Πίστευε και μη ερεύνα

22 March 2010
Αρθρογράφος: SRY


Αν και έχει γίνει πολύ κουβέντα στο ίντερνετ για την επίμαχη φράση (τίτλος εκτός παρένθεσης), καλό είναι να φέρνουμε ξανά στην επιφάνεια θέματα τα οποία ορισμένες φορές, εκτός του ότι βρίθουν από άγνοια, δίνουν και λαβή για εντελώς κακοήθεις διαστρεβλώσεις (τίτλος εντός παρένθεσης, βλ. παρακάτω).

Η πρώτη παρατήρηση είναι το ψευδοδίλλημα για το αν η φράση είναι «πίστευε και μη ερεύνα», ή «πίστευε και μη, ερεύνα». Το πρώτο σημαίνει αυτό που καταλαβαίνουμε όλοι, ενώ το δεύτερο με το κόμμα (,) μετά το «μη», σημαίνει τάχα «είτε πιστεύεις είτε όχι, ερεύνα». Ουδέν ψευδέστερον τούτου.

Το πρώτο πρόβλημα βέβαια είναι ο σύνδεσμος «και». Διότι εάν κάποιος ήθελε να πει «πιστεύεις ή όχι, ερεύνα», το λογικό (και σωστό) είναι να χρησιμοποιήσει το διαζευκτικό σύνδεσμο «ή» ή «είτε». Γι’ αυτό και μερικοί από καλοπροαίρετη αφέλεια το παρουσιάζουν ως «πίστευε ή μη, ερεύνα». Βέβαια κι αυτό είναι λάθος, διότι το επόμενο αγκάθι είναι το ρήμα «πίστευε». Ο τύπος αυτός είναι κοινός σε δύο μονάχα περιπτώσεις: είτε στο β’ ενικό προστακτικής Ενεστώτα, είτε στο γ’ ενικό (οριστικής) Παρατατικού.

Αποκλείεται να ισχύει ο τύπος του Παρατατικού, διότι έτσι δε βγάζει νόημα. Βάζοντας μέσα στην πρόταση το πρόσωπο και το χρόνο που ο τύπος υποδηλώνει, θα είχαμε τη μορφή: «(Κάποιος κάποτε) πίστευε ή μη, (εσύ τώρα) ερεύνα». Άγνωσται αι (συμ)βουλαί του Κυρίου! Επομένως το «πίστευε» δεν μπορεί παρά να είναι προστακτική Ενεστώτα. Κι εφόσον είναι προστακτική, είναι αδύνατον να σημαίνει «είτε πιστεύεις…» κλπ.

Και το τρίτο αγκάθι είναι το «μη», το οποίο συνοδεύει υποτακτικές εγκλήσεις, και ταιριάζει μούρλια με την προστακτική «ερεύνα». Εάν πήγαινε η άρνηση στην (ανύπαρκτη) οριστική «πιστεύεις», θα έπρεπε λογικά να εμφανίζεται με το «ου(κ)». Επομένως η φράση αυτή σημαίνει αυτό που αμέσως καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε: να πιστεύεις και να μην ερευνάς. Ανήκει όμως πράγματι στη χριστιανική διδασκαλία;

Τι λέει για όλα αυτά η ΟΟΔΕ; Το σχετικό της άρθρο είναι αυτό εδώ [σε μορφή εικόνας]. (Πηγη: http://www.oodegr.com/oode/dogma/erevna1.htm)

Όπως θα διαβάσετε, η θέση της πάνω κάτω είναι πως ο χριστιανισμός είναι γενικά υπέρ της έρευνας της πίστης, και φέρνει μερικά αποσπάσματα που το βεβαιώνουν. Βέβαια, τα παραδείγματα αυτά που δίνει, αφορούν αποκλειστικά την «έρευνα» του (άπιστου) Θωμά πάνω στο σώμα του αναστημένου Ιησού. Τώρα, για ποιο λόγο εμένα από μικρό με κατηχούσαν στα σχολεία ότι η φράση «άπιστος Θωμάς» έχει αρνητική σημασία, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

Και δυστυχώς γι’ αυτούς, λάθος παράδειγμα βρήκαν για να «αποδείξουν» την κατάφαση του χριστιανισμού για την έρευνα, μιας και δεν τους διαψεύδει άλλος από … τον ίδιο τον Ιησού:

«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ· ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακας με και πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 19-29).

Ο ίδιος ο Ιησούς λοιπόν υποτιμά την έρευνα του Θωμά, τουλάχιστον μπροστά σε όσους πιστέψουν χωρίς να γνωρίσουν.

Στη συνέχεια, η ΟΟΔΕ δίνει ένα απόσπασμα του Αθανασίου που αποδεικνύει ότι το «πίστευε και μη ερεύνα» είναι πράγματι χριστιανική ρήση:

“…ΑΛΛΑ ΠΙΣΤΕΥΕ ΕΙΣ ΠΑΤΕΡΑ, ΜΗ ΕΡΕΥΝΗΣΕΙΣ ΔΕ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ. ΠΡΟΣΚΥΝΕΙ ΤΟΝ ΥΙΟΝ, ΜΗ ΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΩΝ ΤΗΝ ΑΥΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. ΑΝΥΜΝΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ, ΜΗ ΕΚΖΗΤΩΝ ΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ MΥΣΤΗΡΙΟΝ…” (Αθανάσιος Θεολόγος, Quaestiones ad Antiochum Vol 28 page 600 line 27 – 31.)

Και, με βάση το απόσπασμα αυτό, καταλήγει η ΟΟΔΕ στο εξής συμπέρασμα:

Το “πίστευε και μη ερεύνα” λοιπόν, δεν είναι έτσι σκέτο στη Χριστιανική του μορφή. Έχει συγκεκριμένη εφαρμογή. Το Χριστιανικό “πίστευε και μη ερεύνα”, ισχύει ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΚΤΙΣΤΟΥ. Δηλαδή ισχύει μόνο για το: “ΠΩΣ” της Αγίας Τριάδος. Για τίποτα άλλο! […] Μόνο λοιπόν ΣΤΟ “ΠΩΣ” ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ έχει εφαρμογή η “μη έρευνα”. Να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Το “τι” και το “ποιος”, ακόμα και στην Αγία Τριάδα είναι ερευνήσιμο, και μάλιστα καλούμαστε να το ερευνάμε.

Πρόκειται για εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα. Τι διάολο έρευνα είναι αυτή που απορρίπτει το «πώς» προκειμένου να μάθουμε το «τι» και το «ποιος»; Ένας θεός ξέρει!

Βέβαια οι απολογητές της ΟΟΔΕ δε μας λένε ολόκληρη την αλήθεια. Έχουμε στη διάθεσή μας κι άλλα χριστιανικά αποσπάσματα που δεν περιορίζουν το «πίστευε και μη ερεύνα» μόνο στο «πώς» της Αγίας Τριάδας.

Ο «Λυκόφρωνας» παραθέτει απόσπασμα από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, στο οποίο μεταξύ άλλων διαβάζουμε:

«πίστευε τώι θαύματι καί μή ερεύνα λογισμοίς τό γενόμενον. μή καταλύσηις τό θαύμα, ευρείν τόν λόγον φιλονεικών: ου γάρ μένει τό θαύμα ού ο λόγος γνωρίζεται. ει τού γενομένου γνώριμος ο λόγος, ουκέτι σημείον ουδέ θαύμα τό γεγονός: ει δέ σημείον καί θαύμα, καταλιπών λογισμούς τήν πίστιν ανάλαβε, ομολογών ένα κύριον ‘Ιησούν Χριστόν καί θεόν καί άνθρωπον τόν αυτόν ουδέ επινοίαις ουδέ λογισμοίς διιστάμενον» (ολόκληρο το απόσπασμα εδώ)

Ανάλογες προτροπές βρίσκουμε επίσης και στο λόγο του Ιωάννη του Χρισοστόμου:

Μέγα γαρ όντως της παρθένου το θαύμα· τι γαρ μείζον των όντως ευρεθήσεται ποτέ; Της γαρ γης και του ουρανού πλατυτέρα αύτη μόνη εφάνη· τις γαρ ταύτης αγιοτέρα γέγονεν; Ου προπατόρες, ου προφήται, ουκ απόστολοι, ου μάρτυρες, ου πατριάρχαι, ου πατέρες, ουκ άγγελοι, ου θρόνοι, ου κυριότητες, ου τα Σεραφίμ, ου τα χερουβίμ, ουκ άλλο τι των τε ορατών και αοράτων εν ποιήμασιν ου μείζον ταύτης ευρίσεται. Δούλη τυγχάνει και θεοτόκος, παρθένος εστί και μήτηρ. Και μηδείς αμφιβάλλη λέγων· πώς δούλη και θεοτόκος; Ή πώς παρθένος και μήτηρ; Πίστει δέξαι, άνθρωπε, και μη αμφέβαλλε τοις λογιζομένοις, μὴ ἀμφίβαλλε τοῖς παρὰ τῶν πατέρων δεδοκιμασμένοις, ἀλλὰ φοβοῦ, καὶ ἀνεξετάστως πίστευσον. Μᾶλλον μὲν οὖν πίστευε, καὶ μὴ πολυπραγμόνει. (Oratio de hypapante 74, 13-19) (δείτε και το σχετικό άρθρο του «Πανικού»)

Πίστευε και μη ερεύνα λοιπόν για την Αγία Τριάδα. Πίστευε και μη ερεύνα το χριστιανικό θαύμα. Πίστευε και μη ερεύνα για τις αντιφατικές ιδιότητες της Παναγίας. Γιατί αν ερευνήσεις, μπορεί να μας κλείσεις το μαγαζί. Βέβαια, αν σε λένε Θωμά, ερεύνα τις πληγές του Κυρίου σου, αλλά κι εκεί αν θες να’σαι μακάριος καλό είναι να το αποφύγεις.

Το τι σημαίνει βέβαια για την ΟΟΔΕ «έρευνα» (και δη Δογματική Έρευνα), θα το δούμε αμέσως τώρα.

Αντιγράφω αυτούσια τη σχετική παράγραφο, μιας κι είναι η επιτομή της κακοήθους (κατά την προσωπική μου εκτίμηση) παραχάραξης:

Η προέλευση του “πίστευε και μη ερεύνα”.

Η ιδεολογία αυτή, της “πίστης χωρίς έρευνα”, με άλλα λόγια φυσικά, ανάγεται στην αρχαιότητα. Ανιχνεύσαμε τις καταβολές της, από τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ίσως είναι και αρχαιότερη, και απλώς ο Πλάτωνας την επανέλαβε.

Ο Πλάτωνας μέσα στο θεολογικό του πνεύμα ουδέποτε χρησιμοποίησε αλληγορική ερμηνεία των μύθων ή την κριτική τους, αλλά ανάφερε πάντοτε με σεβασμό τους “θεούς” (Φίληβ. 12, c) «το δ΄ εμόν δέος αεί προς τα των θεών ονόματα ουκ έστι κατ΄ άνθρωπον αλλά πέρα του μεγίστου φόβου». Αυτά ήταν επιδράσεις της ευσεβούς του καταγωγής την οποία παρέλαβε κατά τα παιδικά του χρόνια. Η καρδιά του είχε νικήσει και σ’ αυτόν τις αμφιβολίες του πνεύματος, και στον Τίμαιο (40, d) αναγνωρίζει την παραδιδόμενη Ομηρική και Ησιόδεια γένεση και την σειρά τους:
«καίπερ άνευ τε εικότων και αναγκαίων αποδείξεων»

Αυτή η φράση, είναι: “πίστευε και μη ερεύνα”, με άλλα λόγια. Δεν χρειάζονται αποδείξεις δηλαδή για να δεχθεί την πίστη αυτή.

Λάθη βέβαια στην ερμηνεία των αρχαίων κειμένων πάντα γίνονται και δεν είναι αυτό καθαυτό μεμπτό, θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι είναι αναπόφευκτα όσον αφορά τα δύο συγκεκριμένα έργα (Φίληβος, Τίμαιος), μιας και είναι δύο από τα «δύσκολα» έργα της όψιμης πλατωνικής περιόδου.

Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με επιπόλαιο λάθος, αλλά με σκόπιμη παραχάραξη, που στόχο έχει να πετάξει το μπαλάκι της τυφλής πίστης στους αρχαίους, και μάλιστα σε έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους των (αυτό θα γίνει κατανοητό αν λάβουμε υπόψη και την κόντρα της ΟΟΔΕ με δωδεκαθεϊστές και λοιπούς αρχαιόπληκτους).

Η μέθοδος που χρησιμοποιούν ακολουθεί σε γενικές γραμμές τη «φιλοσοφία» του Πλεύρη και του Άδωνη. Αποκόπτουν ορισμένα χωρία από το πλαίσιό τους και τους αλλάζουν τα φώτα. Ας δούμε τώρα τι κάναν στον έρμο τον Πλάτωνα.

Λένε:

«Ο Πλάτωνας μέσα στο θεολογικό του πνεύμα ουδέποτε χρησιμοποίησε αλληγορική ερμηνεία των μύθων ή την κριτική τους, αλλά ανάφερε πάντοτε με σεβασμό τους “θεούς” (Φίληβ. 12, c) «το δ΄ εμόν δέος αεί προς τα των θεών ονόματα ουκ έστι κατ΄ άνθρωπον αλλά πέρα του μεγίστου φόβου».»

Το συγκεκριμένο χωρίο δεν έχει καμία σχέση με την ερμηνεία που δίνουν. Ο Σωκράτης (δηλ. ο Πλάτωνας) εξετάζει την υπόθεση αν πρέπει η έννοια της «ηδονής» να ταυτιστεί με τη θεά Αφροδίτη, κι εκεί είναι που διστάζει, αν και αμέσως μετά δεν έχει κανένα πρόβλημα να την υιοθετήσει,έστω και σαν υπόθεση. Η θεοσέβεια του Πλάτωνα δεν έβαλε ποτέ φρένο στη λογική του.

Τα όσα λέει η ΟΟΔΕ ότι τάχα ο Πλάτωνας δεν κάνει αλληγορική ερμηνεία των μύθων ή κριτική, είναι απλά ψέμα. Ως προς την αλληγορία, αρκεί να θυμηθούμε τον περίφημο μύθο του Πρωταγόρα, ή την παρομοίωση του δαίμονα Γλαύκου με την ψυχή στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας, ή το μύθο του Φαέθωνα στον Τίμαιο, ή την αλληγορία της βασιλείας του Κρόνου και του Δία με την τροχιά του ήλιου στον Πολιτικό.

Όσον αφορά την τάχα απουσία κριτικής στους θεούς και την αναγνώριση της ομηρικής παράδοσης, αυτή όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και εξοντωτική για τον Όμηρο (αλλά και για τον Αισχύλο και για άλλους), μιας και ο Πλάτωνας αναθεωρεί ριζικά τα παραδεδομένα για τους θεούς, ειδικά όσες ιστορίες κρίνει ότι έρχονται σε αντίφαση με την έννοια της θεότητας (μια επίσκεψη στο τέλος του Β και τις αρχές του Γ βιβλίου της Πολιτείας θα σας πείσει).

Αλλά γιατί να σας τα λέω εγώ; Αφού τα γράφουν αλλού κι οι ίδιοι:

Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα» (Νομ. IV 716e), «Ομοιούσθαι Θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων» (Νομ. Δ 713e).

(πηγή με χαρακτηριστικό τον υπότιτλο: Οι μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας απέρριψαν επιδεικτικά την αρχαιοελληνική θρησκεία, την οποία χαρακτήρισαν απαράδεκτη, παράλογη και εν πολλοίς επικίνδυνη για την ανθρώπινη κοινωνία!)

Κι εδώ ένα άλλο δικό τους άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο: Ο Πλάτωνας κατά του Ομήρου και του Αισχύλου.

Δογματική έρευνα: όπως με συμφέρει κάθε φορά, έτσι τα διαβάζω.

Η ΟΟΔΕ όμως το παρακάνει, όταν αποδίδει σαν δόγμα του Πλάτωνα τη φράση «καίπερ άνευ τε εικότων και αναγκαίων αποδείξεων» για να τον βαφτίσει πρόδρομο του «πίστευε και μη ερεύνα».

Θα μπορούσαν, στα πλαίσια της προπαγάνδας τους, να αντιγράψουν μεγαλύτερο απόσπασμα από τον Τίμαιο. Διαβάζουμε το πλατωνικό απόσπασμα:

«Όσο για τις άλλες θεότητες, η γνώση και η εξιστόρηση της γέννησής τους ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Πρέπει να εμπιστευτούμε όσους μίλησαν γι’ αυτά τα πράγματα στο παρελθόν, αφού, ως απόγονοι οι ίδιοι των θεών όπως ισχυρίστηκαν ότι είναι, γνώριζαν καλά τους προγόνους τους. Είναι αδύνατον να αμφισβητήσει κανείς τα λεγόμενα των παιδιών των θεών, ακόμα κι όταν μιλούν χωρίς εύλογες και αναγκαίες αποδείξεις» (40d, μτφ. Β. Κάλφας).

Δε νομίζω ότι χρειάζεται να διαβάσει κάποιος όλο το έργο για να διαπιστώσει την ειρωνεία του χωρίου. Όπως σχολιάζει ο καθηγητής Β. Κάλφας:

«Είναι περισσότερο από έκδηλος ο ειρωνικός τόνος του Πλάτωνα όταν αναφέρεται στις καθιερωμένες θεογονίες που αντλούν την εγκυρότητά τους από την υποτιθέμενη θεϊκή καταγωγή των εισηγητών τους, όπως λ.χ. ο Ορφέας. Είναι ακόμη μια ευκαιρία να αντιπαραθέσει τη δική του εκδοχή στην αφελή εκδοχή των ποιητών, οι οποίοι στηρίζονται στον ανθρωπομορφισμό των θεών της παραδοσιακής λατρείας. Η ειρωνεία ωστόσο δεν στρέφεται κατά της ευσέβειας των απλών ανθρώπων, αλλά κατά των ισχυρισμών όσων διατείνονται ότι γνωρίζουν το ακριβές γενεαλογικό δέντρο των ανθρωπομορφικών θεών» (Κάλφας, Πλάτων Τίμαιος, εκδ. Πόλις, σελ. 399).

Ο Πλάτωνας γενικά δεν αντιπαραθετόταν με τα παραδοσιακά τελετουργικά, έδειχνε δηλαδή σεβασμό στις παραδόσεις του τόπου του. Σε θεολογικό όμως επίπεδο τέτοια χατίρια δεν έκανε, κι όπως ο ίδιος έλεγε ήταν διατεθειμένος να πάει όπου τον φυσήξει ο λόγος.

Κι είναι πραγματικά απίστευτο να του αποδίδουν την παραπάνω φράση, όταν όλο του το έργο στηρίζεται κυρίως στις “αναγκαίες αποδείξεις” για τον νοητό/αιώνιο κόσμο, και στις “εύλογες εξηγήσεις” για τον φυσικό/μεταβαλλόμενο κόσμο.

Ολόκληρος ο Τίμαιος είναι μία συναρπαστική προσπάθεια να θεμελιωθεί λογικά η έννοια του θεού-Δημιουργού (ο οποίος δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους παραδοσιακούς θεούς), και να δοθεί μια εξήγηση για το τι, το ποιος, αλλά και –κυρίως- το πώς του φυσικού μας κόσμου. Κι αν δεν είναι δυνατό να δώσει απολύτως λογικά θεμελιωμένη εξήγηση, θα προτιμήσει την πιο εύλογη. Φανταστικές και αναπόδεικτες ιδέες δεν λείπουν. Η κοσμοθεωρία του όμως στηρίζεται κατά κανόνα στους «εικότες λόγους» και τις «αναγκαίες αποδείξεις», και σε καμία περίπτωση δεν τα απορρίπτει (όπως ψευδώς του προσάπτει η ΟΟΔΕ), ούτε καν για τους θεούς.

Τα παραπάνω είναι τόσο εύκολο να γίνουν κατανοητά για κάποιον που έρχεται έστω και σε μια πρώτη επαφή με τα κείμενα, που δύσκολα θα γίνει πιστευτό ότι ο συγκεκριμένος αρθογράφος της ΟΟΔΕ έκανε ένα καλοπροαίρετο λάθος. Το βρίσκω επίσης απίθανο να γνωρίζει κάποιος τον Τίμαιο και το Φίληβο, αλλά να αγνοεί την Πολιτεία. Το γεγονός λοιπόν ότι ανέτρεξε σε έργα λιγότερο γνωστά για το ευρύ κοινό, και με θεματολογία εν πολλοίς άσχετη με το θέμα, προδίδει ότι πρέπει να έψαξε αρκετά μέχρι να βρει στον Πλάτωνα κάτι που να μοιάζει με «πίστευε και μη ερεύνα», ώστε να του κολλήσει τη ρετσινιά και να το παρουσιάσει με στυλάκι «μην κατηγορείτε τους χριστιανούς, κι οι αρχαίοι φιλόσοφοι τα ίδια και χειρότερα έλεγαν, από κει κατάγεται η φράση».

Αναρωτιέμαι τώρα βέβαια, αν αμάρτησα και δεν έπρεπε να ερευνήσω τις ανακρίβειές τους, αλλά να τους πιστέψω.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Jungle-Report, όπου γίνεται ο σχολιασμός.