Ο ατομοκεντρισμός της θρησκείας

29 June 2011
Αρθρογράφος: Δήμος Χλωπτσιούδης
Κάθε εκτύπωση ή ανατύπωση του παρόντος πρέπει να φέρει το όνομα του συγγραφέα. Η αναγραφή του συγγραφέα αποτελεί στοιχειώδη αναγνώριση της προσπάθειας.


« Τι είναι τελικά η θρησκεία; Διαφορές θρησκείας-λατρείας Περί αθεΐας Ι»

Η θρησκευτικότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξ ορισμού ατομοκεντρική, σε αντίθεση με τη λατρεία στην οποία το άτομο ως μέρος του συνόλου λάτρευε το θεό αποβλέποντας στο γενικό καλό. Στη λατρευτική σκέψη των ιθαγενών των νέων κόσμων και στην αρχαϊκή (ανάλογα με την εποχή) Ευρώπη η λατρεία είναι μία συλλογική προσπάθεια εξευμενισμού του θείου, που εκφράζει τη λογική της συλλογικής αγωνίας μπροστά στο φόβο των φυσικών φαινομένων και των σωματικών περιορισμών.

Αντίθετα, το θρησκευτικό αίσθημα είναι καθαρά ατομικό· μέσα από μία συλλογική εκδήλωση στόχος είναι η προσωπική σωτηρία. Κάθε μυστήριο ή προσευχή αποβλέπει στην επιτυχία του πιστού –και μόνο– να κατακτήσει την παραδείσια αιώνια ζωή. Ενώ η λατρευτική θυσία απέβλεπε, με τη φθορά στο όνομα ενός θεού, να κερδίσει την εύνοιά του για το σύνολο του οικισμού, της φυλής, της πόλεως, οι μυστηριακές τελετές της θρησκείας, ακόμα και όταν διαμορφώνονταν σε εκκλησίασμα (εκκλησία είναι εξάλλου η συγκέντρωση των πολιτών, των πιστών), γίνονταν με στόχο τη σωτηρία του μύστη.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι οι πολιτισμοί που δεν έφτασαν στο σημείο να αναπτύξουν θρησκείες διακρίνονται από μία συνθετότερη κοινωνική μορφή, και μάλιστα είναι και πιο δημοκρατικοί. Αντίθετα, ιστορικά επιβεβαιώνεται ότι οι θρησκείες αναπτύχθηκαν σε πολιτισμούς με αυτοκρατορικό –αλλά, κατά βάση, απλούστερης δομής– χαρακτήρα. Δεν πρόκειται κανένας να εντοπίσει λατρείες μέσα σε αυτοκρατορίες· αντίθετα, θα επιβεβαιώσει το λόγο μου πως οι αυτοκρατορίες, επειδή στην κοινωνική πυραμίδα ήταν πιο λιτές, με μεγαλύτερη βάση και λιγότερες κοινωνικές ομάδες –παρά την αριστοκρατία της μεσαίας μορφωμένης τάξης– είχαν ανάγκη ένα συνεκτικό κοινωνικό δεσμό. Ένα δεσμό που τον έκαναν θεσμό μέσω του δόγματος και της λατρευτικής παράδοσης. Αυτό είναι πιο φανερό στα μεσοποταμιακά βασίλεια και την Αίγυπτο ή τη Ρώμη.

Το άτομο μέσα από τη θρησκευτική πίστη ενισχύεται ψυχολογικά μπροστά στον τρόμο του θανάτου και τα φυσικά φαινόμενα, ενώ εκείνη η ίδια η θρησκεία του δίνει όλες τις «απαντήσεις» που χρειάζεται στα μεταφυσικά ερωτήματα της δημιουργίας. Μέσα από τις τελετές τρέφει το υπερεγώ του και, γινόμενο ένας υπεράνθρωπος, πλησιάζει τη θεότητα ως απάντηση στη δική του ανασφάλεια με κύριο μοχλό την ελπίδα της αιωνιότητας και της σωτηρίας. Είναι μία καθαρά αντισυλλογική διαδικασία, αφού ο τυπικός πιστός λειτουργεί με μοχλό κίνησης τον εαυτό του αιτιολογώντας το εγωκεντρικά. Και φυσικά αυτόν τον εγωκεντρισμό τον ενισχύει το ίδιο το δόγμα και τα μυστήρια. Συχνά μάλιστα, είναι τόσο έντονο το ατομικό συναίσθημα, που αγγίζει τα όρια του σαδισμού, καθώς οι νεκροί του Παραδείσου παρατηρούν και χαίρονται με την κατάντια των κολασμένων κατά τον Άγιο Αυγουστίνο ή τον Ιωάννη της Αποκαλύψεως.

Στους πιο δημοκρατικούς πολιτισμούς (φυλογενετικού σταδίου, Ρώμη, Ελλάδα, Ζιμπάμπουε κ.λπ.) η δημοκρατία εφηύρε δικούς της τρόπους ελέγχου των καταπιεσμένων ομάδων του πληθυσμού χωρίς να επιβάλλει τη θρησκεία ως ιδεολογικό μηχανισμό. Συχνά, έμμεσα χρησιμοποιούσε τη λατρεία και όλες τις λατρευτικές αναφορές. Έτσι, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το θέατρο στην Ελλάδα (που συνδεόταν με το Διόνυσο) και οι διάφορες παραστάσεις στο Κολοσσαίο και τις ρωμαϊκές αρένες. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε τη γενεαλογική αναζήτηση σε ήρωες του παρελθόντος ή ημίθεους και θεούς· οι Μυκηναίοι άνακτες και για καιρό ακόμα αργότερα οι βασιλείς αναζητούσαν στήριγμα στη θεϊκή καταγωγή τους. Ουσιαστικά δεν ήταν τίποτε διαφορετικό από τη μεσαιωνική ελέω θεού εξουσία, αν και εδώ πια η κοινωνία μόλις βγαίνει από το φυλογενετικό στάδιο ανάπτυξής της και είναι πολύ ελεύθερη και δημοκρατική ακόμα. Άλλος μηχανισμός του εποικοδομήματος που διατηρούσε σταθερή την κοινωνική δομή ήταν η φιλοσοφία· επειδή όλοι στις εν λόγω κοινωνίες γνώριζαν γραφή (όπου τουλάχιστον αυτή υπήρχε), μέσω της φιλοσοφίας και γενικότερα της εκπαίδευσης διατηρούνταν το κοινωνικό status quo. Στο φυλογενετικό στάδιο, από την άλλη, η αυταπόδεικτη κοινοκτημοσύνη θεωρούσε απαράδεκτο το λατρευτικό επαγγελματισμό, με τη μοναδική εξαίρεση του μάγου, που όμως περισσότερο είχε ιατρικές ιδιότητες επικαλούμενες τη θεότητα, παρά θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

Έτσι, η θρησκεία και η θεοκρατία βρίσκουν το αντίδοτό τους στη συλλογικότητα, στη δημοκρατία: την εξουσία του λαού, την ενυπάρχουσα κυριαρχία των πολιτών ενάντια στο υποτιθέμενο ιερατείο του θεού, στην πραγματικότητα εκείνων που τον επικαλούνται. Στο όνομα του θεού –και η Ιστορία το μαρτυρεί– οι θρησκείες έκαναν να κυλήσουν επί αιώνων ποτάμια αίματος.

Η θρησκεία, λοιπόν, μέσω του επαγγελματικού ιερατείου, είχε ακριβώς το ρόλο να συμπληρώνει την κοσμική εξουσία. Ειδικά για τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, παρά τις ιστορικές και γεωγραφικές τους διαφοροποιήσεις, και παρά το μίσος που διαπνέει τους πρωταγωνιστές τους, παρατηρούμε εύκολα τη βίαιη επιβολή τους στους διάφορους λαούς. Ξεκινώντας από τις διώξεις των πρωτοχριστιανικών αιώνων εις βάρος των εθνικών, και συνεχίζοντας με τις διώξεις των αιρετικών, ιστορούμε μία σειρά μίση που επιβλήθηκαν από ανθρώπους που αυτοανακηρύσσονται θεματοφύλακες και ερμηνευτές του λόγου του αμίλητου Θεού. Μόνο εκείνοι μπορούν να τον φανερώνουν, υποβαθμίζοντας τον πιστό σε πιόνι ενός παιχνιδιού εξουσίας και άκριτης υποταγής. Στη δογματική αλήθεια, την άνωθεν παρουσιαζόμενη, βλέπουμε να διαγράφεται ένα ιδιόρρυθμο μίσος ενάντια στο ανθρώπινο σώμα μέσα από πεποιθήσεις ακατάληπτες επειδή είναι πλεγμένες με μυστηριακές τελετές και συγχωνευμένες με την απουσία γνώσης περί της θρησκείας (πόσοι γνωρίζουν τα Σατουρνάλια, πόσοι τα φαλλικά καρναβάλια, πόσοι το λιθοβολισμό του Ιησού κ.λπ.) και τις χιλιαστικές ή προφητικές ή εσχατολογικές αποκαλύψεις.

Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη κάτι τέτοιο γίνεται ολοφάνερο όταν διαβάζουμε ότι ο Μωυσής μεταφέροντας το θεϊκό λόγο παραδίδει τη θρησκευτική εξουσία στον αδελφό του, και έτσι αυτή δίνεται στη μία φυλή, τους Λευίτες, κάνοντας την εξουσία οικογενειακή υπόθεση. Εξάλλου, ο πολιτικός ρόλος των Ολύμπιων και Δελφικών ιερέων γίνεται φανερός αν θυμηθούμε τη δύναμη που είχαν τα ιερά και πόσο εύκολα επηρέαζαν τις ελληνικές δυνάμεις — πάντα στηρίζοντας συντηρητικές δυνάμεις, όπως τους Πέρσες, τους Θηβαίους και τους Μακεδόνες ή Ρωμαίους αργότερα.

Αξίζει να θυμόμαστε την αιγυπτιακή νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου όταν με αφορμή το θρησκευτικό μανδύα επαναστάτησαν οι ιερείς του Άμμωνος κατά του Αμενόφι Δ΄ –ή αλλιώς, όπως μετονομάστηκε, Ακενατών– επειδή προσπάθησε να μειώσει τη δύναμή τους και να επιβάλλει μία νέα θρησκευτική τάξη και ιερατείο υπό το νεοδημιουργημένο θεό Άτωνα. Ουσιαστικά ήθελε να επιβάλλει ένα νέο φιλοπόλεμο δόγμα που στηριζόταν λιγότερο στο αίμα και τις θυσίες· είχε μονοθεϊστικές προοπτικές ανάπτυξης και εμφάνιζε χαρακτηριστικά μυστηριακά (βάφτιση, γάμος, αναίμακτη θυσία κ.λπ.). Έτσι βέβαια θα έλεγχε η δυναστεία του και καλύτερα την Άνω και Κάτω χώρα. Ωστόσο, δεν υπολόγισε τη δύναμη των παλιών ιερέων, με αποτέλεσμα να λησμονηθεί για χιλιάδες έτη από την Ιστορία και τη θρησκειολογία.

Αντίθετα, στην Ελλάδα δεν υπήρχε δογματικό τυπικό λατρείας, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές περιοχές. Το ιερατείο ήταν αιρετό, και μόνο στα μυκηναϊκά χρόνια ο βασιλιάς αποτελούσε και τον αρχιερέα, χωρίς όμως δόγμα. Μόνη ξεχωριστή ομάδα αποτελούσαν οι μάντεις που ήταν επαγγελματίες, και ίσως έτσι εξηγείται κοινωνικά γιατί απέκτησαν τέτοια δύναμη. Ωστόσο, δεν έφτασαν στο σημείο εκείνο της κοινωνικής επιβολής ώστε να κάνουμε λόγο για εξουσιαστικό μηχανισμό — αν και αποτελούσαν ένα μικρό τμήμα του. Όλη η λατρεία στηριζόταν στους προαιώνιους μύθους που βιωματικά, ως ήθος, μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά. Μάλιστα, στην Αθήνα απαγορευόταν να χρηματίζεται ο ενιαύσιος ιερέας ― για να μη γίνει μόνιμος κάτοχος της θέσης και αποκτήσει εξουσία· του δινόταν μόνο μία πολύ μικρή αποζημίωση. Επαγγελματικό ιερατείο υπήρχε μόνο στους Δελφούς και την Ολυμπία. Αυτά όμως ήταν και τα μόνα ιερά που συσσώρευσαν τόσο πλούτο και αίγλη σε όλη την Αρχαιότητα. Και πάλι, ωστόσο, η απουσία πραγματικού δόγματος δεν εντάσσει τα ιερά αυτά σε αντίστοιχα θρησκευτικά κέντρα της Ανατολής, ακόμα και αν σκεφτούμε ότι οι ιερείς τους ήταν μέρος του πολιτικού μηχανισμού των πόλεων με βαρύνοντα λόγο.

Ωστόσο, σε μία αυτοκρατορική Ρώμη που αρχίζει να εξαφανίζει τα δημοκρατικά κατάλοιπα της προχριστιανικής ακμής της και να συρρικνώνει ολοένα και περισσότερο τα μεσαία στρώματα (απελεύθεροι δούλοι, έμποροι και βιοτέχνες) περιορίζοντας την κοινωνική της πυραμίδα σε τρεις μόνο τάξεις, εμφανίζεται η ανάγκη του συνεκτικού δεσμού της θρησκείας. Λύσεις ήδη υπήρχαν έντονες, απλά ο χριστιανισμός του Παύλου έτυχε να έχει το Μεγάλο Κωνσταντίνο, ενώ ο μιθριδατισμός –με ανάλογο δόγμα και ιερατείο– δεν έτυχε της αυτοκρατορικής προσοχής, αν και δεν απορρίφθηκε.

Στο ίδιο μήκος κύματος εντάσσεται και το μεγάλο κύμα αιρέσεων στη μεσαιωνική Δύση. Ελλείψει επιστημονικών και πολιτικών ιδεολογικών σχημάτων, η όποια επιδιωκόμενη κοινωνική αλλαγή μπορούσε να προβληθεί μέσα από τη δημιουργία αιρέσεων, συχνά στρεφόμενη άμεσα κατά του ιερατείου και της κοσμικής εξουσίας που τη στήριζε. Η τάση να αντικαθιστά το θρησκευτικό στοιχείο, και κυρίως το δόγμα του, ένα πολιτικό ιδεολογικό σχήμα είναι ολοφάνερη στο σύγχρονο ισλαμικό φονταμενταλισμό και τις επαναστάσεις του. Ανάλογης ερμηνείας είναι ο σύγχρονος χριστιανισμός φονταμενταλισμός σε μία εποχή που ολοένα και περισσότερο χαρακτηρίζεται από μία συντηρητική αντιδημοκρατική –και βεβαίως ανελεύθερη– στροφή, τόσο στη χώρα μας όσο και σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.

Συνέχεια…


Το άρθρο αποτελεί μέρος του δοκιμίου Αντιθρησκευτικές αναζητήσεις: δόγμα, λατρεία, ατομοκεντρισμός, εσχατολογία και έχει δημοσιευτεί σε προγενέστερη μορφή του στο ιστολόγιο Ο δείμος του πολίτη, όπου γίνεται και ο σχολιασμός.