O undantag… προσεύχεται! (μέρος τρίτο)

19 April 2009
Αρθρογράφος: Undantag

(συνέχεια από το δεύτερο μέρος)


Το μήνα που προηγήθηκε της βαπτίσεως, η φίλη μου η Φ είχε πολλά στο κεφάλι της: προσκλήσεις, χορωδία, ρούχα, ζαχαροπλαστείο για το παραδοσιακό “”Kaffee und Kuchen” (καφέ και γλυκό) μετά την τελετή – και άλλα τέτοια ουσιώδη. Εγώ πάλι στο κεφάλι μου είχα μόνο σημάδια από ομπρελιές…. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω – εκτός φυσικά απ’ τον προλεταροαμφίβιο ινστρούχτορά μου – αυτό είναι γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης:
– Φ …!
– «Βρε καλώς τον undantag! Για πες μας κι εσύ τη γνώμη σου, δαντέλες ή ναυτικά;»
– [δαντέλες φυσικά, δε θα με την κάνεις την ανιψιά αγοροκόριτσο!] Ξέρεις Φ ήθελα να σε ζητήσω μήπως μπορείς να με βγάλεις απ’ εκείνη την ομάδα, αυτούς μωρέ που θα μιλάνε ο καθένας τη γλώσσα του…
– Τη Fürbitte εννοείς; Μα, γιατί; Έστειλα ήδη τα προσκλητήρια, κανόνισα το πρόγραμμα…
– [γιατί, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, είμαι άθεος;] Να μωρέ, δεν αισθάνομαι άνετα να μιλήσω μπροστά σε τόσο άγνωστο κόσμο…

– Ανοησίες! Δές το σαν αγόρευση σε δικαστήριο ή σε παρουσίαση στο πανεπιστήμιο. Για ρίξε μια ματιά στο φυλλάδιο με τους ύμνους και πες με αν νομίζεις ότι είναι αρκετά εύκολοι για να ακολουθήσουν όλοι οι καλεσμένοι.
– [οι άλλοι δεν ξέρω, εγώ πάντως τα @@ μου δεν τα κόβω για να μπορέσω ν’ ανεβώ τόσο ψηλά…]. ΟΚ μου φαίνεται. Παρεμπιπτόντως, η αγόρευση στο δικαστήριο ή η παρουσίαση σε φοιτητές είναι εύκολες όταν πιστεύεις στη δύναμη των επιχειρημάτων γι’ αυτό που θες να περάσεις …
– Μα η Fürbitte δεν είναι πυρηνική φυσική! Και, όπως σε είπα, θα σε βοηθήσω στη μετάφραση!
[#$(*&$()*&#($*&] Πρέπει να φύγω τώρα, έχω μια επείγουσα προθεσμία.

Μαύρα μεσάνυχτα, ξάγρυπνος. Στο κομοδίνο μου, εδώ και καιρό, φιγουράρει το προσκλητήριο. Με τη φατσούλα της μικρής στην έξω σελίδα. Με το χάρτη της περιοχής – η εκκλησία και το ζαχαροπλαστείο μαρκαρισμένα με κόκκινους σταυρούς – στο οπισθόφυλλο. Και με χειρόγραφη την υπενθύμιση “Fürbitte!” εντός.

Πώς να τετραγωνίσω τον κύκλο; Πώς να συμβιβάσω τα (δεν!) πιστεύω μου με τις απαιτήσεις του κοινωνικού μου περίγυρου, τα ειλικρινή αισθήματα φιλίας για τη Φ και την ανείπωτή μου χαρά για τον ερχομό αυτού του χαμογελαστού μωρού στον δεισιδαίμονα τούτο κόσμο; Και, ταυτόχρονα, πώς να δώσω ένα θετικό, χαμογελαστό μήνυμα γι’ αυτό που πραγματικά είμαι προς τα έξω – ξεφεύγοντας απ’ τη συνήθη ρετσινιά του αντιδραστικού, μαύρου προβάτου; Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Και, φυσικά, η εισαγωγή στο νοσοκομείο με μαγουλάδες ή ένα επείγον επαγγελματικό ταξίδι στο Τιμπουκτού ή τους Γαργαλιάνους δεν πιάνονται για λύσεις.

Ξύνω το μούσι μου με φανατισμό, μπας και πατήσω το ON του εγκεφάλου μου. Αφού δούλεψε με τόσους μουσάτους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους, γιατί να μη δουλέψει και με μένα:

– Φυσικά, να προσευχηθώ ως αμνοερίφιο, ούτε λόγος. Άντε, το πολύ να παραινέσω – αλλά υπαρκτά πρόσωπα και μόνο. Και, φυσικά, όχι τη μικρούλα – που δεν καταλαβαίνει τίποτε! Αρκετά θα υποφέρει την ημέρα εκείνη…
– Οι θεϊστές λατρεύουν τις παραινέσεις, τις εντολές, τις παραβολές! Ναι, μια συμβολική παραίνεση σερβιρισμένη με άφθονο μεταφυσικό μπλαμπλα θα μπορούσε να τους ρίξει πρόσκαιρα στάχτη στα μάτια, να τους κάνει να ξεχάσουν ότι δεν προσεύχομαι! Δε θα ήταν αριστουργηματικό στ’ αλήθεια, να μετέλθω τα δικά τους μέσα, στο δικό τους χώρο, για τους δικούς μου σκοπούς;
– Να διαλέξω έναν αθεϊστικό αφορισμό ή ένα απόσπασμα αθεϊστή συγγραφέα μέσα σε μια εκκλησία; Όχι, υπερβολικά άκομψο. Θα μ’ εξομοίωνε με τρολ που προβάλλει τους λήρους των καμηλιέρηδων της ιουδαϊκής ερήμου ως πανανθρώπινη αποδεδειγμένη αλήθεια σε αθεϊστικά blogs. Όχι, η προέλευση της παραίνεσης έπρεπε να είναι θεϊστική. Αλλά όχι «δική τους», καθολική. Ή τουλάχιστο, όχι αποκλειστικά δική τους – για να τους προδιαθέσει να ισορροπήσουν πάνω στη λεπτή γραμμή μεταξύ της αποδοχής και της καχυποψίας.
– Ο δημιουργός της θα έπρεπε να έχει ταξιδέψει, να έχει δεχθεί πολλές επιρροές, και, κυρίως, να διδάσκει την ελευθερία και την ανοχή. Ανοχή, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά – γιατί, μην ξεχνάμε, η βάπτιση είναι – πρωτίστως – μια σημαντική απόφαση που λαμβάνεται από προκατειλημμένους ανθρώπους (θρησκευόμενους γονείς) εκ μέρους ενός αδύναμου ανθρώπινου όντος. Πολύ πριν αυτό αποκτήσει τη διανοητική ικανότητα να τη λάβει το ίδιο. Amica mihi F, sed magis amica veritas (ναι ξέρω, ξέρω, άσε τις λατινικούρες και κάντο τάλαρα: την αγαπάω τη Φ, αλλά δε μπορώ να παραβλέψω την – κατ’ εμέ – εσφαλμένη της απόφαση να βαφτίσει βρέφος το παιδί της).

Πλονκ! Όπως στα κόμικς του Ντίσνεϋ, μια λάμπα άναψε πάνω απ’ το – καταταλαιπωρημένο απ’ τις ομπρελιές του κομμουνιστοσυμμοριτοβάτραχου Τζίμινι Κρίκετ – κρανίο μου. Φυσικά, όχι μια οποιαδήποτε λάμπα, όχι ένας κοινός γλόμπος, όχι ένα χριστιανικό χρυσοποίκιλτο καντήλι-τάμα, όχι ένα θιβετιανό λυχνάρι με βούτυρο γιάκ, όχι μια επτάφωτος λυχνία. Μια αντίκα του Gallé, από δίχρωμο γυαλί διαβρωμένο καλλιτεχνικά με οξύ και τροχισμένο στις λεπτομέρειες. Με αργά βήματα – τσαλαπατώντας βιβλία, περιοδικά, ρούχα, εσώρουχα, πιάτα, CD και βλαστημώντας τη μοίρα μου την ξελογιάστρα που δε μ’ έκανε κι εμένα αμνοερίφιο να κοιμάμαι σαν τούβλο το βράδυ – κατευθύνθηκα προς τη βιβλιοθήκη μου. Στα ράφια με τα αγγλόφωνα. Θυμόμουν δυο-τρεις σκόρπιες λέξεις του επίμαχου αποσπάσματος, το γενικό νόημα, και ότι είχα το βιβλίο. Δε θυμόμουν τον τίτλο, το συγγραφέα, το εξώφυλλο. Γερνάω, μαμά… Soit: είχα δυό βδομάδες να το βρω.



Bingo! (υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες)

Συνέχεια…


(η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο)


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Εξαιρετικά ή κατ’ εξαίρεσιν, όπου γίνεται ο σχολιασμός.