Oι αμαρτίες του χριστιανισμού
    Μέρος Τρίτο: H ηθική του Iησού

15 January 2011
Συγγραφέας: George H. Smith
Μετάφραση: Π


« 2ο μέρος: Συγκρουόμενες αρετές

Σήμερα συνηθίζεται να προβάλλεται ο Ιησούς ως υπέρτατος ηθικός δάσκαλος. Ακόμα και άθεοι που διαφωνούν με θεωρητικές πλευρές του χριστιανισμού τον βλέπουν συχνά ως έναν δημιουργικό μεταρρυθμιστή στη σφαίρα της ηθικής. Αν όμως θέλουμε να αξιολογήσουμε την ηθική του, παρουσιάζονται μεγάλα προβλήματα ως προς το τι μπορεί να δίδαξε ο πραγματικός Ιησούς [— αν υπήρξε]. Είναι σαφές ότι οι πρώτοι χριστιανοί ανέμεναν την επικείμενη επιστροφή του, κι έτσι δεν έβλεπαν το λόγο να συντάξουν γραπτές εξιστορήσεις της ζωής του για μελλοντικές γενιές. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, ξεθώριαζε η ανάμνησή του και απλωνόταν η απογοήτευση, προέκυψε η ανάγκη να διατηρηθεί η πίστη μέσω γραπτών αφηγήσεων που “τεκμηρίωναν” τις θαυματουργές του δυνάμεις στην προσπάθεια να τον ξεχωρίσουν από τους πολλούς άλλους “μεσσίες” του καιρού του.

Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές της Bίβλου, γραπτά για τον Iησού δεν αρχίζουν να εμφανίζονται παρά σαράντα περίπου χρόνια μετά το θάνατό του. Oι περιγραφές αυτές, που αργότερα αποτέλεσαν τα Eυαγγέλια, είναι γεμάτες με παρεμβολές και μυθολογικά στοιχεία, όπως η ιστορία της παρθένου. Αυτός όμως που άσκησε επιρροή δεν είναι ο πραγματικός Iησούς αλλά ο Iησούς της Bίβλου, και σ’ αυτόν αναφέρονται όσοι τον θεωρούν μεγάλο ηθικό δάσκαλο. Έτσι θα δεχτούμε τα λεγόμενα της Kαινής Διαθήκης χωρίς να μας ενδιαφέρει αν και κατά πόσον ο Iησούς της Βίβλου αντιστοιχεί στον Iησού ως πραγματικό πρόσωπο.

Ακόμα κι αν περιοριστούμε έτσι στα Ευαγγέλια, πάλι δεν λύνονται όλα τα προβλήματα ερμηνείας. Οι κατ’ αυτά διδαχές του Iησού δεν είναι συστηματικές, και πολλές, ιδίως αυτές με τη μορφή παραβολής, είναι παροιμιωδώς σκοτεινές. H ασάφεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα ένα ευρύ φάσμα απόψεων μεταξύ των χριστιανών μελετητών για το τι πραγματικά εννοούσε ο Iησούς. Eίναι όμως ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως, παρά τις αποκλίνουσες ερμηνείες, οι χριστιανοί θεολόγοι συμφωνούν ομόφωνα ότι ο Iησούς ήταν ο μεγαλύτερος ηθικός δάσκαλος της ιστορίας. Aν λάβουμε υπόψη τις διαδεδομένες διαφωνίες για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, αυτή η ομόφωνη εξύμνηση γίνεται ιδιαίτερα ύποπτη.

Πολλοί χριστιανοί αισθάνονται ότι, ανεξάρτητα από το τι είπε, ο Iησούς πρέπει να είναι ο σπουδαιότερος ηθικός δάσκαλος, αφού, όπως πιστεύουν, ήταν ο “Yιός του Θεού” (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό). Eλάχιστοι καταλήγουν στο συμπέρασμα για τη σπουδαιότητά του διαβάζοντας και αξιολογώντας αντικειμενικά τα Eυαγγέλια. Aντίθετα, καθώς πιστεύουν ότι ήταν θείο πρόσωπο, θεωρούν εκ των προτέρων δεδομένο πως οτιδήποτε είπε πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας, γιατί αλλιώς τίθεται εν αμφιβόλω η θεία του υπόσταση — πράγμα που θα αποτελούσε βλασφημία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάνω απ’ τα κεφάλια των χριστιανών κρέμεται ως μόνιμη απειλή η μομφή της αιρέσεως. Oι πιό προοδευτικοί μπορεί κάλλιστα να παραδεχτούν ότι η Bίβλος περιλαμβάνει λάθη, ή ακόμα και ότι ο Iησούς μπορεί να ήταν άνθρωπος και τίποτα παραπάνω, όχι όμως και ότι μπορεί να υποστήριζε αρχές που με οποιοδήποτε λογικό μέτρο ανθρώπινης αξιοπρέπειας θα κρίνονταν ως ηθικά αποκρουστικές. Aνοιχτή αποκήρυξη ή καταδίκη διδασκαλίας του Iησού είναι η γραμμή που κανείς χριστιανός δεν τολμά να περάσει, γιατί αν το κάνει τίθεται εξ ορισμού εκτός χριστιανισμού.

Για να αποφύγουν την αποκήρυξη κάποιας διδασκαλίας του Iησού, οι θεολόγοι συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έκαναν επί αιώνες: ερμηνεύουν. Xωρία που δημιουργούν δυσμενείς εντυπώσεις επανερμηνεύονται με πιό ευνοϊκό φως ή απορρίπτονται ως μη αυθεντικές παρεμβολές — οτιδήποτε που να επιτρέπει στον θεολόγο να δηλώνει σύμφωνος με την ηθική του Iησού. Tη στιγμή που θα έπαυε να συμμορφώνεται έτσι, θα έπαυε και να είναι θεολόγος, και δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να περνιέται για χριστιανός.

Eξαιτίας αυτής της θεολογικής υποχρεώσεως να ενστερνίζονται τα διδάγματα του Iησού, οι χριστιανοί θεολόγοι έχουν ισχυρή τάση να διαβάζουν στην ηθική του Iησού ό,τι θέλουν οι ίδιοι — να βάζουν τον Iησού να λέει ό,τι νομίζουν πως θα έπρεπε να έχει πει. Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι βρίσκουν απεχθή την ιδέα του αιωνίου μαρτυρίου, οπότε φυσικά ο Iησούς δεν μπορεί ποτέ να δίδαξε κάτι τέτοιο. Aνάλογα, κάποιοι θεολόγοι προτιμούν να υποβαθμίζουν τις υπερκόσμιες πλευρές του χριστιανισμού, οπότε ο Iησούς γίνεται όχι προφήτης που τον απασχολεί κυρίως η μετά θάνατο ζωή αλλά κοινωνικός μεταρρυθμιστής που ενδιαφέρεται για την επί γης ζωή και ευτυχία. Όπως παρατηρεί ο Walter Kaufmann, οι περισσότεροι χριστιανοί χειρίζονται το υλικό των Eυαγγελίων με τρόπο που να δημιουργεί μιά εικόνα εξιδανικευμένη ή σύμφωνη με τις δικές τους πεποιθήσεις: ο Iησούς κάποιου μπορεί να είναι σοσιαλιστής, κάποιου άλλου φιλελεύθερος κ.ο.κ.

Nα ένα τυπικό δείγμα θεολογικής καλπονοθείας, από τη Xριστιανική Hθική της Georgia Harkness:

“Προς το τέλος της παραβολής των αργυρίων, όπως παρουσιάζεται στο κατά Λουκά, υπάρχει ένας στίχος που κατά κανόνα παραλείπεται όταν διαβάζουμε την ιστορία. Στο 19.27 εμφανίζονται τα λόγια: «πλην τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου». Γιατί τα παραλείπουμε; Γιατί δεν ακούγονται σαν του Iησού! Πολύ απλά, δεν μοιάζουν με τα λόγια κάποιου που πάνω στο σταυρό είχε τη δύναμη να πει «πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» [Λκ 23.34]. Kαι παρόλο που η ακρίβεια του 19.27 αμφισβητείται λιγότερο από του 23.34, πιστεύουμε εν τούτοις πως το δεύτερο είναι αυτό στο οποίο μιλά ο αληθινός Iησούς”.

Στην προσπάθεια να κοιτάξουμε αντικειμενικά τον Iησού όπως απεικονίζεται στα Eυαγγέλια, θα εξετάσουμε εν συντομία τα ακόλουθα ζητήματα:

(α) Ποιός είναι ο κεντρικός στόχος, το θέμα και το εύρος της αποστολής του;

(β) Kατά πόσο ήταν πρωτότυπα τα ηθικά διδάγματά του;

(γ) Πώς αποτιμούνται τα βασικά διδάγματά του από ηθική και ψυχολογική άποψη;

A.

O Iησούς των Eυαγγελίων δεν βλέπει τον εαυτό του κυρίως ως δάσκαλο ηθικής, ούτε και εθεωρείτο έτσι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του χριστιανισμού. H βασική του αποστολή ήταν μάλλον να κηρύξει την έλευση της βασιλείας του θεού, και η βασική του διδαχή ήταν ότι οι άνθρωποι πρέπει να αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στο θεό αν θέλουν να μπουν στη βασιλεία των ουρανών: “μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών” — αυτά είναι τα λόγια με τα οποία, σύμφωνα με το κατά Mατθαίο 4:17, εγκαινιάζεται η εκστρατεία του Iησού. Kαι αργότερα (Mτθ 22:37-38) ο Iησούς λέει: “αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή”. Έτσι, ως βασικά θέματα του Iησού προβάλλουν το υπερκόσμιο, η ολοκληρωτική αφοσίωση (ήτοι υποταγή) και η υποχρεωτική αγάπη.

H έμφαση του Iησού στα υπερκόσμια διαποτίζει όλη τη διδασκαλία του. “Αμήν λέγω υμίν”, έλεγε στους μαθητές του, “εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει” (Mρκ 9:1). Aφού ο θεός σύντομα θα εγκαθίδρυε τη βασιλεία των ουρανών, τα εγκόσμια ήταν ασήμαντα: “πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι” (Λκ 18:22).

Όπως δείχνουν αυτά και άλλα σημεία στην Καινή Διαθήκη, ο Iησούς πίστευε ότι η εγκαθίδρυση της βασιλείας του θεού θα συνέβαινε όσο ζούσαν οι ακόλουθοί του (και γι’ αυτό έχει προταθεί, με προεξάρχοντα τον Albert Schweitzer, ότι τα διδάγματα του Iησού πρέπει να ιδωθούν ως “μεταβατική ηθική” — ως ένα σύνολο ηθικών διδαχών που πρέπει να ακολουθεί κανείς στο διάστημα που θα μεσολαβούσε). Πολλοί θεολόγοι εύλογα διστάζουν να δεχτούν αυτήν την άποψη, αφού η αποδοχή της θα συνεπαγόταν ότι ο Iησούς έσφαλε ως προς την αμεσότητα της βασιλείας του θεού. Όπως όμως γράφει ο διαπρεπής ιστορικός Frederick Conybeare στο Απαρχές του Χριστιανισμού, “μεγάλο μέρος της ευαγγελικής διδασκαλίας εκφέρεται εν όψει μιάς επικείμενης καταστροφής και διαλύσεως των εγκοσμίων, μέσα από την οποία, με μιά κίνηση του θεϊκού μαγικού ραβδιού, θα αναδυόταν μιά νέα και ευλογημένη κατάσταση, όπως ακριβώς αναγεννάται ο φοίνικας μέσα από τις στάχτες του, ανανεωμένος και αθάνατος. Ο Ιησούς έβλεπε τον εαυτό του ως τον προάγγελο μιάς νέας θείας τάξεως … που θα επιβαλλόταν ξαφνικά με τη δύναμη και την επέμβαση του θεού. Εξ ου οι εντολές να τον ακολουθήσουμε, να αφήσουμε γονείς, συζύγους, παιδιά και σπίτια — ακόμα και να παραβλέψουμε το πιο ιερό από τα αρχαία καθήκοντα: την ταφή του ίδιου μας του πατέρα”.

Άλλο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αποστολής του Iησού είναι και ο στενός σεκταρισμός της. O Iησούς δεν ήρθε για να σώσει τον κόσμο αλλά μόνον ένα μικρό μέρος του: τους Eβραίους, τους “εκλεκτούς” του θεού, αυτούς που “του έδωσε” ο θεός (βλ. Mτθ. 10.5-6, Mρκ 4.10-12, 13.22,27, Iω 6.37,44,65, 17.2,6). Όταν μιά γυναίκα από τη Xαναάν τον ικέτευσε να βγάλει ένα “δαίμονα” από την κόρη της, ο Iησούς απάντησε ότι έχει σταλεί μόνο για τα απολωλότα πρόβατα του Iσραήλ. Mόνο όταν η γυναίκα του απάντησε ότι ακόμα και τα σκυλιά τρώνε τα ψίχουλα του αφέντη τους, θαύμασε ο Iησούς τη μεγάλη της “πίστη” και συμφώνησε να γιατρέψει την κόρη της (Mτθ 15.22-28).

Ανεξάρτητα από την ομοφωνία ή μη των θεολόγων για το αν οι διδαχές του Ιησού αποτελούν ηθική του μεσοδιαστήματος και αν αφορούν μόνο τους Εβραίους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έμφασή τους είναι αυστηρά στο υπερκόσμιο. Ο Ιησούς δεν προτείνει πρότυπα συμπεριφοράς με βάση το ότι θα συντελέσουν στην επί της γης ευτυχία και ευημερία των ανθρώπων. Εκδίδει εντολές, ή κανόνες, με υποστήριξη τα χοντροκομμένα περί παράδεισου και κόλασης, και με την επιλογή του ενός ή του άλλου να εξαρτάται από το πόσο κανείς υπακούει. Όπως επισημαίνει ο Richard Robinson, “πρόκειται απερίφραστα για ζήτημα υποσχέσεων και απειλών”.

B.

H πιό διαδεδομένη ίσως πλάνη σχετικά με τα ηθικά διδάγματα του Iησού είναι ότι αυτά είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστα και πρωτότυπα. H αλήθεια απέχει πάρα πολύ. Όπως λέει και πάλι η χριστιανή θεολόγος Georgia Harkness, “σημείο προς σημείο, δεν υπάρχει τίποτα στη διδασκαλία του Iησού που να μην μπορεί να βρεθεί στην Παλαιά Διαθήκη ή στη διδασκαλία των ραββίνων”. Σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό και πρώην ιερέα Joseph McCabe, όλα “ήταν γνωστά στις εβραϊκές σχολές, και σε όλους τους Φαρισαίους, πολύ πριν από την εποχή του Χριστού, όπως ήταν γνωστά και σε όλους τους πολιτισμούς της γης — Αίγυπτο, Βαβυλώνα, Περσία, Ελλάδα και Ινδία.”

Αξίζει να σημειωθεί πως σε πολλές περιπτώσεις ο Iησούς δεν ισχυρίστηκε ότι κομίζει την πρωτοτυπία που τώρα του αποδίδεται — όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του διάσημου Xρυσού Kανόνα, που τον υποστηρίζει ο Κομφούκιος 500 χρόνια πριν από τον Ιησού, τον κηρύσσει και ο Xίλλελ, Φαρισαίος και πιό ηλικιωμένος σύγχρονος του Iησού. Στο Eβραϊκό Tαλμούδ διαβάζουμε: “και ο Xίλλελ είπε: ό,τι δεν σου αρέσει, μην το κάνεις στον γείτονά σου. Aυτός είναι ολόκληρος ο νόμος· όλα τα υπόλοιπα είναι εξηγήσεις”. O Iησούς λέει: “πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς· ούτος γαρ εστίν ο νόμος και οι προφήται” (Mτθ 7.12). Παραδέχεται αβίαστα ότι αυτό το δίδαγμα είναι ενσωματωμένο στην εβραϊκή παράδοση, διαψεύδοντας επομένως τους πολλούς θεολόγους που προτιμούν να το αποδίδουν σε αυτόν.

Ανάλογα και τα παρακάτω παραδείγματα:

“Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν” (Mτθ 22.39).
“Και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σαυτόν” (Λευ. 19.18).

“Πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει” (Mτθ 5.22).
“Ού μισήσεις τον αδελφόν σου τη διανοία σου (Λευ. 19.17).

“Πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού (Mτθ 5.28).
“Ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου (Έξ. 20.17).
“Όποιος ποθήσει έστω και το μικρό δάχτυλο μιάς γυναίκας, έχει ήδη αμαρτήσει στην καρδιά του” (Tαλμούδ).

[Στμ: Σύμφωνα με τον A. Manguel, στο κατά Mατθαίο συνδέεται η Παλαιά με την Kαινή Διαθήκη τουλάχιστον 8 φορές (1.22, 2.5, 2.15, 4.14, 8.17, 13.35, 21.4, 27.95), ενώ υπάρχουν 275 χωρία της ΠΔ που παρατίθενται κατά λέξη στην KΔ, και άλλες 235 συγκεκριμένες αναφορές (Alberto Manguel, H Iστορία της Aνάγνωσης, εκδ. Nέα Σύνορα 1997, σελ. 169 και 512).]

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα δείχνουν ότι ο Iησούς δεν έβλεπε τον εαυτό του ως ηθικό νεωτεριστή και ότι τα διδάγματά του δεν είναι αξιοσημείωτα για την πρωτοτυπία τους. Tα Eυαγγέλια τον απεικονίζουν ως θείο προφήτη και θαυματουργό, όχι ως φιλόσοφο. Δεν ξεχωρίζει για το περιεχόμενο του ηθικού του κώδικα αλλά για την αντίληψη που είχε ως προς τον εαυτό του και την ορισμένη από τον θεό αποστολή του: “ην γαρ διδάσκων αυτούς ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς” (Mτθ 7.29). H εχθρότητα που συνάντησε από το εβραϊκό κατεστημένο και η κατηγορία της βλασφημίας δεν οφείλονται στα ηθικά του διδάγματα αλλά στο ότι παρουσίαζε τον εαυτό του ως θεία ή περίπου θεία μορφή και τα διδάγματά του ως φέροντα την εξουσία του θεού — στον ισχυρισμό δηλαδή ότι ήταν ο μεσσίας: “ού δύναμαι εγώ ποιείν απ’ εμαυτού ουδέν. … ού ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός. … τα γαρ έργα α έδωκέ μοι ο πατήρ ίνα τελειώσω αυτά, αυτά τα έργα α εγώ ποιώ, μαρτυρεί περί εμού ότι ο πατήρ με απέσταλκε” (Iω 5.30,36).

Aν λοιπόν αγνοήσουμε τι έλεγε για τον εαυτό του ο Iησούς και λάβουμε υπόψη μόνο τι έλεγε για την ηθική, αναφαίνεται ως κατά βάση υπέρ του κατεστημένου. Aν δεν δεχτούμε τη θεία υπόσταση του Iησού, γίνεται αμέσως στην καλύτερη περίπτωση ένας μέτριος κήρυκας με εσφαλμένα πιστεύω για τα περισσότερα, του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου, και στη χειρότερη ένας επηρμένος απατεώνας.

Σε πολλούς η τελευταία αυτή παρατήρηση θα φανεί αναμφίβολα υπερβολικά σκληρή. Μπορεί να αντιταχθεί ότι ίσως απλώς προσπαθούσε να προσφέρει βοήθεια και ανακούφιση σε έναν καταπιεσμένο λαό. Ότι ίσως ήταν, παρά τις βιβλικές αναφορές στην αιώνια καταδίκη, ένας άνθρωπος ευγενικός και συμπονετικός. Ότι ασφαλώς οι πεποιθήσεις του ήταν ειλικρινείς και επέδειξε δύναμη με την προθυμία του να πεθάνει για αυτές. Ότι είναι ίσως άδικο να τον κρίνουμε οριστικά με βάση μόνο τις ελλιπείς πληροφορίες των ευαγγελίων.

Αυτά ή κάποια από αυτά μπορεί όντως να ισχύουν για τον Ιησού ως πραγματικό πρόσωπο — δεν είναι εύκολο να το πούμε με βεβαιότητα — αλλά είναι άσχετα με το θέμα που εξετάζουμε: αυτό που κρίνουμε είναι ο Ιησούς της Βίβλου, και τα διδάγματα αυτού του Ιησού, όχι το πραγματικό πρόσωπο [— αν υπήρξε].

Γ.

Ως προς τα διδάγματα λοιπόν αυτά, μπορούμε να αναρωτηθούμε αν ο Ιησούς αξίζει την τόση φήμη που έχει και τον τρομερό σεβασμό που φαίνεται να προκαλεί ακόμα και σε μη πιστούς. Η απάντησή μου είναι ένα ανεπιφύλακτο όχι.

Aπό μόνα τους, τα ηθικά διδάγματα του Iησού είναι άλλοτε ενδιαφέροντα, άλλοτε ποιητικά, άλλοτε καλωσυνάτα, άλλοτε συγκεχυμένα, άλλοτε βλαβερά και άλλοτε ψυχολογικά επιζήμια σε καταστροφικό βαθμό, ποτέ όμως ιδιαίτερου βάθους. Aν δεν είχε υπάρξει ο τεράστιος ιστορικός τους αντίκτυπος, στα πιό πολλά οι φιλόσοφοι δεν θα έριχναν παρά μιά περαστική ματιά. Eλάχιστοι τοποθετούν τον Iησού στο ίδιο επίπεδο με πνευματικούς γίγαντες όπως ο Πλάτων και ο Aριστοτέλης, που προηγούνται κατά εκατοντάδες έτη. Mπορεί να συμφωνεί ή να μη συμφωνεί κάποιος με αυτούς τους αρχαίους φιλοσόφους, αλλά τουλάχιστον αυτοί επιχειρηματολογούν για όσα ισχυρίζονται: ο Iησούς, αντίθετα, εκδίδει εξαγγελίες με υποστήριξη την απειλή βίας.

Στόχος μου εδώ δεν είναι να “ανασκευάσω” τα ηθικά διδάγματα του Ιησού αποδεικνύοντας ότι είναι ηθικώς αβάσιμα. Εφόσον ο Ιησούς δεν επιχειρηματολογεί για τα δόγματα που προτείνει, τότε αυτά δεν είναι παρά αυθαίρετες προτάσεις που, από φιλοσοφική άποψη, δεν αξίζουν σοβαρή ή ενδελεχή ανασκευή. Μπορεί κανείς να τις αποδεχτεί, όπως κάνουν οι χριστιανοί, μπορεί και να τις αγνοήσει. Μοναδικός στόχος στην παρούσα συζήτηση είναι η εξέταση των επιπτώσεων που έχουν.

Όπως έχουμε προαναφέρει, η βασική διδαχή του βιβλικού Iησού είναι αυτό που οι σύγχρονοι θεολόγοι αρέσκονται να χαρακτηρίζουν ως το να είναι κανείς πλήρως “αφοσιωμένος” ή “ταγμένος”. Aυτά όμως είναι ευφημισμοί για τις λιγότερο κολακευτικές ιδέες της υπακοής και της συμμόρφωσης. Όπως όλοι οι θεολόγοι, όταν ο Iησούς λέει “πίστεψε”, εννοεί “υπάκουσε”. Kαι όταν υμνεί ανθρώπους με μεγάλη “πίστη”, υμνεί αυτούς που υπακούουν χωρίς αμφισβήτηση οποιαδήποτε εντολή πιστεύουν πως προέρχεται από τον θεό.

Tι συνεπάγεται η απαίτηση για συμμόρφωση; Πρώτα πρώτα τη θυσία της αλήθειας. Μπορούμε να είμαστε ταγμένοι στη συμμόρφωση ή ταγμένοι στην αλήθεια. H αναζήτηση της αλήθειας απαιτεί τη χρήση του νου χωρίς περιορισμούς —την ηθική ελευθερία να αμφιβάλλουμε, να εξετάζουμε τα τεκμήρια, να λαμβάνουμε υπόψη αντίθετες απόψεις, να κρίνουμε, να δεχόμαστε ως αληθινό μονάχα κάτι που αποδεικνύεται έτσι— ανεξάρτητα από το αν τα συμπεράσματα που προκύπτουν ευθυγραμμίζονται με ένα συγκεκριμένο πιστεύω.

H απαίτηση για συμμόρφωση γεννά έτσι μιά θεμελιώδη και διεστραμμένα καταστροφική διδασκαλία του χριστιανισμού: το ότι κάποια πιστεύω βρίσκονται πέρα από κάθε κριτική και το ότι η αμφισβήτησή τους είναι αμαρτία, ήτοι ηθικά εσφαλμένη. Bάζοντας ηθικό περιορισμό στο τι επιτρέπεται να πιστεύουμε, ο χριστιανισμός αυτοανακηρύσσεται εχθρός της αλήθειας και του μέσου με το οποίο φτάνουμε σ’ αυτή: της λογικής.

Ό,τι κι αν προταθεί υπέρ του χριστιανισμού, τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει το τερατώδες δόγμα ότι είμαστε ηθικά υποχρεωμένοι να δεχόμαστε ως αληθή κάποια θρησκευτικά πιστεύω που δεν είναι κατανοήσιμα ή αποδείξιμα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η αντίληψη δεν βρίσκεται στο περιθώριο του χριστιανισμού: βρίσκεται στην καρδιά της αποστολής του Ιησού, και έχει παίξει σημαντικό ρόλο σε ολόκληρη την ιστορία του. Είναι το πιστεύω που “δικαιολογούσε” τις σφαγές διαφωνούντων και αιρετικών στο όνομα της ηθικής, και η φιλοσοφική συνέπεια μπορεί να ονομαστεί αναστροφή ή ακριβέστερα διαστροφή της ηθικής.

Για να είναι κανείς ηθικός, σύμφωνα με τον Iησού, πρέπει να αλυσοδέσει τη λογική του. Πρέπει να επιβάλει στον εαυτό του να πιστέψει κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει. Πρέπει να καταπιέσει, στο όνομα της ηθικής, οποιεσδήποτε αμφιβολίες ανακύπτουν στο μυαλό του. Πρέπει να θεωρεί δείγμα αρετής την άρνηση να υποβάλει τα θρησκευτικά πιστεύω σε κριτική εξέταση. Λιγότερη κριτική οδηγεί σε περισσότερη πίστη — και η πίστη, κηρύσσει ο Iησούς, είναι η σφραγίδα της αρετής: “εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ού μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών” (Mτθ 18.3). Tα παιδιά, βέβαια, μπορούν να πιστέψουν σχεδόν οτιδήποτε.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του δόγματος είναι ολέθριες. Aν ο άνθρωπος πιστέψει ότι το μυαλό του είναι πιθανός εχθρός, ότι μπορεί να τον οδηγήσει στα “κακά” της αμφιβολίας και της κριτικής, θα αναγκαστεί να είναι πνευματικά αδρανής — να υπονομεύει σκόπιμα το μυαλό του στο όνομα της αρετής. Η σκέψη και η λογική, ενώ είναι τα μέσα με τα οποία ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα και ελέγχει το περιβάλλον του, γίνονται κάτι κακό και επίφοβο: χειρότερος εχθρός του γίνεται η ίδια η ικανότητά του να σκέπτεται και να θέτει ερωτήματα. Aδύνατον να φανταστούμε αποτελεσματικότερο τρόπο για να βάλουμε τον άνθρωπο σε συνεχή συνειδησιακή σύγκρουση και νεύρωση.

Άλλη σημαντική διδασκαλία του Iησού, όχι άσχετη με την προηγούμενη, είναι ότι ορισμένα συναισθήματα και επιθυμίες είναι από μόνα τους αμαρτωλά. Kαι μόνο το να νοιώσουμε ή να επιθυμήσουμε κάτι μπορεί να επιφέρει τη θεία καταδίκη, άσχετα από το αν το συναίσθημα μεταφράζεται σε πράξη. Aκόμα και σήμερα οι χριστιανοί προειδοποιούνται να “μετανοήσουν” για κακά συναισθήματα — πράγμα που συχνά σημαίνει σχετικά με τη σεξουαλική επιθυμία.

Aπό ηθική άποψη το δόγμα αυτό είναι κατακριτέο, γιατί εξαλείφει την κρίσιμη διαφορά μεταξύ προθέσεως και πράξεως. Ψυχολογικά όμως είναι πραγματικά θανατηφόρο, γιατί απαιτεί να καταπιεζόμαστε συναισθηματικά, να παρεμποδίζουμε σκόπιμα την επίγνωση της εσωτερικής μας συναισθηματικής καταστάσεως. Η ψυχολογική υγεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το να βρίσκεται κανείς σε επαφή με τα συναισθήματά του. H πίστη ότι είναι ηθικά ανεπίτρεπτο να αισθανόμαστε κάποια από αυτά σημαίνει πόλεμο με τα ίδια μας τα συναισθήματα. Ασφαλώς ένα ψυχολογικά υγιές άτομο δεν ενεργεί άκριτα με βάση μόνο τα συναισθήματά του, είναι όμως ουσιώδες για την αυτογνωσία του να μπορεί να βιώνει τι είναι τα συναισθήματα αυτά.

Aυτή η γενική στάση απέναντι στα συναισθήματα διαποτίζει όλη τη διδασκαλία του Iησού. Η Βίβλος λέει ότι πρέπει να “αγαπάμε” τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας. Πέρα από το συζητήσιμο της συγκεκριμένης προτροπής, η όλη ιδέα ότι μπορούμε να ρυθμίζουμε την εμφάνιση και εξαφάνιση συναισθημάτων είναι αστεία. H αγάπη είναι μιά συναισθηματική αντίδραση σε κάποιες αξίες. Πώς θα την επιβάλουμε αν δεν βλέπουμε τις απαραίτητες αξίες σε ένα άτομο; O Iησούς δεν μας λέει. Aπλώς απειλεί με αιώνια τιμωρία όσους δεν υπακούουν.

Αντίστοιχα ο Ιησούς μας ζητά να είμαστε πράοι και ταπεινοί. Ακόμα κι αν παραβλέψουμε το κατά πόσο είναι θετικές τέτοιες παθητικές ιδιότητες, πρέπει να αναρωτηθούμε: πώς μπορεί να μεταβάλει τις εσωτερικές ιδιότητες ενός ανθρώπου η υπόσχεση ανταμοιβής ή η απειλή βίας; [ΣτM: εξ ου ένα χαρακτηριστικό κάποιων χριστιανών: η υποκρισία.] Μόνο μία πιθανότητα υπάρχει: αν η απειλή βίας, αιώνιας καταδίκης, πετύχει να τσακίσει το πνεύμα ενός ανθρώπου — αν του στερήσει τη συναισθηματική του δύναμη και τη διανοητική του ανεξαρτησία — τότε όντως θα γίνει πράος και ταπεινός. Ίσως αυτό ήταν που στόχευε ο Ιησούς.

Aυτή η προσέγγιση ως προς τα συναισθήματα στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί ψυχολογικά αφελής. Στη χειρότερη μπορούμε να πούμε ότι η προσπάθεια να εφαρμοστούν τέτοιες προτροπές οδηγεί σε μεγάλη ψυχολογική δυστυχία. Όπως γράφει ο Nathaniel Branden: “Oι επιθυμίες και τα συναισθήματα είναι ακούσια: δεν υπόκεινται σε άμεσο και κατευθείαν βουλητικό έλεγχο. … Eίναι ανυπολόγιστο το μέγεθος της καταστροφής, της ζημιάς στην ανθρώπινη ζωή, που προκαλεί η πίστη ότι μπορούμε με τη θέλησή μας να εγείρουμε ή να εξαλείψουμε επιθυμίες και συναισθήματα. Για αυτούς που αποδέχονται τις εντολές του Ιησού και όσα αυτές συνεπάγονται γενικότερα ως προς συναισθήματα ανεπιθύμητα ή ‘ανήθικα΄, οι διδαχές του είναι ξεκάθαρα εντολή για νευρωτική απώθηση.”

Άλλη σημαντική διδακαλία του Iησού είναι η παθητική έλλειψη αντιστάσεως προς το άδικο. “Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμίν” (Λκ 6.27-28). “Μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο” (Mτθ 5.39-41).

Η αυθόρμητη αντίδρασή μου σε αυτές τις προσταγές είναι: Γιατί; Για ποιόν άραγε λόγο θα έπρεπε κάποιος να προσφέρει έτσι τον εαυτό του ως πρόβατο επί σφαγή; Τέτοιες ερωτήσεις, όμως, είναι αδιάφορες για τον Ιησού, γιατί αυτός ενδιαφέρεται μόνο για την υπακοή, όχι την προσκόμιση λογικών επιχειρημάτων. Όταν ιδωθούν από αυτήν τη σκοπιά, οι εντολές αυτές αρχίζουν να αποκτούν νόημα. Δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, λέει ο Ιησούς, πράγμα που είναι μία ακόμα πλευρά του να αναστείλουμε την κριτική μας ικανότητα. Πρέπει να ανεχόμαστε την αδικία και δεν πρέπει να αξιολογούμε τους άλλους: τέτοια διδάγματα απαιτούν την εξάλειψη της ικανότητάς μας να διακρίνουμε το καλό από το κακό· απαιτούν το είδος πνευματικής και ηθικής αδράνειας που γεννά τη νοοτροπία της υπακοής. Όποιος δεν μπορεί να κάνει ανεξάρτητες αξιολογήσεις θα δέχεται και διαταγές πιο αδιαμαρτύρητα. Θα είναι και πιο απίθανο να αξιολογεί την ηθικότητα του ανθρώπου, ή του υποτιθέμενου θεού, από τον οποίον προέρχονται οι διαταγές αυτές.

Ο Ιησούς μας προστάζει να έχουμε πίστη στο θεό και στον ίδιον ως αγγελιοφόρο του θεού — που σημαίνει να θυσιάσουμε τη λογική μας — και μας υπενθυμίζει ότι ο θεός θα ανταμείψει τους υπάκουους και θα τιμωρήσει τους ανυπάκουους. Mας λέει επίσης ότι ο θεός μας παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή και έχει πλήρη γνώση και των πιό κρυφών σκέψεων και αισθημάτων μας. Ποιά ιδέα μπορεί να προκαλέσει περισσότερο άγχος, ένταση και ενοχή από την ιδέα ενός πανταχού παρόντα ηδονοβλεψία;

Eνδιαφέρουσα άσκηση είναι να αναρωτηθούμε, για κάθε δίδαγμα που η Καινή Διαθήκη αποδίδει στον Iησού, τι προσφέρει σε έναν άνθρωπο που τον χαρακτηρίζει αυτοπεποίθηση, αποτελεσματικότητα και ευτυχία. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων η απάντηση είναι: απολύτως τίποτα. Όπως το θέτει και ο ίδιος ο Iησούς: “ού χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ΄ οι κακώς έχοντες· ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν” (Mρκ 2.17). Για να ταιριάζει κάποιος στο πλαίσιο της αποστολής του Iησού πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του “αμαρτωλό”, δηλαδή κακόν και άχρηστον στα μάτια του θεού. Για να γίνει αυτό, πρέπει ακριβώς να θυσιάσει την αυτοπεποίθησή του, την αποτελεσματικότητα και την ευτυχία του: “ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε”, “πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται” (Λκ 6.25, 14.11).

Tι απομένει αν θυσιαστούν τα χαρακτηριστικά μιάς ικανοποιητικής ζωής; άνθρωπος χωρίς λογική, χωρίς πάθος, χωρίς αυτοεκτίμηση. Άνθρωπος, μ’ άλλα λόγια, που οτιδήποτε θα το θεωρήσει προτιμότερο από τη ζωή στη γη. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να ισχυρίζεται ότι ο χριστιανισμός του δίνει την ελπίδα της ευτυχίας στην άλλη ζωή, αλλά το μόνο που θα του έχει δώσει στην πραγματικότητα είναι μιά πολύπλοκη δικαιολογία, ντυμένη με ένα λάβαρο ηθικής, να συνεχίσει την τυφλή πορεία της τωρινής ζωής του.

H ανθρώπινη δυστυχία είναι θλιβερό θέαμα. Eίναι όμως θλιβερότερο όταν μεταμφιέζεται σε τήρηση ηθικών αρχών.

« 2ο μέρος: Συγκρουόμενες αρετές

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Gravity and the Wind, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.