Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (11)

17 June 2011
Αρθρογράφος: Γιώργος Μ.


Γιώργος Μ., 24 ετών, φοιτητής, γεννημένος στη Γερμανία

«Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες»
Mies Van der Rohe, 1886-1969, Γερμανός αρχιτέκτονας

Σχετικά με το θέμα της θρησκείας η αλήθεια είναι ότι με ενδιέφερε ιδιαίτερα από μικρό παιδί. Όπως τα συνηθισμένα παιδιά, έτσι και εγώ ήμουν άτακτος, ζωηρός και ανήσυχος.

Εκείνο το χαρακτηριστικό όμως που με έκανε να διαφέρω από τον αδελφό μου, από ξαδέρφια ή παιδιά φίλων ήταν κάτι που παρατήρησε ο παππούς μου, με τον οποίο για ώρες μιλούσαμε και «ανοίγαμε» διάφορα θέματα, χωρίς να κουράζεται. Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά του ώστε να τον έχω αγαπήσει τόσο, αν και δεν πρόλαβα να τον ζήσω όσο θα ήθελα, γιατί πέθανε όταν ήμουν στη Β’ Γυμνασίου.

Η παρατήρηση του παππού μου ήταν, όπως το έλεγε σε όλους, ότι είμαι ιδιαίτερα έξυπνος διότι εξέφραζα συνέχεια απορίες, ήθελα λεπτομέρειες, πολλές λεπτομέρειες (!), επεσήμαινα τις αντιφάσεις των ιστοριών, των παραμυθιών κ.α. ενώ δεν αρκούμουν στις πρόχειρες απαντήσεις που μου έδινε και έθετα συνέχεια και άλλες απορίες με συνέπεια να τον φέρνω σε δύσκολη θέση. Είχε προβλέψει μάλιστα για εμένα ότι θα γίνω επιτυχημένος όταν μεγαλώσω σε ό,τι κι αν κάνω. Ελπίζω μόνο να έπεσε μέσα!

Φυσικά, μέσα στις ιστορίες αυτές, η θρησκεία με ανησυχούσε πολύ, ιδιαίτερα για το πώς γίνεται να είναι άυλοι οι «Άγιοι», ο Θεός, και ο Διάβολος. Απέφευγε να μου απαντήσει όμως και προσπαθούσε να αλλάξει θέμα. Σαν παιδί με ξεγελούσε, όμως οι απορίες μου έμεναν αναπάντητες με συνέπεια να αρχίζω να ενδιαφέρομαι περισσότερο για τον Θεό.

Όλα αυτά στα 10 μου περίπου. Λίγο αργότερα άρχισα να διαβάζω εγκυκλοπαίδειες, και μάλιστα δυσκολευόμουν λόγω καθαρεύουσας, περί του σύμπαντος, και κυρίως για τους άλλους πλανήτες και δορυφόρους…

Καιρός λοιπόν, έπειτα από την εισαγωγή, να πω το όνομα μου. Ονομάζομαι Γιώργος Μ., διατηρώ προσωπική ιστοσελίδα με το όνομα «Ο καιρός είναι εξίσωση» και υπογράφω ως «αεροχείμαρρος». Γεννήθηκα στο Μόναχο Γερμανίας, από ελληνικής καταγωγής γονείς. Είμαι 24 ετών και είμαι φοιτητής. Δουλεύω ταυτόχρονα ως τραγουδιστής σε διάφορα μαγαζιά. Ζω εδώ και αρκετά χρόνια στη Θεσσαλονίκη με την οικογένεια μου, καθώς πριν από μία δεκαετία περίπου ήρθε η ώρα της επιστροφής στην Ελλάδα, ύστερα από τα όμορφα κατά βάση χρόνια της ξενιτιάς.

Είμαστε μία πολύτεκνη οικογένεια, ποτέ όμως δεν μου έλειψε τίποτα, χωρίς όμως να είμαστε πλούσιοι. Μία συνηθισμένη ελληνική οικογένεια, θα έλεγα. Όλοι στην οικογένεια μου είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί στο θρήσκευμα, όμως όχι ιδιαίτερα προσκολλημένοι στις παραδόσεις της θρησκείας. Παρ’ όλα αυτά, αρκετά πιστοί στο Θεό και με διάφορες δεισιδαιμονίες. Εξαιρείται από την ορθοδοξία η αδελφή της γιαγιάς μου, η οποία είναι μάρτυρας του Ιεχωβά, και την οποία έβλεπα περίεργα λόγω θρησκευτικής διαφορετικότητας.

Επόμενο ήταν λοιπόν να μεταδώσουν την πίστη και την παράδοση, έστω ένα μέρος αυτής, στο αθώο παιδικό μυαλό μου, και να προσπαθώ εναγωνίως να συμβιβάσω τα παιδικά μου φυσικά ένστικτα με το υπερφυσικό και το παράλογο.

Υπήρχε βέβαια και ο παράγοντας του εξωτερικού, και το ότι οι λόγοι κοινωνικής διασύνδεσης μέσω της εκκλησίας ήταν πιο έντονοι στους Έλληνες της Γερμανίας. Έτσι, ενόσω ήμασταν στη Γερμανία, σχεδόν κάθε Κυριακή αποκτούσα την εμπειρία της Θείας Λειτουργίας. Ταυτόχρονα όμως με αηδίαζε το γεγονός ότι ο κόσμος πρόσεχε ιδιαίτερα το ντύσιμο του άλλου και ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει λόγος κακών σχολίων!

Μου άρεσε ιδιαίτερα το κρασί και το αντίδωρο όμως, και δεν είχα πρόβλημα με την αναμονή, αν και έπληττα, είναι η αλήθεια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως, όταν ήταν να πάρω το αντίδωρο, προσπαθούσα να πάρω όσο πιο πολλά μπορούσα, και μία φορά ο Πάτερ με χτύπησε στο χέρι, ως καλός παπάς που ήταν. Θεωρούσα τους παπάδες αγίους σχεδόν, είχα την εικόνα του τέλειου ανθρώπου στο πρόσωπό τους και μου κακοφάνηκε όταν μου το έκανε αυτό.

Ο φόβος για τον Θεό που κήρυτταν με έκανε ιδιαίτερα πρόθυμο να ακολουθήσω το «σωστό» δρόμο της εκκλησίας. Βέβαια οι γονείς μου δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Τη δε νηστεία της μέρας πριν τη λειτουργία την τηρούσαν, απ’ ότι θυμάμαι, σπάνια, ή σχεδόν ποτέ.

Ο ερχομός μας στην Ελλάδα άλλαξε τις συνήθειες της οικογένειάς μου, και το πλήρωσε αυτό και η κυριακάτικη λειτουργία, καθώς δεν θυμάμαι να πήγα ποτέ σε Θεία Λειτουργία αφ’ ότου επαναπατριστήκαμε. Μόνο στις γιορτές περιορίστηκε η επίσκεψη στην εκκλησία, και μάλιστα, χωρίς κοινωνία! Εξαιρείται βέβαια η γιαγιά μου, η οποία τηρούσε κανονικά τις υποχρεώσεις της. Συνεπώς, κατήχηση από ανθρώπους της εκκλησίας δεν δέχτηκα ποτέ και νομίζω πως ήμουν τυχερός στο θέμα αυτό, αφού η μάνα μου όταν ήταν μικρή πήγαινε σε κατηχητικό. Φαίνεται όμως πως δεν θεώρησε απαραίτητο να πάνε και τα παιδιά της σε κάτι ανάλογο. Ίσως δεν της φάνηκε χρήσιμο.

Το άλλο κατηχητικό της Ελλάδας ωστόσο είναι το ίδιο το σχολείο! Σε αυτό έμαθα τα περισσότερα για τον Θεό, τον Διάβολο και τους Αγίους. Θεωρούσα δε τα θρησκευτικά σοβαρό μάθημα, αφού περιέγραφε την δράση του Ιησού και το πώς πρέπει οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται. Με δίδαξαν σε όλη τη διάρκεια των σχολικών χρόνων συντηρητικοί καθηγητές. Ειδικά οι θεολόγοι ενέσπειραν τους φόβους μου για τον Θεό, όπως και τα ίδια τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών.

Να φανταστείτε, σε κάθε νέο έτος, έπαιρνα τα θρησκευτικά και διάβαζα όσα κεφάλαια θεωρούσα ενδιαφέροντα, και ιδίως εκείνα που «υποχρέωναν» να φοβάμαι τον Θεό. Δεν ξέρω, προσπαθούσα να καταλάβω γιατί πρέπει να φοβάμαι ένα τέλεια καλό Ον!

Εικόνες μου έρχονται από τη χαρακτηριστική φράση «Ο δούλος του Θεού» και από τις Βαπτίσεις και τα βιβλία. Είχα κακή εικόνα για τη λέξη «δούλος», φυσιολογικά εννοείται, και δεν μπορούσα να το χωνέψω, νόμιζα πως πρέπει να υποταχτώ λόγω ανωτερότητας του Θεού! Άκουσα διάφορες ιστορίες από δασκάλους, καθηγητές, γιαγιάδες και θείους για τη σωτηρία του πνεύματος.

Πώς είναι ο παράδεισος; Το ρωτούσα σε όλους ανεξαιρέτως. Για εμένα ήταν ένας τόπος γεμάτος πρασινάδα, οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, να περνάμε όλοι μαζί ευχάριστα. Έτσι τον ονειρεύτηκα στον ύπνο μου κάποιες φορές. Πουθενά όμως ο Θεός!

Ο διάβολος είχε περίοπτη θέση στους εφιάλτες μου, με κέντρισε ιδιαίτερα η ύπαρξη του. Ήθελα να διαβάσω τα πάντα γι’ αυτόν. Δεν έχανα την ευκαιρία να ρωτάω, και πολλοί θείοι, έστω και άθελά τους, όπως και η γιαγιά μου ή το σχολείο, με τρόμαζαν πολύ, κι έτσι ο φόβος με οδηγούσε στην πίστη του Θεού του καλού.

Μεγάλωσα, έφτασα στο Λύκειο, και άρχισα να ενημερώνομαι πιο οργανωμένα. Ήμουν πιστός κανονικός, βέβαια δεν πήγαινα συχνά στην Εκκλησία, ακόμα και στις σχολικές μας δραστηριότητες το απέφευγα. Αλλά δήλωνα και ήμουν χριστιανός. Οι παιδικοί μου φόβοι ακόμα με ταλάνιζαν. Ο κατακλυσμός του Νώε, η Δευτέρα Παρουσία και η σωτηρία κάποιου που πεθαίνει ήταν κυρίαρχα θέματα στην σκέψη μου.

Για τη Δευτέρα Παρουσία διάβασα και την αποκάλυψη του Ιωάννη στα 16 μου χρόνια. Με φόβισε, τρόμαξα. Σε κάθε μεγάλη θρησκευτική γιορτή νόμιζα από τότε πως ίσως θα είναι το τέλος! Όσο πιο ταπεινός είσαι, όσο έχεις το κεφάλι σκυμμένο, δεν θα πάθεις τίποτα από τον Θεό, και αυτό προσπαθούσα να τηρήσω.

Αλλά δεν τα κατάφερνα ευτυχώς! Αγόρασα μάλιστα θρησκευτικά βιβλία, μπλέχτηκα και σε άλλα συνωμοσιολογικά για το 666 και το χάραγμα, ίσως και μερικά εξ αυτών ρατσιστικά. Έτσι νόμιζα τον κόσμο, και βέβαια, εχθρός της θρησκείας η επιστήμη, και ειδικά ο Δαρβίνος, όπου στα βιβλία αυτά τον μισούσαν, αν και δεν μπορώ να πω ότι μου μετέδωσαν το μίσος.

Πάντα έμπαινα σε συζητήσεις που αφορούσαν τη θρησκεία και την Ελλάδα, ειδικά με την αδελφή της γιαγιάς μου. Αυτή μου έδινε φυλλάδια για τη Δευτέρα παρουσία, μου παρέθετε τη δική της πίστη και σε τι διαφέρει, ενώ εγώ, σίγουρος για την αλήθεια της Ορθοδοξίας, προσπαθούσα να επιχειρηματολογήσω υπέρ της. Πάρ’ το αυγό και κούρευτο!

Είχα κακή γνώμη για τους αλλόθρησκους και φοβόμουν, όταν ήμουν μικρός, τους σατανιστές (αν και λάτρης του Ροκ και του Μέταλ). Για τους άθεους ποτέ δεν εξέφρασα γνώμη, όσο ήμουν πιστός. Σίγουρα όμως υποσυνείδητα τους θεωρούσα βδελυρούς! Ή μήπως όχι; Πίστευα καθαρά λόγω φόβου και (όχι!) δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα θρησκευτικό, ούτε μου άρεσαν οι τελετουργίες της εκκλησίας, τις θεωρούσα γελοίες!

Μέχρι και ταινίες έβλεπα που αφορούσαν τη Δευτέρα Παρουσία. Βέβαια, δεν παρέλειπα να εκτελώ τα εφηβικά καθήκοντα της σεξουαλικής ορμής μου, χωρίς να θεωρώ πως κάνω αμαρτία, αν και μου το είχαν πει ότι δεν είναι σωστό! Να μην τα πολυλογώ (δεν το επιθυμώ) η άγνοια μίας ορθολογικής εξήγησης του κόσμου με έκανε να έχω τέτοιους ψυχοφθόρους φόβους.

Δεν ήμουν παιδί που μασούσε ό,τι του έλεγαν, ακόμα και όταν έγινα τόσο πιστός! Ταυτόχρονα, λόγω της αγάπης που έχω για τα καιρικά φαινόμενα, ασχολήθηκα και με την επιστήμη σταδιακά, μετά το Λύκειο κυρίως, όταν έγινα φοιτητής. Όχι μόνο για τον καιρό, αλλά και για το σύμπαν, την ύλη, τους πλανήτες, τον ήλιο και την ίδια τη γη. Πλέον, με περισσότερο μυαλό και κριτική σκέψη, αποφάσισα να ασχοληθώ πιο εντατικά με το θέμα επιστήμης και θρησκείας.

Οδηγήθηκα λοιπόν σε δύο άκρως αντίθετα πράγματα: απ’ τη μια θρησκεία και προσήλωση στον Θεό και από την άλλη επιστήμη και γνώση, έρευνα και απόδειξη. Προσπαθούσα να τα ισορροπήσω στην αρχή. Ήμουν πολύ καλός στα μαθηματικά και στη Φυσική. Άρχισα να ασχολούμαι με σπουδαίους επιστήμονες, να θέλω να διαβάσω γι’ αυτούς, να ενημερωθώ. Έμπαινα στη λογική του μυαλού ενός επιστήμονα σιγά σιγά, και αυτό με έκανε να αρχίζω να αμφιβάλλω, καθώς νέος τρόπος σκέψης δειλά δειλά κέρδιζε έδαφος στο μυαλό μου.

Θεωρώ ευτύχημα το γεγονός πως υπήρξα αρκετά πιστός και πίστεψα και θεωρίες συνωμοσίας. Όλα αυτά άρχιζαν να φαίνονται τόσο παράλογα όσο μελετούσα την επιστήμη. Σταθμός στην όλη διαδικασία το βιβλίο που αγόρασα κάποια Χριστούγεννα για εμένα. Δώρο στον εαυτό μου! «Η κόμη της Βερενίκης» του καθηγητή Γ. Γραμματικάκη, όπου εκλαϊκευμένα παρουσιάζει και περιγράφει το Σύμπαν υπό την οπτική της γνώσης και της έρευνας. Θα έλεγα πως με απελευθέρωσε, ένιωσα να βρίσκομαι εκεί που πρέπει, μέσα στο Σύμπαν, μακριά από Θεούς και δαίμονες!

Προβλήματα υγείας που προέκυψαν παράλληλα με κράτησαν μακριά από το πανεπιστήμιο για χρόνια, καθώς και από την ίδια τη ζωή. Βυθίστηκα τόσο στη θλίψη που με βοήθησε να αναπτύξω τις ικανότητες του νου μου, και κάπου εκεί άρχισα να αναθεωρώ τελείως, καθώς ποτέ δεν υπήρξα φανατικός.

Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με διάφορα υπαρξιακά ζητήματα, και κυρίως με τη μοναξιά μέσα σε τόσο κόσμο, σε κάνει να αμφιβάλλεις για το αν είναι αληθινό και ωραίο να πιστεύεις πως δεν είσαι μόνος στην Γη, επειδή υπάρχει ο Θεός, διότι ίσως να σε βολεύει να πιστεύεις στον Θεό, σε κάνει χαρούμενο, ούτως ώστε η μοναξιά να κρύβεται για πάντα.

Έτσι ξεκίνησαν λοιπόν οι αρχές τις αμφισβήτησης. Η αρχή της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο τι επιθυμώ να έχω και να υπάρχει και τι όντως έχω και υπάρχει! Άλλωστε ήταν πολλά που δεν μου προσέδιδαν κανένα ενδιαφέρον για τη θρησκεία, αλλά αντίθετα με έκαναν να απεχθάνομαι τη λατρεία. Ποτέ μου δεν πίστεψα σε κόκαλα που ευωδιάζουν, δεν πίστευα στο Άγιο φως, το θεωρούσα απάτη ήδη από τα σχολικά μου χρόνια, και εν γένει δεν ήμουν λάτρης του «προσκυνήματος» στον αφέντη, όποιος και να είναι αυτός, ακόμα και ο ίδιος ο Θεός! Δεν ένιωθα δούλος κανενός και δεν ήμουν πρόθυμος να συμβιβαστώ με την «αστική τάξη» και τη φυλακή της.

Οπότε, στην ηλικία των 20 περίπου, για πρώτη φορά, θεώρησα πως είμαι συνειδητοποιημένος άθεος, και μέσα από τη σκοπιά του ψυχισμού του ανθρώπου δικαιολόγησα την αθεΐα μου. Με λεπτομέρειες δεν ξαναασχολήθηκα! Δεν έψαξα επιχειρήματα για το κακό που βασανίζει τους ανθρώπους, δεν έδωσα σημασία στις αντιφάσεις της Βίβλου ή στις απατεωνιές της — μόλις που άρχιζα να τις ανακαλύπτω. Η τοποθέτηση μου ήταν εξ αρχής καθαρά εμπειρική, με βάση ότι εγώ δεν ένιωσα ποτέ τον Θεό κοντά μου, ενώ τον ζήτησα και τον ζητούσα τόσο πολύ!

Η διανοητική μου τοποθέτηση αφορούσε την ψυχική διάσταση του ανθρώπου, και πάνω σε αυτή στηρίχτηκα για να εξηγήσω ότι η υλιστική προσέγγιση και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου που ήδη, όπως εξήγησα, κέρδιζε χώρο στο μυαλό μου, είναι η πιο λογική, και αυτή που με εξέφραζε περισσότερο απ’ όλες τις άλλες μη λογικές εξηγήσεις.

Θα ήθελα να υπάρχει ο Θεός, το πιστεύω και τώρα αυτό. Θέλω να ζήσω αιώνια. Θέλω να συναντήσω όλους τους ανθρώπους που έχασα ή θα χάσω και που τους αγαπούσα και με αγαπούσαν. Ποιος δεν το θέλει αυτό; Γι’ αυτό ακριβώς έγινα άθεος. Οι επιθυμίες μας δεν σχηματίζουν την πραγματικότητα σε καμία περίπτωση, και φυσικά δεν την αλλάζουν, δεν την καθοδηγούν. Συνοψίζοντας σε μία φράση «Οι εξαιρετικοί ισχυρισμοί απαιτούν εξαιρετικές αποδείξεις», αποδείξεις οι οποίες να είναι ικανές να μεταδοθούν σε κάθε αρκούντως ευφυή άνθρωπο όπως η γνώση, όχι με προσωπικές εμπειρίες που όλοι γνωρίζουμε, ακόμα περισσότερο εγώ και οι ψυχίατροι, ότι τα βιώματα είναι εύθραυστα, ευμετάβλητα και ευεπηρέαστα.

Δεν αισθάνθηκα κενός νοήματος, πραγματικά, λόγω των δυσκολιών με την υγεία μου και του πώς κατάλαβα την ζωή διά αυτών, ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω την σκληρή αλήθεια και, αντίθετα, για πρώτη φορά ένιωθα πλήρης και συνειδητοποιημένος άνθρωπος, ο οποίος ξέρει τι θέλει πλέον στην ζωή του.

Δεν το κρύβω πως απελπίστηκα σε κάποιες στιγμές αδυναμίας, όμως ήμουν ήδη κατασταλαγμένος και δεν το έβαζα κάτω. Το βάρος της θρησκείας είχε εξαλειφθεί οριστικά από την κοσμοθεωρία μου, την ξεφορτώθηκα μαζί με άλλους φόβους και παράλογες πεποιθήσεις, και ήμουν πια ολοκληρωμένος. Οι εμπειρίες μου με οδήγησαν στην άποψη ότι είμαστε ριγμένοι σε έναν κόσμο κενό από εγγενές νόημα, παρ’ όλο που το αναζητούμε μανιωδώς και βάζουμε στόχους που πρέπει να στηρίξουμε σ’ αυτούς μία ολόκληρη ζωή. Μία και μοναδική ζωή, δεν έχει άλλη, ο επόμενος έχει σειρά.

Είμαι επηρεασμένος σαφώς από διάφορους ψυχολόγους και ψυχιάτρους όπως ο Ίρβιν Γιάλομ. Πραγματικά, όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα του νοήματος στην ζωή μας, και δεν είναι υπερβολή να πω ότι η θρησκεία που θέτει τελικό σκοπό στον καθέναν από εμάς δείχνει ιδιαίτερα δυνατή και αναγκαία σε πολλούς. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να αποδεχτούν την κενότητα και την ασημαντότητα του ανθρώπινου είδους μπροστά στο Σύμπαν. Το δέος το έχουμε μέσα μας για την ίδια την ύπαρξή μας και όλα όσα μας περιτριγυρίζουν.

Έτσι, το νόημα στη ζωή το εκφράζουμε διαφορετικά ο καθένας. Προσωπικά, είμαι της θέσης ότι το πρόβλημα του νοήματος της ζωής αντιμετωπίζεται με το να βυθιστούμε και να ασχοληθούμε με πράγματα που μας γεμίζουν και μας κάνουν να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας. Σε μένα υπήρξαν αρκετά, ευτυχώς. Η Μετεωρολογία και ο καιρός, η ποίηση, οι λίγοι καλοί φίλοι, η αγάπη μου για τους άλλους, η ανθρωπιά μου, τα ίδια μου τα συναισθήματα που τρέφω για τους ανθρώπους που αξίζουν, η μουσική, την οποία υπεραγαπώ και με κάνει άλλον άνθρωπο όταν την ακούω ή όταν τραγουδάω ο ίδιος, και πολλά άλλα.

Θα παραθέσω ένα απόσπασμα κείμενου που έγραψα κάποτε για το μπλογκ μου, το απέσυρα όμως λόγω φόβου κακής χρήσης ιντερνετ από μερικούς, το έκανα κρυφό ― αν και μπορώ ανά πάσα στιγμή να το δημοσιεύσω όπως ήταν και με την ημερομηνία του.

«[…]Τα δάκρυα είναι η ουσία της ζωής μας, σ’ αυτά αποκτά νόημα κάθε μας συναίσθημα, κάθε μας πράξη που μας ενώνει με το όλον. […] Το σύμπαν της χαράς θα εμφανιστεί σε κάθε μικρό μας βήμα προς την ευτυχία, την αληθινή ευτυχία που φέρνει η λίμνη από τα δάκρυά μας. Πάνω σ’ αυτήν τη λίμνη λέγεται ότι περπάτησε ο «Θεός» ή ένας από τους Θεούς των ανθρώπων, προσθέτοντας και άλλο ένα «θαύμα» στη ιστορία του ανθρώπου! Πόσο ασήμαντο φαίνεται αυτό το «θαύμα» εν σχέσει με το μάτι, αυτό το μεγαλοπρεπές εργαλείο της φύσης, που σχηματίζει τη λίμνη από δάκρυα ευτυχίας, στην οποία «περπάτησε» ο Θεός; Τυχεροί όσοι βίωσαν την αίσθηση του να είσαι ένα με το σύμπαν! Τι αίσθηση είναι και αυτή, να καταλαβαίνεις πόσο ασήμαντος είσαι αλλά και να θαυμάζεις την αξεπέραστη ομορφιά του ακατανόητου μέρους από το οποίο προήλθες! Εν τέλει δεν έχει σημασία αν προήλθαμε από την ύλη ή από κάπου αλλού (τελείως απίθανο για μένα) αλλά πώς μεταχειριζόμαστε την ίδια μας την ζωή, αν αφήνουμε να κυλήσει το δάκρυ μας.»

Ομολογώ πως πολλοί δεν πήραν και τόσο ευχάριστα την ιδέα του να είμαι άθεος. Οι γονείς μου το θεώρησαν κάπως περίεργο, χωρίς όμως να προβάλουν έντονες ενστάσεις. Προτιμούσαν να μη μιλάω για το θέμα της θρησκείας σε κανένα και ας ήμουν ό,τι ήθελα, και άθεος, παρά τη διαφωνία τους, με την προοπτική πως είναι μία «επανάσταση» της ηλικίας. Ενώ φοβόντουσαν την αντίδραση των υπολοίπων προς εμένα και τον πιθανό αποκλεισμό μου.

Δεν είμαι άνθρωπος όμως που κρύβεται από τους άλλους. Αρκετές φορές διαισθάνθηκα ότι πρέπει να συζητήσω με άλλους για την απιστία, την παντελή απουσία πίστης, πρώτα φυσικά με τους γονείς μου, που παρά την αντίθεσή τους έδειχναν να κατανοούν αρκετά, χωρίς να συμμερίζονται την άποψη μου, και σταδιακά και με άλλους θείους, γιαγιάδες, φίλους, και γνωστούς. Γενικά, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, πάντα θα αποκαλύψω την αθεΐα μου. Είμαι πολύ περήφανο άτομο και δεν δέχομαι εύκολα την σιωπή ως καλύτερη λύση για να αποφύγω ενδεχόμενες συγκρούσεις.

Πιστεύω ότι η υπερηφάνεια είναι προτέρημα και όχι αυθάδεια, και η πίστη στην ανθρώπινη δύναμη είναι δείγμα ευφυΐας κι όχι ασέβειας! Κι αν μπορώ, όχι μόνο θα υποστηρίξω ανοιχτά την αθεΐα, αλλά και θα προσπαθήσω να επηρεάσω τον συνομιλητή μου ανεξάρτητα από το πόσο πιστός είναι, υπό τον όρο ωστόσο να έχει δεχτεί ότι μπορεί να ακούσει πράγματα που δεν θα του αρέσουν και που ίσως του «διαλύσουν» κάποιες κολώνες της ζωής του που αφορούν τη θρησκεία. Αν είναι έτοιμος, τότε δεν θα έχω κανένα πρόβλημα.

Επιπλέον, αξίζει να τονίσω ότι δεν αποκλείστηκα ή απορρίφθηκα από τον κοινωνικό περίγυρο λόγω της απιστίας μου. Σε γενικές γραμμές κύλησαν όλα ομαλά, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, στους οποίους δεν δίνω καμία σημασία καθώς είναι ανάξιοι λόγου.

Έχω συζητήσει το θέμα και με μετανάστη από το Ιράκ, προφανώς μουσουλμάνο, και δεν δίστασα να κάνω τη ζωή του δύσκολη εκείνες τις ώρες. Τα ίδια και στους συγγενείς και τους φίλους, οι οποίοι πλέον αποφεύγουν το θέμα, ενώ στην αρχή το είχαν ως το πιο επίκαιρο που θα έπρεπε να ανοιχτεί σε μία κουβέντα και με προκαλούσαν, χωρίς να δίνω ιδιαίτερη σημασία, σταθερά και ξεκάθαρα τους ανέπτυσσα την κοσμοθεωρία μου και το ευχαριστιόμουν. Η καύλα! (σόρρυ κιόλας).

Αισθάνθηκα όμως μία μόνο φορά να αποκλείομαι από τα οικογενειακά. Όταν αρρώστησε ο αδερφός μου, κάποιοι συγγενείς το «εξήγησαν» ότι είναι τιμωρία του Θεού, για τη δική μου απιστία και απόρριψη στον αφέντη. Μόνο ένας ηλίθιος Θεός θα προσβαλλόταν από αυτούς που αμφισβητούν την ύπαρξη του. Ευτυχώς οι γονείς μου δεν το πήραν έτσι σε καμία περίπτωση, οπότε δεν με επηρέασε καθόλου. Μάλιστα, τη στιγμή που έμαθα τα κακά νέα, διάβαζα την «Περί Θεού αυταπάτη»! Πραγματικά οι αρρωστημένες σκέψεις είναι που διαφοροποιούν τον άνθρωπο από τα ζώα, καθώς τα ζώα δεν είναι άρρωστα στην σκέψη!

Κλείνοντας, η συμβουλή μου για όσους ψάχνονται για τέτοιους είδους ζητήματα, που θέλω να πιστεύω πως είναι αρκετοί, αν θέλουμε να λεγόμαστε λογικά όντα, είναι η εξής: Να συνεχίσετε να ψάχνετε άνευ δισταγμών και φόβων! Δεν έχει σημασία πού θα καταλήξετε, σημασία έχει ότι πιθανώς ασυνείδητα θα πραγματοποιήσετε το πιο όμορφο πράγμα: Να υπερβείτε τον εαυτό σας, να κάνετε κάτι που θα σας γεμίσει, και πραγματικά το ζήτημα αυτό προσφέρεται για κάτι τέτοιο, ανοίγει διάπλατα πολλούς ορίζοντες άγνωστους μέχρι πρότινος. Άλλωστε, δεν μας χωρίζει τίποτα, μόνο ο θάνατος..

«Αν διαφέρουμε κατά 1,6% από τους πιθήκους φαίνεται πως η διαφορά είναι όντως μικρή όσο δείχνει, δεν είμαστε και τόσο πιο ελεύθεροι» (Δικό μου γνωμικό!)

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.