Η ασυμβατότητα της θρησκείας με επιστήμη, φιλοσοφία και λογική

20 May 2011
Αρθρογράφος: Μιχάλης Αριστείδου


Πώς Επιστήμη, Φιλοσοφία και Λογική απομυθοποιούν και ξεθεμελιώνουν τη Θρησκεία

Αρκετοί μεγάλοι επιστήμονες και φιλόσοφοι έχουν εκφράσει κατά καιρούς τις απόψεις τους περί συμβατότητας ή μη της Επιστήμης με τη Θρησκεία. Για παράδειγμα, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είπε σε ένα συνέδριο το 1941 ότι «Επιστήμη χωρίς Θρησκεία είναι ανάπηρη, Θρησκεία χωρίς Επιστήμη είναι τυφλή». (1) Ένας φιλόσοφος, ο Φράνσις Μπέικον, είχε πει τον 17ο αιώνα το εξής εκπληκτικό: «(Η) εις βάθος Φιλοσοφία φέρνει το νου των ανθρώπων στη Θρησκεία».

Το θέμα μας στο παρόν άρθρο δεν είναι η εξακρίβωση των θρησκευτικών αντιλήψεων του Αϊνστάιν ή του Μπέικον, αλλά η ανάλυση των παραπάνω, ή παρόμοιων, ισχυρισμών από οποιονδήποτε και αν προβάλλονται. Θα εξετάσουμε το θέμα επιστημολογικά αντιπαραβάλλοντας τους παραπάνω ισχυρισμούς με δυο συγκεκριμένα παραδείγματα από το Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό σε συνάρτηση με το επιστημονικό και ορθολογικό τους περιεχόμενο. Θα κρατήσουμε την ανάλυση περισσότερο επί του συγκεκριμένου, και όχι του γενικού, για λόγους έκτασης του άρθρου, αλλά κι επειδή πιο γενικές εκτενείς αναλύσεις έχουν γίνει αλλού (2).

Η αξία των παρακάτω παραδειγμάτων έγκειται στο γεγονός ότι στο πρώτο οι δυο θρησκείες κάνουν «επιστημονικούς» ισχυρισμούς αντίθετους με έγκυρα αποτελέσματα της Επιστήμης, και στο δεύτερο κάνουν λογικά αντιφατικούς ισχυρισμούς, ισχυρισμούς δηλαδή αντίθετους στην λογική και τον ορθολογισμό.

Αντιεπιστημονικές αυθαιρεσίες της Θρησκείας

Είναι λοιπόν η Επιστήμη και η Θρησκεία δυο αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα πεδία γνώσης, όπως κάποιοι υποστηρίζουν, ή είναι δύο πεδία γνώσης εντελώς διαφορετικά; Φυσικά, πολλοί θα μπορούσαν άνετα να αμφισβητήσουν αν κατ’ αρχήν η Θρησκεία αποτελεί, εμπεριέχει, ή παράγει γνώση, και άλλοι θα μπορούσαν πάλι να υποστηρίξουν ότι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Θρησκεία εμπεριέχει γνώση, τότε αυτή είναι σε πολλά σημεία αντίθετη με την Επιστήμη, και συνεπώς τα δυο πεδία γνώσης δεν είναι αλληλοσυμπληρούμενα, αλλά αλληλοαναιρούμενα. Επίσης η Επιστήμη έχει προωθηθεί πολύ περισσότερο από φιλελεύθερα/κοσμικά μυαλά, παρά από συντηρητικά/θρησκευτικά, και η Θρησκεία δέχεται σημαντικά κτυπήματα κάθε φορά που η Επιστήμη ανακαλύπτει κάτι νέο, οπότε ούτε και αλληλοεξαρτώμενα είναι τα δυο πεδία. Έκτος και αν κάποιος αντιλαμβάνεται ως «αρνητική» την όποια αλληλοεξάρτηση.

Παράδειγμα 1ο

Διαβάζουμε στην Αγiα Γραφή και στο Κοράνι αντίστοιχα τα εξής:

α. «Και τον λαγώον διότι αναμασσά μεν (την τροφή) πλην δεν είναι δίχηλος (στα πόδια) είναι ακάθαρτος εις εσάς.» («Λευιτικόν», 11:6).

β. «Δημιουργήθηκε (ο άνθρωπος) από νερό χυνόμενο έμπροσθεν, που προέρχεται από μεταξύ της ραχοκοκαλιάς και των πλευρών.» [Κοράνι, Σούρα 86:6-7 (3)].

Φυσικά και οι δύο παραπάνω ισχυρισμοί θεωρούνται αληθείς από τις αντίστοιχες θρησκείες, βάσει του ότι τα βιβλία από τα οποία προέρχονται οι ισχυρισμοί, θεωρούνται ως ο («αληθής») «Λόγος του Θεού». Προφανώς όμως, και οι δυο ισχυρισμοί είναι αναληθείς, αφού έρχονται σε αντίθεση με αληθή επιστημονικά γεγονότα από τη Ζωολογία και την Εμβρυολογία αντίστοιχα.
Ο λαγός σαφέστατα δεν είναι μηρυκαστικό, όπως υποστηρίζεται στην Αγία Γραφή, ούτε το ανδρικό σπέρμα προέρχεται από κάπου μεταξύ της ραχοκοκαλιάς και των πλευρών (νεφρά;), όπως υποστηρίζεται στο Κοράνι, αλλά από τους όρχεις (4). Επίσης, φιλοσοφικά μιλώντας, και βάσει των ανωτέρω, φαίνεται ότι οι παραπάνω θρησκείες δεν συμβαδίζουν ούτε με επιστημολογικές θεωρίες όπως ο Εμπειρισμός και η Θεωρία της Αντιστοιχίας. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η γνώση αποκτάται από τις αισθήσεις, ενώ η δεύτερη λέει πως γνώση είναι ό,τι αντιστοιχεί στα γεγονότα.

Φιλόσοφος (φίλος + σοφία) είναι αυτός, που αγαπά τη σοφία, τη γνώση. Πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη ο Πυθαγόρας, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν φιλόσοφος, δηλαδή εραστής της σοφίας και όχι σοφός. (Στην εικόνα «Η Φιλοσοφία» του Ραφαήλ – 16ος αιώνας.)

Η Φιλοσοφία γεννήθηκε ως έννοια, όταν αμφισβητήθηκε και αποδυναμώθηκε η Θρησκεία. Στην πραγματική της έκφραση αποτέλεσε την έλλογη και φυσική θεώρηση της πραγματικότητας, όταν οι υπερφυσικοί, εξωφυσικοί και μεταφυσικοί τρόποι σκέψης, που χαρακτήριζαν τον πνευματικά ανεξέλικτο άνθρωπο, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και αναξιόπιστοι.

H θρησκευτική «γνώση»

Εδώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι και η γνώση από τα (καθαρά) Μαθηματικά δεν συμβαδίζει με τις παραπάνω επιστημολογικές θεωρίες, όμως είναι αποδεκτή. Σωστά, το θέμα όμως είναι ότι η μαθηματική γνώση βασίζεται στην επιστημολογική θεωρία του Ρασιοναλισμού (Ορθολογισμού), με την οποία οι δύο θρησκείες, όπως θα δούμε παρακάτω στο επόμενο Παράδειγμα, έρχονται σε αντίθεση. Όταν δηλαδή μια Θρησκεία έρχεται σε αντίθεση με το τι καταλαβαίνει η Επιστήμη ως γνώση και με το τι καταλαβαίνει η λογική ως γνώση, είναι να απορεί κανείς το τι μένει να αποκαλέσουμε «θρησκευτική γνώση» (5).

Μια καλή άσκηση, στο σημείο αυτό, θα ήταν πιθανόν η ακόλουθη: Αντιπαραβάλετε τους παραπάνω στίχους από την Αγία Γραφή και το Κοράνι με τα λόγια του Αϊνστάιν («Επιστήμη χωρίς Θρησκεία είναι ανάπηρη, Θρησκεία χωρίς Επιστήμη είναι τυφλή»), και σχολιάστε εάν κατά την γνώμη σας ο ισχυρισμός του Αϊνστάιν, ιδίως το πρώτο σκέλος, έχει βάση ή όχι. Μπορεί άραγε να υπάρξει γνήσια ή ωφέλιμη συνεργασία μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης; Μήπως κατά την άποψή σας η Επιστήμη απομυθοποιεί και ξεθεμελιώνει τη θρησκεία και συνεπώς απειλεί η πρώτη τη δεύτερη; Πιστεύετε ότι οι στίχοι του Παραδείγματος 1 είναι ικανοί να διαχωρίσουν τουλάχιστον τα θέματα Θρησκείας και Θεού;

«Και είπεν ο όφις προς την γυναίκα τω όντι είπεν ο Θεός μή φάγητε από παντός δένδρου του Παραδείσου. Και είπεν η γυνή προς τον όφιν…».

Στη Βίβλο («Γένεσις», 3:1-5) περιγράφονται πράγματα, που αντιστρατεύονται πλήρως τη λογική: η συνομιλία μιας γυναίκας (Εύας) με ένα φίδι για παράδειγμα, η οποία -σημειωτέον- είναι βασικότατη για τη Χριστιανική Θρησκεία, γιατί από τη συνομιλία αυτή προέκυψε το προπατορικό αμάρτημα, η πτώση του ανθρώπου από τον Παράδεισο, η έλευση του γιου του Θεού στη Γη, η σταύρωση, η ανάσταση κ.τ.λ.. Αναρίθμητοι παραλογισμοί υπάρχουν όχι μόνο μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά και στα ιερά κείμενα όλων των θρησκειών.

Η Θρησκεία αντιστρατεύεται τη Λογική

Παράδειγμα 2ο

Τι γίνεται όμως με το «ορθολογικό» περιεχόμενο των επιστημολογικών ισχυρισμών της Θρησκείας; Διαβάζουμε επίσης στην Αγiα Γραφή και στο Κοράνι αντίστοιχα τα ακόλουθα:

α. «Παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος πολύ υψηλόν και δεικνύει εις αυτόν πάντα τα βασίλεια του κόσμου και την δόξαν αυτών.» («Κατά Ματθαίον», 4:8).

β. «Ω Μοχάμεντ, πες (σε αυτούς): “Όλα από τον Αλλάχ έρχονται”… Ω άνθρωπε. Ό,τι καλό σου συμβεί προέρχεται από τον Αλλάχ. Και ό,τι κακό σου συμβεί προέρχεται από εσένα τον ίδιο.» (Κοράνι, Σούρα 4:78-79).

Ξανά και οι δυο ισχυρισμοί παραπάνω θεωρούνται αληθείς από τις αντίστοιχες θρησκείες, βάσει του ότι τα βιβλία, από τα οποία προέρχονται οι ισχυρισμοί, θεωρούνται ως ο («αληθής») «Λόγος του Θεού». Προφανώς όμως, και οι δυο ισχυρισμοί έρχονται σε αντίθεση με βασικούς κανόνες της Λογικής. Για παράδειγμα, όσο ψηλό κι αν είναι το όρος, είναι λογικά αδύνατο να δει κανείς βασίλεια που υπάρχουν σε αντιδιαμετρικό σημείο της (σφαιρικής) Γης. Κάποιος θα μπορούσε, φυσικά, να μπει στον πειρασμό και να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον ισχυρισμό ως εξής: Ο ισχυρισμός δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίθετος στη Λογική, αν δεχτεί κανείς ότι η Γη είναι επίπεδη (και όχι σφαιρική), γεγονός που πιθανότατα είναι συμβατό και με τις αντιλήψεις της τότε εποχής, κ.λπ.. (Βλ. “Στήτω ο Ήλιος κατά Γαβαών”: Η ιεροποίηση της επιπεδότητας της Γης στο Χριστιανισμό). Όμως, ακόμη κι αν πράγματι πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη, και εάν αυτό έσωζε τον ισχυρισμό από το να θεωρηθεί αντίθετος στη Λογική (6), δυστυχώς για τους θρησκευόμενους ο ισχυρισμός δεν θα απέφευγε το να θεωρηθεί σήμερα αντιεπιστημονικός.
Στον ισχυρισμό του Κορανίου έχουμε καθαρά μια παραβίαση ενός από τους βασικούς νόμους της Λογικής. Συγκεκριμένα, του Νόμου της Απόκλισης του Τρίτου, που λέει ότι (μόνο) μία από τις προτάσεις P ή -P (=η άρνηση της P) μπορεί να είναι αληθής (7).

O άγιος Θωμάς Ακινάτης υπέτασσε τον Ορθό λόγο στην πίστη. Όταν ο φιλόσοφος προσκρούει σε αντινομίας, πρέπει –σύμφωνα με τη διδασκαλία του- να υποτάσσεται ως πιστός στα χριστιανικά δόγματα. Με αυτό το σκεπτικό στο βιβλίο του “Summa Theologiae” (Σύστημα θεολογίας) επιχείρησε να παραχαράξει το φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη.

Στον “Θρίαμβο του Θωμά Ακινάτη” (Benozzo Gozzoli, 1471, Μουσείο Λούβρου) εικονίζεται ο άγιος συμπαραστεκόμενος από δύο άθλιες μορφές, που παριστάνουν τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, ενώ στα πόδια του είναι πεσμένος ο Αβερρόης (Ισπανοάραβας φιλόσοφος του 12ου αιώνα). Στο επάνω μέρος φαίνεται ο Γιαχβέ με διάφορες βιβλικές μορφές γύρω του.

Φυσικά, σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες, όπως η Κβαντομηχανική, φαίνεται ότι παραβιάζουν τον Νόμο Απόκλισης του Τρίτου, αφού αποδέχονται προτάσεις όπως Ρ = «το φωτόνιο συμπεριφέρεται σαν σωματίδιο» και -Ρ = «το φωτόνιο συμπεριφέρεται σαν κύμα (όχι σωματίδιο)» ως αληθείς, κ.λπ.. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και όλες οι προτάσεις που εκφράζει κανείς έχουν τέτοια ιδιομορφία. Η υπό ανάλυση πρόταση του Κορανίου Q = «όλα προέρχονται από τον Αλλάχ» (συμπεριλαμβανόμενων και των «κακών») δεν είναι τέτοιας ιδιομορφίας, αφού είναι μέρος του (μη αναθεωρήσιμου) ορισμού του Αλλάχ («ως ποιητή των πάντων»), ότι όλα προέρχονται από αυτόν. Επομένως, η -Q = «όχι όλα προέρχονται από τον Αλλάχ» (δηλαδή «κάποια» δεν προέρχονται από τον Αλλάχ) δεν μπορεί παρά να είναι λανθασμένη. Δεν είναι δηλαδή ο Αλλάχ όπως το φωτόνιο, το οποίο έχει ταυτοχρόνως δυο ιδιότητες (αλλά και ορισμό, που επιδέχεται αναθεώρηση), αλλά είναι κάποιος με (μη αναθεωρήσιμο) ορισμό και με μια ιδιότητα («ποιητής των πάντων»), η οποία εξαίρει την άρνησή της. Το πρόβλημα όμως είναι ότι, στον παραπάνω ισχυρισμό, το Κοράνι δέχεται και την άρνηση της Q.

Όπως προηγουμένως, μια άλλη καλή άσκηση στο σημείο αυτό θα ήταν πιθανόν η ακόλουθη: Ο φιλόσοφος Φράνσις Μπέικον τον 17ο αιώνα είχε πει το εξής: «Είναι αλήθεια ότι λίγη Φιλοσοφία στρέφει τον ανθρώπινο νου στον αθεϊσμό, όμως η εις βάθος φιλοσοφία φέρνει το νου των ανθρώπων στη Θρησκεία». (8)

Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η Λογική αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Φιλοσοφίας, αντιπαραβάλετε τους στίχους του Παραδείγματος 2 (από την Αγία Γραφή και το Κοράνι) με τα παραπάνω λόγια του Μπέικον και σχολιάστε εάν κατά την γνώμη σας ο ισχυρισμός του έχει βάση ή όχι. Μπορεί άραγε να υπάρξει γνήσια ή ωφέλιμη συνεργασία μεταξύ Θρησκείας και Φιλοσοφίας; Μήπως κατά την άποψή σας η Φιλοσοφία απομυθοποιεί και ξεθεμελιώνει τη Θρησκεία, και συνεπώς απειλεί η πρώτη την δεύτερη; Πιστεύετε, κατά την γνώμη σας, ότι οι στίχοι του Παραδείγματος 2 είναι ικανοί να διαχωρίσουν, τουλάχιστον, τα θέματα Θρησκείας και Θεού;

* * *

Μια συνηθισμένη ψευδο-υπεράσπιση της θρησκείας και της δήθεν «γνώσης» που η τελευταία εμπεριέχει εν παρουσία των παραπάνω παραδειγμάτων, είναι η παρότρυνση ή η απαίτηση από τον πιστό να γίνουν οι στίχοι κατανοητοί ή δεκτοί αλληγορικά κ.λπ.. Όμως, μια τέτοια αντιμετώπιση (μέθοδος) είναι εξ ορισμού μη επιστημονική και αντι-επιστημονική, αφού παράγει μια υποκειμενική κατανόηση και καταγραφή των υποψήφιων γνωστικών γεγονότων, διδαγμάτων, κ.λπ., και όχι μια αντικειμενική αντιμετώπιση, όπως απαιτεί η Επιστήμη και η Λογική. Οπότε Θρησκεία και Επιστήμη (και Λογική) δεν συμβαδίζουν και ως μέθοδος.

Φυσικά, οι περισσότεροι πιστοί επιμένουν στη μη αλληγορική κατανόηση των στίχων και πιστεύουν ότι οι στίχοι, διδαχές, κ.λπ., από τη Βίβλο ή το Κοράνι αποτελούν γεγονότα και αληθή γνώση, που δυστυχώς γι’ αυτούς όμως, κάθε άλλο παρά αληθή γνώση αποτελούν, αφού αντιτίθενται σε αληθή επιστημονικά γεγονότα ή λογικούς κανόνες. Είναι δηλαδή και de facto η ασυμβατότητα της Θρησκείας με την Επιστήμη και τη Λογική.

Μπορεί ορισμένοι επιστήμονες για πολλούς και διάφορους λόγους να μην κατάφεραν να αποδεσμευτούν πλήρως από τα θρησκευτικά δεσμά τους, το έργο όμως που άφησαν πίσω τους δεν έχει σχέση με το μεταφυσικό, αλλά με το ορθολογικό κομμάτι της προσωπικότητάς τους. Ο Ισαάκ Νεύτων, για παράδειγμα, είχε ανατραφεί ως Αγγλικανός στο σχολακιστικό περιβάλλον του Καίμπριτζ κι ήταν εκ πεποιθήσεως θρησκευόμενος. Αυτό που κληρονομήσαμε από αυτόν όμως, αυτό που έμεινε και αξίζει δεν είναι το πώς αντιλαμβανόταν το Θεό, πώς άναβε τα καντήλια, για να τον λατρέψει κ.τ.λ, αλλά η διατύπωση της Θεωρίας της Παγκόσμιας Έλξης και το υπόλοιπο επιστημονικό του έργο.

Όσον αφορά τη δήθεν συμβατότητα Θρησκείας και Φιλοσοφίας, γενικότερα, πέραν του ότι το σχήμα «Θρησκεία – Φιλοσοφία» (από τους ορισμούς και μόνο) αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα, και εδώ έχουμε τρομερές διαφορές στις αποδεκτές μεθόδους παραγωγής γνώσης, τις αρχές που διέπουν τα δύο πεδία ως προς τη συλλογιστική και συμπερασματολογία, τις επιστημολογικές αναλύσεις και προσεγγίσεις κ.λπ., γεγονός που κάνει τα δυο πεδία εντελώς ασύμβατα.

Μα τότε πώς θα μπορούσε κάποιος να εξηγήσει το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες και φιλόσοφοι υπήρξαν και βαθιά θρησκευόμενοι; Με το επίσης γεγονός ότι οι περισσότεροι θρησκευόμενοι επιστήμονες, για παράδειγμα, δεν αναμιγνύουν/διαχωρίζουν τη Θρησκεία τους (προσωπικό) με/από την Επιστήμη τους (επαγγελματικό), γεγονός που ενισχύει το επιχείρημά μας ότι η Θρησκεία και η Επιστήμη δεν είναι συμβατά πεδία.

Όσον αφορά τώρα μια μειονότητα, για παράδειγμα, επιστημόνων, που αναμιγνύουν Θρησκεία και Επιστήμη, αυτοί γελοιοποιούνται από μόνοι τους φιλοσοφικά, αφού υποπίπτουν συνήθως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, σε διαφορά λογικά ή επιστημολογικά σφάλματα. (9)

Σημειώσεις

(1) «Science and Religion», A. Einstein, in Science, Philosophy and Religion, A Symposium (The Conference on Science, Philosophy and Religion in Their Relation to the Democratic Way of Life, Inc., New York, 1941).

(2) B. Russell, Religion and Science, Κεφ.1, Oxford Univ. Press, 1997. Δες επίσης P. Kurtz’s Science and Religion, Κεφ.3, Prometheus Books, 2003. Το πρώτο αποτελεί μια κλασσική, αλλά και ευανάγνωστη, σύγκριση Θρησκείας και Επιστήμης, και το δεύτερο είναι μια εξαίσια συλλογή άρθρων από σύγχρονους επώνυμους επιστήμονες και φιλοσόφους περί της μη συμβατότητας Θρησκείας και Επιστήμης.

(3) Ο μεταφραστής αναφέρει «άντρα και γυναίκα», ενώ άλλοι μελετητές λένε «άντρας». Σε κάθε περίπτωση η κριτική εξακολουθεί να στέκει, αφού ακόμα και αν η γυναίκα προστεθεί στην εικόνα, πάλι υπάρχουν λάθη, αφού καμμία αναφορά δεν γίνεται στο ωάριο και τη συνεισφορά του στη δημιουργία του εμβρύου, κ.λπ..

(4) Φαίνεται εδώ ότι οι Μουσουλμάνοι έχουν περιπέσει στα ίδια λάθη περί Βιολογίας, με κάποιους σημαντικούς αρχαίους Έλληνες, όπως ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης (τους οποίους μάλλον θα είχαν αντιγράψει). [Βλ. Hippocratic Writings, p.317-320, ed. G.E.R. Lloyd, (transl. J. Chadwick), 1983) και Aristotle, Generation of Animals, 717b (transl. A.L. Peck, 1953).]

(5) Εισηγήσεις του τύπου: «Ο Χ γνωρίζει ότι το Υ είναι αληθές, επειδή ο Θεός το επιτάσσει» (παραλλαγές της Θεωρίας της Θείας Επιταγής) επιδέχονται τη δριμύτατη κριτική του Πλάτωνα («Ευθύφρων», βλ. Χριστιανικός θεός: Μια ψευδοπλατωνική γελοιογραφία).

(6) Άλλοι λογικά προβληματικοί ισχυρισμοί στην Αγία Γραφή υπάρχουν πολλοί. Για παράδειγμα: «Είπε τις αυτών προφήτης ίδιος αυτών οι Κρήτες είναι πάντοτε ψεύσται… Η μαρτυρία αύτη είναι αληθινή». (Επιστολή προς Τίτον, 1:12-13). Προφανώς, ο συγγραφέας του παραπάνω (ο «Άγιος» Παύλος), αδυνατεί να αναγνωρίσει ότι το παραπάνω αποτελεί παραλλαγή του περίφημου «Παράδοξου του Ψεύτη» (Επιμενίδης ο Κρητικός, 6ος αι. π.Χ.), μια πρόταση λογικά αναποφάσιστη (δηλαδή ούτε αληθή, ούτε ψευδή).

Για να ακριβολογούμε όμως, το παραπάνω «παράδοξο» δεν είναι ακριβώς παράδοξο, είναι απλώς μια λανθασμένη πρόταση. Κάποιος θα μπορούσε να την πει και παράλογη πρόταση, αφού πώς είναι δυνατόν οι κάτοικοι ενός τόπου να είναι όλοι, και πάντα, ψεύτες. Επίσης, αν και το παραπάνω συνήθως αποδίδεται στον Επιμενίδη, το πραγματικό παράδοξο του ψεύτη προέρχεται από τον Ευβουλίδη το Μιλήσιο, τον 4ο αι. π.Χ. Ο τελευταίος είπε: «Ένας άνθρωπος λέει ότι ψεύδεται. Είναι αυτό που λέει αληθές ή ψευδές;» Φυσικά, αν σκεφτεί κανείς, ότι ο «προφήτης» που αναφέρει ο Παύλος είναι ο Επιμενίδης, ο οποίος είναι και Κρητικός, τότε μπορεί να εξάγει κανείς από το παρακάτω επιχείρημα το εξής:

(α) Ο Επιμενίδης λέει ότι οι Κρητικοί πάντα ψεύδονται

(β) Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός

(γ) Άρα ο Επιμενίδης πάντα ψεύδεται

(δ) Άρα ο Επιμενίδης λέει ότι πάντα ψεύδεται.

—————————————————

(ε) Άρα ο Επιμενίδης λέει ότι ψεύδεται.

Το τελευταίο συμπέρασμα, αν το πάρει κανείς από μόνο του, είναι στην ουσία το πραγματικό παράδοξο του Ευβουλίδη. Οπότε, ακόμη και αν κανείς αναγνωρίσει την πρόταση του Παύλου [που είναι η (α)] ως μη παράδοξη, εξάγεται εν τούτοις από αυτήν μια παράδοξη πρόταση [που είναι η (ε)].

(7) Ο νόμος αυτός, καθώς και άλλοι βασικοί νόμοι της Λογικής (όπως ο Νόμος της Αντίφασης και ο Νόμος της Ταυτότητας), διατυπώθηκαν αρχικά από τον θεμελιωτή της σύγχρονης Λογικής, τον Αριστοτέλη (Aristotle, Metaphysics, Book Γ, 7, p.107, (transl. H. L.Tancred), 1998. Βλ. Αριστοτέλεια «ανάλυση»: Η ασφαλής μέθοδος προσέγγισης της πραγματικότητας.) Οι νόμοι αυτοί έχουν και κάποιες αδυναμίες. Δεν είναι δηλαδή απαράβατοι. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε ήδη αναγνωρίσει μερικές αδυναμίες, συγκεκριμένα του Νόμου της Απόκλισης του Τρίτου σε σχέση με το πώς αυτός εφαρμόζεται σε προτάσεις που αφορούν το μέλλον, κ.λπ., στο βιβλίο του «Όργανον» («Περί Ερμηνείας», κεφ. 9). Ο νόμος όμως είναι σε πλήρη ισχύ στο παράδειγμα που αναφέραμε από το Κοράνι και εφαρμόζεται απόλυτα σε αυτό, οπότε οι συγκεκριμένες προτάσεις υπό ανάλυση, που αφορούν στον Αλλάχ, αφού έρχονται σε αντίθεση με το νόμο, είναι απορριπτέες.

(8) Φράνσις Μπέικον, Τα Δοκίμια, «Περί Αθεϊσμού», 1601.

(9) Όπως η περίπτωση του διάσημου γενετιστή, και κατά τ’ άλλα πολύ καλού επιστήμονα, F. Collins, που κατά την διάρκεια μιας συζήτησης (debate, που οργανώθηκε από το περιοδικό Times) το 2006 με έναν άλλον διάσημο βιολόγο, τον R. Dawkins, είπε και τα εξής: «Ο Θεός είναι έξω από τη φύση, και συνεπώς έξω από το χρόνο και το χώρο… Ο Θεός είναι η απάντηση σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις του τύπου “πώς και έτσι έγινε;”» (Εννοεί εδώ ερωτήσεις που η Eπιστήμη δυσκολεύεται να απαντήσει, όπως: γιατί η βαρυτική σταθερά είναι όση είναι; Πώς δημιουργήθηκε η ζωή, και γιατί έτσι; κ.λπ.).

Αυτό που δεν μας είπε όμως ο Collins είναι πώς γνωρίζει ο ίδιος όλα αυτά που ισχυρίζεται. Ότι δηλαδή ο Θεός, για παράδειγμα, είναι «έξω από το χώρο και χρόνο». Εκτός του ότι σαν άνθρωποι δεν έχουμε καμμία γνωστική εμπειρία του κάτι έξω από το χρόνο και χώρο, κ.λπ., δεν απαιτείται επίσης από τον Collins να είναι τουλάχιστον παντογνώστης, όταν κάνει συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί της φύσεως του Θεού;

Επίσης, είπε και το εξής: «Οπότε, το «Ξυράφι του Όκκαμ» (Occam’s Razor – Αρχή της Απλούστερης Εξήγησης) με ωθεί να πιστεύω στον Θεό (ως εξήγηση του Σύμπαντος) και όχι στα πολυσύμπαντα, που αποτελούν τέντωμα της φαντασίας». Αν είναι δυνατόν…! Καθαρή κατάχρηση της αρχής εδώ από τον Collins. Εκτός του ότι η θεωρία του Δημιουργισμού (με τον Θεό ως υπόθεση) δεν θα έπρεπε να θεωρείται καν ως ανταγωνίσιμη θεωρία εξήγησης του Σύμπαντος, ακόμα κι αν θεωρούνταν, σε καμμία περίπτωση δεν κάνει τις ίδιες επιστημονικές προβλέψεις (δεν κάνει και ούτε επιβεβαιώνεται πειραματικά) όπως η Κβαντομηχανική ή η Θεωρία των Χορδών/Μεμβρανών (ανεξάρτητα αν οι θεωρίες αυτές έχουν και τα προβλήματά τους). Και ούτε ο Δημιουργισμός κάνει λιγότερες, η απλούστερες, υποθέσεις εξήγησης.

Η σύγκριση, σύμφωνα με την αρχή, γίνεται μεταξύ λογικών θεωριών στο ποια είναι η απλούστερη, και όχι μεταξύ μιας παράλογης και αντιεπιστημονικής θεωρίας (έστω και απλής, που δεν είναι) και επιστημονικών, λογικών θεωριών, πολλά αποτελέσματα των οποίων έχουν ήδη επαληθευτεί.

Δρ. Μιχάλης Αριστείδου
Επικ. Καθηγητής, Τμήμα Μαθηματικών,
Barry University, Miami Shores,
Φλόριντα, Η.Π.Α.
aristidou75@yahoo.com

 

 

 

 

15.10.2009

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο διαδικτυακό περιοδικό Ελεύθερη Έρευνα και αναδημοσιεύεται στο ιστολόγιο Comte de Toulouse, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.