Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (Ι)

28 August 2012
Αρθρογράφος: John W. Loftus
Μετάφραση: Evan T


Επόμενο άρθρο (II) »

Στις 20 Μαρτίου 2009 ο θεολόγος και πρώην ιεροκήρυκας John W. Loftus ανάρτησε στο ιστολόγιό του (Debunking Christianity) το κείμενο που ακολουθεί. Πρόκειται για μια παραλλαγή του κειμένου του “Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης” που εμφανίζεται στο βιβλίο του “Γιατί έγινα Άθεος. Ένας πρώην ιεροκήρυκας απορρίπτει τον Χριστιανισμό.”. Το παρακάτω κείμενο το διάβασε σε ομιλία του την ίδια ημέρα στην “Ευαγγελική Φιλοσοφική Εταιρεία“.

ΕΞΩΘΕΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
του John W. Loftus

Η πιο σημαντική ερώτηση στο ζήτημα της αναζήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών του Χριστιανικού θεϊσμού είναι αν θα πρέπει να εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία μέσα από τα μάτια της πίστης ή του σκεπτικισμού. Η πλήρης ουδετερότητα, αν και επιθυμητή, μοιάζει πρακτικά αδύνατη, αφού η κοσμοθεώρηση που χρησιμοποιούμε για να ζυγίσουμε τα στοιχεία προϋπάρχει της εξέτασης των στοιχείων. Κατά συνέπεια, η ερώτηση που θα εξετάσω σήμερα είναι αν θα πρέπει να εξετάσουμε τα στοιχεία υπέρ ενός συνόλου θρησκευτικών πεποιθήσεων με προδιάθεση να πιστέψουμε ή να είμαστε σκεπτικιστές.

Η Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (ΕΑΠ) είναι μόνο ένα από πολλά επιχειρήματα που χρησιμοποιώ για να δείξω ότι όταν εξετάζουμε στοιχεία σχετικά με ένα σύνολο θρησκευτικών πεποιθήσεων, ο σκεπτικισμός είναι απαραίτητος. Υπάρχουν πάρα πολλά στέρεα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία υπέρ της αξιολόγησης αυτής τα οποία μπορούν να εξαχθούν από κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά και ψυχολογικά στοιχεία. Θα ξεκινήσω με κάποια από αυτά τα στοιχεία που δημιουργούν τα θεμέλια της αξιολόγησης. Έπειτα θα περιγράψω τη διαδικασία της αξιολόγησης, θα αναφέρω κάποια παραδείγματα του τι ακριβώς απαιτεί η αξιολόγηση από τον πιστό και θα υπερασπιστώ την αξιολόγηση έναντι έξι βασικών αντιρρήσεων.

Μεταξύ Χριστιανών απολογητών γίνονται έντονες συζητήσεις σχετικά με τους μπεϋζιανούς “παράγοντες υποβάθρου” οι οποίοι παίζουν γενικά σημαντικό ρόλο στην έρευνα των αληθειών του Χριστιανισμού· την πιθανότητα ανάστασης του Ιησού, την πιθανότητα των θαυμάτων και το πρόβλημα του κακού. Αλλά ο πιο σημαντικός παράγοντας υποβάθρου για τον γνωσιακό έλεγχο της αλήθειας μιας θρησκευτικής πίστης είναι το κοινωνιολογικό και πολιτισμικό υπόβαθρο του ατόμου.

Η βάση της αξιολόγησης της πίστης από έξω έχει δηλωθεί επαρκώς από τον μετριοπαθή Χριστιανό φιλόσοφο John Hick: “Είναι προφανές ότι στο 99% των περιπτώσεων η θρησκεία που ακολουθεί κάποιος εξαρτάται από τις συγκυρίες κατά τη γέννησή του.” Δηλαδή, αν είχαμε γεννηθεί στη Σαουδική Αραβία, θα ήμασταν Σουνίτες Μουσουλμάνοι τώρα. Αν είχαμε γεννηθεί στο Ιράν, θα ήμασταν Σιίτες. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ινδία, θα ήμασταν Ινδουιστές. Αν είχαμε γεννηθεί στην Ιαπωνία, θα ήμασταν Σιντοϊστές. Αν είχαμε γεννηθεί στη Μογγολία, θα ήμασταν Βουδιστές. Αν είχαμε γεννηθεί στο Ισραήλ του 1ου αι. π.Χ., θα ανήκαμε στην Ιουδαϊκή πίστη της εποχής και αν είχαμε γεννηθεί στην Ευρώπη το 1000 μ.Χ., θα ήμασταν Ρωμαιοκαθολικοί. Τα πρώτα 900 χρόνια θα πιστεύαμε στη θεωρία του αντίλυτρου για τη θυσία του Ιησού. Ως Χριστιανοί, αργότερα κατά το Μεσαίωνα, θα θεωρούσαμε ορθότατο να σκοτώνουμε μάγισσες, να βασανίζουμε αιρετικούς και να ανακτήσουμε την Ιερουσαλήμ από τους απίστους με τις Σταυροφορίες. Στο πεδίο της Κοινωνιολογίας αυτά τα γεγονότα είναι όσο πιο κοντά στην έννοια του αδιαμφισβήτητου γεγονότος μπορούμε να φτάσουμε.

Αν ζούσαμε στην Αρχαία Αίγυπτο ή Βαβυλώνα, θα ήμασταν βαθύτατα δεισιδαίμονες και πολυθεϊστές. Αν ζούσαμε στον Αρχαίο Κόσμο θα αναζητούσαμε θεϊκή καθοδήγηση μέσω μαντείων, θα προσπαθούσαμε να αλλάξουμε τις καταστάσεις με μαγεία και θα πιστεύαμε στο τρομερό κακό μάτι. [ΣτΜ: Στην Ελλάδα το πιστεύουμε ακόμα, και το δέχεται και η εκκλησία.]

Υπάρχει και μια ολόκληρη σειρά θεμάτων, ηθικών και πολιτικών, που μπορούν να προκαλέσουν διαμάχη, και εξαρτώνται από τις συγκυρίες της γέννησης. Οι Λευκοί Αμερικανοί θα είχαν πιστέψει τον Πρόεδρο Andrew Jackson ότι ήταν μοιραίο και εντολή από τον Θεό να καταλάβουν τις περιοχές των Ινδιάνων, επεκτείνοντας τις ΗΠΑ προς τα δυτικά. Κατά τη διάρκεια του 17ου αι. θα πιστεύαμε ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες νοητικά σε σχέση με τους άντρες και κατά συνέπεια δεν θα τις αφήναμε να αποκτήσουν μόρφωση στα ίδια αντικείμενα με τους άντρες, πόσο μάλλον να ψηφίσουν. Όπως και ο Thomas Jefferson και οι περισσότεροι Αμερικανοί τότε, θα πιστεύαμε τα ίδια για τους μαύρους, ότι είναι κατώτεροι νοητικά σε σχέση με τους λευκούς, ενώ αν είχαμε γεννηθεί στον Νότο θα πιστεύαμε ότι βάσει της Βίβλου δικαιούμαστε να έχουμε σκλάβους. Αν είχαμε γεννηθεί σήμερα στην Παλαιστινιακή Λωρίδα της Γάζας, θα μισούσαμε τους Εβραίους και πιθανότατα θα θέλαμε να τους σκοτώσουμε όλους.

Αυτές οι ηθικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, που βασίζονται σε πολιτισμικές συνθήκες, μπορούν να καταγραφούν σε μια μακροσκελή λίστα πεποιθήσεων που θα είχαμε υιοθετήσει, αν είχαμε γεννηθεί σε άλλη χρονική περίοδο και άλλον τόπο. Ο Βολταίρος είχε δίκιο: “Κάθε άνθρωπος είναι πλάσμα της εποχής στην οποία ζει, και λίγοι είναι ικανοί να υψωθούν πάνω από τις ιδέες του καιρού τους.

Οι κοινωνικές συνθήκες μάς προμηθεύουν με τις αρχικές μας πεποιθήσεις που χρησιμοποιούμε από εκείνη τη στιγμή όταν αφομοιώνουμε γεγονότα και εμπειρίες. Γι’ αυτό ονομάζονται “πεποιθήσεις ελέγχου”. Λειτουργούν κάπως σαν παρωπίδες. Από τη στιγμή που θα τις φορέσουμε, μπορούμε να δούμε μόνο ό,τι μας αφήνουνε να δούμε, μιας και η λογική λειτουργεί πλέον για να εξυπηρετεί τις παρωπίδες.

Ο Michael Sherman, πρώην Χριστιανός, νυν Άθεος, έχει κάνει μια εκτενή έρευνα σχετικά με το για ποιον λόγο οι άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό και [εν γένει] σε παράξενα πράγματα. “Οι περισσότεροι από μας, τον περισσότερο καιρό, υιοθετούμε τις πεποιθήσεις μας για μια πληθώρα λόγων που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με δεδομένα και λογική. Αντίθετα οδηγούμαστε σε ορισμένες πεποιθήσεις βάσει γενετικής προδιάθεσης, επιρροών από γονείς και αδέλφια, πίεσης από τον κοινωνικό περίγυρο, εκπαιδευτικών εμπειριών και καθημερινών εμπειριών γενικότερα, οι οποίες διαμορφώνουν τις προτιμήσεις μας και τις συναισθηματικές μας τάσεις, σε συνδυασμό με πολυάριθμες κοινωνικές και πολιτισμικές επιρροές. Σπάνια καθόμαστε μπροστά σε ένα τραπέζι με δεδομένα με σκοπό να τα ζυγίσουμε και να επιλέξουμε την πιο λογική πεποίθηση, ανεξάρτητα από το τι πιστεύαμε πριν. Αντίθετα, τα δεδομένα από τον κόσμο τα δεχόμαστε φιλτραρισμένα από τα φίλτρα των θεωριών, των υποθέσεων, των υποψιών και των προκαταλήψεών μας που έχουμε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Έπειτα ξεχωρίζουμε τα στοιχεία και επιλέγουμε εκείνα που επιβεβαιώνουν όσα ήδη πιστεύουμε, ενώ αγνοούμε ή εκλογικεύουμε εκείνα που δεν συμβαδίζουν με τις πεποιθήσεις μας. Όλοι το κάνουμε αυτό, αλλά οι έξυπνοι άνθρωποι το κάνουν καλύτερα.”

Ο Χριστιανός φιλόσοφος Robert McKim συμφωνεί υπό μία έννοια. Γράφει: “Φαίνεται πως είμαστε εξαιρετικά ικανοί στο να βρίσκουμε επιχειρήματα που στηρίζουν θέσεις που ήδη υποστηρίζουμε. Η λογική είναι, σε μεγάλο ποσοστό, σκλάβος των δεσμεύσεών μας. Γι’ αυτό και η υπόθεση μιας ‘ανεξάρτητης και λογικής κρίσης’ δεν είναι αξιόπιστη”, ισχυρίζεται. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί απολογητές που υπερασπίζονται την πίστη τους δεν έχουν λόγους για να το κάνουν. Φυσικά και έχουν. Αυτοί οι απολογητές, αν είναι καλοί σ’ αυτό που κάνουν, θα είναι έξυπνα άτομα. Αλλά όπως μας υπενθυμίζει ο Michael Shermer “οι έξυπνοι άνθρωποι, επειδή είναι πιο ευφυείς και πιο μορφωμένοι, μπορούν να προσφέρουν ευφυείς λόγους για να υποστηρίξουν πεποιθήσεις που αποδέχτηκαν για μη-ευφυείς λόγους.”

Η ψυχίατρος Δρ. Valerie Tarico περιγράφει τη διαδικασία υπεράσπισης ανόητων πεποιθήσεων από έξυπνα άτομα. Ισχυρίζεται ότι “δεν χρειάζονται και πολλές λανθασμένες υποθέσεις για να μας εκτρέψουν τελείως προς λάθος κατεύθυνση”. Σαν παράδειγμα αναφέρει τον ψυχισμό ενός παρανοϊκού σχιζοφρενούς. Για ένα τέτοιο άτομο η η καταδίωξη που πιστεύει πως του γίνεται από τη CIA είναι απολύτως αληθινή. “Μπορείς να κάθεσαι ως ψυχίατρος με το διαγνωστικό σου εγχειρίδιο και να σκέφτεσαι: ‘Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, η CIA πραγματικά τον κυνηγάει αυτό τον άνθρωπο’. Τα επιχειρήματά του είναι στέρεα, η λογική του πειστική, τα στοιχεία του οργανωμένα σε τακτοποιημένα αρχεία. Το μόνο που χρειάζεται για να χτίσει κανείς ένα εντυπωσιακό σπίτι ψευδαισθήσεων, σαν αυτά των τσίρκων, είναι ένα καθαρό, καλά οργανωμένο μυαλό και μερικές λανθασμένες υποθέσεις. Τα παρανοϊκά άτομα μπορούν να είναι πολύ πειστικά”. Κατά τη γνώμη της αυτό είναι που κάνουν οι Χριστιανοί, και εξηγεί γιατί είναι δύσκολο να αποτινάξει κανείς την ευαγγελική πίστη. Φυσικά, δεν περιμένω από τους Χριστιανούς να συμφωνήσουν μαζί της ότι όντως αυτό κάνουν, αλλά δεν μπορούν να αρνηθούν ότι άτομα προσηλωμένα στη θρησκευτική πίστη όντως το κάνουν αυτό. Τι άλλο μπορεί να εξηγήσει το ότι υπάρχουν ακόμα Μορμόνοι, όταν τα στοιχεία από την έρευνα του DNA αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Ινδιάνοι δεν κατάγονται από τη Μέση Ανατολή;

Έχω ερευνήσει την πίστη που είχα όντας Χριστιανός, ξεκινώντας με την πεποίθηση ότι ήταν ορθή. Ακόμα και εκ των ένδον και με χριστιανικές πεποιθήσεις ελέγχου, δεν μπορούσα να συνεχίσω να πιστεύω. Τώρα πλέον από έξω τη θεωρώ τελείως παράλογη. Οι Χριστιανοί είναι μέσα. Εγώ τώρα είμαι έξω. Οι Χριστιανοί βλέπουν τα πράγματα από μέσα. Εγώ βλέπω τα πράγματα από έξω. Από μέσα μοιάζουν αληθινά. Από έξω φαντάζουν σχεδόν παράδοξα. Όπως σοφά είπε ο Mark Twain “η ευκολία με την οποία κατανοώ ότι η θρησκεία ενός άλλου ανθρώπου είναι ανοησία με διδάσκει να υποπτεύομαι ότι το ίδιο είναι και η δική μου”.

Αυτή η διαφορά οπτικής γωνίας μέσα/έξω είναι ένα σημαντικό δίλημμα και με ωθεί να προτείνω και να υπερασπιστώ την ΕΑΠ, η οποία καθιστά την υιοθέτηση σκεπτικισμού ως την προτιμητέα στάση όταν καλείται κάποιος να εξετάσει μια θρησκεία, ειδικά τη δική του. Η αξιολόγηση της πίστης από έξω είναι απλώς μια πρόσκληση για να εξετάσει κανείς την πίστη του σαν να μην ανήκε σ’ αυτή. Καλεί τους πιστούς “να εξετάσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις σαν να μην τις είχαν, με τον ίδιο σκεπτικισμό που θα χρησιμοποιούσαν για να εξετάσουν ξένες θρησκευτικές πεποιθήσεις.” Προϋποτίθεται ότι όταν εξετάζεις ένα οποιοδήποτε σύνολο θρησκευτικών αντιλήψεων ο σκεπτικισμός είναι απαραίτητος, μιας και είναι πολύ πιθανόν οι συγκεκριμένες πεποιθήσεις που έχει υιοθετήσει να είναι λανθασμένες.

Η ΕΑΠ δεν διαφέρει από τον πρίγκιπα στη Σταχτοπούτα, που πρέπει να εξετάσει 45.000 κορίτσια για να βρει ποια έχασε το κρυστάλλινο γοβάκι στον χορό της προηγούμενης νύχτας. Όλες λένε ότι εκείνες το έχασαν. Άρα ο σκεπτικισμός είναι δικαιολογημένος. Ειδικά όταν δεν είναι δυνατόν να βρούμε εμπειρικά σε ποιανής το πόδι ταιριάζει το γοβάκι.

Το πόσος σκεπτικισμός απαιτείται εξαρτάται από τον αριθμό των λογικών ανθρώπων που διαφωνούν, αν οι άνθρωποι που διαφωνούν μπορούν να εντοπιστούν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, τη φύση των πεποιθήσεων, από πού προήλθαν και πώς υιοθετήθηκαν αυτές, και τι είδους στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τη λήψη απόφασης. Εγώ υποστηρίζω ότι όταν πρόκειται για θρησκευτικές πεποιθήσεις χρειάζεται υψηλός βαθμός σκεπτικισμού λόγω αυτών των παραγόντων.

Σίγουρα κάποιος αρχικά μπορεί να φέρει την αντίρρηση ότι αυτή η στάση είναι ιδιαίτερα δρακόντεια. Γιατί να υιοθετήσει κανείς μια τόσο ακραία στάση; Γιατί αυτή είναι η στάση με την οποία προσεγγίζουν όλες τις άλλες θρησκείες πέρα από τη δική τους. Αν κάποιος πει ότι δεν μπορεί να το κάνει, επειδή κανείς δεν μπορεί να εξετάσει οτιδήποτε χωρίς τις προϋπάρχουσες ιδέες του, τότε αυτό το τεστ παρουσιάζει την πρόκληση στον πιστό να αλλάξει τις προϋπάρχουσες αυτές ιδέες. Αν απλά δεν μπορεί να το κάνει, τότε ας μου επιτρέψει να προτείνω να κάνει ό,τι και ο Καρτέσιος με την υποθετική του αμφιβολία, αν και δεν συνιστώ αυτό το είδος ακραίας αμφιβολίας. Προτείνω να αναλογιστεί την πίστη του από την οπτική γωνία κάποιου που δεν ανήκει στη θρησκεία του.

Αν αρνείται να το κάνει αυτό, τότε πρέπει να αιτιολογήσει για ποιον λόγο έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γιατί εξετάζει άλλα θρησκεύματα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το δικό του; Αν κάποιος πει ότι αυτό είναι άδικο, τότε φέρει την ευθύνη να αιτιολογήσει για ποιον λόγο είναι ορθή αυτή η διπλή προσέγγιση.

Θα παραδεχτώ ότι αυτό που προτείνω είναι δύσκολο. Αυτό οφείλεται στο ότι, όπως μας ενημερώνει ο ανθρωπολόγος Δρ. David Eller, οι πολιτισμικά κληροδοτούμενες πεποιθήσεις είναι εκείνες που χρησιμοποιούμε για να βλέπουμε. Δεν βλέπουμε το πολιτιστικό μας υπόβαθρο. Βλέπουμε με το πολιτιστικό μας υπόβαθρο. Οι πολιτισμικά κληροδοτούμενες πεποιθήσεις μας είναι ουσιαστικά τα μάτια μας. Δεν μπορούμε να ξεριζώσουμε εύκολα τα μάτια μας και μετά να τα κοιτάξουμε. Αλλά πρέπει να το προσπαθήσουμε, αν πραγματικά θέλουμε να εξετάσουμε εκείνα που μας έμαθαν να πιστεύουμε. Μόνο τίμια, συνεπή και γενναία άτομα θα το κάνουν αυτό.

Για έναν Χριστιανό ένθεο αυτή η πρόκληση του να εξετάσει την πίστη του απ’ έξω σημαίνει πως δεν μπορεί πλέον να αναφέρει χωρία από τη Βίβλο για να υπερασπιστεί ότι ο Ιησούς πέθανε στον σταυρό για τις αμαρτίες μας. Ο Χριστιανός ένθεος πρέπει τώρα να το εξηγήσει λογικά. Δεν μπορεί να αναφέρει χωρία από τη Βίβλο για να εξηγήσει πώς γίνεται ο Ιησούς να είναι 100% Θεός και 100% άνθρωπος, και να μην περισσεύει τίποτα. Θα πρέπει να προσπαθήσει να το κατανοήσει ως προϊόν δεισιδαιμόνων ανθρώπων που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να πιστέψουν πως ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν ενσαρκωμένοι θεοί (Πράξεις 14,11.28,6). Ο Χριστιανός ένθεος δεν μπορεί να υποθέσει ότι υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του κακού πριν εξετάσει τα στοιχεία. Και πρέπει να δει με σκεπτικιστικό μάτι τα θαύματα στη Βίβλο πριν τα πιστέψει, όπως θα ήταν σκεπτικιστής για θαύματα που υποστηρίζουν άλλα θρησκεύματα. Γιατί; Επειδή δεν μπορεί να ξεκινήσει με το να πιστέψει προκαταβολικά τη Βίβλο, ούτε και να εμπιστευτεί άλλα άτομα στο περιβάλλον του, Χριστιανούς, που του λένε ότι ξέρουν την αλήθεια, ούτε μπορεί να εμπιστευτεί προσωπικές θρησκευτικές εμπειρίες τρίτων, μιας και τέτοιες εμπειρίες υπάρχουν σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις που διαφοροποιούνται ακριβώς λόγω των περιεχομένων των εμπειριών αυτών. [Ένα άτομο που δέχεται την πρόκληση] θα χρειαστεί στοιχεία και ουσιαστικούς λόγους γι’ αυτές τις πεποιθήσεις.

Η ΕΑΠ ζητά επίσης από τον πιστό να εξετάσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες που τον οδήγησαν αρχικά στο να υιοθετήσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Δηλαδή, ο πιστός πρέπει να αναρωτηθεί ποιος ή τι τον επηρέασε, και ποιοι είναι οι ουσιαστικοί λόγοι για την υιοθέτηση της πίστης του στα αρχικά στάδια. Χριστιανέ, αναρωτήσου αν οι αρχικοί λόγοι για τους οποίους έγινες Χριστιανός ήταν ισχυροί. Σκέψου τα προβλήματα που βίωσες στις εκκλησίες σου και τα ιδεολογικά προβλήματα που χρειάστηκε να αντιμετωπίσεις σε τέτοιες συναθροίσεις. Αν μπορούσες να πας πίσω στον χρόνο ξέροντας πώς συμπεριφέρονται οι πιστοί στην εκκλησία, θα επέλεγες πάλι να πιστέψεις; Και εκείνα τα αρχικά επιχειρήματα που σε έπεισαν να πιστέψεις, σίγουρα σήμερα θα τα θεωρούσες ως απλοϊκά ή ανούσια. Αναρωτήσου αν θα επέλεγες να γίνεις Μορμόνος, αν σε είχε πλησιάσει μια φιλική ομάδα Μορμόνων σε κάποια περίοδο της ζωής σου που ήσουν ευάλωτος. Οι περισσότεροι από εμάς, τον περισσότερο καιρό, δεν έχουμε καλούς αρχικούς λόγους για τους οποίους υιοθετήσαμε μια θρησκευτική πίστη, η οποία από εκεί και πέρα λειτουργεί σαν παρωπίδες στο πώς βλέπουμε τα αποδεικτικά στοιχεία. Απλά καταλήγουμε να πιστεύουμε αυτά που διδαχθήκαμε από άτομα που εμπιστευόμαστε σε μια πρωτίστως Χριστιανική κοινωνία.

Κατ’ ελάχιστον, ένας πιστός θα πρέπει να είναι πρόθυμος να υποβάλλει την πίστη του σε εξονυχιστική έρευνα διαβάζοντας όσο το δυνατόν περισσότερες καλοδιατυπωμένες κριτικές της πίστης του, γραμμένες από άλλα άτομα που λένε ότι πιστεύουν. Για παράδειγμα, η Ευαγγελική πίστη μπορεί να νοηθεί ως ένα κλαδάκι που φυτρώνει σε ένα μεγάλο κλαρί ονόματι “Χριστιανισμός”, το οποίο με τη σειρά του φυτρώνει σε ένα μεγάλο δέντρο που λέγεται “Θρησκεία”. Η συζήτηση θα πρέπει να ξεκινήσει σήμερα με το ερώτημα “Ποιος Χριστιανισμός στον σημερινό κόσμο αντιπροσωπεύει τον αληθινό Χριστιανισμό;” Η σημερινή Χριστιανική πίστη έχει μικρή ομοιότητα με τη θεολογία και την ηθική των Χριστιανισμών του παρελθόντος, και θα έχει μικρή ομοιότητα με τους Χριστιανισμούς του μέλλοντος, αφού η Χριστιανική πίστη είναι σαν χαμαιλέοντας και αλλάζει με την πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης. Αλλά μόλις ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση (αν είναι αυτό ποτέ δυνατόν) η επόμενη συζήτηση θα είναι μεταξύ του Χριστιανισμού και όλων των άλλων θρησκειών του πλανήτη. Υποστηρίζω ότι οι Ευαγγελικοί δεν μπορούν να κερδίσουν την πρώτη συζήτηση, πόσο μάλλον τη δεύτερη. Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Δρ. David Eller έχει δίκιο: “Τίποτα δεν είναι πιο καταστροφικό για μια θρησκεία από τις άλλες θρησκείες. Είναι σαν να συναντάς έναν σωσία σου φτιαγμένο από αντι-ύλη.”

Ωστόσο, αν εξετάσεις την πίστη σου με σκεπτικισμό και περάσει αυτό το νοητικό τεστ, τότε μπορείς να την κρατήσεις. Τόσο απλό. Αν όχι, τότε εγκατάλειψέ την, όπως έκανα κι εγώ. Υποπτεύομαι ότι αν κάποιος είναι πρόθυμος να εξετάσει την πίστη του από έξω, τότε θα βρει ότι η θρησκευτική του πίστη είναι ελαττωματική και θα την εγκαταλείψει μαζί με τις υπόλοιπες θρησκείες, όπως έκανα κι εγώ.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.