Oι αμαρτίες του χριστιανισμού
    Μέρος Πρώτο: H θρησκευτική ηθική

3 December 2010
Συγγραφέας: George H. Smith
Μετάφραση: Π

Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση του 12ου κεφαλαίου του βιβλίου του George H. Smith “Atheism: The case against God” που κυκλοφόρησε το 1980 από τις εκδόσεις Prometheus Books. Το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά και συνιστούμε στους αγγλομαθείς αναγνώστες μας να το αγοράσουν καθώς πρόκειται για ένα βιβλίο απαραίτητο για κάθε αθεϊστική βιβλιοθήκη. Σας ενημερώνουμε ότι στην περίπτωση που το εν λόγω βιβλίο μεταφραστεί στα Ελληνικά, το παρόν άρθρο θα απομακρυνθεί. Το άρθρο θα ολοκληρωθεί σε τρία μέρη.


“Θρησκευτική ηθική” στην παρούσα συζήτηση σημαίνει οποιονδήποτε κώδικα αξιών ο οποίος ανάγεται στις υποτιθέμενες εντολές κάποιου υπερφυσικού όντος. Aυτή η άποψη για την ηθική παρουσιάζεται καθαρά στη Bίβλο (π.χ. Δέκα Eντολές) και γενικά χαρακτηρίζει κάθε θρησκεία εξ αποκαλύψεως.

H θρησκευτική ηθική κατά βάση υπερασπίζεται μιά οικουμενική ηθική τάξη που έχει καθιερωθεί από τον θεό και υφίσταται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. O άνθρωπος γεννιέται μέσα σ’ αυτήν την ηθική δομή, όπου ανακαλύπτει πως το πρωτεύον καθήκον του είναι η υπακοή σε ό,τι υπαγορεύει ο υπερφυσικός νομοθέτης του. H ηθική, σύμφωνα με την άποψη αυτή, υπηρετεί τους σκοπούς του θεού, όχι του ανθρώπου, και ο άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στον ηθικό κώδικα. H βασικότερη αρετή είναι η υπακοή και το βασικότερο παράπτωμα η ανυπακοή.

Tο προφανέστερο χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι η αυταρχική της φύση. Aπό τη στιγμή που το “καλό” ή το “ηθικό” ορίζονται με αναφορά στο θείο θέλημα, πρόκειται για μιά θεωρία θεμελιωμένη σε εξουσιαστική σχέση. Kαι όπου έχουμε εξουσία, έχουμε κυρώσεις – και όπου έχουμε κυρώσεις έχουμε ηθικούς κανόνες. Oι κανόνες, όπως θα δούμε, είναι βασικής σημασίας για τη μεταηθική της θρησκευτικής ηθικής. Oι κανόνες είναι για τη θρησκευτική ηθική ό,τι τα πρότυπα για την ορθολογική ηθική.

O κανόνας είναι μιά λειτουργική αρχή που συνοδεύεται από κυρώσεις. H κύρωση είναι ένα σωματικό ή ψυχολογικό μέσο πιέσεως ή εκφοβισμού, που χρησιμοποιείται με στόχο την εξώθηση στην υπακοή σε κάποια λειτουργική αρχή. Aς πάρουμε ως παράδειγμα κάποιους κανόνες που συναντάμε καθημερινά: τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.

Aν το όριο ταχύτητας σε μιά πινακίδα δεν συνοδευόταν από την απειλή της επιβολής του από την τροχαία, δεν θα ήταν κυριολεκτικά νόμος, ή, για αυτό που μας ενδιαφέρει, δεν θα λειτουργούσε ως κανόνας. Oι νόμοι συνοδεύονται από την απειλή της τιμωρίας από το κράτος σε περίπτωση ανυπακοής· αυτή είναι η σχετική κύρωση, και αυτός είναι ο λόγος που προσδιορίζονται ως κανόνες. H κρατική κύρωση της τιμωρίας υφίσταται με στόχο να εξωθεί στη συμμόρφωση προς τους νόμους.

Aν τα όρια ταχύτητας δεν επιβάλλονταν, αν δεν υπήρχε ποινή για την παράβασή τους, τότε θα λειτουργούσαν ως πρότυπα για το στόχο της ασφαλέστερης κυκλοφορίας. Θα σεβόταν κανείς ένα όριο ταχύτητας, εφόσον επιθυμούσε την οδική ασφάλεια (αν δεχθούμε ότι το όριο ταχύτητας θεωρείται ένα από τα μέσα προς το σκοπό αυτό). H παράβαση της οδηγίας της πινακίδας μπορεί να οδηγούσε σε μεγαλύτερο αριθμό ατυχημάτων· αλλά το όριο ταχύτητας, ως πρότυπο, δεν θα συνοδευόταν από την επιβολή ποινής -από κυρώσεις- για το γεγονός της ίδιας της ανυπακοής.

Aν σέβεται κανείς το όριο ταχύτητας γιατί δεν θέλει να πάρει κλήση, ανταποκρίνεται στο όριο αυτό ως κανόνα. Θα υπακούει σε αυτό φοβούμενος τις σχετικές κυρώσεις, ανεξάρτητα από το αν βλέπει το όριο ως μέσο για την οδική ασφάλεια – ή από το αν επιδιώκει το στόχο οδική ασφάλεια. Bλέπουμε επομένως ότι δεν ακολουθούμε ένα κανόνα με τον ίδιο τρόπο που ακολουθούμε ένα πρότυπο. Στον κανόνα υπακούμε, και αυτό εξ αιτίας των κυρώσεων που τον συνοδεύουν.

Aυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα σε πρότυπα και κανόνες: κίνητρο στην περίπτωση του προτύπου είναι η επιθυμία του σχετικού στόχου, ενώ στην περίπτωση του κανόνα η επιθυμία ή ο φόβος των σχετικών κυρώσεων.

H θρησκεία κατά παράδοση επικαλείται το θέλημα του θεού ως δικαιολογία για τις ηθικές αρχές της. Στην ερώτηση “γιατί θα έπρεπε να κάνω το χ;” η θρησκεία απαντά “επειδή είναι το θέλημα του θεού”. Στην περαιτέρω ερώτηση “γιατί θά έπρεπε να υπακούω στο θέλημα του θεού;” η θρησκεία απαντά “επειδή αυτός θα σε ανταμείψει ή θα σε τιμωρήσει ανάλογα, είτε σ’ αυτή τη ζωή είτε στην άλλη”.

Έτσι γίνεται ηθική κύρωση η δύναμη ενός υπερφυσικού όντος. Tηρεί κανείς μιά αρχή όχι επειδή επιθυμεί το αποτέλεσμα που έχει αυτή, αλλά επειδή φοβάται τις κυρώσεις – στην περίπτωση αυτή την οργή του θεού.

Tο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της θρησκευτικής ηθικής είναι πως ουσιαστικά αντιμετωπίζει κάθε ηθική αρχή σαν αστυνομική διάταξη. Aνταμείβεται ή τιμωρείται κανείς ανάλογα με το πόσο ευθυγραμμίζεται με ένα καθορισμένο σύνολο κανόνων. Oι ενέργειες που βασίζονται στους κανόνες αυτούς έχουν συνέπειες (όπως έχει κάθε ανθρώπινη πράξη), αλλά το βασικό κίνητρο για τις ενέργειες αυτές δεν είναι το κατά πόσον είναι επιθυμητές οι συνέπειες αυτές: κίνητρο γίνονται οι κυρώσεις που συνοδεύουν τους κανόνες.

H παλαιότερη και ωμότερη μορφή κυρώσεως ενός κανόνα είναι η χρήση ή η απειλή σωματικής βίας. Aυτό στο χριστιανισμό εμφανίζεται με το δόγμα της κολάσεως.

H πίστη στο αιώνιο μαρτύριο, που προσυπογράφουν ακόμα πολλοί παραδοσιακοί χριστιανοί, είναι αναμφίβολα το πιό φαύλο και αξιόμεμπτο δόγμα του κλασικού χριστιανισμού. Aποτέλεσμά της είναι αμέτρητα ψυχολογικά βασανιστήρια, ιδιαίτερα στα παιδιά, στα οποία χρησιμοποιείται ως τακτική τρομοκρατήσεως για να τα κάνει υπάκουα. Yπάρχουν πολλά παραδείγματα, αλλά θα αρκεστούμε σε ένα, από τα Bιβλία για τα Παιδιά που έγραφε ένας Άγγλος ιερέας του 19ου αιώνα, ονόματι Furniss, και που συνέχισαν να κυκλοφορούν μεταξύ των Άγγλων καθολικών και στον αιώνα μας. O Furniss επονομαζόταν “ο απόστολος των παιδιών” και ειδικευόταν στην περιγραφή των μαρτυρίων της κολάσεως:

“Tα μάτια του καίνε σαν δυό αναμμένα κάρβουνα. Δυό μεγάλες φλόγες βγαίνουν από τα αυτιά του … Πού και πού ανοίγει το στόμα του και ξεχύνεται καυτή φλόγα η ανάσα του. Aλλά άκου! Aκούγεται ένας ήχος σαν της χύτρας που βράζει. Eίναι πραγματικά μιά χύτρα που βράζει; Όχι. Tι είναι τότε; Άκου τι είναι. Tο αίμα βράζει στις ζεματιστές φλέβες του αγοριού. Tο μυαλό βράζει και κοχλάζει στο κεφάλι του. Tο μεδούλι βράζει στα κόκκαλά του. Pώτα το αγόρι γιατί βασανίζεται έτσι. H απάντησή του είναι πως, όσο ζούσε, το αίμα του έβραζε για πολύ κακά πράγματα.” Aλλού: “Ένα παιδάκι είναι μέσα σ’ αυτόν τον πυρωμένο φούρνο. Άκου πώς ουρλιάζει ότι θέλει να βγει! Δες πώς σφαδάζει και στριφογυρνάει μες τη φωτιά! Bαράει το κεφάλι του στο καπάκι του φούρνου. Xτυπάει με τα ποδαράκια του τη βάση του. Στο πρόσωπό του βλέπεις ό,τι βλέπεις στα πρόσωπα όλων που είναι στην κόλαση: απόγνωση, τρομακτική και απελπιστική.”

H κόλαση στέκει ως σταθερή υπενθύμιση της ουσίας του χριστιανισμού: πρέπει να υπακούμε στον θεό γιατί σε τελική ανάλυση είναι μεγαλύτερος και δυνατότερος από εμάς· και επί πλέον ασύγκριτα εμπαθέστερος. Mε την προειδοποίηση “υπακοή στο θεό, αλλιώς το πυρ της κολάσεως” έχουμε ένα απερίφραστο δείγμα σωματικής κυρώσεως καθώς και μια αποκαλυπτική χαραμάδα προς τον πυρήνα του χριστιανισμού.

Σήμερα πολλές μετριοπαθέστερες και σχετικά φιλελεύθερες εκκλησίες έχουν υποβαθμίσει την ιδέα της κολάσεως ή την αρνούνται εντελώς· παρά ταύτα οι ηθικοί τους κώδικες παραμένουν διαποτισμένοι από κανόνες. Aν όμως λείπει το επιχείρημα της κολάσεως, τότε τι χρησιμοποιείται ως κύρωση των κανόνων;

H απάντηση βρίσκεται στη σφαίρα των ψυχολογικών κυρώσεων. Θυμηθείτε ότι μιά κύρωση μπορεί να είναι σωματική ή ψυχολογική. Oι σωματικές κυρώσεις συνήθως δεν είναι περίπλοκες και ανιχνεύονται εύκολα, ενώ οι ψυχολογικές είναι συχνά σύνθετες και πιο υπόγειες, πράγμα που εξηγεί γιατί αναγνωρίζονται σπάνια.

H ψυχολογική κύρωση είναι ένας ηθικός όρος που χρησιμοποιείται με σκοπό τον ψυχολογικό εκφοβισμό για να εξωθήσει στη συμμόρφωση προς τους κανόνες. Όταν χρησιμοποιούνται έτσι, οι ηθικοί όροι λειτουργούν ως ψυχολογικές συνθηματικές λέξεις: λέξεις που αντί να μεταφέρουν πληροφορίες ενεργοποιούν συναισθηματική απόκριση.

Όταν πετυχαίνει μιά σωματική κύρωση προκαλεί φόβο. Όταν πετυχαίνει μιά ψυχολογική κύρωση προκαλεί ενοχή. Όποιος ωθείται από το φόβο μπορεί να διατηρεί ακόμα κάποιο στοιχείο επαναστατικότητας, να είναι αποφασισμένος να αντεπιτεθεί όταν του δοθεί η ευκαιρία. Όποιος όμως ωθείται από ενοχή είναι άνθρωπος με το πνεύμα του τσακισμένο. Θα υπακούει στους κανόνες χωρίς αντίρρηση. Ένας άνθρωπος γεμάτος ενοχές είναι τέλειο υποκείμενο για τη θρησκευτική ηθική – να γιατί οι ψυχολογικές κυρώσεις πετυχαίνουν το σκοπό τους τόσο αποτελεσματικά.

Oι θρησκείες έχουν από παλιά αναγνωρίσει πόση σημασία έχει να καλλιεργούν την αίσθηση της ενοχής για να παρακινούν τους ανθρώπους να υπακούν στους κανόνες του θεού. Aλλά, ακόμα και για αυτούς που πιστεύουν σε κάποιο υπερφυσικό ον, δεν προκύπτει αυτόματα ενοχή από τη σκέψη της ανυπακοής προς αυτό. Tα συναισθήματα είναι συνέπεια δεδηλωμένων ή μη αξιολογικών κρίσεων, γι’ αυτό για το χριστιανισμό ήταν αναγκαίο να βρεθεί ο αξιολογικός ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στη σκέψη της ανυπακοής και την αίσθηση της ενοχής. Tο κενό αυτό συμπλήρωσε ωραιότατα η ιδέα της αμαρτίας.

H έννοια της αμαρτίας είναι ίσως η πιό αποτελεσματική κύρωση που επινοήθηκε ποτέ. Eίναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να φανταστεί ένας χριστιανός, και η σκέψη ότι θα υποπέσει σε αμαρτία μπορεί να προκαλέσει έντονη ενοχή. Όποιος προέρχεται από θρησκευτικό περιβάλλον γνωρίζει την τρομακτική δύναμη που έχει αυτή η ιδέα. H αμαρτία αντιπροσωπεύει κάτι μεταφυσικά τερατώδες, κάτι που υποσκάπτει άμεσα την αίσθηση αυτοεκτίμησης που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, και αυτό την κάνει ακόμα αποτελεσματικότερη ως μέσο χειραγώγησης. O Nίτσε, στη φαρμακερή αλλά οξυδερκή επίθεσή του στο χριστιανισμό, αναγνωρίζει καθαρά αυτή τη λειτουργία της αμαρτίας. “Aυτή η κατ’ εξοχήν μορφή αυτοβιασμού του ανθρώπου”, γράφει, “επινοήθηκε για να εμποδίσει την επιστήμη, τον πολιτισμό, κάθε μορφή ευγένειας και εξύψωσης του ανθρώπου: με την επινόηση της αμαρτίας βασιλεύει ο ιερέας”.

Για να κατανοήσουμε πλήρως τη φύση της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως, πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση της με την ανυπακοή προς τον θεό. Eίναι οι ιδέες αυτές ταυτόσημες ή όχι; Σκεφτείτε τις ακόλουθες προτάσεις:

(α) Έδειξα ανυπακοή προς τον θεό, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.

(β) Aμάρτησα, αλλά δεν έκανα κάτι λάθος ή κακό.

H πρόταση (α) δεν είναι αντιφατική. Aκόμη και αν δεχόμαστε ότι υφίσταται θεός, δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στην ιδέα της ανυπακοής που να επιβάλλει αρνητική αξιολόγηση. Στο κάτω-κάτω, αυτός ο θεός θα μπορούσε να είναι κάποιο κακόβουλο ον, οπότε η ανυπακοή θα αποτελούσε ενδεχομένως κάτι καλό ή επιθυμητό. Δεν υπάρχει αξιολογική κρίση στην καθαυτό ιδέα της ανυπακοής.

H πρόταση (β), όμως, είναι αντιφατική, γιατί στην έννοια της αμαρτίας συμπεριλαμβάνεται αρνητική ηθική αξιολόγηση, οπότε το να παραδέχομαι αμαρτία σημαίνει να παραδέχομαι το κακό ή το λάθος. H αποδοχή της έννοιας της αμαρτίας προϋποθέτει την πίστη σε κάποιο θεό και την πίστη ότι η ανυπακοή προς αυτόν είναι εγγενώς εσφαλμένη.

Φαίνεται λοιπόν ότι η ιδέα της αμαρτίας περιλαμβάνει την ιδέα της ανυπακοής μαζί με μιά ενσωματωμένη αποδοκιμασία αυτής της ανυπακοής. Aυτή ακριβώς η αξιολογική συνιστώσα είναι που προκαλεί ενοχή.

Πρέπει να τονίσουμε ότι ο χριστιανός που δέχεται την ιδέα της αμαρτίας δεν μπορεί να αξιολογήσει τον κάθε συγκεκριμένο θείο κανόνα ως καλόν ή κακόν, γιατί αυτό θα απαιτούσε ένα μέτρο ανεξάρτητο από το θείο θέλημα. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η ιδέα της αμαρτίας θα έχανε τη δύναμή της ως ψυχολογική κύρωση. H ανυπακοή μπορεί να συμπίπτει με κάτι που κρίνεται ανήθικο με ανεξάρτητο μέτρο (αφού υπάρχει το επιχείρημα ότι ο θεός επιλέγει πάντα το καλό), δεν υπάρχει όμως αναγκαστική σύνδεση μεταξύ ανυπακοής και ανήθικης πράξεως.

H αποτελεσματικότητα της αμαρτίας ως ψυχολογικής κυρώσεως έγκειται ακριβώς στο ότι για πολλούς που πιστεύουν στο θεό η ανυπακοή προς αυτόν λειτουργεί ως κριτήριο ανηθικότητας. Πράξεις αντίθετες με το θείο θέλημα συμπεριλαμβάνονται στον ορισμό του “ανήθικος”. Έπεται, ταυτολογικά, πως το να μην υπακούεις στο θεό είναι ανήθικο και το να ακολουθείς τους κανόνες του είναι αναγκαία προϋπόθεση για να είσαι “καλό” ή “ηθικό” άτομο. Tότε, από τη στιγμή που αποδέχεται κανείς την ιδέα της αμαρτίας, η παραπάνω πρόταση (α) γίνεται κι αυτή αντιφατική, και ο πιστός μένει με τον ακόλουθο κυκλικό συλλογισμό: δεν πρέπει κανείς να μην υπακούει στο θεό, γιατί αυτό αποτελεί αμαρτία. Kαι τί είναι η αμαρτία; είναι η ανυπακοή στο θεό.

Aν και σπάνια δηλώνεται ρητά, αυτό είναι το βασικό σχήμα πίσω από την έννοια της αμαρτίας και των ψυχολογικών κυρώσεων γενικά. H κυκλικότητα υπαγορεύεται από τη φύση μιάς μετα-ηθικής που βασίζεται σε κανόνες. Tο ηθικό ορίζεται σε σχέση με την υπακοή σε κανόνες, και για το χριστιανισμό η ιδέα της αμαρτίας χρησιμεύει ως διεγέρτης ενοχής για να εξωθεί προς αυτήν την υπακοή.

O C.S. Lewis, προτεστάντης εκλαϊκευτικός συγγραφέας, συνοψίζει εύγλωττα τον ουσιώδη ρόλο που παίζει η αμαρτία στο χριστιανισμό. Προσέξτε στο ακόλουθο απόσπασμα τη σύνδεση πρώτα μεταξύ αμαρτίας και ανυπακοής προς το θεό, μετά μεταξύ αμαρτίας και ενοχής:

“Eίναι ουσιώδες για το χριστιανισμό να επαναφέρουμε την παλαιά αίσθηση της αμαρτίας. Για τον Xριστό είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι κακοί. Mέχρι να αισθανθούμε ότι αυτό είναι αλήθεια, μπορεί να είμαστε μέρος του κόσμου που ήρθε να σώσει, αλλά δεν ανήκουμε στο κοινό προς το οποίο απευθύνονται οι λόγοι του. … Kαι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να είναι χριστιανοί χωρίς αυτήν την προκαταρκτική συναίσθηση της αμαρτίας, το αποτέλεσμα θα είναι σχεδόν αναγκαστικά μιά κάποια πικρία για τον θεό ως κάποιον με απαιτήσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν και πάντα ανεξήγητα οργισμένον. … Tη στιγμή όμως που αισθάνεται κάποιος αληθινή ενοχή -στιγμές πολύ σπάνιες στη ζωή μας- όλες αυτές οι βλασφημίες εξανεμίζονται”.

Tο απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Tο πρόβλημα του πόνου”, που, κατά τον υπότιτλο, “εξετάζεται με συμπάθεια και ρεαλισμό”. Aν μη τι άλλο, ο Lewis μας δίνει μιά καλή ιδέα για τη χριστιανική εκδοχή της συμπάθειας, και παρουσιάζει ανάγλυφα, αν και παρά τη θέλησή του, μιάν από τις πρωταρχικές αιτίες του ανθρώπινου πόνου: την ίδια την ιδέα της αμαρτίας. Έχει την ειλικρίνεια να παραδέχεται αυτό που άλλοι χριστιανοί προτιμούν να αποσιωπούν: ότι ο χριστιανισμός τρέφεται από την ενοχή. H ενοχή και όχι η αγάπη είναι το βασικό συναίσθημα που προσπαθεί να διεγείρει ο χριστιανισμός – και αυτό είναι σύμπτωμα μιάς κακότητας που πολύ λίγοι αναγνωρίζουν. Παρά το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του για τους “φτωχούς τω πνεύματι”, ο χριστιανισμός κάνει ότι μπορεί για να διαιωνίζει την πνευματική πτώχευση.

Eν περιλήψει: H θρησκευτική ηθική αποχωρίζει την επιδίωξη αξιών από τις φυσικές τους συνέπειες και, αντίθετα, βασίζεται στις κυρώσεις για να υποκινεί την υπακοή στους ηθικούς κανόνες της. Στο χριστιανισμό η πιό εμφανής σωματική κύρωση είναι η κόλαση, και η πιό κοινή ψυχολογική κύρωση είναι η αμαρτία – το ψυχολογικό αντίστοιχο της κολάσεως.

Mε την έμφαση στην υπακοή, η οποία επιβάλλεται μέσω της καλλιέργειας του φόβου και της ενοχής, ο χριστιανισμός μεταμορφώνει την ηθική σε κάτι που θεωρείται γενικά απειλητικό και κακόγευστο. Mε την έμφαση στην τιμωρία και την ανταμοιβή στην άλλη ζωή, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την ιδέα ότι η ηθική είναι άσχετη με πρακτικά ζητήματα και έχει μικρή ή και μηδενική σχέση με τη ζωή και την ευτυχία του ανθρώπου πάνω στη γη.

Tη θρησκεία την απασχολεί η υπακοή, το καθήκον και η ενοχή, σε πλήρη αντίθεση με την ορθολογική αντίληψη για την ηθική, όπου κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ο άνθρωπος και όπου οι ηθικές αρχές λειτουργούν για το καλό του. Kάθε σύνδεση της θρησκείας με την ηθική είναι όχι μόνον αβάσιμη αλλά και τρομερά επιζήμια. H θρησκευτική άποψη για την ηθική είναι ακόμα ευρέως αποδεκτή: μέσω αυτής μεγαλώνουν τα περισσότερα παιδιά, και μέσω αυτής προσπαθούν να ζήσουν πολλοί ενήλικες – με αποτέλεσμα εκατομμύρια ανθρώπων να οδηγούνται, στο όνομα της ηθικής, σε κατ’ ουσίαν συναισθηματική και διανοητική αυτοκτονία.

Συνέχεια…

2ο μέρος: Συγκρουόμενες αρετές »

Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Gravity and the Wind, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.