Χριστιανισμός έναντι του ελληνικού πολιτισμού IV

20 March 2012
Αρθρογράφος: s. frang


« Προηγούμενο [ΙII] Επόμενο [V] »

Το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι από τους πατέρες του χριστιανισμού είχαν ελληνική παιδεία και γνώριζαν επαρκώς τη φιλοσοφία δεν απαντάει σε κανένα από τα προαναφερόμενα ερωτήματα. Η ιδέα ότι όποιος έχει «μελετήσει» κάτι το εκτιμάει και το στηρίζει επίσης, είναι προφανώς άστοχη. Ίσως δε η βαθιά γνώση της ελληνο-ρωμαϊκής φιλοσοφίας να δημιουργούσε στους διανοούμενους των ανερχόμενων λαών της αυτοκρατορίας και την έντονη αντιπάθεια, λόγω φθόνου ή απελπισίας για έλλειψη αντεπιχειρημάτων. Γνωρίζουμε μέχρι σήμερα ότι τίποτα ουσιαστικό δεν αντιπαρέθεσαν στον κόσμο των ιδεών κατά της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, αντίθετα την αντέγραψαν, όπου μπόρεσαν. Να μην παραβλεφθεί επίσης η ύπαρξη αισθημάτων εκδίκησης από τους πρωτεργάτες αυτής της θρησκείας για όσα πραγματικά ή νομιζόμενα δεινά είχαν υποστεί οι λαοί τους γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο εξ αιτίας των επιδρομών των Μακεδόνων και των Ρωμαίων.

Ειδικά στις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζουμε το φαινομενικά παράδοξο, άτομα αραβικής ή ινδο-πακιστανικής καταγωγής που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν σε δυτικό περιβάλλον να «θυσιάζονται» για θρησκευτικούς λόγους, σπέρνοντας το θάνατο και σε δεκάδες άλλους συνανθρώπους τους. Το φαινόμενο δε ακόμα και Ελλήνων που φοιτούν σε δυτικές χώρες, να επιστρέφουν στην πατρίδα τους και να συκοφαντούν, συχνά με αισθήματα μίσους, τη χώρα και τον λαό που τους φιλοξένησε στα χρόνια των σπουδών τους, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι. Εκτιμούμε ότι κύριος παράγοντας γι’ αυτά τα χάσματα είναι αφενός οι πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες δεν καλύπτονται με κάποια πρόωρη οικονομική άνοδο, αλλά απαιτούν μακρόχρονη εμπέδωση σε κλίμακα γενεών, και αφετέρου η προσωπική ανασφάλεια που προκύπτει από την ελλιπή παιδεία, τότε λόγω της γενικότερης πολιτισμικής υποβάθμισης και τώρα λόγω απορρίψεώς της από θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κάθε προελεύσεως και προσανατολισμού.

Η προτεραιότητα του εθνικού και κοινωνικού στόχου έναντι του θρησκευτικού επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη συμπεριφορά των διανοουμένων χριστιανών στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας (Λιβύη, Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία, Ανατολία κ.ά.), οι οποίοι έβλεπαν ότι το νέο σχήμα λειτουργίας του κράτους, με ενωτική ιδεολογία το χριστιανισμό, άφηνε τους λαούς τους και πάλι εκτός επιρροής στην κεντρική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτές ακριβώς τις χώρες διαδίδονταν εύκολα οι «αιρέσεις» με συνήθως ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά θρησκευτικά δόγματα. Διάφοροι γνωστικισμοί (μοντανισμός, μανιχαϊσμός, απολλιναρισμός, αρειανισμός, μονο- ή μιοφυσιτισμός, μεσαλιανισμός, νεστοριανισμός, δονατισμός κ.ά.) ήταν δοξασίες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν και/ή εξαπλώθηκαν στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, την Περσία κ.α. Αποτέλεσμα αυτών των δογματικών διαφοροποιήσεων και, ουσιαστικά, εθνικών αποσχιστικών κινημάτων, ήταν να υφίστανται αυτοί οι λαοί, αρχικά την «πνευματική» εχθρότητα της Ρώμης και της Κων/πολης, στη συνέχεια δε στρατιωτική καταπίεση, διώξεις και σφαγές.

Έτσι, όταν εξασθένησε η επιρροή της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές τους και ήρθε στο προσκήνιο ο μωαμεθανισμός, προσχώρησαν οι λαοί της τότε βυζαντινής περιφέρειας με ευκολία στη νέα θρησκεία, η οποία αφενός ήταν προσαρμοσμένη πολύ καλύτερα στις συνθήκες ζωής και ανάγκες αυτών των πληθυσμών και, αφετέρου, δεν απείχε πολύ από τη χριστιανική ή, όπως γράφει ο Runciman: «Η πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ ήταν εγγύτερα στη δική τους (των Μονοφυσιτών) απ’ ότι η Ορθοδοξία της Χαλκηδόνας…» («Η Βυζαντινή Θεοκρατία»). Μια νέα θρησκεία αποτέλεσε λοιπόν και σ’ αυτή την περίπτωση όχημα για τη μετάβαση στην καινούργια εποχή με μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής των παραμελημένων εθνικών και κοινωνικών ομάδων της αυτοκρατορίας (K. Deschner: «Kriminalgeschichte des Christentums»).

Ανάλογα ήταν τα φαινόμενα κατά την εύκολη εξάπλωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, από τον 11ο αιώνα και μετά. Τα οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα και το αίσθημα της παραμέλησης από το κέντρο αποφάσεων ωθούσαν τους ανθρώπους στις υπότουρκες περιοχές σε μαζικές προσχωρήσεις στη θρησκεία της νέας εξουσίας, δεδομένου ότι οι προσήλυτοι απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) που πλήρωναν οι «άπιστοι» και είχαν ελαφρύτερο αγροτικό φόρο. Άλλοι λόγοι ήταν η ευκολία με την οποία αποκτούσαν διοικητικές θέσεις και αγροτικές εκτάσεις (Σπύρου Βρυώνη: «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία …»). Πάντως, οι μοναχοί των μοναστηριών στον Άθω δήλωσαν υποταγή στους Οθωμανούς, πριν καν αυτοί εδραιώσουν την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, ήδη από το έτος 1372, με αντάλλαγμα την επικύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των κτημάτων τους (C. Mango: «Βυζάντιο»). Το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν ακόμα, αλλά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, διάφορες επισκοπές και μονές στην Ελλάδα, έχουν προέλευση από εκείνη την εποχή, όπου κάθε αυτοκράτορας, ηγεμόνας ή κατακτητής «δώριζε» σημαντικές εκτάσεις γης, οι οποίες φυσικά δεν του ανήκαν, με μόνο κριτήριο την προσήλωση των ευνοουμένων στην εκάστοτε νέα εξουσία.

Ενδιαφέρον είναι δε ότι, στις δύσκολες περιστάσεις υποχώρησης έναντι νέων πολιτικών και θρησκευτικών εξουσιών, επικαλούνταν οι χριστιανοί στην επιχειρηματολογία τους, αμυνόμενοι έναντι της ισλαμικής προπαγάνδας, τους αρχαίους φιλοσόφους. Σε δημόσιες αντιδικίες που διοργανώνονταν μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών ιερωμένων για να διερευνηθεί ποια ήταν η «αληθινή θρησκεία», οι χριστιανοί προέβαλλαν το επιχείρημα ότι «το Κοράνι αποκλίνει από την ουσία του νόμου του θεού και από τα διδάγματα των φιλοσόφων περί αρετής…» Μέσα στην απελπισία της κατάρρευσης και υποχώρησης, πάλι οι Έλληνες και Ρωμαίοι φιλόσοφοι επιστρατεύονται (νεότεροι, π.χ. ο φιλόσοφος Ιωάννης Ιταλός, δεν αφέθηκαν να δημιουργήσουν ορόσημα στον προβληματισμό περί αρετής), τους οποίους αρχαίους φιλοσόφους όμως η Εκκλησία, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εξύβριζε, και μέχρι των ημερών μας αποκαλεί (Ακάθιστος Ύμνος) «ασόφους».

Συμπληρωματικά στοιχεία

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπάρχει βέβαια και μικρός αριθμός επιφανών «πατέρων» με ελληνική καταγωγή, οι οποίοι διέθεταν, για την εποχή τους, αξιόλογη παιδεία και συμμετείχαν επίσης στον χορό της συκοφάντησης του Ελληνισμού. Αυτοί οι «πατέρες» συμβάλλουν επίσης με αυθαίρετους ισχυρισμούς στην προσπάθεια μηδενισμού του Ελληνισμού, για παράδειγμα ο Κλήμης Αλεξανδρείας (~150 – ~215), πιθανόν Αθηναίος εκ γενετής. Ο συγκεκριμένος εκρωμαϊσμένος Έλληνας (Titus Flavius Clemens) ισχυρίζεται στην αλλαγή από τον 2ο στον 3ο μ.Χ. αιώνα ότι οι Έλληνες έχουν «κλέψει» τα πάντα από ανατολικούς σοφούς, «Έλληνες κλέπται πάσης γραφής!» (Στρωματείς 1,5). Αν είχε διατηρήσει έστω και ίχνος ελληνικότητας ο Κλήμης, προφανέστατα δεν θα συκοφαντούσε τόσο άκριτα τους συμπατριώτες του και τον εαυτό του, δεδομένου ότι την ίδια στιγμή καπηλεύεται ο ίδιος, συστηματικά αλλά ανομολόγητα, ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας και τις ενσωματώνει στο κήρυγμα και στα γραπτά του. Βέβαια, από τη στιγμή που απέβαλε ο συγκεκριμένος «πατέρας» την όποια ελληνικότητά του και υιοθέτησε για τον εαυτό του ρωμαϊκά ονόματα, είναι αυτονόητο ότι δεν διέθετε πλέον και την απαιτούμενη ελληνική συνείδηση για να εκτιμήσει έναν πατρογονικό πολιτισμό, στου οποίου την κατεδάφιση συνέβαλε ενθέρμως.

Κι επειδή δυσκολεύονται πάρα πολύ όλοι αυτοί να αποκρύψουν την προέλευση των κεντρικών ιδεών στα γραπτά τους ή να εξαφανίσουν από τις συζητήσεις και το πνεύμα της εποχής τις ελληνικές επιρροές, εφευρίσκουν το ιδεολόγημα της «προτύπωσης»: ισχυρίζονται δηλαδή ότι η ελληνική φιλοσοφία έχει ενταχθεί από τη «θεία πρόνοια» στην προετοιμασία για υποδοχή του χριστιανισμού! Ο Ωριγένης, επιφανής «εκκλησιαστικός πατέρας» του 3ου αιώνα με ελληνική καταγωγή, καταλήγει στο «Κατά Κέλσου» σύγγραμμά του: «… φιλαληθώς περί τινων μαρτυρούμεν Ελλήνων φιλοσόφων, ότι επέγνωσαν τον θεόν, επεί ο θεός αυτοίς εφανέρωσεν…» Αυτό το επιχείρημα αντιστράφηκε όμως σύντομα εναντίον των χριστιανών, όταν η νεότερη μωαμεθανική θρησκεία επικαλέσθηκε επίσης την προτύπωση για να εξηγήσει διάφορα σημεία «αντιγραφής» της από τον ιουδαϊσμό, τον χριστιανισμό και κάποιες τοπικές θρησκείες της Αραβίας!

Άλλη μια όμοια αντιστροφή επιχειρημάτων και μεθοδεύσεων προέκυψε στο θέμα της οικειοποίησης και χρήσης λατρευτικών χώρων. Περί το έτος 600 έλεγε ο επίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος Α΄, ο Μέγας και άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας: «Πρέπει να προσέξουμε πρώτα από όλα να μην εξοργίζουμε τους ειδωλολάτρες και να μην καταστρέφουμε τους ναούς τους. Πρέπει να καταστρέφουμε μόνο τα είδωλα και έπειτα να ραντίζουμε το μέρος με αγιασμό και να τοποθετούμε μέσα του άγια λείψανα. Αν οι ναοί αυτοί είναι καλοκτισμένοι, μας συμφέρει να τους μετατρέπουμε απλώς από χώρο λατρείας των δαιμόνων σε χώρο λατρείας του αληθινού Θεού».

Περίπου μια χιλιετία αργότερα γράφει ο Οθωμανός ιστορικός Σαν αλ-Ντιν, σε μια περιγραφή που συνέταξε κατά τον 16ο αιώνα, για την κατάκτηση της Κων/πολης: «… Οι (χριστιανικοί) ναοί της Πόλης καθαρίστηκαν από τα ποταπά είδωλα και τις βρώμικες ειδωλολατρικές ακαθαρσίες, σβήστηκαν οι εικόνες τους και στήθηκαν μωαμεθανικοί βωμοί και άμβωνες… οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των πιστών και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τις στρατιές του σκότους, όπου μέχρι τότε ζούσαν οι αισχροί άπιστοι…» (P. Sherrad: Constantinople, Iconography of a Sacred City, Λονδίνο 1965.) Οι «εξαγνισμοί» που είχαν μεθοδεύσει οι χριστιανοί εναντίον των εθνικών ιερών επαναλαμβάνονταν από τον 11ο αιώνα στη Μικρά Ασία και από τον 15ο και στα Βαλκάνια, σε βάρος τους εκ μέρους των μωαμεθανών. Ανταγωνισμός πολιτισμών ως σύγκρουση μεταξύ «αληθινών» θρησκειών…

« Προηγούμενο [ΙII] Επόμενο [V] »

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.