Περί αθεΐας I

5 July 2011
Αρθρογράφος: Δήμος Χλωπτσιούδης
Κάθε εκτύπωση ή ανατύπωση του παρόντος πρέπει να φέρει το όνομα του συγγραφέα. Η αναγραφή του συγγραφέα αποτελεί στοιχειώδη αναγνώριση της προσπάθειας.


« Ο ατομοκεντρισμός της θρησκείας Περί αθεΐας ΙΙ»

Ένα ζήτημα που ίσως προκύπτει είναι το πώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον αρνητή της θεϊκής ύπαρξης. Πώς θα χαρακτηρίζαμε εκείνον που δεν αποδέχεται το –φιλοσοφικό– Είναι ως ανώτερη δύναμη δημιουργίας και επέμβασης στα ανθρώπινα πράγματα; Είναι αλήθεια ότι όρος ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας. Τουλάχιστον δεν απαντάται όρος θετικός. Οι χαρακτηρισμοί όλοι τους αποτελούν ετεροκαθορισμό της κυρίαρχης κατάστασης. Έτσι εφευρίσκεται ο όρος άθεος, ως αντίθεση στερητική στο θεό, στο θεϊστή, ως αντίθεση στο σωστό δρόμο, τον κανόνα. Ο όρος αρνητής και πάλι αποτελεί έναν ετεροκαθορισμό.

Κι έτσι ο αθεϊσμός χρησιμεύει πολιτικώς στο να παραμερίζει, να εντοπίζει και να στιγματίζει το άτομο που δεν αποδέχεται το κυρίαρχο πιστεύω. Ωστόσο, ιστορικά δεν ήταν λίγες οι φορές που την κατηγορία της αθεΐας απηύθυναν ακόμα και σε ανθρώπους –φιλοσόφους και ιερείς– οι οποίοι απλά διαφωνούσαν στη λατρεία ενός συγκεκριμένου θεού. Ακόμα και ο Λούθηρος, εξάλλου, θεωρήθηκε από τον παπισμό άθεος, αλλά και τόσοι άλλοι που διαφώνησαν με το κυρίαρχο δόγμα. Πρόκειται για μία λέξη που τόσο εύκολα χρησιμοποιείται σαν ανάθεμα, σαν αφορισμός σε όποιον διατρανώνει μία διαφωνία.

Σαφώς και είναι δύσκολο να πει κανείς πως είναι άθεος. Οι άλλοι τον χαρακτηρίζουν έτσι και πάντοτε με την προσβλητική προοπτική μιας Αρχής που φροντίζει και καταδικάζει. Η στερητική κατασκευή της λέξης το διευκρινίζει από μόνη της. Κανένας –ας επαναλάβουμε– όρος δεν υπάρχει που να χαρακτηρίζει θετικά εκείνον που δεν θυσιάζει στις χίμαιρες εκτός της γλωσσολογικής κατασκευής που παροτρύνει τον ακρωτηριασμό.

Ο αθεϊσμός, λοιπόν, υπάγεται σε μια ρηματική δημιουργία των θεόληπτων. Η λέξη δεν απορρέει από την εκούσια απόφαση του ίδιου του ατόμου ως αυτοπροσδιορισμός και αυτοχαρακτηρισμός της μεταφυσικής του ανησυχίας. Λέξεις βρέθηκαν κατά καιρούς στη λογική της αντίθεσης προς τις θρησκείες (ελεύθερος στοχαστής, ανήσυχο πνεύμα, ελευθεριάζων, ελεύθερος εξεταστής), μα πάντα είχαν το συναίσθημα της καταπίεσης, την ίδια υποτιμητική βούληση με τον άθεο.

Η αθεΐα χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, ο άθεος από το 2ο αιώνα της νέας θρησκευτικής εποχής. Λέξεις υβριστικές, λέξεις που οστρακίζουν το διαφορετικό, λέξεις που ταυτίζονται όχι μόνο με την κόλαση, αλλά και με την αίρεση και τον αιρετικό. Η αθεΐα καθίσταται ένα όπλο χρήσιμο να ξαποστέλνει τον αντιφρονούντα, στην πολιτική ή όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι ο θρόνος, η νομοθετική και η δικαστική εξουσία –ό,τι δηλαδή ελέγχει τον κόσμο μας– είναι δεμένα με το θεό. Όποιος στρεφόταν κατά του θρόνου, κατά του δικαστή, δεν μπορούσε να είναι παρά μόνο άθεος. Τόσο έντονο είναι το συναισθηματικό φορτίο των λέξεων τούτων, που ούτε καν διδάσκεται η διαφωνία των φιλοσόφων (ιερέων και όχι μόνο) που διαφώνησαν με τον κλήρο του δόγματός τους και στους οποίους κόλλησαν το χαρακτηρισμό του άθεου.

Συνέχεια…


Το άρθρο αποτελεί μέρος του δοκιμίου Αντιθρησκευτικές αναζητήσεις: δόγμα, λατρεία, ατομοκεντρισμός, εσχατολογία και έχει δημοσιευτεί σε προγενέστερη μορφή του στο ιστολόγιο Ο δείμος του πολίτη, όπου γίνεται και ο σχολιασμός.