταμοιβής ή από το φόβο μιας μελλοντικής καταδίκης. Η ηθική μας δεν εκπορεύεται από κανένα θεό, αλλά από καθήκον, όχι μόνο απέναντι στους άλλους ανθρώπους, αλλά απέναντι σε κάθε ον, σε κάθε πράγμα, νιώθοντας στην κυριολεξία σαν ολόνιο μέσα σε ένα Όλο, σαν μια μονάδα μέσα στο Κοσμικό Σύμπαν!

Μαχόμαστε, φίλοι μου αναγνώστες, πονάμε και αγαπάμε την ομορφιά, θαυμάζουμε την αρμονία και το κάλλος, όχι επειδή μας συμφέρει ή μας ανταμείβει, αλλά γιατί ικανοποιεί μια εσωτερική μας αίσθηση!

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Η αθεΐα είναι αρετή, όπου γίνεται ο σχολιασμός.