Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (35)

21 April 2012
Αρθρογράφος: Φαίη Κ., 32 ετών από τη Θεσ/νίκη, δικηγόρος στη Βιέννη.


Ένα μόνιμο «γιατί» που ακυρώνει ιδεοληψίες

Ποτέ μου δεν είχα την έννοια της «πίστης» σε ιδιαίτερα μεγάλη υπόληψη. Ως πιτσιρίκα ακόμα κυκλοφορούσα με μια λέξη στα χείλη. Η λέξη αυτή ήταν το «γιατί».

Ένα παιδάκι σαν όλα τα άλλα με χειμαρρώδη περιέργεια και έναν εξελισσόμενο εγκέφαλο, προϊόν εκατομμυρίων ετών φυσικής επιλογής, ο κόσμος για εμένα ήταν τότε —και συνεχίζει να είναι— ένα γοητευτικό μυστήριο, ένα ανεξερεύνητο βασίλειο όπου η μαγεία βρίσκεται σε κάθε γωνιά που παραμένει σκοτεινή και περιμένει απλά να φωτιστεί και να προσφέρει αυτό που κρύβει.

Όπως δηλαδή όλα τα παιδιά, μέχρι τη στιγμή όπου επαναλαμβανόμενες (μη) απαντήσεις όπως «γιατί έτσι!» ή, ακόμα καλύτερα, «γιατί η γάτα έχει ένα αυτί» (στο όποιο εννοείται απάντησα «γιατί η γάτα έχει ένα αυτί; Τί έπαθε;»), επιτυγχάνουν τον στόχο τους και η υπακοή τρώει την περιέργεια λάχανο.

Όχι, δεν είμαι μάγκας που κατάφερα να βγω σκεπτόμενη και (μονίμως) περίεργη, σε μια κοινωνία που επαινεί την πίστη ως υπέρτατη αρετή και που σταμπάρει τα μέλη της προτού αυτά περπατήσουν καν, τοποθετώντας μια αόρατη ταμπέλα την οποία με τόση μαεστρία κατάφεραν να εμφυτεύσουν στο μεδούλι της ταυτότητας ενός ατόμου, τόσο βαθιά, ώστε να μοιάζει αδιανόητο να την αποποιηθεί κανείς.

Μάγκες βλέπω γύρω μου όλο και περισσότερους. Μάγκες που μεγάλωσαν σε σπιτικά όπου ο σκοταδισμός κυριαρχούσε. Μάγκες που τους κατήχησαν και τους καταπίεσαν, και αυτοί δεν το έβαλαν κάτω. Μάγκες που τα βάλανε με την ίδια τους την οικογένεια και τον περίγυρό τους και δεν λύγισαν. Και τους βγάζω το καπέλο. Εγώ απλά ήμουν τυχερή και ήρθα στον κόσμο μέσα σε μια οικογένεια που πάντα είχε μια απάντηση για κάθε «γιατί», έστω και αν αυτή ήταν «δεν ξέρω». Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα σπιτικό που αγαπούσε τη γνώση, και που η πίστη το είχε αφήσει ανέγγιχτο.

Κι έτσι η ιστορία μου δεν έχει να κάνει με αποχαιρετισμούς αλλά με ένα άλλου είδους πέρασμα: το πέρασμα από την απάθεια στην ενεργή δράση υπέρ του ορθολογισμού και κατά της πιο αβάσταχτης σκλαβιάς που υπάρχει. Της σκλαβιάς της οποίας τα θύματα αγαπάνε τις αλυσίδες τους και τις υπερασπίζονται με απαράμιλλο πάθος, ενώ προσπαθούν να δέσουν χειροπόδαρα με τα ίδια δεσμά τους πάντες. Της σκλαβιάς που επεκτείνεται ανενόχλητη μέσα στα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια, που αλλοιώνει την πραγματικότητα, προμοτάρει μίση και διαχωρισμό, δημιουργεί ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας, καπηλεύεται πλούτο και δόξα, έχοντας για έμβλημα έναν μαραγκό από την Ιουδαία ο οποίος, από τα λεγόμενα που του αποδίδουν αμφίβολες πηγές, ούτε τον πλούτο γούσταρε ούτε την υποκρισία μέσα στην οποία ζούνε οι οπαδοί του, βυθισμένοι στην πεποίθηση τους ότι είναι καλύτεροι από όλους αυτούς που μένουν σπίτι την Κυριακή και τρώνε χοτ ντογκ τη μεγάλη Παρασκευή. Της σκλαβιάς που τρυπώνει στην κρεβατοκάμαρά μου, που αυθαίρετα παίρνει το δικαίωμα να επέμβει στο σώμα μου, να με αποκαλέσει πόρνη δημοσίως χωρίς να ενοχληθεί κανείς και να γαλουχήσει τα δικά μου παιδιά με ιδανικά αμφιβόλου ποιότητας και «γνώση» που μόνο ως τέτοια δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί.

Κάποτε ήμουν ένας φιλειρηνικός άνθρωπος. Κάποτε πίστευα όντως ότι το να είσαι καλός χριστιανός σήμαινε ότι είσαι και καλός άνθρωπος, παρόλο που είχα την τύχη να μην υπάρξω ποτέ χριστιανή. Κάποτε δεν είχα καμία διάθεση να ασχοληθώ με το θέμα και πίστευα ότι ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για όλους. Τώρα πλέον δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω. Αυτό είναι το ταξίδι μου.

Οι γονείς μου εκ διαμέτρου διαφορετικοί. Ο πατέρας μου —γνωστός και ως ροφός για τις απίστευτες επιδόσεις του στις καταδύσεις και το ψαροντούφεκο— ουδέποτε πίστευε σε «διαβόλους και τριβόλους» και άλλες ανοησίες, όπως ο ίδιος έλεγε. Είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος που τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τη γνώση και την επιστήμη.

Το σπίτι μας ήταν πάντα τίγκα στο βιβλίο. Τόμοι ολόκληροι η ιστορία της ανθρωπότητας από τους παγκοσμίους πολέμους μέχρι τον Όμηρο και από την αρχαία Αίγυπτο μέχρι τα ηφαίστεια του πλανήτη. Το αγαπημένο του θέμα ήταν πάντα η ιστορία. Η αδυναμία του ήμουν εγώ, και έτσι ποτέ δεν μου κράτησε κακία όταν ζωγράφιζα μελισσούλες πάνω από την πανοραμική έκρηξη της Αίτνας ή όταν έβαζα κερατάκια στην φωτογραφία του Χίτλερ. Όταν ο πάλαι ποτέ ορκισμένος εργένης αποφάσισε να νοικοκυρευτεί, κόντευε ήδη τα πενήντα. Είχε ζήσει τη ζωή του ακριβώς όπως εκείνος ήθελε, δίχως συμβιβασμούς και “πρέπει”, και σαφώς δίχως θρησκεία. Και ήξερε ακριβώς τι ήθελε: «Ένα κοριτσάκι να μπλέκεται στα πόδια μας και να του κάνουμε τα μαλλιά κοτσιδάκια». Και αυτό ακριβώς απέκτησε, εμένα!

Για κακή του τύχη, τον θρησκευτικό γάμο δεν τον γλίτωσε. Τότε δεν είχε και άλλη επιλογή. Φρόντισε όμως να δείξει τον «σεβασμό» του στο «μυστήριο», ακριβώς όπως του άρμοζε, και εμφανίστηκε στη Μονή Βλατάδων στα Κάστρα της Θεσσαλονίκης με τη νύφη παραμάσχαλα και τον ανήλικο γιο ενός φίλου. Τελευταία στιγμή βούτηξε έναν Ιταλό τουρίστα από το προαύλιο για μάρτυρα και είπε στον παπά να τα πει «γρήγορα γρήγορα να τελειώνουμε!». «Εδώ που ήρθες τέκνο μου όλα θα τα ακούσεις», τον προειδοποίησε ο παπάς που τον κοιτούσε με μισό μάτι.

«Βλακείες», μου είπε αργότερα ο ροφός, «ούτε είκοσι λεπτά δεν έκανε».

Η μητέρα μου είναι χριστιανή ορθόδοξη. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζει. Δυστυχώς έχει καταπιεί αμάσητο το παραμύθι ότι ελληνισμός ίσον ορθοδοξία, και αγαπά τις παραδόσεις του τόπου της. Έχει τις εικονίτσες της και προσεύχεται ανελλιπώς κάθε βράδυ. Η κακομοίρα έχει τραβήξει τα πάνδεινα με τον άνδρα που έτυχε να ερωτευτεί, και αργότερα με την κόρη που της έλαχε. Όμως η χριστιανοσύνη της δεν είναι τίποτα παραπάνω από ντεϊσμός ή, στην καλύτερη, έστω πανθεϊσμός. Όλοι καλοί είναι στα μάτια της, βουδιστές, μωαμεθανοί, άθεοι, αρκεί να είναι καλοί άνθρωποι, όχι για τον θεό αλλά για τους ίδιους.

Ο θεός της δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τον κόσμο που δημιούργησε, και οι απόψεις της θα έκαναν την ultra θεούσα γειτόνισσα να τρέξει να βρει παπά για άμεσο αφορισμό.
«Πιστεύεις ότι υπάρχει παράδεισος;» τη ρωτάω συχνά.
«Όχι βέβαια. Όταν πεθαίνουμε μας τρώνε τα σκουλίκια.»
«Και πιστεύεις ότι υπήρξε το φίδι που μιλούσε;»
«Καλά, βλαμμένο είσαι; Μιλάν τα φίδια;”
«Ναι, αλλά το γράφει…»
«Ναι, αλλά σε ποιόν απευθύνεται; Ίσα οι γιδοβοσκοί της ερήμου που τρώγανε ο ένας τον άλλον και ίσα εμείς;»
«Άρα το παραδέχεσαι ότι δεν είναι θεόπνευστα.»
«Μα εννοείται ότι τα γράψανε άνθρωποι, παιδί μου. Για τότε καλά ήταν. Τώρα ξέρουμε.»
«Και γιατί προσεύχεσαι;»
«Εσύ γιατί κάνεις γιόγκα; Σε είδα εγώ με το κεφάλι στο πάτωμα και τα ποδάρια πάνω!» … και συνεχίζει…

Στο σπίτι ο διάλογος ήταν το μόνο πράγμα που θεωρούνταν ιερό. Γιατί μπορεί η μητέρα μου να μη γλίτωσε την πλύση εγκεφάλου, αλλά ο θεούλης, τα κομποσχοίνια και οι άγιοι ωχριούσαν μπροστά στους αρχαίους φιλοσόφους και τον Σαίξπηρ που είχαν κλέψει την καρδιά της προ πολλού.

Τόσο ο πατέρας μου όσο και η μητέρα μου είχαν κάτι που τους ένωνε, παρ’ όλες τις διαφορές τους. Και οι δύο αγαπούσαν τη γνώση. Τη λάτρευαν! Και μεταξύ τους είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν έναν παράδεισο σοφίας και επιστήμης, όπου η γνώση ήταν το ζητούμενο και όχι το εισιτήριο μιας ντροπιασμένης εξόδου σε κάποιο άλλο παραμύθι που όλοι γνωρίζουμε.

Η μητέρα μου με έμαθε να διαβάζω πολύ πριν πάω σχολείο. Οι συζητήσεις στο σπίτι ήταν καθημερινές. Διαβάζαμε το παραμύθι και μετά το συζητούσαμε και βρίσκαμε μαζί το ηθικό μάθημα. Η μητέρα μου με έμαθε να έχω τη δύναμη να αποφασίσω ότι το σωστό και το λάθος δεν είναι θέμα πίστης, αλλά θέμα λογικής. Δεν υπήρχε ούτε προσευχή ούτε νηστεία στο σπίτι μας, αλλά ούτε υπήρξε ποτέ κριτική της θρησκείας. Ήμασταν καθ’ όλα secular.

Ένα ατυχές γεγονός στις πρώτες τάξεις του δημοτικού με γλίτωσε από τον βαρετό και επικίνδυνο για τον παιδικό νου υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Σαν παιδάκι σιχαινόμουν τα πάντα. Το κάθε σκεύος έπρεπε να πλυθεί μπροστά μου για να δεχτώ να το χρησιμοποιήσω. Φανταστείτε το σοκ που δέχτηκα όταν είδα γέρους με σάλια που τρέχουν, γυναίκες με μαντίλες και λίγα δόντια και δεκάδες συμμαθητές μου όλοι να γλύφουν το ίδιο κουταλάκι αφού περίμεναν τη σειρά τους.

Μουλάρωσα! Έβαλα τα κλάματα. Αρνήθηκα να κοινωνήσω. Μου είπαν ότι θα φωνάξουν τους γονείς μου και «θα δεις τι έχεις να πάθεις!». Την επόμενη μέρα ήρθε ο ροφός στο σχολείο και από τότε δεν ξαναεκκλησιάστηκα ποτέ στη ζωή μου.

Τα θρησκευτικά μού άρεσαν. Δεν είχε τη ίδια γνώμη όμως και ο κοιλαράς παπάς που τα δίδασκε. Δεν του άρεσαν οι ερωτήσεις. Το «γιατί» δεν είχε θέση στην αιώνια δικτατορία του καλού θεού. «Αν ο μοναχισμός είναι κάτι θεάρεστο και αν όλοι μας πρέπει να κάνουμε θεάρεστα πράγματα, αν γίνουν όλοι μοναχοί σύντομα δεν θα υπάρχουν άνθρωποι. Αυτό θέλει ο θεός;»… «Δηλαδή όταν έφτιαξε την κιβωτό ο Νώε, όλα τα ζώα ζούσαν εκεί κοντά; Είχε κοάλα το Ισραήλ; Και τι τα τάιζε; Πώς και δεν φάγανε το ένα το άλλο;»

Πάντως, χαίρομαι που μέχρι ένα σημείο παρακολούθησα το μάθημα. Στην ουσία ήταν η πρώτη μου επαφή με τη θρησκεία. Μέχρι τότε ήξερα ότι υπάρχει, αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει να πιστεύεις, και σε τι ακριβώς πίστευαν όσοι πίστευαν. Για χρόνια μάλιστα είχα την πεποίθηση ότι η θρησκεία ήταν πράγμα καλό, βοηθούσε τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι. Χωρίς να το θέλω, χωρίς να δασκαλευτώ, έτεινα προς τη θέση της μητέρας μου χωρίς να βάζω ταμπελίτσες στον εαυτό μου. Τότε δεν ήξερα. Δεν είχα καν μπει στον πειρασμό να διαβάσω την «Αγία Γραφή».

Ο σπόρος που επιχείρησαν να φυτέψουν δεν έπιασε. Η πίστη άλλωστε δεν είναι θέμα επιλογής. Ή πιστεύεις κάτι ή όχι. Όσο και να προσπαθήσω δεν μπορώ να επιλέξω συνειδητά να πιστέψω ότι ένας ροζ ελέφαντας κρύβεται στη ντουλάπα μου και γίνεται αόρατος τη στιγμή που ανοίγω την πόρτα (αν και άντε να αποδείξεις ότι δεν είναι έτσι).

Τον χριστιανικό θεό τον απέρριψα σχετικά γρήγορα. Νομίζω το παράδειγμα της θυσίας του Ισαάκ και τα μωρά των —ασχέτων με την αψιμαχία— Αιγυπτίων που θανατώθηκαν από το άγιο πνεύμα που ήταν ο θεός ο ίδιος αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια μωρά να σφάξει και ποια να αφήσει ήσυχα, αν δεν μαρκάρανε τις πόρτες οι Ισραηλίτες με σταυρό, ήταν αρκετά για να με πείσουν ότι όλα αυτά είναι μπούρδες. Η απαλλαγή δεν άργησε να έρθει. Και πάλι ο ροφός καθάρισε, αφού όμως του το ζήτησα εγώ.

Όμως η ανθρώπινη φύση και το πόσο ευάλωτοι νοιώθουμε —όχι μπροστά στο θάνατο, γιατί ο θάνατος δεν είναι κάτι που συνήθως απασχολεί επί της ουσίας τον εγκέφαλο δεκατριάχρονων κοριτσιών— συνηγορούν δυστυχώς στο να προσδώσουν στις παρηγορητικές αρλούμπες μια κάποια σοβαρότητα, όσο ανυποστήρικτη και αν είναι αυτή.

Οι ορμόνες χτυπούν κόκκινο, οι καρδιές αρχίζουν να χτυπούν για πρώτη φορά, και ανείπωτες τραγωδίες, όπως το να βγάλεις σπυράκι στο κούτελο την παραμονή του πάρτι ή το να βγάλει αυτός που σου αρέσει το ραβασάκι που του έστειλες στη φόρα, παίρνουν τεράστιες κοινωνικές διαστάσεις. Σε κάνουν να σκεφτείς ότι θα ήταν πολύ ωραίο και απείρως πρακτικό αν υπήρχε κάποιος εκεί πάνω που να σε αγαπούσε, να φρόντιζε για το καλό σου και να άκουγε όταν του μιλούσες μέσα στο κεφάλι σου.

Έτσι κι εγώ συχνά κατέφευγα σε παζάρια, αν και σπανίως χρησιμοποιούσα την λέξη θεός. Οι «προσευχές» μου ήταν περισσότερο του στυλ «Σε παρακαλω θεέ μου/σύμπαν. Κάνε να περάσω το τεστ αύριο» (καλού κακού μελετούσα πάντως) ή «Σε παρακαλώ θεέ μου/σύμπαν, κάνε να με πάρει τηλέφωνο ο τάδε» (ίσως θα έπρεπε να το ραφινάρω λιγάκι γιατί ο παντοδύναμος πότε δεν άκουγε και πότε δεν καταλάβαινε ότι η υπόλοιπη πρόταση «…και κάνε ο τάδε να μην είναι λαμόγιο» εξυπακούετο.)

Όταν σε κάποια στιγμή κατέληξα σε οικοτροφείο στην Αγγλία, τα πράγματα σκουρύνανε. «Πόσες γυναίκες έχει ο μπαμπάς σου;» με ρώτησε κάποια κοπέλα από το Μπρουνάι, αφού με είχε πρήξει με ιστορίες για τον θεό. «Μόνο μια. Αλλά είναι μέλος της μαφίας, οπότε μη μου κολλάς.»

Σιγά σιγά έβλεπα γύρω μου πόσο παρανοϊκή είναι η πίστη. Έβλεπα τα παιδάκια στην Αφρική να πεθαίνουν, και ψυχοπαθείς να εισβάλλουν σε παιδικούς σταθμούς και να δολοφονούν νήπια. Ένιωσα ανείπωτη ντροπή. Ήταν σαν να είχα την εγωιστική απαίτηση να παρατήσει ο παντοδύναμος, ή έστω «το σύμπαν», όπως νοούσα εγώ τον θεό, όλη αυτή τη δυστυχία κατά μέρος για να εξασφαλίσει σε μένα για παράδειγμα μια ηλιόλουστη μέρα στην εξέδρα του γηπέδου (μη χαλάσει το μαλλί). Φυσικά ο συλλογισμός έβγαλε φτερά και πέταξε. Για πρώτη φορά το πρόβλημα του κακού στον κόσμο με κοιτούσε κατάματα. Είχα διαβάσει φυσικά αρκετά από τα συγγράμματα των Αρχαίων και δεν ήμουν κουτορνίθι στη φιλοσοφία. Μέχρι τότε όμως φιλοσοφία και σκληρή, κρύα πραγματικότητα βρίσκονταν σε χώρους διαφορετικούς, στην ουτοπία του ιδεώδους όπου κατοικεί ένα μεγάλο μέρος των teenagers. Το «γιατί» επανήρθε.

Γιατί έπρεπε να πεθάνουν τα παιδάκια στο Ντανμπλέην της Σκωτίας; (16 νήπια και μια δασκάλα βρήκαν φριχτό θάνατο το 1996, όταν ψυχικά άρρωστος άνδρας 43 ετών εισέβαλε στον παιδικό σταθμό και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως). Γιατί πεθαίνουμε ούτως η άλλως; Σε τι χρησιμεύει η ζωή, μια ασήμαντη κουκκίδα μπροστά στην αιωνιότητα; Υπάρχει κάτι; Αν υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, γιατί πρέπει να μας τιμωρεί με τον θάνατο; Σάμπως δεν μπορούσε να μας δημιουργήσει αθάνατους εξ αρχής, να τελειώνει το ζήτημα; Και αν όντως είναι η ζωή μια δοκιμασία, γιατί δεν ρωτηθήκαμε πριν έρθουμε στη γη ως πόκεμον του θεού; Και αν όντως έτσι συμβαίνει (γιατί θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει), είναι ηθικό να εξαναγκαζόμαστε μέσω της φυσικής γέννησής μας να λάβουμε μέρος σε μια κοσμική σαπουνόπερα, της οποίας την έκβαση ελέγχει ο ίδιος που μας τιμωρεί (αν και την ιδέα της τιμωρίας δεν την έχαψα ποτέ), όταν το σενάριο της δικής μας ζωής (το οποίο έχει γράψει και γνωρίζει εκ των προτέρων αυτός) δεν είναι της αρεσκείας του;

Και έπειτα… αν μας βλέπει μια οντότητα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, όταν κάνουμε την ανάγκη μας, όταν ακούει την κάθε σκέψη μας και μπαίνει στα όνειρά μας. Τι αβάσταχτη τυραννία! Ακόμα και η αιωνιότητα τού ανήκει. Ούτε όταν πεθάνουμε δεν γλιτώνουμε από δαύτον. Όχι μόνο δεν ήταν καθόλου λογικό το όλο θέμα, αλλά ήταν και ανήθικο μέχρι το κόκαλο. Καθόλου πρέπον για τον απείρως καλό θεό που προσπαθούν να πλασάρουν. Του θύμωσα για καμιά βδομάδα (του θεού/σύμπαντος), έπειτα ξύπνησα ένα πρωί και ήμουν ήρεμη. Ήμουν δεκαέξι ετών και πλέον άθεη.

Έπειτα ανακάλυψα την επιστήμη και την ερωτεύτηκα! Τα βασικά τα είχα ήδη μάθει στην Ελλάδα (τη Θεωρία του Δαρβίνου δεν την πρόλαβα, δεν ξέρω αν διδάσκεται, αλλά ο ροφός είχε και τους δυο τόμους στην βιβλιοθήκη του κι έτσι την γνώριζα από πριν), όταν όμως επέλεξα μαθήματα επιλογής τη φυσική και τη βιολογία, ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου, κι εγώ χάθηκα μέσα του φορώντας με υπερηφάνεια την άσπρη ρόμπα του εργαστηρίου.

Πιθανότατα θα ήμουν τώρα βιολόγος αντί για δικηγόρος, αν δεν είχε συμβεί ένα γεγονός στην τάξη το οποίο α) έγινε η αιτία να με διώξουν από το μάθημα της βιολογίας και β) αποδεικνύει περίτρανα ότι η τελική μου επιλογή να γίνω δικηγόρος ήταν πέρα για πέρα ορθή. Δεν θα επεκταθώ. Αρκεί να αναφέρω ότι το γεγονός περιλάμβανε ποντικάκια να τρέχουν ελεύθερα στο σχολείο κι εμένα να υπερασπίζομαι με πάθος το συνταγματικά (!) κατοχυρωμένο δικαίωμα μου να αρνηθώ ενέργειες που πήγαιναν κόντρα στις αρχές μου (vivisection).

Το μικρόβιο με είχε όμως καταλάβει. Όσο περισσότερο διάβαζα για το πόσο απίστευτα πολύπλοκη είναι η φύση, τόσο πιο μακρινή φαινόταν η απλοϊκή «εξήγηση» ενός δημιουργού. Η απαράμιλλη σκληρότητα και τα σημάδια που απέμειναν, χαρακτηριστικά που η πορεία της εξέλιξης άφησε πίσω σαν ζωντανά απολιθώματα μέσα στο ίδιο μας το σώμα, η σκωληκοειδής απόφυση, ο κόκκυγας, οι φρονιμίτες… Η απεραντοσύνη του σύμπαντος, ό,τι κοντινότερο μπορώ να σκεφτώ με την αιωνιότητα. Η βία, η αρμονία, η γλώσσα με την οποία το σύμπαν μάς ψιθυρίζει τα μυστικά του με μαθηματικές εξισώσεις. Αστέρια γεννιούνται και πεθαίνουν, μαύρες τρύπες καταβροχθίζουν το ίδιο τους το φως. Το «γιατί» επέστρεψε.

Αν ο κόσμος και η ανθρώπινη φύση διψάνε για μαγεία γιατί την ψάχνουν σε λάθος μέρος; Γιατί αρκούμαστε στην άγνοια όταν η γνώση μάς περιμένει; Γιατί είναι σημαντικότερο να διατηρηθεί ένας αρχαίος μύθος στο ακέραιο από το να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα την ύπαρξή μας; Γιατί απαξιώνεται το χειροπιαστό θαύμα όχι μόνο της ζωής μας καθ’ αυτής, αλλά και της ικανότητάς μας να αντιληφθούμε το στατιστικά θαυμαστό αυτό γεγονός, να κατανοούμε έστω και ελάχιστα, αλλά κάθε φορά περισσότερα, να έχουμε την ικανότητα, την αφάνταστη πολυτέλεια, να αισθανόμαστε και να φιλοσοφούμε; Γιατί δεχόμαστε ιδεολογίες που προτρέπουν τον άνθρωπο να απορρίπτει στην ουσία τη ζωή του τώρα, εξυμνώντας παράλληλα μια «άλλη ζωή», την μετά θάνατο, την οποία κανείς δεν είδε, κανείς δεν γεύτηκε, και η ύπαρξη της οποίας στοιχειοθετείται μόνο μέσω πίστης (δηλ. χωρίς να γνωρίζουμε); Θύμωσα τότε, θυμάμαι. Θύμωσα για τον κακομοίρη τον Γαλιλαίο. Δεν νομίζω ότι το ξεπέρασα ποτέ…

Πολλές φορές διαφωνώ έντονα με πιστούς. Είναι λογικό άλλωστε. Οι θέσεις μας είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Εγώ δεν γνωρίζω τι ακριβώς υπάρχει μετά τον θάνατο, και κάποιοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ τι μας περιμένει, λεπτομερέστατα. Πάντως υπάρχει κάτι στο οποίο όλοι συμφωνούμε. Ότι υπάρχει ζωή πριν το θάνατο. Και η ζωή αυτή ξεφτιλίζεται. Ο ίδιος ο όρος «θαύμα» ξεφτιλίζεται όταν αναλώνεται στο να περιγράψει κάτι τόσο μπανάλ, όσο η εμφάνιση δακρύων από αίμα σε κάποιο αγαλματίδιο στη Φατίμα, ενώ ταυτόχρονα η θαυμαστή εξελικτική πορεία των ειδών, έμβιων όντων σε έναν μικρό και ασήμαντο, όσο ένας κόκκος άμμου στην έρημο, πλανήτη δέχεται από παντού επιθέσεις.

Για χρόνια το αηδιαστικό τέρας που λέγεται θρησκεία με είχε αφήσει ήσυχη. Πίσω στη σπηλιά του, δεν είχε την παραμικρή θέση στη ζωή μου. Υποθέτω ότι αν με ρωτούσε κάποιος εκείνη την εποχή, δεν θα δίσταζα να απαντήσω ότι είμαι άθεη. Όμως αυτή μου η «ιδιότητα» δεν ήταν σχετική με τη ζωή μου. Είχα βγάλει τον ανύπαρκτο θεό από τη ζωή μου, και δεν ανάλωνα χρόνο με τέτοιου είδους βλακείες. Η αλήθεια είναι ότι έκρινα καταστάσεις επιλεκτικά. Καταδίκαζα και χλεύαζα (στον προσωπικό χώρο του εγκεφάλου μου, ποτέ ανοιχτά εφόσον δεν υπήρχε πρόκληση) τα άκρα, ασχέτως του χώρου από τον οποίο προέρχονταν. Για παράδειγμα, όταν γνώρισα μια από τους συγκατοίκους μου, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: «Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά».

Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά και για δυο μήνες αφότου ξεκίνησε η συγκατοίκησή μας, δεν είχα ιδέα πώς ήταν η γυναίκα κάτω από το κάλυμμα. Μέλος της βασιλικής οικογένειας του Ομάν, η Αϊσά έφτασε στη Βρετανία πακεταρισμένη πλήρως. Το μόνο που ήταν ορατό αρχικά ήταν τα πανέμορφα μάτια της. Ο σκεπτικισμός της για εμάς τους Δυτικούς ήταν εμφανής. Εμφανής ήταν όμως επίσης και η επιθυμία της να βρίσκεται μαζί μας, να συμμετέχει, να νιώσει άνθρωπος έστω και για λίγο. Δεν το γνωρίζαμε τότε, αλλά η Αϊσά ήταν παντρεμένη και είχε έναν γιο.

Για μήνες παρίστανε την άρρωστη με τη συνδρομή της μητέρας της —η οποία όμως δήλωσε εξ αρχής ότι λύση τελικά δεν υπήρχε— ώστε να καθυστερήσει ο προκαθορισμένος γάμος της με τον εξάδερφό της, τον οποίο σιχαινόταν. Άλλος άνδρας δεν υπήρχε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Φυλακισμένη πίσω από μια μπούργκα, καθηλωμένη από φόβο, όταν μόνο ένα ελαφρώς απρεπές σχόλιο του θεράποντος γιατρού της μετά από ένα ατύχημα (ο οποίος ουδέποτε την εξέτασε, όντας άνδρας, και αρκέστηκε στο να βρίσκεται πίσω από το παραβάν όσο γυναίκες νοσοκόμες εξέταζαν την ασθενή και φώναζαν τα ευρήματά τους στον γιατρό) ήταν αρκετό να την τρομοκρατήσει για μήνες.

Πάντως λύση δεν βρέθηκε. Παντρεύτηκε αυτόν που σιχαίνονταν και έκανε ένα παιδί. Η μοναδική «νίκη» της ήταν όταν τον έπεισε να δώσει τη συγκατάθεσή του για να βρεθεί η Αϊσά στο Μπράϊτον για μεταπτυχιακό που ουδέποτε θα χρησιμοποιούσε. Μαζί της, πέντε τυχερές για να την συνοδεύουν.

Η εστία ήταν μεικτή, αλλά η Αϊσά δεν τόλμησε ποτέ να το πει. Ήθελε την εμπειρία ατόφια και διψούσε για γνώση. Σε λίγο καιρό ξεθάρρεψε, και η μπούργκα έδωσε τη θέση της σε κομψά κοντομάνικα με μανικάκι.

Πανέμορφη γυναίκα, μέσα και έξω, η Αϊσά άνθισε. Ούτε μια φορά δεν μίλησε για τον προφήτη. Ούτε μια φορά δεν μίλησε για το Ισλάμ, αλλά όλοι γνωρίζαμε ότι πίστευε βαθιά. Ποτέ δεν την είδα να βάζει αλκοόλ στα χείλη της, σε αντίθεση με εμάς.

Μια μέρα όμως έλαβε ένα τηλεφώνημα και ακολούθησε πανικός. Κάποιος την ειδοποίησε ότι θα έρχονταν «επισκέπτες», αλλιώς μεταφρασμένο, «κλιμάκιο ελέγχου». Τα αγόρια διώχθηκαν άρον άρον. Τα άδεια μπουκάλια τεκίλας από το πάρτι της χθεσινής μέρας εξαφανίστηκαν. Κάποια από αυτά κατέληξαν στον φούρνο μικροκυμάτων και στα ράφια της κουζίνας. Όταν ήρθαν οι «απλά περνούσαμε από το Λονδίνο και είπαμε να δούμε τι κάνει αυτή η ψυχή», τα βρήκαν όλα τέλεια.

Όταν έφυγα την ρώτησα. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει; «Του ανήκω!» μου απάντησε, «ακόμα και αν αυτό δεν μου αρέσει». Και το «γιατί» επέστρεψε στο μυαλό μου.

Γιατί εμείς οι γυναίκες είμαστε τόσο πρόθυμες να δεχτούμε ότι είμαστε κατώτερες; Γιατί τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων δεν θεωρεί επιεικώς παράλογη την ιδέα και μόνο της ιδιοκτησίας ανθρώπων; Γιατί αγαπάμε τα δεσμά μας; Είναι ειλικρινή τα πιστεύω αυτά ή υπαγορεύονται από τον φόβο; Γιατί δεν είναι προφανές ότι μια γυναίκα που σέβεται την θρησκεία που την υποβιβάζει σε αντικείμενο είναι το ίδιο παράταιρο με έναν μαύρο που σέβεται την ΚΚΚ;

Δεν την ξαναείδα ποτέ. Αλλά η Αϊσά κατάφερε κάτι που μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχε καταφέρει κανένας: να με θυμώσει! Να με κάνει να αισθανθώ πόσο λίγη είμαι και πόσο ανώφελο είναι απλά να λες αόριστα ότι διαφωνείς με κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτό το κάτι αγγίζει κοντινούς σου ανθρώπους, και είσαι πλέον αδύναμος να τους βοηθήσεις να αποκτήσουν όλα αυτά που εσύ θεωρούσες μέχρι τώρα δεδομένα, όπως το δικαίωμα να μην αναγκαστεί καμιά γυναίκα ποτέ να πλαγιάσει με κάποιον που σιχαίνεται, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια ζωή. Μια ζωή που δεν της ανήκει.

Και μετά ήρθε η 11η Σεπτεμβρίου 2001… και έπειτα η πρακτική στις Βρυξέλλες.

Το τερατούργημα που λέγεται Ισλάμ μπήκε στη ζωή μου ακάλεστο. Μέχρι τη στιγμή αυτή δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Δεν μπορούσα καν να φανταστώ το πόσο καταστροφική είναι η θρησκεία για την ανθρωπότητα. Ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να μπω στο μυαλό ενός ανθρώπου ζωσμένου με εκρηκτικά, εκστατικά χαρούμενου με την ιδέα και μόνο ότι πρόκειται να προκαλέσει τον θάνατο, όχι μόνο των «απίστων» που δεδομένα σιχαίνεται, αλλά και του εαυτού του. Ο νους μου δεν μπορούσε να το χωρέσει, και το «γιατί» επέστρεψε άλλη μια φορά.

Γιατί ο θάνατος ανάγεται σε υπέρτατο ιδανικό; Γιατί το μοναδικό αγαθό που δεν δύναται να αμφισβητηθεί, η ζωή που τώρα ζούμε, ανεξάρτητα με τις όποιες εικασίες σχετικά με το τι μπορεί να την ακολουθεί, δεν εκτιμάται ως το απίστευτο θαύμα που είναι; Γιατί τόσο μίσος; Πραγματικά, προσπάθησα να αγνοήσω τον κόμπο στο στομάχι κάθε φορά που έβλεπα γυναίκα καλυμμένη από άκρη σε άκρη, κάθε φορά που ένοιωθα περιφρονητικά βλέμματα να πέφτουν επάνω μου γιατί δεν έβρισκα κανένα λόγο να προσαρμόσω τη δίαιτά μου στις επιταγές ενός φανταστικού δικτάτορα που στα μάτια μου είχε την ίδια αξιοπιστία με τον Μπαγκς Μπάνυ.

Προσπάθησα να πλησιάσω τη μητέρα μου και την απόλυτη, και ίσως κάποιες φορές ενοχλητική, καλοσύνη και ανοχή της. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ελευθερία σημαίνει σεβασμός. Χρειάστηκε πολύς χρόνος και οδυνηρές εμπειρίες μέχρι να καταλάβω κάτι πολύ απλό: ότι ο σεβασμός οφείλεται σε ανθρώπους και όχι σε ιδέες ή ιδανικά. Ότι καθήκον όλων μας είναι να καυτηριάζουμε ιδέες που σαν σφήνες επεμβαίνουν στη ζωή μας, αυθαίρετα κρίνουν την αξία μας χρησιμοποιώντας στάνταρ μη αμφισβητούμενα.

Δύο περιστατικά αποτέλεσαν τη χαριστική βολή. Κάποιο Πάσχα που η μητέρα μου παραλίγο να πεθάνει, αφού έφαγε μαγειρίτσα μετά από αυστηρή νηστεία, και κάποιο βράδυ στις Βρυξέλλες που βρέθηκα ανάμεσα σε παρέα hardcore ισλαμιστών, η γνώμη των οποίων σχετικά με πόρνες σαν κι εμένα (φορούσα τιραντάκι το καλοκαίρι βλέπετε) ήταν σαφής: προφανώς, γύναια σαν και του λόγου μου, που δεν αισχύνονται να κυκλοφορούν με τα μπράτσα απέξω, οδηγώντας τους δύσμοιρους άνδρες στην αμαρτία, αξίζουν ένα και μόνο: τον εξευτελιστικό βιασμό. Έτσι θα μάθουμε τη θέση μας.

Λούφαξα τότε και δεν είπα και πολλά (και για όσους με γνωρίζουν προσωπικά, αυτό θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη). Κάποια χρόνια αργότερα είδα το όνομα του συγκεκριμένου ανθρώπου (κατά τα άλλα σπουδαγμένος οδοντογιατρός που δούλευε σε βίντεο κλαμπ) να σουλατσάρει σε ένα από τα πιο απεχθή websites που έχω δει ποτέ. Μια ιστοσελίδα που, με περισσό θράσος και καμία διάθεση να απολογηθεί γι’ αυτό, προμοτάρει την υποταγή των απίστων στο χαλιφάτο, την επιβολή του νόμου της σαρία, όχι μόνο στο Βέλγιο, αλλά φυσικά και παγκοσμίως, και την καταστροφή όσων δεν συμμορφώνονται. Την ομάδα εκείνη που ταξίδεψε από το Βέλγιο στην Ολλανδία με μόνο στόχο να τραμπουκίσει λεσβία μουσουλμάνα σε ομιλία της για θεωρητική συμφιλίωση του κορανίου με την ομοφυλοφιλία.

Δεν νομίζω ότι είχα επιλογή. Πολύ συχνά βρίσκω μπροστά μου ό,τι απεχθάνομαι. Αν ήταν να ψηφίσω για την top άχρηστη συμβουλή ως Ελληνίδα της διασποράς, η ακόλουθη παίρνει τα πρωτεία: «Πήγαινε παιδί μου στην εκκλησία. Εκεί θα τους βρεις όλους!»

Απλά αρνούμαι να δεχθώ ότι ζω σε έναν κόσμο όπου πρέπει να δεχθώ ως δεδομένο ότι Έλληνας ισούται με χριστιανό ορθόδοξο σώνει και ντε, σε έναν κόσμο που το τι θα επιλέξω να φάω συγκεκριμένες μέρες δύναται να θεωρηθεί πρόκληση, σε έναν κόσμο όπου υπήρχε πιθανότητα να χάσω τη μητέρα μου, επειδή κάποιοι κρετίνοι της ερήμου 2000 χρόνια πριν δεν ήξεραν πού τους παν τα τέσσερα, σε έναν κόσμο όπου δεν μπορώ να κριτικάρω όποιον με θεωρεί πόρνη επειδή επιλέγω ερωτικό σύντροφο χωρίς να τον λούζομαι ισοβίως… η λίστα είναι ανεξάντλητη. Κι εγώ είμαι μια ασήμαντη κουκκίδα σε ένα απέραντο σύμπαν χειροπιαστών θαυμάτων (σάμπως θα υπήρχε πιθανότητα να είμαι εδώ και να μπορώ να γράφω αυτές τις αράδες αν δεν βρισκόμουν στο μοναδικά προνομιούχο πλανήτη Γη;).

Και φυσικά, το ζητούμενο δεν είμαι μόνο εγώ και οι κοντινοί μου. Η σκέψη και μόνο ότι ένας δεκαοκτάχρονος στην Ινδονησία μπορεί να πάει φυλακή μόνο και μόνο για εγκλήματα σκέψης ενάντια σε μια οντότητα που ουδεμία ένδειξη δεν έχει αφήσει πίσω για την ύπαρξη και τις προθέσεις της, ότι ένα κοριτσάκι μπορεί να δολοφονηθεί γιατί διάβασε το «Twilight», ότι μια μικρή κοπέλα στο Τέξας μπορεί να μην έχει πρόσβαση σε αντισυλληπτικά, επειδή κάποιοι θεωρούν ότι γνωρίζουν τη βούληση κάποιου νεκραναστημένου 2000 χρόνια πριν, ότι γενιές και γενιές μεγαλώνουν πιστεύοντας ότι είμαστε όλοι ελαττωματικοί και ότι πρέπει παρ’ όλα αυτά να εξευμενίσουμε το ον που μας δημιούργησε έτσι…

Πέρασα και εγώ μια κρίση. Μια σύντομη περίοδο όπου σκέφτηκα ότι ίσως το παρακάνω, ίσως κινδυνεύω να λουστώ τις παρωπίδες που χλευάζω. Όμως μετά διαβάζω για τα επόμενα θύματα ενός εγκλήματος «τιμής» ή το τελευταίο κήρυγμα του Άνθιμου, όπου για μια ακόμα φορά αναφέρομαι ως πόρνη. Και η ανοχή μου εξανεμίζεται. Και ξαφνικά νιώθω ότι δεν είναι αρκετό απλώς να είμαι υπεράνω και να απορρίπτω βλακώδεις απόψεις για το άτομό μου από ηλίθιους που ουδεμία επαφή έχουν με την πραγματικότητα.

Πλέον πιστεύω ότι η ανοχή και η ανωτερότητα δεν είναι υπεράνω. Πιστεύω ότι έχω καθήκον να μάχομαι οποιαδήποτε αυθαίρετη άποψη επιχειρεί να μειώσει την αξία μου και την αξία των συνανθρώπων μου χωρίς την παραμικρή απόδειξη. Είναι καθήκον μου, και καθήκον μας να μαχόμαστε οτιδήποτε προσπαθεί να φιμώσει την αλήθεια, οτιδήποτε προσπαθεί να μειώσει το χειροπιαστό θαύμα του κόσμου που μας δημιούργησε, προσπαθώντας να επιβάλλει «θαύματα» τόσο μπανάλ, όσο η φάτσα της μητέρας του Ιησού σε ένα τοστ.

Η αλήθεια είναι ότι κανένας δεν γύρισε από τον θάνατο να μας πει τι παίζει. Το κάθε δόγμα έχει φυσικά τις δικές του ανυποστήρικτες ιστοριούλες. Το μόνο «πρόβλημα» είναι ότι όσο και αν το θεματάκι «ανάσταση» ήταν (λέμε τώρα) κομματάκι σύνηθες κάποτε (κατά τη σταύρωση λένε άνοιξαν οι τάφοι και οι αναστημένοι τριγυρνούσαν στους δρόμους σαν το Walking dead), έκτοτε η μόδα μάλλον πέρασε, και οι ζωντανοί νεκροί από τότε έχουν να φανούν. Όπως άλλωστε τα πάμπολλα θαύματα που σύμφωνα με τις «μαρτυρίες» ήταν κάποτε θέμα ρουτίνας.

Η φωνή του μεγαλοδύναμου που τόσους και τόσους βοσκούς της ερήμου δασκάλεψε, έχει πλέον σιγήσει, και η «ζωντανή» επικοινωνία με τα θεία λαμβάνει χώρα στα κεφάλια των πιστών. Η πίστη, ως μεγάλο αγαθό, έρχεται να δικαιολογήσει τη μεγάλη σιγή. Ούτε φλεγόμενοι βάτοι μιλάνε, ούτε τετ α τετ με το μεγάλο αφεντικό πλέον. Αυτά πάνε, τελειώσανε! Και μπορεί οι πιστοί να είναι πεπεισμένοι για την αλήθεια της πνευματικής τους επικοινωνίας, όμως τα χειροπιαστά στοιχεία που υποτίθεται κάποτε υπήρξαν, δεν υπάρχουν πια. Πιστοί και μη πιστοί τον ίδιο κόσμο έχουν στη διάθεσή τους. Τα ίδια στοιχεία. Τα ίδια μέσα να ερμηνεύσουν το ταξίδι μας σε αυτό τον κόσμο.

Όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, στην τελική. Όλες περιμένουν, απαιτούν βασικά, να γίνουν δεκτές, δίχως κριτική, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, αγνοώντας ένα βασικό πρόβλημα. Τα αναπόφευκτα κενά, τα οποία, όπως είναι λογικό, έρχονται να γεμίσουν οι εκάστοτε καλοθελητές. Και, ω, τι σύμπτωση! Η (προκατειλημμένη) ερμηνεία τους τυγχάνει να συμπίπτει απολύτως με τη γνώμη του θεού!

Και ποιος θα τα βάλει άλλωστε με τον θεό; Ελπίζω όλοι εμείς…

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.