Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (21)

6 September 2011
Αρθρογράφος: Γεώργιος Ι.Π., 30 ετών, Ερευνητής Ακουστικής και Ηχητικής Αντίληψης, κάτοικος Μεγ. Βρετανίας.


Έχω γνωρίσει πρόσφατα αγόρια και κορίτσια μεταξύ 16 και 20 ετών που από νωρίς έχουν απορρίψει τη θρησκεία και δηλώνουν άθεα. Με τη χριστιανική θρησκεία ακόμη να διδάσκεται στα σχολεία και με την προκατάληψη βαθιά ριζωμένη στην ελληνορθόδοξη κοινωνία και οικογένεια, ο αθεϊσμός ήταν μια σπάνια λέξη την εποχή όταν ήμουν στην ηλικία τους, τουλάχιστον στο περιβάλλον που μεγάλωσα. Για μένα, προσωπικά, η ανάβαση στο Όρος Άθ(ε)ος ήταν μια πολύχρονη και ταραγμένη εμπειρία και θα σας την διηγηθώ παρακάτω.

Γεννήθηκα στον Χολαργό Αττικής, αλλά στα πέντε μου χρόνια μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας Αιγυπτιώτης που παλιννόστησε από την Αλεξάνδρεια και η μητέρα μου Νοτιοαφρικανή από το Γιοχάνεσμπουργκ, εβραϊκού θρησκεύματος. Μεγάλωσα δίγλωσσος στα ελληνικά και στα αγγλικά.

Δηλώνω από τώρα ότι οι γονείς μου ουδέποτε ζήτησαν να ακολουθήσω είτε τον Ιουδαϊσμό είτε τον Χριστιανισμό. Ο πατέρας μου δεν πίστευε σε τίποτε το θρησκευτικό, και η μητέρα μου πάντα ήταν και είναι σε μια μπερδεμένη κατάσταση μεταξύ του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Πότε-πότε χρησιμοποιούσε τη θρησκεία σαν μαξιλάρι και δήλωνε ότι πίστευε σε μία «ανώτερη δύναμη».

Στους γονείς μου χρωστώ την ελευθερία σκέψης, και επειδή κανένας από τους δύο δεν είχε καμία σχέση με την επιστήμη ή τη μελέτη του φυσικού κόσμου, απλά με συμβούλεψαν να μεγαλώσω και να βγάλω το δικό μου συμπέρασμα.

Μετά από τρεις δεκαετίες ζωής συνειδητοποιώ πόσο λίγα και μετρημένα σε όλο τον πλανήτη είναι τα παιδιά που είχαν τη δικιά μου ελευθερία. Στο όνομα της παράδοσης είχα βαπτιστεί σε ορθόδοξη εκκλησία με δύο νονές (!), ώστε να μη μου στερηθεί το δικαίωμα της λαμπάδας και του ετήσιου χαρτζιλικιού που «έπεφτε» κάθε φορά στην ονομαστική εορτή μου.

Στα εφηβικά μου χρόνια ήμουν βαθιά πιστός, αλλά είχα μια απέχθεια προς την οργανωμένη θρησκεία και ιδιαίτερα προς το ελληνορθόδοξο πανηγύρι που διέπει την Ελλάδα ακόμη στις μέρες μας. Αυτό φυσικά χρήζει μιας εξήγησης.

Από μικρός είχα νιώσει την ανάγκη να κάνω γενικό καλό για την ανθρωπότητα. Η οικογένεια μου πάντα βοηθούσε ανθρώπους, γνωστούς και άγνωστους. Για εβδομάδες είχαμε φιλοξενήσει μια βουλγάρικη οικογένεια χωρίς κάποια ανταπόδοση, όπου η μητέρα είχε έρθει στην Θεσσαλονίκη για μεταμόσχευση νεφρού. Δυστυχώς μάθαμε χρόνια αργότερα ότι η κακόμοιρη γυναίκα είχε καταλήξει.

Στα παιδικά μου χρόνια είχα διαβάσει τη γνωστή πλατιά και χοντρή εικονογραφημένη παιδική Βίβλο. Αγνοώντας τα τερατώδη κεφάλαια της Παλαιάς Διαθήκης και της Αποκάλυψης, είχα ρίξει το βάρος του ενδιαφέροντός μου στο μήνυμα του Ιησού Χριστού για αγάπη προς τον πλησίον, ταπεινότητα και συγχώρεση. Το μήνυμα των δύο χιτώνων, το γύρισμα του μάγουλου, μην κρίνεις για να μην κριθείς, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν ήρθε να κάνει καινούρια θρησκεία κ.τ.λ. Δηλαδή όλα τα μηνύματα που η σημερινή ελληνορθόδοξη εκκλησία κυρίως αγνοεί και ασχολείται περισσότερο με αγίους και λατρευτικές τελετές.

Η μητέρα μου τότε περνούσε κάποιες δυσκολίες και, για να βρει παρηγοριά, ανήκε σε μια ομάδα πεντηκοστιανών που συγκεντρώνονταν σε σπίτια πιστών. Εντελώς οικειοθελώς πήγαινα κι εγώ, όπου άκουγα τον κόσμο να μιλάει για τα προβλήματά του, μαζεύαμε φαγητό και ένδυση για τους φτωχούς και κάναμε άλλες δραστηριότητες άσχετες με το ελληνορθόδοξο πανηγύρι.

Φυσικά η πίστη μου δυνάμωσε και ανακάλυψα περισσότερο τι ανούσια πράγματα είναι ο σταυρός, η ύπαρξη εκκλησίας (ο Χριστός είχε πει ότι το βασίλειο του Θεού είναι μέσα στον άνθρωπο και όχι σε ναούς), τα Χριστούγεννα, κ.τ.λ. Άμα πιστεύεις, η προσωπική προσευχή και η καλή πράξη είναι τα μόνα που χρειάζονται για μια εγγυημένη θέση στο παράδεισο, σωστά;

Στην αρχή της εφηβείας μου ήμουν ιδιαίτερα αντιδραστικός στο Γυμνάσιο. Δεν έμαθα ποτέ το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω», δεν σταυροκοπιόμουν και, όποτε μπορούσα, έκανα κοπάνα από τους εκκλησιασμούς. Σιχαινόμουνα τον καθηγητή-παπά των θρησκευτικών, αλλά περνούσα τα μαθήματα γιατί είχα μια φοβία να μη χάσω κανένα μάθημα (δούλευα από μικρός κάθε καλοκαίρι και δεν ήθελα να μελετάω για δεύτερη φορά τις αηδίες που μας σερβίρουν).

Φυσικά οι συμμαθητές μου εκνευρίζονταν με τις πράξεις μου. Τι αντίχριστο, τι αιρετικό, τι άπιστο με λέγανε. Ένας γόνος φανατικής οικογένειας με χτύπησε κιόλας! Φυσικό αυτό γιατί, ως επί το πλείστον, τα πιο πολλά παιδιά ήταν από οικογένειες υψηλής μεσαίας τάξης με αυξημένη εκκλησιαστική δραστηριότητα.

Εγώ τους έλεγα ότι δεν μπορείς να λες ότι πιστεύεις στον Χριστιανισμό και μετά να κάνεις σκονάκια, να κλέβεις το κυλικείο και να βιαιοπραγείς. Στον αέρα μιλούσα. Ζητούσα από τους φίλους μου να λάβουν μέρος στην συλλογή τροφίμων και ρούχων για τους φτωχούς, αλλά οι δήθεν λαμπροί χριστιανοί δεν ασχολούνταν με τέτοια.

Ο παπάς που μας έκανε μάθημα θρησκευτικών δεν ανήκε καθόλου στην εικόνα του Χριστιανισμού που είχα στο μυαλό μου. Με αυτά που έλεγε στην τάξη, έμμεσα προσέβαλλε εμένα και την οικογένεια μου! Έλεγε ότι το κάπνισμα είναι αμαρτία γιατί είναι πάθος, ότι όποιος έχει κατοικίδια είναι ζώο ο ίδιος (μια γατούλα είχαμε), και άλλες τρελαμάρες. Ούτε μια φορά δεν μας μίλησε για φιλανθρωπία και αλτρουισμό. Ευτυχώς που δεν τον πήρα ποτέ στα σοβαρά!

Στο Λύκειο, όταν οι ορμόνες μου ήταν στο ζενίθ, άρχισα να ασχολούμαι λιγότερο με το Χριστιανισμό και έπαιζα σε συγκροτήματα, έβγαινα τα Σαββατοκύριακα και κυνηγούσα τη βυζού με τα γαλανά μάτια — ό,τι κάνανε τα πιο πολλά παιδιά της ηλικίας μου, δηλαδή!

Στα χρόνια που ακολούθησαν μεταξύ 1998 και 2004, τελείωσα το πρώτο πτυχίο μου στην Ουαλία και επέστρεψα στην Ελλάδα για στρατιωτική θητεία. Στο στρατό κατάλαβα πόσο διεστραμμένη είναι η θέση της ελληνορθόδοξης εκκλησίας με την εθνική άμυνα. Λες και το παντοδύναμο ον που κατασκεύασε το σύμπαν, ασχολείται με τις πολεμικές δραστηριότητες ενός έθνους στα τόσα που έχει ο πλανήτης μας. Παπάδες –με πραγματικά απαίσιο χαρακτήρα– μας έτρεχαν σε λειτουργίες, αγιάζανε τα όπλα, μέχρι και ποινές μας επέβαλλαν! Είχα δηλώσει Χ.Ο. για να μην έχω λόγους τριβής με τα άτομα χαμηλής νόησης που βρίσκεις με ιδιαίτερη ευκολία στα πλήθη του κληρωτού και μόνιμου στρατιωτικού προσωπικού.

Τα χρόνια αυτά διάβασα αμέτρητα βιβλία: Ιστορία, μυθιστορήματα, αστρονομία, τέχνες, κ.τ.λ. Ασχολιόμουν με τη θρησκεία ελάχιστα. Παρέπεμπα τις κοσμολογικές ανησυχίες μου στα βιβλία και άφηνα τον θεό, υπαρκτό μεν, αλλά σαν μια αόριστη μορφή που είχε κυρίως παθητικό χαρακτήρα.

Μετά από μια περιπέτεια σε ένα αεροπορικό συμβάν, με έπιασε παθολογικός φόβος του θανάτου. Παρόλο που σε κάποιο βαθύ κομμάτι του μυαλού μου όλη η ιστορία περί ύπαρξης θεού μύριζε, και μάλιστα άσχημα, δεν μπορούσα να δεχτώ ότι όλο το συνειδητό «είναι» του εαυτού μου κάποια μέρα θα εξατμιστεί. Η κοπέλα μου που είχαμε τότε σχέσεις, είχε τις ίδιες φοβίες και αναγκαστικά έπρεπε να εφεύρω μια παράλληλη πίστη του στυλ «πού πάει όλη η ενέργεια» και άλλες τέτοιες παπαριές.

Επίσης, η απέχθειά μου προς τον εκκλησιαστικό μηχανισμό είχε μεγαλώσει. Με έπιανε αηδία όταν άκουγα τους παπάδες να μιλάνε, να ασχολούνται με τελετές, εικόνες και μαγείες. Η τηλεόραση ήταν γεμάτη με παπαδολόι και άσχετους να λένε π.χ. ότι όλοι οι Κινέζοι θα πάνε στην κόλαση, γιατί δεν πίστεψαν στον Χριστό!

Γιατί οποιοσδήποτε άνθρωπος που δούλεψε όλη τη ζωή του να ταΐσει την οικογένειά του, να καίγεται για την αιωνιότητα επειδή δεν δέχτηκε τον αόριστο τριαδικό προσδιορισμό ενός Ιουδαίου που έζησε πριν 2000 χρόνια; Και τι έγινε με όλους τους ανθρώπους που ζήσανε πριν αυτόν; Και σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης (που είχα διαβάσει μόνος μου, γιατί δεν τη μάθαμε στο σχολείο) σε ποια χιλιετία π.Χ. ήταν ο πρώτος αμαρτωλός;

Τότε ήταν που είπα ΣΤΟΠ!

Στα 25 με 26 μου κατάλαβα ότι είχα καταπιεί ένα πολύ άσχημο παραμύθι. Ένα πικρό και μακράς διαρκείας δηλητήριο. Κατάλαβα ότι δεν υπάρχει γενικό καλό, αλλά αλλάζει με την κατάσταση του ατόμου και των οικονομικο-κοινωνικών καταστάσεων του περιβάλλοντος. Κατάλαβα ότι η διαπιστευμένη κοσμολογική εξήγηση της επιστήμης έρχεται σε βαθιά σύγκρουση με τα θρησκευτικά παραμύθια.

Και μια μέρα καθώς τριγυρνούσα σε ένα βιβλιοπωλείο βλέπω ένα βιβλίο με τίτλο «Η Περί Θεού Αυταπάτη» του Ριχάρδου Ντόκινς. Διαβάζοντάς το, κατάλαβα ότι οι πληροφορίες αλλά και οι αφορμή να ελευθερωθώ από τις φοβίες και τον παραλογισμό μου, ήταν σε ένα βιβλίο που δεν είχε όλες τις απαντήσεις, αλλά τις σωστές ερωτήσεις.

Μέσα σε μια εβδομάδα, ένιωσα άλλος άνθρωπος. Λύθηκα από τα δεσμά του σκοτεινού και υποχθόνιου θρησκευτισμού. Άρχισα να κάνω παρέα με επιστήμονες, πήγαινα σε ανοιχτές διαλέξεις του πανεπιστημίου και να διαβάζω κι άλλα βιβλία επιστημονικού χαρακτήρα. Αλλά, ακόμη δεν χρησιμοποιούσα τον όρο άθεος. Απελευθερώθηκα από τη θρησκεία, αλλά όχι από τον θάνατο. Προτιμούσα να λέγομαι αγνωστικιστής, με την ελπίδα ότι ίσως χωρίς τον θεό υπάρχει ακόμη η ψυχή.

Η ζωή στην Ελλάδα είχε γίνει κουραστική. Δούλευα στο αεροδρόμιο, και οι περισσότεροι συνεργάτες μου ήταν βαθιά θρησκευόμενοι. Τρέχανε σαν τρελοί στην πίστα στην άφιξη του «αγίου φωτός», αγνοώντας τους κανονισμούς ασφαλείας, ξεματιάζονταν συνέχεια και με πρήζανε με τα παραμύθια και τις χαζές ιστορίες τους. Ήταν ώρα να επιστρέψω στη Βρετανία και να συνεχίσω τις σπουδές μου. Με καλύτερη πρόσβαση σε υλικό και ανθρώπους που εξηγούσαν τη μονοδιάστατη φύση του βιολογικού οργανισμού και σπουδάζοντας την αντίληψη της ανθρώπινης ακοής –η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη θεωρία της εξέλιξης– οι περισσότερές μου ανησυχίες σταμάτησαν.

Ένας Άγγλος καθηγητής και φίλος μου είχε πει το εξής: «Γιώργο, μη φοβάσαι το θάνατο, αλλά μια ζωή που δεν θα έχεις ευχαριστηθεί!»

Το καλοκαίρι του 2009, σε ηλικία 28 ετών άρχισα να δηλώνω άθεος. Και όποια φιλανθρωπία κάνω, δεν αναμένω ένα σύννεφο και μία λύρα. Ο αληθινός αλτρουισμός είναι άνευ ανταμοιβής και η αληθινή ελευθερία είναι η ελευθερία του νου.

Τελειώνοντας, θέλω να μοιραστώ ένα μήνυμα με όσους διάβασαν το παραπάνω κείμενο, πιστοί ή μη πιστοί. Μπορεί να δηλώνω εγώ άθεος αλλά ουσιαστικά δεν έχω πρόβλημα με όσους δηλώνουν θεϊστές. Σίγουρα η αποδεκτή επιστήμη υπερτερεί σε αποδεικτικά στοιχεία, αλλά η πίστη σε κάποια θεότητα είναι προσωπικό δικαίωμα και πεποίθηση και το σέβομαι αυτό. Αυτό που δεν σέβομαι είναι η οργανωμένη θρησκεία και η εμμονή της να θεωρείται θεσμός και να απαιτεί αποδοχή από όλους!

Είναι καθαρό ότι η φιλανθρωπία και η φιλευσπλαχνία δεν είναι ακριβώς το σχέδιο των εκκλησιών και των άγιων εδρών, αλλά περισσότερο ο έλεγχος και η δημαγωγία σε ένα βρώμικο παιχνίδι εξουσίας και πλούτου. Μας διδάσκουν ψέματα τόσους αιώνες για να κρατιούνται στην εξουσία. Όλα αυτά είναι περιττά. Αυτά που χρειαζόμαστε είναι καλύτερη εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση και κατανόηση μεταξύ μας. Η ομορφιά του ανθρώπινου είδους οφείλεται στη διαφορετικότητα καθενός και όχι στη μαζική ομοιομορφία.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.