Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης (II)

31 August 2012
Αρθρογράφος: John W. Loftus
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο Άρθρο (I)
Επόμενο άρθρο (III) »

Απαντώντας σε έξι βασικές αντιρρήσεις

Το τμήμα αυτό αποτελεί συνέχεια του κυρίως τμήματος της ομιλίας του John Loftus στην “Ευαγγελική Φιλοσοφική Εταιρεία” και απαντά σε έξι πιθανές κριτικές που μπορεί να αντιτάξει ένας ένθεος σχετικά με την Έξωθεν Αξιολόγηση της Πίστης.

Ένα. Οι θρήσκοι θα φέρουν την αντίρρηση ότι η ΕΑΠ δεν δείχνει ότι μια θρησκεία είναι λανθασμένη, απλά και μόνο επειδή πρόκειται για ένα αποδεδειγμένο κοινωνιολογικό γεγονός ότι πιστεύουμε βάσει του πού γεννηθήκαμε. Ο William Lane Craig ρωτά: “Η απλή ύπαρξη θρησκευτικών κοσμοθεωριών που δεν συμβιβάζονται με τον Χριστιανισμό, πώς ακριβώς δείχνει ότι οι χριστιανικοί ισχυρισμοί δεν είναι αληθείς; Λογικά, η ύπαρξη πολλών μη συμβατών δηλώσεων περί αληθείας υπονοεί πως δεν μπορούν να είναι όλοι (αντικειμενικά) αληθείς. Αλλά θα ήταν προφανώς λανθασμένο να συμπεράνουμε ότι καμία δεν είναι (αντικειμενικά) αληθής.” Έχει δίκιο. Όπως και οι Μουσουλμάνοι και οι Μορμόνοι που λένε το ίδιο για τις δικές τους θρησκείες. Άλλωστε, κάποιος μπορεί να έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γεννηθεί εκεί που γεννήθηκε.

Αλλά πώς αιτιολογείς την τύχη λογικά; Γι’ αυτό έφτιαξα αυτή την πρόκληση αξιολόγησης της πίστης από έξω. Για να μπορεί να εξαχθεί ο παράγων τύχη από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις βασίζονται αποκλειστικά στην τύχη, τότε ποιες είναι οι πιθανότητες, βάσει τύχης και μόνο, μια συγκεκριμένη ομολογία Χριστιανισμού στην οποία πιστεύει κάποιος να είναι η σωστή;

Δύο. Λέγεται πως υπάρχουν μικρές μειοψηφίες ανθρώπων που επιλέγουν τον χριστιανικό θεϊσμό, ενώ είχαν γεννηθεί και ανατραφεί ως Μουσουλμάνοι, οπότε οι άνθρωποι μπορούν να ξεφύγουν από την πολιτισμικά επιβεβλημένη πίστη. Αλλά αυτές είναι οι εξαιρέσεις. Οι Χριστιανοί μού ζητούν να εξηγήσω τις εξαιρέσεις. Εγώ τους ζητώ να εξηγήσουν τον κανόνα. Γιατί οι θρησκείες ανθούν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές; Γιατί συμβαίνει αυτό;

Σχετικά μ’ αυτούς που αλλαξοπιστούν, θεωρώ πως οι περισσότεροι δεν ζυγίζουν αντικειμενικά τα στοιχεία όταν υιοθετούν μια πίστη. Κυρίως αλλάζουν γνώμη βάσει του πόσο πειστικός είναι ο προσηλυτιστής ή/και της θαυμαστής φύσης της ίδιας της θρησκευτικής ιστορίας. Δεν έχουν εξ αρχής τρόπο να ερευνήσουν την προσφερόμενη πίστη. Ποιος ευαγγελίζων θα αναφέρει αντικεμενικά την άσχημη πλευρά της Βίβλου και της Εκκλησίας, ενώ προσπαθεί να ευαγγελίσει την εν λόγω Εκκλησία; Απ’ όσο ξέρω, κανένας. Ποιος ευαγγελίζων θα πει σε ένα πιθανό νέο μέλος για τα άπειρα προβλήματα με τα οποία Χριστιανοί λόγιοι όπως εσείς παλεύουν σε τέτοιες συγκεντρώσεις; Απ’ όσο ξέρω, κανένας. Ποιος ευαγγελίζων θα προσφέρει σε ένα πιθανό νέο μέλος το δικό μου βιβλίο μαζί με ένα βιβλίο χριστιανικής απολογητικής και θα του πει να τα διαβάσει και τα δύο πριν αποφασίσει; Ξανά, απ’ όσο ξέρω, κανένας.

Τρία. Σύμφωνα με μιαν άλλη αντίρρηση, το γεγονός ότι κάποιοι λογικοί άνθρωποι διαφωνούν σχετικά με έναν ισχυρισμό δεν σημαίνει ότι απαιτείται σκεπτικισμός στην εξέταση του ισχυρισμού. Εγώ αντιθέτως, πιστεύω ότι απαιτείται. Το πόσος σκεπτικισμός απαιτείται εξαρτάται από τα κριτήρια που ήδη ανέφερα. Οι λογικοί άνθρωποι δεν στοιχηματίζουν ότι δεν υπάρχει βαρύτητα, αφού υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξή της που τα έχουν διδαχθεί ανεξαρτήτως της γεωγραφικής περιοχής στην οποία μεγάλωσαν. Μπορεί να την τεστάρουν και οι ίδιοι. Ισχυρίζομαι ότι οι θρησκευτικές δηλώσεις ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από τα αποτελέσματα επαναλήψιμων επιστημονικών πειραμάτων ή τις δηλώσεις που είναι προφανώς ορθές και δεν επιδέχονται αντιρρήσεων. Ο σκεπτικισμός εκφράζεται καλύτερα ως κλίμακα [παρά ως δίπολο]. Κάποιες δηλώσεις απαιτούν περισσότερο σκεπτικισμό από άλλες. Εγώ υποστηρίζω ότι οι θρησκευτικές δηλώσεις απαιτούν τον μέγιστο βαθμό σκεπτικισμού, δεδομένων των κοινωνιολογικών στοιχείων. Κινδυνεύω να προσβάλω κάποιους πιστούς τώρα, αλλά οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως και η πίστη στην ύπαρξη ξωτικών στην Ισλανδία και τρολλ στη Νορβηγία και στη δύναμη των μαγισσών στην Αφρική, πρέπει να υποβάλλονται στον μέγιστο βαθμό σκεπτικισμού, δεδομένης της παράδοξης φύσης των ισχυρισμών αυτών και το πώς γίνονται αρχικά αποδεκτοί.

Τέσσερα. Κάποιοι μπορούν να αντιπούν πως το επιχείρημά μου είναι αυτοαναιρούμενο. Θα ρωτήσουν: “Μήπως οι πολιτισμικές μου πεποιθήσεις είναι που καθορίζουν την τάση μου προς τον σκεπτικισμό; Αν ναι, τότε”, όπως ρωτά και ο Alvin Plantinga, “μήπως και οι δικές μου αντιλήψεις παράγονται από μια παρόμοια παραγωγική διαδικασία που παράγει και την πίστη; Αν όχι, τότε γιατί νομίζω πως εγώ μπορώ να αναδυθώ πάνω από το πολιτισμικό μου πλαίσιο, αλλά ένας Χριστιανός ένθεος δεν μπορεί να το κάνει;” Απαντώ πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε πέρα από το πολιτισμικό μας υπόβαθρο γιατί, όπως ήδη είπα, μας παρέχει τα ίδια τα μάτια με τα οποία βλέπουμε. Αλλά ακριβώς επειδή γνωρίζουμε από ανθρωπολογικές και ψυχολογικές μελέτες πώς το πολιτισμικό μας περιβάλλον το κάνει αυτό, μπορούμε να ξεπεράσουμε τον πολιτισμό μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε.

[Παράδειγμα] Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν ή δεν ακούν την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι. Ό,τι βλέπουμε φιλτράρεται από τα μάτια μας. Ό,τι ακούμε φιλτράρεται από τα αυτιά μας. Βλέπουμε και ακούμε μόνο ένα πολύ περιορισμένο ποσοστό από το σύνολο των στοιχείων στον κόσμο. Αλλά αν μπορούσαμε να δούμε και να ακούμε όλο το ηλεκτρομαγνητικό και ηχητικό φάσμα, ουσιαστικά θα βλέπαμε και θα ακούγαμε μόνο λευκό θόρυβο. Το γνωρίζουμε αυτό αν και δεν μπορούμε να δούμε και να ακούσουμε οι ίδιοι λευκό θόρυβο. Επίσης γνωρίζουμε ότι το έδαφος που πατάμε κινείται σαν ένα σμάρι μέλισσες σε μικροσκοπικό επίπεδο. Η επιστημονική γνώση για τον κόσμο είναι λοιπόν αυτή που μας κάνει σκεπτικιστές ως προς αυτά που όντως μπορούμε να δούμε και να ακούσουμε.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις ανθρωπολογικές και ψυχολογικές μελέτες που μας δείχνουν πως θα πρέπει να βλέπουμε με σκεπτικισμό ότι οδηγηθήκαμε να πιστεύουμε, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να δούμε τίποτα στραβό με τις πεποιθήσεις μας που θα μας έκανε να αμφιβάλλουμε. Η ΕΑΠ είναι το καλύτερο τεστ που μπορούμε να έχουμε για την εξέταση πολιτισμικά κληροδοτημένων αντιλήψεων.

Στην πραγματικότητα το επιχείρημά μου δεν αυτοαναιρείται καθόλου. Προτείνει να αμφιβάλλουμε γι’ αυτά που πιστεύουμε. Δεν είναι αυτοαναιρούμενο να πει κανείς ότι κατά πάσα πιθανότητα κάνουμε λάθος. Άλλωστε, μιλάμε για πιθανότητες. Ο αγνωστικιστής φιλόσοφος J. L. Schellenberg απαντά σε μια παρόμοια κριτική ως εξής: “Αυτή η αντίρρηση μπορεί να είναι ορθή μόνο αν τα επιχειρήματά μου μπορούν να εφαρμοστούν και στον εαυτό τους, αλλά δεν χρειάζεται και πολύ για να δει κανείς ότι αυτό δεν ισχύει.” Κι αυτό γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του να υπερασπίζεσαι ένα σύνολο θρησκευτικών πεποιθήσεων ως το μόνο σωστό και του να αρνείσαι ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να το δεχτείς ως σωστό. Ο ισχυρισμός του είναι ότι οι πιστοί ενός συγκεκριμένου συνόλου θρησκευτικών πεποιθήσεων “δεν τις έχουν αποδείξει επαρκώς και αυτό μας ωθεί να συνεχίσουμε την αναζήτηση… επειδή ο σκεπτικισμός είναι το τελευταίο οχυρό στην αναζήτηση της αλήθειας.”

Πέντε. Λέγοντας ότι η θρησκευτική πίστη ενός ατόμου κληροδοτείται ως επί το πλείστον από τις συμπτώσεις της γέννησής του, μήπως διέπραξα τη λογική πλάνη εκ καταγωγής; Η λογική αυτή πλάνη συμβαίνει όποτε κάποιος επιχειρηματολογεί πως μια πεποίθηση είναι λανθασμένη εξ αιτίας της καταγωγής της πεποίθησης αυτής.

Δεν νομίζω ότι η πλάνη εκ καταγωγής είναι τόσο σπουδαία όσο νομίζει ο κόσμος, ειδικά όταν μιλάμε για θρησκείες. Αν κάποιος έχει την παρανοϊκή αντίληψη ότι τον κατασκοπεύει η CIA και ανακαλύψουμε ότι η αντίληψη αυτή οφείλεται στο ότι πήρε κάποιο παραισθησιογόνο, όπως LSD, τότε έχουμε έναν καλό λόγο να αμφιβάλλουμε για την παρανοϊκή του πεποίθηση, αν και δεν έχουμε ουσιαστικές αποδείξεις ότι είναι λανθασμένη και μπορεί να κατηγορηθούμε ότι διαπράττουμε την πλάνη εκ καταγωγής. Παρομοίως αν μπορούμε να εντοπίσουμε τις απαρχές του Πρωτοχριστιανισμού σε αρχαίες δεισιδαιμονίες ανθρώπων, τότε έχουμε μια καλή βάση για να είμαστε σκεπτικιστές. Πιο συγκεκριμένα, αν όλες οι πεποιθήσεις μας βασίζονται στο περιβάλλον μας, τότε αυτό ισχύει ασχέτως αν το να το ισχυριστεί κανείς [υποτίθεται ότι] διαπράττει την πλάνη εκ καταγωγής.

Ωστόσο, δεν διαπράττεται πλάνη εκ καταγωγής αν δεν καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η πίστη ενός πιστού είναι λάθος επειδή γνωρίζω πώς την απέκτησε. Δεν λέω ότι η πίστη τους είναι λάθος λόγω του πώς την υιοθέτησαν. Απλά λέω ότι οι πιστοί θα πρέπει να είναι καχύποπτοι για τις πολιτισμικά υιοθετημένες πεποιθήσεις τους ακριβώς λόγω του πώς τις υιοθέτησαν.

Έξι. Μια τελική αντίρρηση είναι ότι όλο το επιχείρημα είναι κυκλικό. Μήπως έχω απλά επιλέξει ένα νέο μεταφυσικό σύστημα βασισμένο σε διαφορετικούς πολιτισμικούς παράγοντες; Το αρνούμαι αυτό διότι είχα μια πολύ στιβαρή βάση να επιλέξω τον σκεπτικισμό, βάσει κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών και ψυχολογικών δεδομένων. Οι μεθοδολογικές διαδικασίες είναι εκείνα τα τεστ που χρησιμοποιούμε για να ερευνήσουμε κάτι. Το πώς ερευνούμε κάτι είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα που πρέπει να αιτιολογηθεί ανεξάρτητα, όπως έκανα εγώ σήμερα. Δεν μπορεί να πει κάποιος ότι πρέπει να βλέπω την ΕΑΠ και τα αποτελέσματά της με σκεπτικισμό, αφού δικαιολόγησα το τεστ βάσει δεδομένων. Η έξωθεν αξιολόγηση της πίστης πρέπει να αμφισβητηθεί ανεξάρτητα.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.