[Κπκ] Επίλογος

6 August 2013
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [3γ] • Περιεχόμενα

Εν κατακλείδι, τι έχουμε; Ένα σύνολο επιστολών των οποίων οι συγγραφείς δεν φαίνεται να γνώριζαν τις ιστορίες των ευαγγελίων. Μια ομάδα απολογητών του 2ου αιώνα που θεωρούν πως μια ακριβής εικόνα του Χριστιανισμού δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει την ενσάρκωση· ένας μάλιστα την αρνείται. Ένα σύνολο ευαγγελίων που γράφτηκαν σε ύφος φανταστικής ιστορίας και παρουσιάζουν πληροφορίες που οι συγγραφείς τους δεν θα έπρεπε να ξέρουν. Και τέλος έχουμε την πλήρη απουσία πρωτογενών αποδείξεων για την ύπαρξη ενός ανθρώπου ονόματι Ιησούς Χριστός.

Η κριτική που γίνεται κατά της θεωρίας του Ιησού-μύθου σφάλλει όταν εικάζει πως το συμπέρασμα βασίζεται αποκλειστικά στην έλλειψη αποδείξεων για την ύπαρξη ενός τέτοιου ατόμου. Αυτό είναι λάθος. Η θεωρία αυτή βασίζεται και σε θετικά στοιχεία, όπως οι στίχοι που παρουσιάστηκαν σ’ αυτό το κεφάλαιο —στίχοι οι οποίοι, όταν δεν διαβάζονται υπό το φως των προκαταλήψεων, μας δείχνουν πως ο Ιησούς που λάτρευαν οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο. Φυσικά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να καθαρίσει το τοπίο από τις ιστορικές αναφορές που υποτίθεται πως αναφέρονται σ’ αυτό το άτομο, το οποίο έγινε στο 2ο μέρος. Επιπλέον είναι απόλυτα λογικό να λέμε πως έχουμε κάθε δικαίωμα να περιμένουμε κάποια τουλάχιστον στοιχεία έξω από τη Βίβλο, αν υπήρξε πράγματι ένα άτομο που έκανε τα πράγματα που περιγράφουν τα ευαγγέλια, όπως αναφέρω στο 1ο μέρος.

Όλες αυτές οι αλυσίδες επιχειρηματολογίας συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: ο Χριστιανισμός δεν εδράστηκε σε έναν ιστορικό άνθρωπο. Αντίθετα, ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν μια πολυποίκιλη παράδοση που αρχικά αποτελούνταν από άσχετα μεταξύ τους στοιχεία —την ελληνιστική σοφία, τον εβραϊκό αποκαλυπτικό μεσσιανισμό, την πλατωνική φιλοσοφία, την εβραϊκή Σοφία, στοιχεία από γνωστικές παραδόσεις και μυστηριακές λατρείες και τέλος τον συμπαντικό Υιό του Θεού και τα αλληγορικά ευαγγέλια—, στοιχεία τα οποία σταδιακά άρχισαν να ενώνονται ως μία ενιαία θρησκευτική έκφραση και τέλος αποκρυσταλλώθηκαν σε μία εκκλησία. Κάποια στιγμή η εκκλησία αυτή προσκολλήθηκε σε μία συγκεκριμένη παράδοση που είχε αναπτυχθεί μέσα στο εξελισσόμενο κίνημα —τον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο—, το ανακήρυξε ως δόγμα και κατέστρεψε όλες τις άλλες χριστιανικές σέκτες ως αιρετικές, ξαναγράφοντας την ιστορία υπό το πρίσμα του νέου δόγματος. (Το βιβλίο των Πράξεων είναι το βασικό παράδειγμα που δείχνει τον Παύλο ως ακόλουθο του ιστορικού Ιησού και υποτελή των αρχικών αποστόλων, παρόλο που οι δικές του επιστολές δείχνουν πως δεν ήταν τίποτε από τα δύο.) Αυτό το πρίσμα, χρωματισμένο από τα ευαγγέλια, υπάρχει μέχρι σήμερα, χρωματίζει τις προκαταλήψεις των σύγχρονων Χριστιανών και τους κάνει να βλέπουν μέσα στις επιστολές και στο ιστορικό αρχείο πράγματα που απλά δεν υπάρχουν εκεί.

Άμα βάλουμε στην άκρη τις προκαταλήψεις αυτές και δούμε αυτό που λένε στ’ αλήθεια τα διάφορα κείμενα της Καινής Διαθήκης, το μήνυμά τους είναι ευδιάκριτο. Ο Χριστιανισμός ταλαιπωρείται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια κάτω από την κακή κατανόηση της ίδιας του της καταγωγής. Είναι καιρός να το αναγνωρίσουμε αυτό και όταν το κάνουμε η ανθρωπότητα θα είναι ένα βήμα πιο κοντά στην ελευθερία και τον διαφωτισμό της αθεΐας.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.