Δοκίμιο επί των βασικών αρχών της ανθρώπινης ζωής και ύπαρξης

1 July 2009
Αρθρογράφος: Αποστόλης (geocities, facebook)


Επισκέφτηκα πρόσφατα αρκετά ιστολόγια, διάβασα μπόλικα πράγματα περί θεών και θεωριών, χάρηκα για την ύπαρξή τους, διασκέδασα με τα σχόλια κάποιων αναγνωστών, έγραψα κι εγώ τα δικά μου σε κάποια. Μου ‘ρθε κι εμένα έμπνευση από τον ουρανό να καταγράψω σκέψεις, απόψεις, ιδέες, να τα μοιραστώ. Παλιότερα θα τα έστελνα σε κάποιο εκδοτικό οίκο και θα τα έκανα βιβλίο. Θα πλούτιζα; Ποιος ξέρει. Ποιος νοιάζεται… Βαριέμαι αλλά και αρνούμαι να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Ακολουθώ το πνεύμα της εποχής, το διαδίκτυο, την ανακοίνωση απόψεων χύμα κι όποιος τα διαβάσει. Γλυτώνω και την καλλιτεχνική επιμέλεια που ποτέ δε χώνεψα!

Όχι ότι έχω και πολλά να πω. Τα πράγματα είναι πολύ ξεκαθαρισμένα στο μυαλό μου. Μπορεί να είναι όλα λάθος και επί 45 χρόνια να ζω μια φριχτή πλάνη, αλλά αφού έτσι τα σκέφτομαι για τόσο καιρό κι έτσι τα βιώνω, έτσι τα καταγράφω, αποδεχόμενος το γεγονός ότι μπορεί να ξυπνήσω ένα πρωί και να καταλάβω πόσο τραγικά εσφαλμένες σκέψεις έκανα όλο αυτό το χρονικό διάστημα.

Λοιπόν, αυτό που εγώ νομίζω είναι ότι τα πάντα είναι θέμα αυτοδιάθεσης. Σπεύδω να εξηγηθώ, δια της Σωκρατικής μεθόδου των στοχευμένων ερωταπαντήσεων:

Στον πλανήτη αυτό, ανέκαθεν υπήρχε η ισχυρή ολιγαρχία και οι μάζες. Ανέκαθεν. Με τη μια ή την άλλη μορφή, οι δυνατοί ήταν (και παραμένουν) λίγοι, η ακατανίκητη ελίτ, ενώ οι μάζες ατέλειωτες. Βρείτε τα δικά σας παραδείγματα για το επιχείρημά μου, δε θα δυσκολευτείτε καθόλου. Ο «Ηγεμόνας» του Μακιαβέλλι είναι ένα άριστο παράδειγμα οδηγιών που κάποιοι ανέκαθεν επιχειρούσαν και θα εξακολουθήσουν στο διηνεκές να επιχειρούν να εφαρμόσουν στο τομάρι μας. Όλων μας.

Τι μας έμαθαν από τα μικράτα μας; Ότι είναι σημαντικό ο άνθρωπος να έχει ορθές πολιτικές απόψεις και ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τι είμαστε χωρίς πολιτικές απόψεις; Άβουλα όντα. Τι είμαστε χωρίς θρησκευτικά πιστεύω; Φτερά στον άνεμο.

Τι βλέπουμε μέχρι στιγμής; Πολιτική και θρησκεία, δύο πόλοι γύρω από τους οποίους συνωστιζόμαστε σα μύγες. Οι ισχυροί στρογγυλοκάθονται, βέβαια, στους πόλους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, ανάλογα με το αξίωμά και το βαθμό τους, δορυφορίζουν γύρω γύρω, προσπαθώντας να προσεγγίσουν όσο γίνεται την πηγή, την εξουσία και τα προτερήματα που απορρέουν απ’ αυτήν.

Ποιες είναι οι μορφές με τις οποίες συνηθέστερα εμφανίζεται η εξουσία; Αφενός ως απολυταρχία, άλλως αποκαλούμενη και δικτατορία εφόσον απαιτείται η χρήση του όρου κι αφετέρου ως διπολισμός, στον οποίο κάποιες φορές απαιτείται να υπεισέλθει και τρίτος παράγων, ως ρυθμιστής, διαιτητής, ή συγκεντρωτής των λοιπών, μη ενταγμένων πολιτών, ώστε να επιτευχθεί ο έλεγχος όσο γίνεται μεγαλύτερης μερίδας της μάζας.

Από όσα έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής, επιλέγουμε τις έννοιες «αυτοδιάθεση» και «έλεγχος». Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι.

Ας πάρουμε το απλό, βολικό κι εξαίρετο παράδειγμα του βοσκού. Δεν κάνει τίποτε όλη μέρα, εκτός από το να παίζει τη φλογέρα του και κάπου κάπου να εκπαιδεύει τα σκυλιά του. Αυτά με τη σειρά τους κάνουν αυτό για το οποίο εκπαιδεύτηκαν και τις περισσότερες φορές το κάνουν καλά. Δεν αφήνουν το κοπάδι να ξεστρατίσει, αλλά και το προστατεύουν από κακόβουλους παράγοντες. Το κοπάδι, είναι ευχαριστημένο. Τρέφεται όταν πεινά, απαλλάσσεται από το βάρος του παραγόμενου γάλακτος όταν αυτό γίνει ενοχλητικό, επαναφέρεται στην τάξη όταν αποφασίσει να ξεπεράσει τα όρια. Τέλος, για να ολοκληρωθεί το κύκλωμα, οφείλουμε να αναφέρουμε και τους κινδύνους που απειλούν την ισορροπία, σημαντικότερος από τους οποίους είναι, βέβαια, οι λύκοι. Αγνοούμε επίτηδες τις ασθένειες, καταιγίδες, πλημμύρες, ξηρασίες, (ωχ, παραλίγο να τα αποκαλέσω θεο-μηνίες χαχα) για να εστιάσουμε στα τέσσερα κυρίως συστατικά του συστήματος, τα οποία είναι: η εξουσία, η μάζα, ο επιβάλλων την ισορροπία και οι αντιρρησίες, ο εχθρός της ισορροπίας.

Τι κάνει λοιπόν ο βοσκός; Στρατηγική. Η επιλογή χλοερών τόπων, η υποταγή της μάζας, η αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της εξουσίας του αλλά και η κάλυψή της, ώστε να μη φαίνεται ότι η τιμωρία απορρέει απ’ αυτόν, εφόσον απαιτηθεί να χρησιμοποιηθεί, είναι όλα όπλα και εργαλεία με τα οποία αυξάνει το κύρος, τον πλούτο, τη δύναμη, ή ό,τι άλλο χρειάζεται να αυξήσει, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του απέναντι στους άλλους βοσκούς.

Ωπ! Στοπ εδώ. Τι είπα μόλις τώρα; Μα βέβαια, αμέλησα να αναφέρω ότι η εξουσία έχει δύο (τουλάχιστον) εκφάνσεις. Η μια εστιάζει καθαρά στην απόλαυση που απορρέει από τη δύναμη, την ισχύ και τα συμπαρομαρτούντα (πλούτος, χλιδή, δικαιοδοσία και προσβάσεις παντού χωρίς όρια) ενώ η άλλη, η συνηθέστερη, χωρίς να αρνείται τα παραπάνω, ενδιαφέρεται κυρίως για την επίδειξη της δύναμής της σε άλλους πόλους εξουσίας. Διότι, αγαπητοί μου, ίδιον των περισσότερων εξουσιαστών είναι η ανταγωνιστικότητα. Τι νόημα έχει η εξουσία για τους περισσότερους από μας, αν δεν έχουμε κάποιον να την επιδείξουμε και να κρυφοκοιτάξουμε τη δική του ώστε να βεβαιωθούμε ότι η δική μας είναι μεγαλύτερη; Τι; Δεν είναι; Εντείνουμε τις προσπάθειές μας να τον ξεπεράσουμε. Σε τέτοιες περιπτώσει διακριτικά αφαιρούμε την έννοια «άμιλλα» από τα λεξικά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Πάμε παρακάτω. Ο σκύλος. Κι εδώ έχουμε πολλαπλούς τρόπους επιβολής και κατευνασμού, όχι πάντα και κατ’ ανάγκη βιαίως. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα επιθυμητή η χαμηλών τόνων επιβολή της τάξης, χωρίς εξάρσεις, τυμπανοκρουσίες, θόρυβο. Όσο μικρότερη η αναταραχή, τόσο το καλύτερο. Επομένως έχουμε αφενός το σκύλο «χωροφύλακα» για τις περιπτώσεις που ο σαματάς δεν μπορεί να αποφευχθεί, αλλά και το σκύλο με το προσωπείο της ευημερίας, της χρηστικής τεχνολογίας, του καταναλωτισμού, του προϊοντικού οργασμού σε όλα τα επίπεδα, ώστε ο όχλος να είναι μόνιμα απασχολημένος με τις ευκολίες και τη χρήση τους και να μη κάνει το πιο απαγορευμένο πράγμα απ’ όλα. Να σκέφτεται. Ο σκύλος δημιουργείται, τρέφεται, χειραγωγείται κι ελέγχεται από το βοσκό, εκτός των περιπτώσεων όπου ο βοσκός είναι τόσο ηλίθιος ώστε να χάσει τον έλεγχο του σκύλου (κάτι που δεν είναι και τόσο σπάνιο). Στην περίπτωση αυτή έχουμε το σκύλο να αποκτά την εξουσία και το βοσκό να εκδιώκεται, λίαν συντόμως όμως οι άλλοι βοσκοί μεριμνούν κατάλληλα και επαναφέρουν την πρότερη ισορροπία με τον ένα η άλλο τρόπο. Ο σκύλος ως επαναστάτης είναι ο χαμένος της υπόθεσης, σε κάθε περίπτωση, παντού και πάντα. Ως υποστηρικτής της εξουσίας, όμως, είναι επικίνδυνος εχθρός κάθε αντιφρονούντα.

Τι μένει επομένως για το λύκο; Τι ρόλο παίζει σ’ αυτό το κλειστό κύκλωμα; Μα τον ειδεχθέστερο όλων των ρόλων, αυτόν του σκεπτόμενου, του επαναστάτη, του διεκδικητή. Κάθε πρόβατο που γίνεται βορά του λύκου είναι προσωπική προσβολή κατά του βοσκού, θίξιμο της εξουσίας, έκθεσή του στους άλλους βοσκούς. Προσοχή όμως εδώ, για να μη καταντήσει και αυτό το παράδειγμα στο οποίο δουλεύουμε, εργαλείο της εξουσίας: Ο λύκος, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να λαμβάνεται από τον αναγνώστη ως ο κακός της υπόθεσης. Εάν το βλέπαμε έτσι, όπως δηλαδή ακριβώς θα επιθυμούσε από μας η ολιγαρχία της δύναμης να το δούμε, θα είχαμε χάσει το παιχνίδι, γιατί θα μας έπαιρναν, αργά ή γρήγορα, τα δάκρυα για τα αδικοχαμένα πρόβατα. Δεν πρέπει να τους κάνουμε αυτή τη χάρη. Ο λύκος πρέπει να λαμβάνεται μεταφορικά, να θεωρείται σαν το μέσο για το πέρασμα του προβάτου σε άλλη διάσταση, αυτή της διάνοιας, της χρήσης του εγκεφάλου για άλλα πράγματα πέραν της ανάγκης για τροφή και ξεκούραση.

Ποιες είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται στα παραπάνω σύστημα; Είναι μάλλον προφανείς. Οι δύο πόλοι που δημιουργούνται, ο βοσκός κι ο λύκος, μάχονται για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συνάθροιση προβάτων γύρω τους. Ο σκύλος δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να ενταχθεί με το μέρος του νικητή, όποιος κι αν είναι αυτός. Μέχρι να γίνει αυτό, συνεχίζει να υπηρετεί την εξουσία που τον τρέφει. Τα πρόβατα όμως; Δυστυχώς τα πρόβατα παραμένουν πρόβατα, ότι και να γίνει. Αυτά που τάχθηκαν με το μέρος του λύκου θα καταλήξουν, εάν αυτός νικήσει, ακριβώς όπως ήταν και στην πρότερη κατάσταση. Κάποια θα κερδίσουν θέσεις, εύνοια, μέρος της δύναμης, αλλά η πλειονότητα θα εξακολουθήσει να τρέφεται και να κοιμάται μέχρι το τέλος της ζωής της, πιστεύοντας ότι με τη μετάβαση από το βοσκό στο λύκο κέρδισε ένα κομμάτι της ελευθερίας που πάντα κρυφά αποζητούσε. Κι αυτό γιατί, ο νικητής λύκος στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα καταλήξει άλλο ένα αντίγραφο του βοσκού, άλλη μια έκφανση της επιβολής της δύναμης από τους λίγους προς τη μάζα. Πόσες φορές το έχουμε δει το έργο; Πότε τελείωσε διαφορετικά;

Δυσοίωνο το σενάριο, ε; Δηλαδή δεν υπάρχει γιατρειά σ’ αυτήν την κατάσταση; Η μερικών χιλιάδων χρόνων ιστορία του ανθρώπινου γένους αποφαίνεται πως όχι. Πάντα η μάζα θα διοικείται από έναν αρχηγό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βάναυσα ή πολιτισμένα, με το γάντι ή το μαστίγιο, υποχθόνια και δόλια ή άμεσα και καταφανώς. Και πάντα ο αρχηγός αυτός θα επιθυμεί ότι και ο προκάτοχός του, ότι κι ο επόμενος απ’ αυτόν. Τη διατήρηση, συνέχιση και εξάπλωση της εξουσίας του.

Η ερώτηση του σκεπτόμενου αναγνώστη, βέβαια, δεν μπορεί να αγνοηθεί: Πώς στην ευχή προέκυψαν οι λύκοι; Τι είναι οι λύκοι;

Θα σας πω αμέσως. Είναι το βραχυκύκλωμα του συστήματος. Η αποτυχία του σκύλου. Προέρχονται μέσα από το ίδιο το σύστημα, το οποίο αδυνατεί να επιβληθεί σε όλους εξίσου ικανοποιητικά. Είναι η αντίρρηση, το εκπεφρασμένο παράπονο, η διαφωνία, η οργή, η επανάσταση, η γέννηση του έτερου πόλου που χαλά την ισορροπία για να δημιουργήσει μια νέα. Είναι αυτοί που τολμούν να πουν «όχι», εκεί που όλοι γύρω τους φροντίζουν να συμπληρώσουν και τη λέξη «ευχαριστώ» μετά το μεγάλο «ναι» που ασυλλόγιστα και αβασάνιστα ξεστομίζουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά πρώην πρόβατα που άνοιξαν τα μάτια τους..

Σύμφωνα με το άριστο κατά Παρέτο, «κανείς δεν μπορεί να γίνει πιο πλούσιος σε ένα κλειστό κύκλωμα, χωρίς ταυτόχρονα κάποιος άλλος να μη γίνεται πιο φτωχός». Αντικαταστήστε το «φτωχός» με ό,τι θέλετε, υλικό ή πνευματικό και το άριστο θα εξακολουθήσει πεισματικά να ισχύει. Η πνευματική πενία είναι πολύ χειρότερη από την υλική, πρέπει όμως κάποιος να καταφέρει να την ξεπεράσει πρώτα, για να μπορέσει να το διαπιστώσει. Σε άλλη περίπτωση, δεν παίρνει είδηση ότι γνωρίζει ελάχιστα για τη ζωή του και την πορεία της και ίσως να είναι και ευτυχισμένος σ’ αυτή του την άγνοια. Σε κάθε περίπτωση δεν παύει στιγμή να είναι ένα τουβλάκι με το οποίο χτίζεται ο τοίχος που τον χωρίζει από την εξουσία και τη δύναμη, ένας πειθήνιος εργάτης που παράγει για τον αρχηγό και συντηρείται με τα απομεινάρια που αυτός ευαρεστείται να αφήνει.

Βέβαια, η ολιγαρχία της εξουσίας έχει ανάγκη τη μάζα όσο η αρκούδα το μέλι. Τι θα ήταν οι πολιτικοί χωρίς ψηφοφόρους; Τι θα ήταν οι εκπρόσωποι των θρησκειών χωρίς πιστούς; Θυμίζω εδώ την εισαγωγή του βιβλίου «τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε, όπου αναφέρεται στον ήλιο και πολύ σοφά λέει: «Ω υπέρλαμπρο άστρο, τι θα ήσουν αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις;»

Για να κλείσουμε το παράδειγμα, αφού το ευχαριστήσουμε που δέχθηκε να χρησιμοποιηθεί για χάρη μας, θέτω μια τελευταία ερώτηση: Τι θα συνέβαινε στα πρόβατα εάν δεν υπήρχε ο βοσκός και κατόπιν ο σκύλος;

α) Θα πέθαιναν όλα από την πείνα
Μπα, δε νομίζω.

β) Θα τα έτρωγαν όλα οι λύκοι
Και πού βρέθηκαν οι λύκοι; Αυτοί είπαμε ότι προκύπτουν από την αποτυχία του συστήματος να τους καταστείλει, εδώ όμως δεν έχουμε σύστημα, μόνο μια χούφτα πρόβατα!

γ) Θα ζούσαν και θα πέθαιναν ως πρόβατα, τίποτε το τραγικό δε θα συνέβαινε
Ναι, το πιθανότερο. Εκτός και αν…

δ) Θα γίνονταν όλα λύκοι

Για να δούμε τη δ) εκδοχή. Η περίπτωση να γίνει κάποιος λύκος σε ένα σύστημα καταπίεσης και ετσιθελικού κατευνασμού δεν είναι συχνή, είναι όμως πιθανή, αλλιώς δε θα γνωρίζαμε τη λέξη «λύκος», σωστά; Η περίπτωση, όμως, να ανοίξει κάποιος τα μάτια του ένα ηλιόλουστο πρωί και να πει «βαρέθηκα το χόρτο κι αυτό το χωράφι, θέλω να δω τι υπάρχει πέρα από αυτά, να ανακαλύψω τον κόσμο» πόσο πιθανή είναι; Θεωρώ ότι είναι σημαντικά χαμηλότερη, τόσο σε πιθανότητες όσο και σε πολυακόρεστα. Θα κάνω χρήση του νόμου της δράσης και θα συμφωνήσω ότι χάρη σ’ αυτήν δημιουργείται αντίδραση, ενώ από το τίποτε και το καθόλου πολύ δύσκολα θα πάρουμε κάτι. «Παρά του μη έχοντος, ουκ αν λάβοις»…

Τι θέλω να πω με τα παραπάνω: Ζούμε σε κοινωνίες ελεγχόμενες, με κάθε τρόπο και κάθε λογής έλεγχο. Οι ελεγκτές μας έχουν διδαχθεί από τους προκατόχους τους και δε χρησιμοποιούν ωμή βία για να μας μαντρώσουν. Είναι πολύ πιο ιντελεκτιέλ (θεωρείστε ότι αυτό είχε γαλλική προφορά) και μάλιστα πολλές φορές εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της αύξησης της γνώσης μας και διεύρυνσης των οριζόντων μας, έχοντας ωστόσο στήσει από πίσω το σκηνικό κατάλληλα ώστε αυτή τους η χορήγηση ελευθερίας πρόσβασης στη γνώση να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο να παραδεχτούμε την αυθεντία και την εξουσία τους και μάλιστα να νιώσουμε τόσο καλά ώστε να την προτιμάμε από αυτή του ανταγωνισμού.

Όσοι έχουμε το μικρόβιο της σκέψης και της κριτικής, και συγχωρείστε με που αφειδώς προσθέτω και τον εαυτό μου σ’ αυτούς αλλά έτσι νιώθω, πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτόν το παράγοντα. Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία και να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, με την ευλογία των αρχών, αλλά για δικό μας όφελος, όχι για δικό τους. Ν’ ανοίξουμε τα μάτια και να δούμε τον τεράστιο αόρατο ζυγό που μας έχει προσαρτημένους στο άρμα του εκάστοτε άρχοντα, το καλώδιο που είναι καρφωμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας και που κάθε λιγότερη σκέψη που κάνουμε στέλνει μεγαλύτερες δόσεις τροφής και ικανοποίησης στο κελάρι του εκάστοτε ηγέτη.

Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι όσοι με γνωρίζουν πιθανότατα θα σχολιάσουν τη μανία μου με τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αλλά δεν μπορώ παρά να ενδώσω για μια ακόμη φορά και να αναφέρω μια από αυτές, μια τόση δα προτασούλα που ενστερνίζομαι και προσπαθώ διακαώς να διαδώσω όσο γίνεται: «Αυτός που σκέφτεται, δεν ξοδεύει ούτε μια στάλα φως παραπάνω, ούτε ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, ούτε μια σκέψη παραπάνω».

Εάν όλα τα παραπάνω τα ανάγουμε σε θέματα καθαρά πολιτικής χροιάς, γίνεται αμέσως φανερό πόσο δύσκολο είναι να αποτιναχθεί ο ζυγός του αφέντη, ώστε να απολαύσουμε αυτό που αναφέρθηκε νωρίς νωρίς στο παρόν πόνημα. Την αυτοδιάθεσή μας. Η αναρχία, ότι πιο λατρεμένο σε μια ιδεατή και ιδανική ανθρώπινη κοινωνία, είναι συγκλονιστικά ανέφικτη, ιδιαίτερα στις μέρες μας και το καταθέτω αυτό όχι χωρίς μεγάλη θλίψη κι απογοήτευση. Ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος για αυτοδιαχείριση, όχι ακόμη τουλάχιστον, όχι μόνο επειδή είναι ατελής και την απόλυτη και τέλεια ελευθερία δε θα ήξερε τι να την κάνει, αλλά κι επειδή επί αιώνες οι αφέντες φροντίζουν να ενισχύουν το στρουθοκαμηλισμό του και την ανάγκη του να ανήκει κάπου, εκμεταλλευόμενοι με άκρατο θράσος τις κοινωνικές δομές από τις οποίες αποπειράται ο μέσος άνθρωπος να απορροφηθεί για να μη νιώθει μόνος, έκθετος, παρείσακτος, ξένος.

Ωστόσο, ξεκινώντας ειπώθηκε ότι δύο είναι οι κυριότεροι επιβολείς εξουσίας στον άνθρωπο, η πολιτική αρχή και η θρησκευτική. Ας ασχοληθούμε, λοιπόν, με τη θρησκευτική αρχή για λίγο, για να μη νιώσει παραμελημένη και παραπονεθεί.

Το γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη κάτι ανώτερο για να πιστεύει σ’ αυτό, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ίσως γιατί πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε που για τελευταία φορά πίστεψα κάτι ανώτερο από μένα. Ίσως πάλι γιατί αδυνατώ να βρω διαφορές στον αρχάνθρωπο που είχε ανάγκη να πιστεύει στον κεραυνό και στο σύγχρονο άνθρωπο που πιστεύει στον… όπως κι αν τον ονομάζει. Και μου φέρνει γέλια, μαζί και λύπηση μια τέτοια ανάγκη.

Πέρα, όμως, από αυτό, είναι μια υπαρκτή ανάγκη που οι κανόνες του παιχνιδιού και το αστείο αυτό πολίτευμα που μου επιβάλλουν κι έχουν και την αναίδεια να ονομάζουν δημοκρατία, απαιτούν από μένα να τη σέβομαι. Έχει καλώς.

Η ερώτησή μου είναι, τι θα συνέβαινε εάν δεν ήταν υπαρκτή ανάγκη αλλά επιβαλλόμενη και καθοδηγούμενη; Αυτό θα σήμαινε ότι θα μπορούσε να αρθεί ο παράγων επιβολής και να δούμε τα αποτελέσματα. Δε γνωρίζω, αλλά πολύ θα ήθελα να ξέρω. Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά σε σπίτια άθεων; Μπορώ να καταλάβω τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν από τον κοινωνικό περίγυρο. Μπορώ να καταλάβω επίσης το μένος και τον πόλεμο των θρησκευτικών αρχών εναντίον των παιδιών και των κηδεμόνων τους. Αυτό που δεν ξέρω είναι το εξής: Έχουν αυτά τα παιδιά την ανάγκη να στραφούν σε κάποιο θεό μεγαλώνοντας; Έχουν την ανάγκη να οδηγήσουν τα δικά τους παιδιά σε κάποια μορφή πίστης;

Μήπως τελικά οι άθεοι είναι οι λύκοι του προηγούμενου παραδείγματος; Μήπως είναι αυτοί που χαλάνε το γλυκό στους αυτοανακηρυγμένους εκπροσώπους του εκάστοτε θεού επί της γης;

Κοιτάξτε τι ωραία μηχανή στήσανε. Εδώ η καλή παρηγοριά, εδώ πεθαίνει ο φόβος του άγνωστου, εδώ η υπόσχεση μιας καλύτερης μελλοντικής ζωής. Όσο χειρότερη είναι η τωρινή, τόσο περισσότερο πουλάει το επιχείρημα της υπέροχης επόμενης. Τα έχουν σκεφτεί όλα στην εντέλεια, κάτι που εμφαίνεται αμέσως μόλις αρχίσουμε να αναλύουμε το θρησκευτικό οικοδόμημα εις τα εξ ων συνετέθη. Καμιά διαφορά με την πολιτική εξουσία και όλα όσα αναφέρθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους. Κι εδώ υπάρχουν καλοί πιστοί και κακοί πιστοί, μετάνοια, τρόποι να οδηγηθεί ο πιστός στη μετάνοια κι από χειραγώγηση, να φάνε και οι κότες. Είναι τόσο κερδοφόρα η επιχείρηση, μια που το εμπόρευμα που πλασάρει είναι από τα πιο θελκτικά, ασφαλή και συμβατά με την ανθρώπινη ανάγκη και το αντίτιμο τόσο μικρό, ώστε είναι προφανές ότι δεν θα επέτρεπε καμιά τέτοια εταιρεία τη διαρροή χρηστών, δηλαδή την απομάκρυνση των πιστών. Προστέθηκε λοιπόν κι αυτό που έλειπε από την πίτα. Το κακό. Νάτος ο παλιός μας γνώριμος, ο διπολισμός… Δε θες το θεό; Θα σε πάρει ο διάβολος! Και δώστου καζάνια με βραστή πίσα, δώστου υποσχέσεις για αιώνια δεινά, μπροστά στα οποία τα σημερινά βάσανα δεν είναι παρά μια μικρή καφετίζουσα κουράδα στον ωκεανό.

Άρα τι έχουμε; Από τη μια, την ανάγκη. «Έτσι με μεγάλωσαν, τώρα θ’ αλλάξω; Θέλω ένα θεό εδώ και τώρα. Αν είναι δίκαιος, ακούει τις προσευχές μου, κάνει αυτά που του ζητάω και μου δώσει και μια ονειρεμένη αιώνια ζωή όταν κλείσω τα βασανισμένα μάτια μου στο μάταιο τούτο κόσμο, τι άλλο θέλω;» Κι από την άλλη, το εμπόρευμα, φρέσκο και λαχταριστό. Προσφορά και ζήτηση.

Δεν είναι για κλάματα;

Ωστόσο, έχεις τη δυνατότητα την σήμερον ημέρα να διαλέξεις αυτό που σε εκφράζει καλύτερα. Οι θρησκευτικές εταιρείες εκνευρίζονται και φουντώνουν εάν πάψεις να είσαι εγγεγραμμένο μέλος τους και ενταχθείς στους κόλπους του ανταγωνισμού, εκεί όμως που παθαίνουν το μεγάλο πατατράκ είναι εάν τους πεις κατάμουτρα ότι δεν πιστεύεις σε τίποτε και σε κανέναν. Αδυνατούν να καταλάβουν πώς ξέφυγες από όλα τα μέτρα ασφάλειας που έχουν στήσει. Τρελαίνονται στη σκέψη ότι μέσα στην τέλεια ισορροπία που έχτισαν και συντηρούν, εσύ είσαι ξέμπαρκο γρανάζι, ασύνδετος κρίκος, χαμένη διαδρομή. Θα μπορούσαν να σε συγχωρήσουν εάν τους έλεγες ότι πιστεύεις σε άλλο θεό, άλλωστε ξέρουν καλά, όλοι οι μεγαλοεταίροι, ότι από το ίδιο παζάρι ψωνίσανε τους θεούς τους κάποτε. Ο άθεος όμως είναι ασυγχώρητος σε κάθε θρησκεία, σε κάθε θρησκευτικό σύστημα, σε κάθε αίρεση, είναι ο νομάδας που έχει το απύθμενο θράσος να πορεύεται χωρίς την πολύτιμη βενζίνη τους.

Ακούω κατά καιρούς διάφορους να τρώγονται μεταξύ τους και δεν μπορώ να καταλάβω όλη αυτή τη φιλολογία σχετικά με το εάν ο θεός είναι καλός ή καλός ή μέτριος προς το βαρύγλυκο. Εάν πιστεύεις ότι δεν υπάρχει θεός, τελειώσαμε, δεν έχεις κανένα λόγο να αναρωτιέσαι για όλες αυτές τις ανόητες λεπτομέρειες. Εάν όμως πιστεύεις στην ύπαρξή του, ή, ακόμη χειρότερα, έχεις ανάγκη την ύπαρξή του, τότε έχεις χιλιάδες επιλογές. Μπορείς να ασχοληθείς με όλες τις θρησκείες αναλυτικά και διεξοδικά, μέχρι να ανακαλύψεις ποια σου κάνει και να εντρυφήσεις σ’ αυτήν. Δε σ’ αρέσει ο εκδικητής και τιμωρός θεός της παλαιάς διαθήκης; Πάρε το θεό της αγάπης και συγχώρεσης της καινής. Βαριέσαι να περιμένεις μέχρι τη δευτέρα παρουσία; Υπάρχει πάντα ο αλλάχ, εξαιρετική εναλλακτική. Δε σου πολυαρέσουν οι ιεροί πόλεμοι και το πιλάφι σου φέρνει διάρροια; Μπορείς κάλλιστα να στραφείς στον ταοϊσμό, βουδισμό, ζεν, κι αν έχεις κάποια προτίμηση προς το πορτοκαλί χρώμα, μπορείς να κυκλοφορείς με το γουστόζικο εκείνο ράσο και να επαναλαμβάνεις μές την καλή χαρά «χάρε κρίσνα, χάρε ράμα» χοροπηδώντας ολόγυρα. Εάν δε, έχεις ανάγκη από ποικιλία, ο ινδουισμός είναι φτιαγμένος για σένα. Εκατομμύρια θεοί κι άμα λάχει φτιάχνεις και δικούς σου. Μέχρι και κιτ do it yourself πουλάνε οι άνθρωποι. Θεοί, να φάνε και οι κότες, ή καλύτερα, οι αγελάδες!

Μπορεί κανείς να επιλέξει όποιο θεό θέλει. Το δύσκολο είναι να αρνηθεί αυτή την εύκολη διέξοδο. Το δύσκολο είναι να σταθεί στα δικά του πόδια και να πορευτεί χωρίς δεκανίκια. Να αποφασίσει ότι αυτός και μόνο αυτός είναι κύριος της μοίρας του και υπόλογος για τις πράξεις του, κατ’ αρχάς στον εαυτό του και μετά σε όλους τους άλλους.

Βλέπετε καθαρά πλέον, πόσο δύσκολο είναι να νιώθει κανείς αναρχικός μέσα του. Να μη κάνει πράγματα που πειράζουν κι ενοχλούν τους άλλους. Να μη δέχεται να τον πειράζουν και να τον ενοχλούν. Να έχει τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη αυτοδιάθεση του εαυτού του. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Εάν ο σημερινός πολίτης είχε αυτοέλεγχο κι αυτοδιάθεση, πού θα πηγαίνανε οι εξουσιαστές, οι αφέντες, οι πολιτικοί και θρησκευτικοί νταβατζήδες;

Κάπου εδώ οφείλω να δηλώσω ανοιχτά στον αναγνώστη ότι δυστυχώς δεν είμαι αναρχικός. Όχι επειδή φοβάμαι μήπως η οποιασδήποτε μορφής εξουσία διαβάσει το παρόν και με μπουζουριάσει. Όχι επειδή με συμφέρει η ιδέα διατήρησης της έννομης κοινωνίας όπως ισχύει σήμερα. Απλά και μόνο γιατί είμαι ατελής, γιατί πραγματικά τρέμω στην ιδέα της πλήρους και πάσης ελευθερίας και τρέμω τα λάθη που θα μπορούσα να κάνω έχοντάς την. Γιατί εγώ που θεωρώ τη μετριοφροσύνη ίδιον των μέτριων, με τα όσα λίγα γνωρίζω για τον εαυτό μου δεν μπορώ παρά να σκύψω ντροπιασμένα το κεφάλι και να παραδεχθώ ότι δεν αξίζω το χαρακτηρισμό του αναρχικού. Με υπερβαίνει…

Έχοντας πει τα παραπάνω, μπορώ να προχωρήσω στην περιγραφή των δικών μου θρησκευτικών πιστεύω. Ή, μάλλον, των μη πιστεύω! Πιστεύω, λοιπόν, ότι δεν έχω καμιά ανάγκη να πιστεύω σε οτιδήποτε άλλο πέρα και εκτός από μένα. Υπάρχει θεός; Είναι ένας η είναι ολόκληρο σόι; Έχει ανταγωνιστές; Σε ποιο φύλο ανήκει; Νοιάζεται για μένα; Επιθυμεί την πίστη μου σ’ αυτόν; Την έχει ανάγκη; Αδιαφορώ παγερά! Δε δίνω δυάρα! Δε θα μπορούσα να νοιαστώ λιγότερο, όπως θα λέγανε και οι αγγλόφωνοι.

Γιατί; Ίσως επειδή είμαι πολύ περισσότερο εγωιστής από όσο θα επιθυμούσε ο οποιοσδήποτε θεός. Δε βάζω κανέναν πάνω από μένα. Ίσως πάλι γιατί ακόμη κι αν είχα την ύπαρξη ενός η περισσότερων θεών ως εξασφαλισμένο δεδομένο, θα συνέχιζα να αδιαφορώ για την ύπαρξή του/των. Δε δέχομαι κλωστές καρφωμένες πάνω μου κι αν ο όποιος θεός ενδιαφέρεται να το παίζει χειριστής μαριονέτας, ας βρει αλλού πιο πρόσφορο έδαφος.

Είμαι αρκετά ηλίθιος, όχι όμως τόσο ηλίθιος ώστε να πιστεύω ότι η γη είναι ο μόνος κατοικήσιμος πλανήτης. Άρα εκ προοιμίου δέχομαι ότι υπάρχουν κι άλλα πλάσματα σ’ αυτό το σύμπαν, με τραγικές διαφορές σε επίπεδα νοημοσύνης, εάν και εφόσον θέλουμε να ανάγουμε την ενέργεια σε ότι μπορεί να είναι περισσότερο συμβατό στην κατανόησή μας. Δεν έχω κανένα λόγο, λοιπόν, να μην αποδέχομαι την ύπαρξη άλλων μορφών ζωής, επιχείρημα που μέσα του περικλείει, μεταξύ άλλων, λέξεις όπως «πνεύματα», φαντάσματα», «εξωγήινοι», «θεοί», «διάβολοι», «τρίβολοι», και ούτω κάθ’ εξής. Βρίσκω ότι όλα τα προαναφερθέντα και μερικές ντουζίνες ακόμη δεν είναι παρά διαφορετικές εκφάνσεις της ενέργειας που δίνει την κινητήρια δύναμη στα δικά μου κύτταρα όσο και στα δικά σας. Πείτε το χημεία. Πείτε το πατάτες γιαχνί. Αδιαφορώ. Το μόνο πράγμα που με εξαγριώνει και για το οποίο βγάζω νυχάκια είναι η διάθεση του οποιουδήποτε, είτε προέρχεται από αυτήν, είτε από οποιαδήποτε άλλη διάσταση, να με χειραγωγεί, να με καθοδηγεί και να θέλει να δαπανώ την ενέργειά μου προσευχόμενος ή υποτασσόμενος σ’ αυτόν, ασχέτως αντιτίμου.

Ας μου επιτραπεί η χρήση της αγγλικής γλώσσας προκειμένου να αναφερθώ στο εξαιρετικό ποίημα “Invictus” του William Ernest Henley, το οποίο τελειώνει με τους στίχους “I am the master of my fate, I am the captain of my soul” (αν και η λέξη «ψυχή» με κάνει να βγάζω αναφυλαξία…)

Και βέβαια, κατά την παλιά καλή μου συνήθεια, τελειώνοντας θα σας βομβαρδίσω με άλλη μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες του Μπρεχτ:

Ρώτησε κάποιος τον κύριο Κόυνερ εάν υπάρχει θεός. Αυτός του απάντησε:
«Σε συμβουλεύω να σκεφτείς εάν η συμπεριφορά σου αλλάξει ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα. Εάν δεν αλλάξει, η ερώτηση περιττεύει. Εάν όμως αλλάξει, τότε μπορώ να σε βοηθήσω λέγοντάς σου πως εσύ έχεις ήδη αποφασίσει: Χρειάζεσαι ένα θεό.»

Χμ, ως δεικνύεται είχα πολλά να πω τελικά…

Κατόπιν, λοιπόν, όλων των παραπάνω, ας μου επιτραπεί κι εμένα να αναρωτηθώ μεγαλοφώνως: Υπάρχουν άραγε εκεί έξω άλλοι σαν κι εμένα; Το καλό με τους χριστιανούς, τους μωαμεθανούς, τους βουδιστές, είναι ότι μέσες άκρες όλοι πιστεύουν το ίδιο πράγμα. Η Αθεΐα όμως είναι μοναχικός δρόμος. Κάθε άθεος έχει τη δική του κοσμοθεωρία, τα δικά του επιχειρήματα και λογική, που πιθανό να διαφέρουν από αυτά του προηγούμενου ή του επόμενου. Για να το πω ακόμη καλύτερα, κάθε άθεος κουβαλάει το δικό του σταυρό! Το μόνο κοινό των άθεων είναι ότι έχουν όλοι γερά πόδια, μια που βαδίζοντας χωρίς δεκανίκια πρέπει να μπορείς να βαδίζεις σταθερά…

Συνέχεια…


Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Iokaste’s blog, όπου γίνεται ο σχολιασμός.