Ο άνθρωπος πλάθει το θεό του

6 June 2009
Αρθρογράφος: Μαύρος Γάτος


Από πού προήλθε η ιδέα του Θεού;
τού Ντάγκλας Άνταμς

απόσπασμα από έναν λόγο του στο Καίμπριτζ, με θέμα “υπάρχει τεχνητός Θεός;”
μετάφραση δική μου

Πιστεύω πως έχουμε μια πολύ διαστρεβλωμένη εικόνα για πολλά, ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε από πού προήλθε αυτή η εικόνα. Σκεφτείτε τους πρωτόγονους ανθρώπους. Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήταν προϊόντα της εξέλιξης, όπως και όλα τα υπόλοιπα πλάσματα. Βρίσκονται λοιπόν σ’ έναν κόσμο που άρχιζουν σιγά σιγά κάπως να τον ελέγχουν. Άρχιζουν να φτιάχνουν εργαλεία, και ν’ αλλάζουν το περιβάλλον τους μ’ αυτά τα εργαλεία, εργαλεία που κατασκευάζουν με το συγκεκριμένο στόχο ν’ αλλάξουν το περιβάλλον τους. (…) Ο πρωτόγονος άνθρωπος – κατασκευαστής εργαλείων δεν χρειάζεται πιά να [ προσαρμόζει τον εαυτό του στο περιβάλλον του, όπως πχ ένα κοπάδι ζώα που βρίσκεται σ’ ένα ψυχρότερο περιβάλλον και σε μερικές γενιές αναπτύσσει γενετικά, μέσω της φυσικής επιλογής, ένα παχύτερο τρίχωμα]. Ο άνθρωπος μπορεί να κατοικήσει ένα εκπληκτικά ευρύ φάσμα οικοσυστημάτων, από την τούντρα ως την έρημο Γκόμπι – μπορεί να ζήσει ακόμα και στη Νέα Υόρκη, για όνομα του Θεού! Ο λόγος είναι πως όταν φτάνει σ’ ένα νέο περιβάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει πολλές γενιές για να προσαρμοστεί: φτάνοντας σ’ ένα ψυχρότερο περιβάλλον, αν δει ένα ζώο που διαθέτει τα γονίδια που τού εξασφαλίζουν ένα παχύ τρίχωμα, σκέφτεται: «θα του το βουτήξω!» Τα εργαλεία μας μάς επέτρεψαν να σκεφτόμαστε τελεολογικά, να φτιάχνουμε αντικείμενα που δημιουργούν έναν περιβάλλον που μάς ταιριάζει καλύτερα.

Φανταστείτε τώρα έναν πρωτόγονο άνθρωπο να επιθεωρεί τον κόσμο του μετά από μια μέρα χαρούμενου μαστορέματος: Γύρω του βλέπει έναν κόσμο που τον ευχαριστεί αφάνταστα! Πίσω του είναι βουνά με σπηλιές – οι σπηλιές είναι υπέροχες, γιατί μέσα τους μπορείς να κρυφτείς και να γλυτώσεις τη βροχή και να ξεφύγεις από τις αρκούδες. Μπροστά του είναι το δάσος, γεμάτο καρύδια και μούρα και υπέροχα φρούτα. Παραδίπλα είναι ένα ρέμα γεμάτο νερό- το νερό είναι γλυκόπιοτο, μπορείς να ρίξεις μέσα τη βάρκα σου, μπορείς να κάνεις πολλά ακόμα μ’ αυτό. Να κι ο ξάδερφος Ούγκα που έπιασε ένα μαμούθ, τα μαμούθ είναι απίθανα, μπορείς να τα φας, μπορείς να φορέσεις τη γούνα τους, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα οστά τους για να φτιάξεις όπλα για να πιάσεις κι άλλα μαμούθ. Ο κόσμος του πρωτόγονου ανθρώπου είναι υπέροχος, φανταστικός.

Όμως ο πρωτόγονος άνθρωπος το σκέφτεται λίγο: «για δες, τι ωραίος που είναι αυτός ο κόσμος που βρίσκεται γύρω μου». Κι αμέσως μετά, θέτει στον εαυτό του ένα πολύ ύπουλο ερώτημα, ένα ερώτημα που στερείται εντελώς νοήματος, ένα παραπλανητικό ερώτημα, που όμως προκύπτει ακριβώς από τη φύση της προσωπικότητας του πρωτόγονου ανθρώπου, της προσωπικότητας στην οποία εξελίχτηκε, της προσωπικότητας που τού επέτρεψε να θριαμβεύσει, ακριβώς επειδή σκέφτεται με αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο.

Ο άνθρωπος ο δημιουργός, κοιτάζει τον κόσμο του και λέει: «λοιπόν, ποιος τα έφτιαξε όλα αυτά;»

Ποιος τα έφτιαξε; Καταλαβαίνετε γιατί πρόκειται για ύπουλη ερώτηση. Να πώς σκέφτεται ο πρωτόγονος άνθρωπος: «λοιπόν, επειδή γνωρίζω ένα μόνο ον που φτιάχνει πράγματα, εμένα, όποιος τα έφτιαξε όλα αυτά θα πρέπει να είναι ένα παρόμοιό μου ον, πολύ μεγαλύτερο, πολύ ισχυρότερο, κι αναγκαστικά αόρατο (…)». Έτσι προκύπτει η ιδέα του Θεού.

Κι επειδή όταν φτιάχνουμε κάτι το φτιάχνουμε με στόχο να το χρησιμοποιήσουμε, ο πρωτόγονος άνθρωπος αναρωτιέται: «αν λοιπόν αυτό το ον έφτιαξε τον κόσμο, για ποιόν λόγο τον έφτιαξε;» Εδώ ακριβώς βρίσκεται η παγίδα, γιατί ο πρωτόγονος άνθρωπος το πάει ακόμα παραπέρα: «αυτός ο κόσμος μού ταιριάζει απόλυτα. Να ‘τα γύρω μου όλ’ αυτά που μ’ εξυπηρετούν και με ταΐζουν και με προστατεύουν. Ναι, αυτός ο κόσμος μού ταιράζει υπέροχα».

Κι έτσι φτάνει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα, πως όποιος κι αν τον έφτιαξε αυτόν τον κόσμο, τον έφτιαξε ειδικά γι αυτόν.

Φανταστείτε μια νερολακκούβα που ξυπνάει ένα πρωί και σκέφτεται: «για δες τι ωραίος πού ‘ναι ο κόσμος γύρω μου! Τί ωραία που είναι η τρύπα μου, μού ταιριάζει απόλυτα! Εδώ που τα λέμε, μού ταιριάζει εκπληκτικά απόλυτα, λες και φτιάχτηκε ειδικά για να με υποδεχτεί!» Είναι τόσο ισχυρή αυτή η εντύπωση, που όταν βγαίνει ο ήλιος και η θερμοκρασία αρχίζει ν’ ανεβαίνει, καθώς η νερολακκούβα αρχίζει σιγά σιγά να εξατμίζεται και να μικραίνει, και να μικραίνει, παραμένει μανιωδώς προσκολλημένη στην εντύπωση ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί αυτός ο κόσμος υποτίθεται πως φτιάχτηκε ειδικά γι αυτήν, πως δημιουργήθηκε ειδικά γι’ αυτήν. Κι έτσι, τη στιγμή που εξαφανίζεται, αντιμετωπίζει μια μεγάλη έκπληξη…

Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε. Όλοι ξέρουμε ότι κάποια στιγμή το σύμπαν θα φτάσει στο τέλος του, κι ότι κάποια άλλη στιγμή, πολύ νωρίτερα, αλλά και πάλι όχι και πολύ στα προσεχώς, ο ήλιος μας θα εκραγεί. Πιστεύουμε πως υπάρχει πολύς καιρός μπροστά μας για ν’ ανησυχούμε για κάτι τέτοια, αλλά και πάλι είναι μια επικίνδυνη σκέψη. (…) Νομίζω ότι πρέπει να δούμε τα πράγματα με μεγαλύτερη προοπτική, σε σχέση με το ποιοι είμαστε και με το τί κάνουμε εδώ, αν πρόκειται να επιβιώσουμε μακροπρόθεσμα.

Διαβάστε ακόμα:
Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΓΑΤΟΥ:
DOUGLAS ADAMS, PHILIP DICK, MIKE OLDFIELD

Συνέχεια…


Το πρωτότυπο κείμενο μπορείτε να το βρείτε εδώ. Η μετάφραση έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Μαύρος Γάτος, όπου γίνεται ο σχολιασμός.