Κι αν υπάρχει θεός;

5 October 2009
Αρθρογράφος: Αόρατη Μελάνη


Πολλοί έχουν την εντύπωση πως αν τεκμηριωθεί η ύπαρξη θεού η αθεΐα θα αποδειχθεί πλάνη (και οι άθεοι θα φάνε τα καπέλα τους, θα πέσουν συντετριμμένοι στα γόνατα και θα λατρέψουν τον παντοδύναμο θεό).

Πρόκειται για τεράστια παρεξήγηση. Η απόδειξη της ύπαρξης θεού είναι ακριβώς αυτό που ζητούν οι άθεοι, σε αντίθεση με τους πιστούς, που δέχονται την ύπαρξη θεού χωρίς αποδείξεις. Μιλώ βεβαίως για φυσικές αποδείξεις, για τεκμήρια επαληθεύσιμα μέσω των αισθήσεων και της λογικής. Είναι φανερό ότι οι αρχαίοι μύθοι δεν συνιστούν αποδείξεις, όπως δεν συνιστά απόδειξη και το υποκειμενικό εσωτερικό βίωμα του καθενός.

Η παρεξήγηση συνίσταται στο εξής: επικρατεί η αντίληψη, ακόμη και στους αθεϊστικούς κύκλους, ότι η αθεΐα είναι άρνηση της ύπαρξης του θεού. Αυτό ενδεχομένως να ισχύει για μια μικρή μερίδα ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται άθεοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων άθεων όμως δεν αρνούνται την ύπαρξη του θεού: αρνούνται απλώς να την δεχτούν χωρίς αποδείξεις. Υπό αυτήν την έννοια, αθεΐα είναι η άρνηση της πίστης.

Η παρεξήγηση του “αγνωστικισμού”

Η παρεξήγηση αυτή οδηγεί πάρα πολλούς ανθρώπους να δηλώσουν αγνωστικιστές και όχι άθεοι, νομίζοντας ότι αγνωστικιστής είναι αυτός που ομολογεί ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχει θεός, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ούτε για την ύπαρξη ούτε για την ανυπαρξία του. Αν όμως το ζητούμενο για την αποδοχή της ύπαρξης θεού είναι οι αποδείξεις, τότε ήδη έχουμε εγκαταλείψει την πίστη, ήδη έχουμε απορρίψει την ομολογιακή αποδοχή της ύπαρξης θεού, ήδη έχουμε πάψει να είμαστε ένθεοι – επομένως είμαστε ήδη άθεοι. Αυτούς τους αγνωστικιστές εγώ προσωπικά τους θεωρώ άθεους, δεδομένου ότι δεν έχουν πίστη στον θεό, αλλά ζητούν κι αυτοί αποδείξεις για να δεχτούν την ύπαρξή του.

Το έχω πει και θα το ξαναπώ: αθεΐα δεν είναι η βεβαιότητα ανυπαρξίας θεού, αθεΐα είναι η απουσία πίστης.

Ο όρος αγνωστικισμός πλάστηκε από τον Τόμας Χάξλεϋ για να δηλώσει την πεποίθηση ότι ορισμένες περιοχές της γνώσης ενδεχομένως να είναι απροσπέλαστες στον ανθρώπινο νου, σε αντίθεση με τον γνωστικισμό, που τρέφει την πεποίθηση ότι η ουσιαστική γνώση προέρχεται από εσωτερικές αποκαλυπτικές εμπειρίες.

Αγνωστικιστής λοιπόν δεν είναι αυτός που περιμένει αποδείξεις για να δεχτεί την ύπαρξη θεού, αλλά αυτός που πιστεύει (ώπα! να πάλι αυτή η λέξη!) ότι η ύπαρξη του θεού δεν μπορεί να γνωσθεί, ότι δεν μπορούμε ποτέ να μάθουμε αν υπάρχει θεός ή όχι. Η άποψη του αγνωστικισμού είναι ότι υπάρχουν ορισμένα θέματα που βρίσκονται έξω από την σφαίρα της ανθρώπινης γνώσης, ορισμένα θέματα που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε.

Αυτή η άποψη, όμως, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον θεϊσμό παρά στην αθεΐα. Πρώτα απ’ όλα, προϋποθέτει ένα βαθμό πίστης – όχι στον θεό, αλλά σε μια αστήρικτη πεποίθηση. Δεν συντρέχει λόγος να υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποια αντικείμενα που δεν μπορούν να γίνουν ποτέ γνωστά. Ήδη αυτή η υπόθεση όζει επιρροή θρησκευτικής πίστης. Ακόμη όμως κι αν διατυπώσουμε μια τέτοια υπόθεση, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την βεβαιότητά της. Θα πρέπει να αναζητήσουμε στοιχεία να την στηρίξουν, τεκμήρια, επιχειρήματα. Δεχόμενοι ότι ισχύει η υπόθεσή μας χωρίς να έχουμε βρει τέτοια στοιχεία, στην ουσία έχουμε ήδη καταφύγει στην πίστη: αν όχι πίστη στο θεό, τουλάχιστον πίστη στο μεταφυσικό.

Όπως και ο θεϊσμός, έτσι και ο αγνωστικισμός αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πράγματα πάνω από τον άνθρωπο, πέρα από τον άνθρωπο, πράγματα ανώτερα και απροσπέλαστα. Ο θεϊσμός δέχεται ότι μπορούμε να τα γνωρίσουμε μόνο με εσωτερικά βιώματα, ο αγνωστικισμός λέει ότι δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε. Αυτή η τοποθέτηση όμως, στερούμενη λογικής στήριξης, δεν απέχει πολύ από την θρησκευτικότητα. Οπωσδήποτε απέχει πολύ λιγότερο από την θρησκευτικότητα παρά από την αθεΐα.

Η παρεξήγηση του “σκληροπυρηνικού αθεϊσμού”

Η απόλυτη άρνηση της ύπαρξης θεού, από την άλλη, στην ουσία προϋποθέτει πίστη: πώς αλλιώς μπορεί να είναι κανείς απόλυτα βέβαιος για την ανυπαρξία του; Αυτό το είδος αθεΐας, κατά τη γνώμη μου, σιγοντάρει την πίστη και πολώνει τις συζητήσεις. Είναι εμφανώς αδύνατον να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την ανυπαρξία θεού. Μπορούμε να πούμε ότι οι πιθανότητες ύπαρξής του είναι απειροελάχιστες, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι είναι μηδενικές. Διατυπώνοντας μια τέτοια βεβαιότητα, δεν διαφέρουμε πολύ από τους θρήσκους, που δηλώνουν βέβαιοι για την ύπαρξη θεού ενώ είναι εμφανώς αδύνατον να γνωρίζουν κάτι τέτοιο.

Πολλοί κατηγορούν τους άθεους ότι έχουν ιδρύσει μια νέα θρησκεία, την θρησκεία της αθεΐας. Στην περίπτωση των άθεων αυτού του τύπου, έχουν δίκιο: η χωρίς αποδείξεις πίστη είναι χαρακτηριστικό της θρησκείας.

Οι άνθρωποι που αρνούνται αδιαπραγμάτευτα την ύπαρξη θεού κατά κανόνα θεωρούν τους εαυτούς τους «πραγματικούς» άθεους, τους πιο γνήσιους εκπροσώπους της αθεΐας. Κατά τη γνώμη μου ισχύει ακριβώς το αντίθετο: η θέση τους απέχει παρασάγγας από αυτό που εγώ εννοώ ως αθεΐα, διότι προϋποθέτει πίστη. Η αθεΐα όπως την εννοώ εγώ προϋποθέτει σκεπτικισμό και αμφισβήτηση.

Η παρεξήγηση του θεϊσμού

Σε συζητήσεις με θεϊστές, όταν λέω ότι δεν βλέπω καμμία απόδειξη για την ύπαρξη θεού, συχνά ακούω την προτροπή να «κοιτάξω με τα μάτια της καρδιάς μου». Η πρόταση αυτή προφανώς είναι μεταφορική: η καρδιά δεν έχει μάτια. Η παρεξήγηση ξεκινά από την επίσης μεταφορική δήλωση «δεν βλέπω καμμία απόδειξη για την ύπαρξη θεού». Όταν λέω βλέπω, στην περίπτωση αυτή, εννοώ προφανώς «αντιλαμβάνομαι». Υπό την έννοια αυτή και ο θεϊστής που προτρέπει να «κοιτάξω» με τα μάτια της καρδιάς στην πραγματικότητα προτρέπει να αντιληφθώ τον κόσμο με κάποιο άλλο μέσον από αυτό που χρησιμοποιώ.

Και ποιο είναι το μέσον που χρησιμοποιώ για να αντιληφθώ τον κόσμο; Μα φυσικά ο νους, το μυαλό μου. Ποια είναι λοιπόν τα «μάτια της καρδιάς» που με προτρέπει ο θρήσκος να χρησιμοποιήσω; Θα συμφωνήσουμε, νομίζω, ότι είναι το συναίσθημα. Όπως όλοι ξέρουμε, η λέξη «καρδιά» χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει το συναίσθημα.

Πείτε μου όμως, αγαπητοί μου, θεϊστές και μη: σας φαίνεται εύστοχο να επιχειρήσετε να αντιληφθείτε τον κόσμο με το συναίσθημα; Το συναίσθημα είναι υπέροχο και απαραίτητο όταν πρόκειται να σχετιστούμε με τους συνανθρώπους μας. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα ήταν τελείως άστοχο να επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την λογική. Το συναίσθημα είναι χρήσιμο επίσης όταν σχετιζόμαστε με το ευρύτερο περιβάλλον μας. Τρέφουμε αισθήματα για την οικογένειά μας, για τους φίλους μας, για τα κατοικίδιά μας, για την φύση. Αγαπάμε το παιδί μας αλλά και ένα όμορφο τοπίο και θέλουμε να τα φροντίσουμε να τα προστατέψουμε.

Προσοχή όμως: χρησιμοποιούμε το συναίσθημα για να σχετιστούμε, αλλά δεν το χρησιμοποιούμε για να αντιληφθούμε τον κόσμο. Δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη του ενός φίλου μας με το συναίσθημα. Την διαπιστώνουμε με τις αισθήσεις και με την λογική μας, όπως διαπιστώνουμε την ύπαρξη όλων των πραγμάτων. Από τη στιγμή που είναι υπαρκτός, τότε σχετιζόμαστε συναισθηματικά μαζί του. Η ύπαρξη του φίλου μας μπορεί να διαπιστωθεί και από άλλους ανθρώπους, ακόμη και από όσους δεν τον αγαπούν όπως εμείς. Μπορεί να τεκμηριωθεί με φωτογραφίες και άλλα φυσικά μέσα, μπορεί να επιβεβαιωθεί. Αν σχετιστούμε συναισθηματικά με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο το οποίο μόνον εμείς αντιλαμβανόμαστε, τότε θεωρούμαστε ψυχοπαθείς και μας παρέχεται θεραπεία.

Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που μας προτρέπουν οι θεϊστές να κάνουμε: να σχετιστούμε συναισθηματικά με ένα ον του οποίου την ύπαρξη δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε. Μας προτρέπουν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη του θεού με το συναίσθημα – κάτι πρακτικά αδύνατον. Το συναίσθημα δεν προορίζεται για να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Τη δουλειά αυτή την κάνει η λογική, με επεξεργασία των δεδομένων που της παρέχουν οι αισθήσεις μας.

Η πραγματική αθεΐα

Η διαφορά ένθεου και άθεου, επομένως, δεν είναι ότι ο πρώτος «συντάσσεται με τον θεό» ενώ ο δεύτερος «αποτάσσεται τον θεό». Τι νόημα έχει να αποταχθείς ένα πλάσμα που θεωρείς ανύπαρκτο; Η διαφορά είναι ότι ο ένθεος δέχεται την ύπαρξη θεού χωρίς αποδείξεις, επιλέγει δηλαδή την πίστη, ενώ ο άθεος δέχεται μόνον όσα μπορούν να αποδειχθούν, επιλέγει την γνώση.

Η ύπαρξη ή μη θεού, επομένως, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, στην ουσία δεν σημαίνει τίποτα για την υπόθεση της αθεΐας. Το ζητούμενο από τη σκοπιά της αθεΐας δεν είναι να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει θεός, αλλά να προσεγγίσουμε την έννοια του θεού όπως προσεγγίζουμε κάθε άλλη έννοια, κάθε αντικείμενο προς μελέτη: με σκεπτικισμό και λογική σκέψη.

Αν υπάρχει θεός, επομένως, και η ύπαρξή του αποδειχθεί, οι σκεπτικιστές άθεοι δεν θα αλλάξουν άποψη. Δεν θα γίνουν πιστοί εν μία νυκτί. Όπως ακριβώς δεν πιστεύω ότι η γη είναι σφαιρική αλλά απλώς το δέχομαι επειδή έχει τεκμηριωθεί, έτσι ακριβώς δεν δέχομαι την ύπαρξη θεού εφόσον δεν είναι τεκμηριωμένη, και θα την δεχθώ αν τεκμηριωθεί. Δεν θα πιστέψω: θα γνωρίσω. Δεν θα αρχίσω αίφνης να κάνω τεμενάδες, να ψέλνω και να λιβανίζω: ενδεχομένως θα θαυμάσω, όπως θαυμάζω όλα τα φυσικά φαινόμενα, αλλά τίποτε παραπάνω.

Και όπως ακριβώς αν αποδειχθεί ότι η γη τελικά είναι κωνική θα το δεχτώ με βάση τα τεκμήρια χωρίς κανένα πρόβλημα, έτσι κι αν αποδειχθεί τελικά ότι ο θεός δεν υπάρχει πάλι θα το δεχτώ ασκαρδαμυκτί χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε για την προσωπική ζωή μου ούτε για την κοσμοθεωρία μου. Το βασικό ζητούμενο για μένα, ξαναλέω, δεν είναι να μην υπάρχει θεός. Το ίδιο μου κάνει αν υπάρχει κι αν δεν υπάρχει. Το βασικό ζητούμενο είναι να γνωρίζω τι υπάρχει και να μην καταφεύγω σε μύθους και παρηγορίες όταν αδυνατώ να γνωρίσω.

Εμείς οι άθεοι χαιρόμαστε να γνωρίζουμε κάθε όψη του κόσμου όπου ζούμε.

Αν υπάρχει θεός, θα χαρούμε πολύ να τον γνωρίσουμε.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, όπου γίνεται ο σχολιασμός.