Εκχριστιανισμός με την αγιαστούρα και τα όπλα Ι

10 December 2011
Αρθρογράφος: s. frang


Επόμενο [ΙΙ] »

Η επιβολή της «θρησκείας της αγάπης» με πολέμους και καταπίεση

Υποστηρίζεται συνήθως από απολογητές της εγκαθίδρυσης του χριστιανισμού το επιχείρημα ότι αυτή η θρησκεία έγινε ασμένως δεκτή από τους λαούς και οι όποιες βιαιότητες κατά την επιβολή της δεν είχαν σημαντική έκταση. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται από μόνο του, αν εξετάσουμε όλες τις ιστορικές περιόδους, από τον 4ο αιώνα και μετά. Διαπιστώνεται ότι η επιβολή του χριστιανισμού υπήρξε πάντα βίαιη, όταν ο υπό εκχριστιανισμό λαός είχε συγκροτημένη θρησκεία και εθνικές παραδόσεις, κατά τεκμήριο υψηλότερου πολιτισμικού επιπέδου από τις μεσανατολικές, και δεν ενδιαφερόταν να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε νέα θρησκεία. Πέρα από τους λαούς της αρχαίας Ιταλίας, Ελλάδας και Μικράς Ασίας, παραδείγματα αποδοχής ή επιβολής του χριστιανισμού έχουμε στους Αρμένιους και στους Γότθους, μερικούς αιώνες αργότερα στους Σάξονες και στους Σλάβους, επίσης μερικούς αιώνες αργότερα στους ιθαγενείς της Αμερικής και στους λαούς της Άπω Ανατολής.

Η αποδοχή του χριστιανισμού υπήρξε σχετικά ειρηνική μόνο εκεί που έγιναν συμφωνίες κορυφής και προσχώρησαν στη νέα θρησκεία οι ηγετικές ομάδες κάθε λαού (Πολωνία, Ρωσία). Αυτή η διαδικασία θεσμοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση με τον κανόνα «cujus regio, ejus religio», που δηλώνει ότι εκείνος που ελέγχει μια περιοχή, προσδιορίζει και τη θρησκεία των κατοίκων της. Στις περιπτώσεις συμφωνημένης προσχώρησης, προσάρμοζαν σταδιακά τα ιερατεία των αντίστοιχων εθνικών θρησκειών τις ονομασίες των θεοτήτων, τις εθνικές μυθοπλασίες και τις παραδοσιακές ιεροτελεστίες τους, οι περισσότερες από τις οποίες αφομοιώνονταν και ενσωματώνονταν στη νέα, χριστιανική πλέον, πρακτική. Εξ αυτού προέκυψαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορες ιδιαιτερότητες στις αντιλήψεις, στα σύμβολα και στις ιεροτελεστίες των εκχριστιανιζόμενων λαών.

Για την επιβολή του χριστιανισμού στους περισσότερους λαούς της ρωμαϊκή αυτοκρατορίας, και ανάμεσά τους στους Έλληνες της ύστερης Αρχαιότητας, έγινε λόγος σε άλλο σημείο αυτού του Παραρτήματος. Οι Σλάβοι και οι Ούγγροι εκχριστιανίστηκαν, όχι πάντα εύκολα και ειρηνικά, από τον 8ο αιώνα και μετά, οι δυτικοί Σλάβοι και οι Ούγγροι από το κράτος των Καρολιδών, και οι ανατολικοί Σλάβοι από τους Βυζαντινούς. Οι πολεμικές συγκρούσεις ανατολικών και δυτικών χριστιανικών δυνάμεων με σλάβικους λαούς αφενός απέβλεπαν στην απώθηση μετακινούμενων πληθυσμών ή στον έλεγχο εδαφών και στην είσπραξη φόρων υποτέλειας κ.λπ. και, αφετέρου, είχαν προσηλυτιστικούς και κατακτητικούς στόχους (Deschner, βλέπε βιβλιογραφία). Πάντα, οι εκστρατείες γίνονταν μετά από συνεννόηση κράτους και εκκλησίας, και στα (σχεδόν αποκλειστικά μισθοφορικά) στρατεύματα συμμετείχαν κληρικοί και δουλέμποροι, έτοιμοι να μεταφέρουν το «μήνυμα της αγάπης» σε όσους επιβίωναν από τις πολεμικές συγκρούσεις.

Οι Σάξονες, που πεισματικά δεν αποδέχονταν, στην αλλαγή από τον 8ο στον 9ο αιώνα (772-804), το φράγκικο κράτος και τη νέα θρησκεία, κατασφάγηκαν σε πολλές μάχες από τα στρατεύματα του Καρλομάγνου και προσχώρησαν στο χριστιανισμό ως ηττημένοι και κατακτημένοι. Αργότερα, 9ος-11ος αιώνας, πρωτοστάτησαν οι ίδιοι οι Σάξονες με τους τρεις αυτοκράτορες Όθωνες και τον «Άγιο» Ερρίκο (Heinrich ΙΙ., «ένας, πριν απ’ όλα, εκκλησιαστικός άνδρας») στον εκχριστιανισμό και την υποδούλωση των σλάβικων φύλων μεταξύ του Έλβα και του Όντερ (Σόρβοι, Βένδοι κ.ά.)

Στα σχολικά βοηθήματα παρουσιάζονται οι πόλεμοι συνήθως ως ασκήσεις επί χάρτου, με αναφορά των στρατιωτικών κινήσεων και με περιγραφή των προσόντων των ηγετών της φιλικής πλευράς. Η πραγματικότητα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Μία περιγραφή χρονικογράφων της εποχής, όλοι χριστιανοί ιερωμένοι, είναι πολύ χαρακτηριστική. Στα τέλη του έτους 929 συγκρούστηκε μια στρατιά Σαξόνων στην περιοχή δεξιά του κάτω Έλβα με επαναστατημένους Σλάβους. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν, μάλλον καθ’ υπερβολήν, από 120 μέχρι 200 χιλιάδες Βένδοι (Wenden) από τους σιδηρόφρακτους Σάξονες. Ο επίσκοπος Thiemar αναφέρει ότι «σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες και μόνο λίγοι διέφυγαν». Ο μοναχός Widukind γράφει ότι «από τους πεζοπόρους βαρβάρους (εννοεί τους Σλάβους) δεν σώθηκε κανένας και από τους ιππείς μόνο λίγοι, ενώ στους πολεμιστές του θεού (εννοεί τους Σάξονες) επικρατούσε ευθυμία, επειδή πέτυχαν με τη βοήθεια του θεού μια περίφημη νίκη. Όλα τα μέλη των οικογενειών των Σλάβων σκλαβώθηκαν και διατέθηκαν ως δούλοι». Ανάλογες φρικαλεότητες γίνονταν, φυσικά, και σε περιπτώσεις που νικούσε η άλλη πλευρά, η οποία δεν εκπροσωπούσε όμως τη «θρησκεία της αγάπης»! Με τέτοιες και άλλες ανάλογες πολεμικές ενέργειες κράτησε ο εκχριστιανισμός και εκγερμανισμός των Σλάβων αρκετούς αιώνες, των σλάβικης προέλευσης Πρώσων μάλιστα μέχρι τον 17ο αιώνα. Η επιβολή του χριστιανισμού στους ιθαγενείς της Αμερικής από τους Ευρωπαίους επιδρομείς είναι ευρύτερα γνωστή, και περιττεύει εδώ μια περιγραφή των περιστατικών.

Λιγότερο ή καθόλου γνωστά είναι όμως τα γεγονότα κατά τις πολλαπλές προσπάθειες εκχριστιανισμού λαών της Άπω Ανατολής, κυρίως των πολυπληθών λαών των Ινδιών, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά τα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία, αλλά και περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, δίνουν μια υποψία τού τι πρέπει να συνέβη και στον ελληνικό χώρο περίπου 1-1,5 χιλιετία νωρίτερα και τι θα μπορούσε να είχε προκύψει, αν οι ελληνόφωνοι λαοί δεν ήταν υπόδουλοι στους Ρωμαίους αλλά διέθεταν δική τους εθνική ηγεσία. Εκτιμάται ότι αυτή ακριβώς η ηγεσία θα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τον παραδοσιακό πολιτισμό και τα έθιμα του λαού, έναντι εκείνων που επέβαλαν για δικούς τους λόγους μια αίρεση της ιουδαϊκής θρησκείας από την Ανατολή.

Η επόμενη περιγραφή ακολουθεί στα κύρια σημεία της το άρθρο «Χριστιανισμός και Χιντεγιόσι» από το τεύχος «Ο Ναπολέων της Ιαπωνίας» του περιοδικού ΙΣΤΟΡΙΚΑ (βλέπε βιβλιογραφία), το δεκάτομο έργο του K. Deschner «Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού» (βλέπε βιβλιογραφία),τη μελέτη του Βλ. Ρασσιά, «ΣΑΚΟΚΟΥ: Η αντίσταση των Ιαπώνων στο χριστιανισμό» από το βιβλίο του «Μια ιστορία Αγάπης» (βλέπε βιβλιογραφία) και τη δημοσίευση του Naoji Kimura: «Japans imperialistische Expansion in Asien», από το βιβλίο Herbert Arlt: «The Unifying Aspects of Cultures» (βλέπε βιβλιογραφία).

Στα μέσα του 16ου αιώνα είχε επιβληθεί ο χριστιανισμός ήδη στο ινδικό βασίλειο της Goa (Γκόα), που ήταν πορτογαλική αποικία μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η τοπική ινδουιστική θρησκεία είχε τεθεί υπό απαγόρευση, με απαίτηση για καταστροφή όλων των «ειδώλων». Με βασιλικά διατάγματα είχαν οργανωθεί από Ιησουίτες δημόσιες διδασκαλίες συκοφάντησης της παραδοσιακής θρησκείας και βαπτίσεις (ράντισμα με νερό) με πανηγυρισμούς για την «ήττα των δαιμόνων» — περίπου όπως γινόταν και στην Ευρώπη παλαιότερα. Οι βασιλείς του Kotte (Κόττε), του Kandy (Κάντυ) και του Trincomalee (Τρινκομαλή) της Κεϋλάνης, υπό τις υποσχέσεις των Πορτογάλων για στρατιωτική υποστήριξή τους, βαπτίσθηκαν χριστιανοί και διέταξαν τον υποχρεωτικό εκχριστιανισμό όλων των υπηκόων τους.

Το έτος 1551, προσηλυτίστηκαν οι πρώτοι Ιάπωνες από τον Ιησουίτη κληρικό Francisco de Jasu y Xavier (Φραγκίσκος Ξαβέριος, 1506-1552) με το κινέζικο όνομα Fang Jige, που εκμεταλλεύθηκε την ανάγκη για άσυλο ενός καταζητούμενου για φόνο, του Γιαχίρο (Yajiro, Anjiro). Με πυρήνα την οικογένεια και το υπηρετικό προσωπικό του τελευταίου, δημιουργήθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Καγκοσίμα (Kagoshima) της Ιαπωνίας. Το 1552 προσπάθησε ο Ξαβέριος να εισέλθει κρυφά στην Κίνα, όπου απαγορευόταν ο προσηλυτισμός σε άλλες θρησκείες, αλλά πέθανε, μάλλον από τις κακουχίες της εποχής και της περιοχής.

Στα έτη 1558-1570, και παρ’ ότι στην Ιαπωνία είχε ήδη νομοθετηθεί η απαγόρευση του χριστιανικού προσηλυτισμού, οι Πορτογάλοι ιεροκήρυκες διείσδυσαν στη χώρα, εκμεταλλευόμενοι την προσπάθεια του πολέμαρχου ηγεμόνα (daimyo) Oda Nobunaga (Όντα Νομπουνάγκα), από το 1568 υποστηρικτή του Yoshiaki, τελευταίου Σογκούν, δηλαδή Αρχιστράτηγου, της γραμμής των Ashikaga, να εξουδετερώσει τη μεγάλη επιρροή εκείνης της εποχής των πολεμιστών Βουδιστών μοναχών στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Από τα ιεραποστολικά κέντρα τους στο Yamaguchi (Γιαμαγκούτσι), το Hirado (Χιράντο) και το Bungo (Μπούνγκο), οι Ιησουίτες συντόνιζαν μεγάλη δυσφημιστική εκστρατεία κατά του Βουδισμού Ζεν, κυρίως ανάμεσα στους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων, και γύρω στο 1562 πέτυχαν τη βάπτιση πολλών ευγενών πολεμιστών του Kyoto (Κιότο), πρωτεύουσας του σογκουνάτου Ashikaga.

Το έτος 1563 οι Ιησουίτες βάπτισαν χριστιανό το διοικητή της Omura (Ομούρα), Omura Sumitada (Ομούρα Σουμιτάδα), ο οποίος τους παραχώρησε τη διαχείριση του εμπορικού λιμανιού στο Nagasaki (Ναγκασάκι) και πλήρη ελευθερία προσηλυτιστικής δράσης ανάμεσα στους υπηκόους του, ενώ τον Απρίλιο του 1569 ο Πορτογάλος Ιησουίτης ιεραπόστολος Louis Frois (Φρόις, 1532-1597) εγκαταστάθηκε κανονικά στο Κιότο. Το έτος 1583 είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό ένας ναύαρχος, ένας από τους δύο στρατηγούς της ιαπωνικής εκστρατείας κατά της Κορέας, ένας ανιψιός, καθώς και ο προσωπικός ιατρός του κυβερνήτη Toyotomi Hideyoshi (Τογιοτόμι Χιντεγιόσι), όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Ιάπωνες ευγενείς, ενώ ο τοπικός διοικητής της Arima (Αρίμα) όχι απλώς ασπάσθηκε τη νέα θρησκεία, αλλά και διέταξε επιπλέον την υποχρεωτική βάπτιση όλων των κατοίκων τριών πόλεων της δικαιοδοσίας του, εν συνόλω 3.000 άτομα. Εκείνη την εποχή άρχισε όμως μια αντισυσπείρωση Ιαπώνων γύρω από την παραδοσιακή θρησκεία του Shinto (Σίντο, Shintoism, εκ του shin tao, δηλαδή «ο Τρόπος των Θεών») και τον βουδισμό Ζεν.

Επόμενο [ΙΙ] »

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.