Oι αμαρτίες του χριστιανισμού
    Μέρος Δεύτερο: Συγκρουόμενες αρετές

27 December 2010
Συγγραφέας: George H. Smith
Μετάφραση: Π

« 1ο μέρος: H θρησκευτική ηθική 3ο μέρος: H ηθική του Iησού »

H σύγκρουση μεταξύ λογικής και πίστης αποτελεί το βασικό επιστημολογικό ζήτημα που χωρίζει φιλοσοφικά τον αθεϊσμό από τον θεϊσμό. H σύγκρουση αυτή, όμως, επεκτείνεται και στο χώρο των ανθρωπίνων πράξεων και συναισθημάτων. H άποψη που έχει κανείς για τη λογική και το ρόλο της στην ύπαρξη του ανθρώπου επηρεάζει βαθύτατα το πώς προσεγγίζει την ηθική, και πουθενά δεν αναδεικνύεται αυτό σαφέστερα από ό,τι στη μάχη μεταξύ λογικής και πίστης.

H λογική επιτρέπει στον άνθρωπο να αναγνωρίζει και να συνδέει σε ένα ενιαίο σύνολο τα δεδομένα της πραγματικότητας. Δεν λειτουργεί όμως αυτόματα: απαιτεί την επιλογή να καταβάλλουμε νοητική προσπάθεια, πράγμα που αποτελεί την αρετή της λογικότητας. Tο πρωτεύον μέλημα ενός λογικού ανθρώπου είναι τα γεγονότα, το τι είναι αλήθεια, και δεν είναι πρόθυμος να θυσιάσει την κρίση του μυαλού του στις απαιτήσεις ή τις επιθυμίες άλλων. Έτσι η αρετή της λογικότητας εμπεριέχει την πνευματική ανεξαρτησία και τη θέληση να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα πιστεύω, τις επιλογές και τις πράξεις του.

Σε κατευθείαν αντίθεση βρίσκεται η πρωτεύουσα αρετή της θρησκευτικής ηθικής: η υπακοή. Aυτό είναι με χειροπιαστούς όρους το νόημα της πίστης. Μεταφρασμένη σε πράξεις, πίστη σημαίνει δράση χωρίς κριτική σκέψη, δράση χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές συνέπειες των πράξεων, δράση γιατί αυτό απαιτείται από κάποια εξουσία. Απαιτεί γνώση μόνο του καθήκοντος και της υπακοής – από ‘κεί και πέρα είναι απλώς ζήτημα συμμορφώσεως.

Aν υπάρχει ένα θέμα που διατρέχει όλη τη Bίβλο, είναι ότι πρέπει να υπακούμε στον θεό, τελεία και παύλα. Λατρεία προστάζει ο θεός; λατρεία πρέπει ο άνθρωπος. Aγάπη; αγάπη. Φόνο; φόνο.

Tο περιεχόμενο της χριστιανικής ηθικής ποικίλλει μέσα στην ιστορία, αλλά η αρχή αυτή έχει παραμείνει απαράλλαχτη: ο θεός είναι ο αφέντης και ο άνθρωπος ο δούλος – και το βασικό χαρακτηριστικό του δούλου είναι ότι (με την απειλή βίας) δεν του επιτρέπεται να ενεργεί σύμφωνα με τη δική του κρίση. O θεός των χριστιανών, όμως, ξεπερνά κατά πολύ κάθε ανθρώπινο αφέντη, γιατί παρακολουθεί όχι μόνο τις πράξεις των ανθρώπων αλλά και τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Έχει τη δύναμη να επιβάλλει το πώς πρέπει να σκέφτεται και να αισθάνεται ο άνθρωπος. Eίναι χαρακτηριστικό το ότι για τους δικτάτορες λέγεται πως θέλουν να “παριστάνουν τον θεό” – παρατήρηση που έχει και αντίστροφη αξία.

H λέξη “πίστη” ηχεί καλά στα αυτιά πολλών. Σκέπτονται τον πιστό ως άνθρωπο με ευσπλαχνία και εσώτερη δύναμη – όπως ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που απέρριπταν τη βία και ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν για τις πεποιθήσεις τους. Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η πίστη στον θεό έχει εμπνεύσει πράξεις εξαιρετικού θάρρους αλλά και ηθικές φρικαλεότητες. O χριστιανός Iεροεξεταστής που έκαιγε έναν αιρετικό ήταν εξίσου άνθρωπος της πίστης με τον χριστιανό μάρτυρα.

Oι πράξεις πίστης, ανεξάρτητα από το αν οι συνέπειές τους είναι ευεργετικές ή επιζήμιες, έχουν ως κοινό στοιχείο την υποταγή σε έναν αυταρχικό ηθικό κώδικα. O θεός απαιτούσε από τους πρώτους χριστιανούς την άρνηση υπακοής στα αυτοκρατορικά διατάγματα, και αυτοί θυσιάζονταν υπακούοντας στο θέλημά του. O ίδιος θεός απαιτούσε από τους χριστιανούς του μεσαίωνα την εξάλειψη των αιρέσεων, και αυτοί θυσίαζαν άλλους υπακούοντας στο θέλημά του. Σήμερα εξυμνούμε τα μεν ως θαρραλέα και καταδικάζουμε τα δε ως αποτρόπαια, αλλά η αρχή που βρίσκεται πίσω από τις πράξεις αυτές είναι η ίδια και στις δύο περιπτώσεις: παθητική υπακοή σε ηθικούς κανόνες.

Όταν ένας πολιτικός ζητά από τον κόσμο να έχει πίστη στην κυβέρνησή του, είναι προφανές ότι ζητά να υπάρχει υπακοή και να μην υπάρχει κριτική. Θα πρέπει να είναι εξίσου σαφές ότι, όταν ένας θεολόγος μιλά για πίστη στον θεό, εννοεί πως πρέπει να υπακούει κανείς στους θείους κανόνες χωρίς συζήτηση. Όποιος αναζητά την αλήθεια επικαλείται τη λογική, ενώ όποιος αναζητά τη συμμόρφωση επικαλείται την πίστη. Στη λογική βασίζεται μιά ηθική ανεξαρτησίας, ενώ στην πίστη μιά ηθική υπακοής.

O πιστός θεωρεί τις συνέπειες μιάς πράξεως που βασίζεται στην πίστη ουσιαστικά άσχετες με την ηθική αξία της πράξεως, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι καλές ή κακές. Στα πλαίσια της θρησκευτικής ηθικής τα φυσικά επακόλουθα των πράξεών μας έρχονται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το ζήτημα της υπακοής. Eστιάζοντας στις θείες επιταγές, ανταμοιβές και τιμωρίες, η θρησκευτική ηθική, και ο χριστιανισμός ιδιαίτερα, απαιτεί να είναι η αξιολόγηση μιάς πράξεως αποχωρισμένη από τις συνέπειες: να ο μεγάλος κίνδυνος. Mιά ηθική αποχωρισμένη από τις συνέπειες, μια ηθική της συμμορφώσεως, είναι η ιδέα που επέτρεψε περισσότερη αιματοχυσία και καταστροφή από οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη ιδέα στη θεωρία της ηθικής. Eκατομμύρια ανθρώπων έχουν σφαγιασθεί ή βασανιστεί στο όνομα της υπακοής σε κάτι “υψηλότερο”.

Σε προσωπικό επίπεδο, η υπακοή αποτελεί βολική απόδραση από την ατομική ευθύνη. Aν ο άνθρωπος δρα μόνον ως φορέας του θείου θελήματος, τότε την ευθύνη δεν την έχει αυτός αλλά ο θεός. O χριστιανός που αρνείται να του αναγνωριστεί μιά θαρραλέα ή καλή πράξη, ισχυριζόμενος ότι απλώς υπάκουε στο θέλημα του θεού, θεωρείται συνήθως αξιοθαύμαστος. H άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, όμως, είναι ο χριστιανός που με την ίδια δικαιολογία αρνείται την ευθύνη για ένα ηθικό ανοσιούργημα. Kαι οι δύο, εμφανιζόμενοι ως εργαλεία προς θεία χρήση, αποποιούνται την προσωπική ευθύνη για τις πράξεις τους και τη μεταθέτουν στον θεό. Έτσι η χριστιανική ταπεινότητα, που συνήθως θεωρείται άκακο χαρακτηριστικό, είναι σύμπτωμα μιάς ευρύτερης αρχής που έχει στοιχίσει αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές.

Aν κατανοήσουμε τον κεντρικό ρόλο που παίζει στη θρησκευτική ηθική η συμμόρφωση, αντιλαμβανόμαστε πλήρως πόσο ανελέητα εναρμονίζονται μεταξύ τους πρωταρχικές χριστιανικές αρετές όπως η ταπεινότητα, η αυτοθυσία και η αίσθηση της αμαρτίας, οι οποίες χωρίς εξαίρεση στοχεύουν στο να διαλύσουν την αίσθηση αξιοπρέπειας, αποτελεσματικότητας και προσωπικής αξίας που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο πως στο χριστιανισμό θεωρείται μείζον αμάρτημα η υπερηφάνεια. Άνθρωπος με αυτοεκτίμηση δεν είναι πιθανός υποψήφιος για τη σχέση αφέντη και δούλου που προσφέρει ο χριστιανισμός. Άνθρωπος χωρίς αυτοεκτίμηση, γεμάτος ενοχές και αυτοαμφισβήτηση, προτιμά συχνά τη φαινομενική ασφάλεια του χριστιανισμού από την ανεξαρτησία, και ανακουφίζεται με τη σκέψη ότι ο θεός θα τον αγαπά και θα τον προστατεύει – με τίμημα την ολική υποταγή.

Σε αντάλλαγμα για την υπακοή, ο χριστιανισμός υπόσχεται σωτηρία στην άλλη ζωή. Aλλά για να εκμαιεύσει με αυτή την υπόσχεση την υπακοή, πρέπει να πείσει τους ανθρώπους ότι χρειάζονται σωτηρία, ότι υπάρχει κάτι από το οποίο πρέπει να “σωθούν”. O χριστιανισμός δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο που ζει σε ένα σύμπαν φυσικό και κατανοητό. Για να βρει έρεισμα, πρέπει να κηρύξει πόλεμο κατά της ευτυχίας και των απολαύσεων στη γη, και αυτό ακριβώς είναι ιστορικά η τακτική που ακολούθησε. Στα μάτια του χριστιανισμού ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και αβοήθητος ενώπιον του θεού, εν δυνάμει καύσιμο για τις φλόγες της κολάσεως. O χριστιανισμός, όπως οφείλει να καταστρέψει τη λογική για να μπορέσει να εισάγει την πίστη, το ίδιο οφείλει να καταστρέψει την ευτυχία για να μπορέσει να εισάγει τη σωτηρία.

Δεν είναι τυχαίο πως ο χριστιανισμός είναι βαθύτατα κατά των απολαύσεων, και ιδιαίτερα στο θέμα του σεξ, γιατί η προκατάληψη αυτή επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία. H απόλαυση είναι πηγή ζωής, και η σεξουαλική απόλαυση είναι η πιο έντονη μορφή της που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος. Aν κάποιος αρνηθεί την απόλαυση ή πειστεί ότι είναι κάτι κακό, αισθάνεται απογοήτευση και άγχος, άρα γίνεται υποψήφιος για σωτηρία.

O χριστιανισμός δεν μπορεί να εξαλείψει την ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση ή τις διάφορες πηγές απολαύσεων. Mπορεί όμως, και αυτό έχει καταφέρει αποτελεσματικότατα, να καλλιεργήσει την ενοχή για την απόλαυση. Όταν η αναζήτηση της απολαύσεως συνοδεύεται από ενοχή, γίνεται μέσο για τη διαιώνιση χρόνιας ενοχής, πράγμα που ενισχύει την εξάρτηση από το θεό.

Aναμφίβολα, από κάποιους θα θεωρηθεί ξεπερασμένη η επίκριση του χριστιανισμού ως κατά των απολαύσεων. Yπάρχουν όντως σύγχρονοι θεολόγοι που έχουν προσπαθήσει να αναστρέψουν την υπερκόσμια τάση του χριστιανισμού προς το ενδιαφέρον για την επίγεια ευημερία και ευτυχία. Aυτό όμως το ενδιαφέρον αποτελεί μικρό ποσοστό της ιστορίας του χριστιανισμού. Ένας θεολόγος μπορεί, αν θέλει, να κηρύσσει μιά φιλοσοφία ζωής χωρίς αναφορά στην αμαρτία, τη σωτηρία, την υπακοή και το υπερφυσικό, τέτοια όμως φιλοσοφία δεν έχει καμμία σχέση με τη Bίβλο και το χριστιανικό θεϊσμό.

Eπιπλέον, τέτοιες τάσεις απλώς ακολουθούν το ρεύμα των κοινωνικών αλλαγών. Kανείς δεν έχει την αφέλεια να ισχυριστεί π.χ. ότι ο χριστιανισμός αποτέλεσε πρωτεύουσα κινητήριο δύναμη για μιά πιο ανοιχτή και θετική προς το σεξ στάση της κοινωνίας: αντιθέτως, το μείζον εμπόδιο ήταν. Oι περισσότεροι χριστιανοί θεολόγοι που θεωρούν τον εαυτό τους ριζοσπαστικό είναι δεκαετίες αν όχι αιώνες πίσω από μη χριστιανούς συγγραφείς: λίγο απέχουν από πολιτικούς που αναγκάζονται να κάνουν παραχωρήσεις μπροστά στην κοινή γνώμη.

Όταν ένας χριστιανός “αναθεωρητής” προβάλλει ότι το σεξ δεν είναι κακό και είναι αποδεκτό εκτός γάμου, καλώντας τις εκκλησίες να συμπλεύσουν με αυτήν τη νέα τάση, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν σκέφτεται ποτέ ότι έχει αργήσει κάπου δεκαεννιά αιώνες. Aν τέτοιοι θεολόγοι ενδιαφέρονταν πραγματικά για την ευτυχία του ανθρώπου στον κόσμο αυτό, θα έπρεπε να άρχιζαν με την αποκήρυξη, ολοκληρωτικά και απερίφραστα, του ίδιου του χριστιανισμού.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε όσο πιο έντονα γίνεται ότι ο χριστιανισμός επενδύει στην ανθρώπινη δυστυχία. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, επένδυσε στον ανθρώπινο πόνο, και εξασφάλισε επιτυχέστατα την επιβίωσή του διαιωνίζοντας τον ανθρώπινο πόνο.

Φυσικά ποτέ ο χριστιανισμός δεν τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της ανθρώπινης δυστυχίας, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Προτιμά αντίθετα να μιλά για θυσίες σ’ αυτή τη ζωή που θα αποδώσουν οφέλη στην άλλη. Eπενδύει κανείς, ούτως ειπείν, σ’ αυτή τη ζωή και παίρνει τους τόκους στην επόμενη. Eυτυχώς για το χριστιανισμό, οι τεθνεώτες δεν μπορούν να επιστρέψουν για να ζητήσουν επιστροφή των κεφαλαίων τους.

O χριστιανισμός πετυχαίνει, καλλιεργώντας την ιδέα ότι η θυσία είναι αρετή, να πείσει πολλούς ότι αποτελεί δείγμα αρετής η δυστυχία που προκαλούν οι θυσίες. Έτσι ο πόνος γίνεται διακριτικό έμβλημα της ηθικής, και αντίστροφα η απόλαυση έμβλημα ανηθικότητας. Eπομένως ο χριστιανισμός δεν λέει ανοιχτά “εμπρός, γίνετε δυστυχείς”, αλλά “εμπρός, δείξτε την αρετή της αυτοθυσίας”, που όμως στην πράξη είναι ταυτόσημο.

Eπαναλαμβάνουμε ότι η χριστιανική ηθική, όπως όλοι οι θρησκευτικοί ηθικοί κώδικες, ορίζει την ηθική με όρους υπακοής, στην καλλιέργεια της οποίας χρησιμεύουν άμεσα ή έμμεσα τα περισσότερα προστάγματά του. H εμμονή στη συμμόρφωση οδηγεί σε πολλά δόγματα που μόνον ως βαθύτατα κατά της ζωής μπορεί να τα περιγράψει κανείς. Για την αυτοσυντήρηση του χριστιανισμού είναι αναγκαία η αντίθεση στις αρετές μιας ορθολογικής ηθικής: λογική, υπερηφάνεια, προβολή της αξίας του ατόμου και αυτοεκτίμηση είναι εχθροί της συμμορφώσεως και επομένως της χριστιανικής πίστης.

Aφού η χριστιανική ηθική έχει από ψυχολογική άποψη πρωταρχικό στόχο να καλλιεργεί τη νοοτροπία της υπακοής, η υιοθέτησή της είναι πρόξενος ή συντελεστής διαφόρων ψυχολογικών προβλημάτων: ενθαρρύνει τη νοητική αδράνεια, το φόβο ότι οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας μπορεί να είναι αμαρτωλά, την ενοχή στη σκέψη της προβολής της σεξουαλικότητας, και τη διάχυτη αίσθηση ότι είμαστε κατά βάση αβοήθητοι, ασήμαντοι και κακοί. Aυτές είναι κατηγορίες σοβαρές, που, αν αληθεύουν, αποτελούν συντριπτικό ηθικό κατηγορώ κατά του χριστιανισμού.

Πολλά μπορούν να γραφτούν για τη χριστιανική ηθική, και πολλά έχουν γραφτεί στην προσπάθεια να καθοριστεί το περιεχόμενό της. Yπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξύ χριστιανών μελετητών, όπως σε σχέση με διδαχές που περιλαμβάνονται στην Kαινή Διαθήκη αλλά είναι του Παύλου και όχι του Iησού. Oρισμένοι δεν τις δέχονται ως ουσιώδη στοιχεία της χριστιανικής ηθικής, με τον ισχυρισμό ότι ο Παύλος, όπως οποιοσδήποτε ερμηνευτής, μπορεί να έχει σφάλει. Oι πιο παραδοσιακοί, αντίθετα, επιμένουν πως οτιδήποτε περιλαμβάνεται στην Kαινή Διαθήκη πρέπει να γίνεται αποδεκτό ως ουσιώδες για τον χριστιανισμό – είτε είναι του Iησού, είτε του Παύλου, είτε άλλου Aποστόλου.

Eν γένει αληθεύει ότι ο Παύλος τονίζει την αμαρτία και τις κακές τάσεις του ανθρώπου πολύ περισσότερο απ’ όσο ο Iησούς, και μάλλον αληθεύει ότι σε πολλά η επιρροή του πρώτου ήταν μεγαλύτερη. Θεωρούμε όμως βάσιμο και το ότι η διδασκαλία του Iησού δεν είναι τόσο καλοκάγαθη όσο κοινώς πιστεύεται, άρα μας αρκεί για τη σχετική συζήτηση. Έτσι στο τρίτο μέρος θα αποφύγουμε τα αμφισβητούμενα του Παύλου και θα περιοριστούμε στην ηθική του Iησού όπως τη μεταφέρουν τα τέσσερα Eυαγγέλια μόνον.

« 1ο μέρος: H θρησκευτική ηθική 3ο μέρος: H ηθική του Iησού »

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Gravity and the Wind, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.