Ο αθεϊσμός σήμερα στην Ελλάδα και το εξωτερικό [1]

27 November 2013

Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.


Αρθρογράφος: Τατιάνα Ραπακούλια, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Αθέων, διαδικτυακό ψευδώνυμο Αόρατη Μελάνη


Επόμενο [2] »

Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2013

Σύγχρονες αθεϊστικές οργανώσεις και κινήματα παγκοσμίως. Ιστορική σύνδεση του αθεϊστικού ρεύματος με τις σύγχρονες τάσεις. Παγκόσμια κατανομή ποσοστών των αθέων και αθρήσκων και παράγοντες που τα επηρεάζουν. Σχέση του κοσμικού κράτους με το αθεϊστικό κίνημα.

Εισαγωγή

Όπως είδαμε στις τέσσερις πρώτες ομιλίες αυτού του κύκλου, ο αθεϊσμός έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και φτάνει ως τις μέρες μας μέσα από μια μεγάλη πορεία, με σημαντικότερο ίσως σταθμό την εποχή του Διαφωτισμού. Τότε διατυπώθηκαν για πρώτη φορά οι αρχές του Ανθρωπισμού, οι οποίες αντικαθιστούν τις εξ αποκαλύψεως ηθικές επιταγές των θρησκευτικών δογμάτων στη συνείδηση πολλών ανθρώπων και συνιστούν μία από τις πιο πρόσφορες εναλλακτικές επιλογές στη θρησκευτική ηθικολογία. Σημαντική υπήρξε επίσης η διατύπωση της βάσης του αγνωστικισμού τον 19ο αιώνα από τον Χάξλεϋ, ο οποίος έθεσε το θεμέλιο μιας νέας γνωσιολογικής και συνειδησιακής προσέγγισης στην υπόθεση της ύπαρξης θεοτήτων.

Ο αθεϊσμός είναι παρών στην ιστορία της ανθρωπότητας, με τη μία ή την άλλη μορφή, τα τελευταία δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο μοιάζει να υπήρξε πάντα περισσότερο θέμα των διανοητών και των φιλοσόφων. Στην εποχή μας για πρώτη φορά αποκτά λαϊκές διαστάσεις και γίνεται έκδηλος ως φιλοσοφική θέση και στάση ζωής σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, ιδίως στις πιο προηγμένες πολιτιστικά χώρες. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να αποδοθεί αφ’ ενός στην οικονομική ευμάρεια, η οποία αφήνει περιθώριο για φιλοσοφικούς προβληματισμούς στον ευρύτερο πληθυσμό και όχι μόνο σε ευκατάστατους αριστοκράτες, και αφ’ ετέρου στη διάδοση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση όλων των πεποιθήσεων και αίρει τις απαγορεύσεις που επέβαλλαν παλιότερα οι ισχυροί θρησκευτικοί οργανισμοί μέσω των κρατικών εξουσιαστικών μηχανισμών.

Ο αθεϊσμός σήμερα

Η σύγχρονη έκφανση του αθεϊσμού ονομάζεται συχνά και «νέος αθεϊσμός» και εκφράζεται από πολλούς διανοητές, με αποτέλεσμα να υπάρχει πληθώρα δημοσιευμάτων και έντονος δημόσιος διάλογος γύρω από το θέμα. Οι πιο γνωστοί και χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αθεϊσμού στην εποχή μας είναι ο εξελικτικός βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς (Richard Dawkins), ο γνωσιολόγος Ντάνιελ Ντένετ (Daniel Dennett), ο νευροεπιστήμονας Σαμ Χάρις (Sam Harris), και ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς (Christopher Hitchens, πέθανε το 2011), γνωστοί και ως «τέσσερις καβαλάρηδες της αθεΐας», σε αντιδιαστολή με τους τέσσερις καβαλάρηδες της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Η γραφική αυτή ονομασία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2007 σε μια συζήτηση όπου συμμετείχαν και οι τέσσερις και καθιερώθηκε άτυπα. Βεβαίως αυτοί οι τέσσερις δεν είναι οι μόνοι εκπρόσωποι του νέου αθεϊσμού, αλλά τα ονόματά τους, ιδίως αυτό του Ντόκινς, έχουν προσλάβει συμβολικές διαστάσεις για το αθεϊστικό κίνημα, και όχι άδικα.

Μεγάλο μέρος των θέσεων του νέου αθεϊσμού βασίστηκε σε δημοσιεύματα των τεσσάρων αυτών συγγραφέων. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο The End of Faith του Σαμ Χάρις (Το τέλος της πίστης, Ενάλιος 2008), που έγινε μπεστ σέλερ στις ΗΠΑ. Ο Χάρις πήρε αφορμή από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, τα οποία απέδωσε ευθέως στην επιρροή του Ισλάμ, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη κριτική στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το Letter to a Christian Nation (Επιστολή προς ένα χριστιανικό έθνος, Κέδρος 2007), μια δριμεία κριτική κατά του Χριστιανισμού. Την ίδια χρονιά, το 2006, ο Ρίτσαρντ Ντόκινς γύρισε το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ The Root of All Evil? (Η ρίζα κάθε κακού;) όπου επικρίνει τη θρησκεία ως πηγή δεινών για την ανθρωπότητα, και δημοσίευσε το βιβλίο The God Delusion (Η περί θεού αυταπάτη, Κάτοπτρο 2007), όπου ασκεί σφοδρή κριτική στην ιδέα του Θεού σε όλες τις μορφές της, καταρρίπτει τα κύρια επιχειρήματα υπέρ της θρησκείας και καταδεικνύει ότι η ύπαρξη ενός ανώτερου όντος είναι εξαιρετικά απίθανο ενδεχόμενο.

Άλλα ορόσημα υπήρξαν τα βιβλία Traité d’athéologie: Physique de la métaphysique του Μισέλ Ονφρέ (Michel Onfray) το 2005 (Πραγματεία περί αθεολογίας: Φυσική της μεταφυσικής, Εξάντας 2006, αγγλικός τίτλος Atheist Manifesto: The Case Against Christianity, Judaism, and Islam), Breaking the Spell: Religion as a Natural Phenomenon του Ντάνιελ Ντένετ το 2006 (Απομυθοποίηση: καταρρίπτοντας το μύθο της θρησκείας, Βάνιας 2007), God: The Failed Hypothesis – How Science Shows That God Does Not Exist του Βίκτορ Στένγκερ (Victor Stenger) το 2007 και God Is Not Great: How Religion Poisons Everything του Κρίστοφερ Χίτσενς την ίδια χρονιά (Ο θεός δεν είναι μεγάλος: Πώς η θρησκεία δηλητηριάζει τα πάντα, Scripta 2008). Ο Στένγκερ στο προαναφερθέν βιβλίο παρουσιάζει το γνωστό επιχείρημα που πρωτοσυναντάμε στους Επικούρειους, ότι ένας θεός παντογνώστης, πανάγαθος και παντοδύναμος, τον οποίο αποκαλεί «θεό 3Π», δεν μπορεί λογικά να υπάρχει. Μια σειρά από παρόμοια επιχειρήματα της ανυπαρξίας του θεού με βάση διάφορες ιδιότητες που του έχουν κατά καιρούς αποδοθεί παρουσιάζεται στο βιβλίο The Impossibility of God (Η αδυνατότητα της ύπαρξης θεού) των Michael Martin και Ricki Monnier, καθώς και στο άρθρο του Theodore Drange Incompatible-Properties Arguments (Επιχειρήματα εκ της ασυμβατότητας ιδιοτήτων). Άλλο σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2007 είναι το The portable atheist (Η βίβλος του άθεου, Polaris 2012), μια συλλογή αθεϊστικών κειμένων που ανθολόγησε και προλόγισε ο Χίτσενς.

Ο νέος αθεϊσμός απορρίπτει την άποψη των μη αλληλεπικαλυπτόμενων γνωστικών πεδίων (non-overlapping magisteria, NOMA) την οποία υποστηρίζει ο παλαιοντολόγος, εξελικτικός βιολόγος και ιστορικός της επιστήμης Στίβεν Τζέι Γκουλντ (Stephen Jay Gould). Σύμφωνα με τη ΝΟΜΑ, η επιστήμη και η θρησκεία μπορούν να περιοριστούν σε διακριτές και μη αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές της γνώσης: η επιστήμη μπορεί να περιοριστεί στην εμπειρική περιοχή, αναπτύσσοντας θεωρίες που περιγράφουν τα δεδομένα του πειράματος και της παρατήρησης, ενώ η επιστήμη θα ασχολείται με τα ερωτήματα σχετικά με το νόημα της ύπαρξης και τις ηθικές αξίες. Οι διανοητές του νέου αθεϊσμού, ωστόσο, ισχυρίζονται ότι αυτή η άποψη είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι στην πράξη υφίσταται αλληλεπικάλυψη των γνωστικών πεδίων θρησκείας και επιστήμης. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι η θρησκεία, ισχυριζόμενη ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ προθέσεως από ένα ενσυνείδητο ον, προβάλλει έναν ισχυρισμό ο οποίος αφορά τη λειτουργία του φυσικού κόσμου και ως εκ τούτου εμπίπτει στο γνωστικό πεδίο της επιστήμης. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά: στην πραγματικότητα, κάθε ισχυρισμός για τη φύση του κόσμου, από όποια πηγή και αν προέρχεται, αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης και επαλήθευσης, δηλαδή αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης.

Ορισμοί

Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να επαναλάβω εν τάχει τους ορισμούς των κατηγοριοποιήσεων στη θεώρηση του ζητήματος του θεού, τους οποίους είχα αναφέρει και στην προηγούμενη ομιλία μου.

Όσον αφορά την πίστη σε θεότητα: θεϊστές, ντεϊστές και αθεϊστέςαθέους).

Όσον αφορά τη γνωσιολογική προσέγγιση: αγνωστικιστές και μη αγνωστικιστές.

Όσον αφορά την ένταξη σε θρήσκευμα: θρήσκους και αθρήσκους.

Ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συνδυασμός, ακόμη και θρήσκος αθεϊστής. Είναι πολλοί οι Έλληνες που αυτοχαρακτηρίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμμετέχουν περιστασιακά στα τελετουργικά και τηρούν ορισμένα έθιμα, ενώ παράλληλα δεν υιοθετούν το δόγμα στην ολότητά του, δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεού, και δεν φαίνονται να βιώνουν καμία αντίφαση.

Ας δούμε λίγο τώρα τις έννοιες που αναφέραμε.

Θρήσκος θεωρείται αυτός που αυτοχαρακτηρίζεται ως οπαδός συγκεκριμένου θρησκεύματος, συνήθως δε (αλλά όχι πάντα) και ως μέλος συγκεκριμένου θρησκευτικού οργανισμού.

Ο άθρησκος, αντίθετα, δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Ενδέχεται να πιστεύει σε θεότητες, δηλαδή να είναι θεϊστής, αλλά όχι στο πλαίσιο κάποιας θρησκείας. Η αθρησκεία μπορεί να συμβαδίζει με την αθεΐα, τον ντεϊσμό, τον θεϊσμό ή τον αγνωστικισμό.

Οι όροι αθεϊσμός και αθεΐα είναι συνώνυμοι και δηλώνουν την οντολογική θέση που απορρίπτει την ύπαρξη θεοτήτων. Περιλαμβάνει τόσο τις απόψεις εκείνων που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη θεοτήτων (αρνητικός αθεϊσμός) όσο κι εκείνων που είναι πεπεισμένοι για την ανυπαρξία τέτοιων οντοτήτων (θετικός ή σκληροπυρηνικός αθεϊσμός). Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν λένε αθεϊσμός εννοούν τη δεύτερη κατηγορία. Ωστόσο η εμπειρία μου μέσα από την Έν.Α. μου έδειξε ότι στην πλειοψηφία τους όσοι δηλώνουν άθεοι ανήκουν στην πρώτη.

Ο αθεϊσμός είναι ο αντίποδας του θεϊσμού, δηλαδή της πεποίθησης ότι υπάρχει θεότητα ή θεότητες. Ως «θεότητα» νοείται εν γένει μια υπερφυσική οντότητα που έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του κόσμου και εξακολουθεί να παίζει ρόλο στη λειτουργία του και να αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους. Οι περισσότερες θεότητες των παραδοσιακών θρησκειών είναι προσωπικές και έχουν βούληση και πρόθεση, υπάρχουν όμως και θεότητες απρόσωπες και χωρίς πρόθεση, όπως είναι το βράχμα ή το τάο.

Ντεϊσμός ονομάζεται η πεποίθηση ότι υπάρχει ένα ανώτατο ον το οποίο έπαιξε ρόλο στη δημιουργία του σύμπαντος, αλλά στη συνέχεια έπαψε να εμπλέκεται στη λειτουργία του. Με άλλα λόγια, είναι η πίστη στην ύπαρξη ενός θεού μη προσωπικού, ο οποίος δεν αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους ούτε με τον κόσμο γενικά. Πολλοί άνθρωποι είναι ντεϊστές χωρίς να το γνωρίζουν, διότι ο όρος δεν είναι ευρύτερα γνωστός.

Αγνωστικισμός ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη είτε εγγενώς απρόσιτη. Ο όρος αυτός πλάστηκε από τον Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley) στα 1869 και χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας.

Όσοι αυτοχαρακτηρίζονται αγνωστικιστές χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: αυτούς που ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κατακτήσουμε απόλυτη ή βέβαιη πνευματική ή μεταφυσική γνώση, και σε εκείνους που πρεσβεύουν ότι ενώ η βεβαιότητα ενδέχεται να είναι δυνατή, οι ίδιοι προσωπικά δεν κατέχουν τέτοια γνώση. Η δεύτερη κατηγορία είναι μακράν η πολυπληθέστερη σήμερα, τουλάχιστον απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω εμπειρικά. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αγνωστικισμός εμπεριέχει σκεπτικισμό απέναντι στις θρησκευτικές βεβαιώσεις, αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους: η πρώτη κατηγορία κάνει μια δήλωση σχετικά με τη φύση της γνώσης, ενώ η δεύτερη κάνει απλώς μια δήλωση για την προσωπική γνωσιολογική κατάσταση του υποκειμένου, είναι ένα απλό «δεν ξέρω» που απαντά στο ερώτημα: «Υπάρχει θεός;» Έτσι λοιπόν διακρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές αγνωστικιστικές θέσεις:

  • Ισχυρός αγνωστικισμός (σκληροπυρηνικός, κλειστός, αυστηρός): η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
  • Ασθενής αγνωστικισμός (μετριοπαθής, ανοιχτός, εμπειρικός): η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.

Από τις δύο παραπάνω θέσεις, μόνον η πρώτη ταυτίζεται με τον γνήσιο αγνωστικισμό όπως ορίστηκε από τον Χάξλεϋ. Παρατηρούμε δε ότι ο γνήσιος αγνωστικισμός δεν συνιστά θρησκευτική πεποίθηση αλλά φιλοσοφική θεώρηση της γνώσης, και είναι συμβατός με όλες τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Μπορεί κανείς να είναι αγνωστικιστής θεϊστής, αγνωστικιστής ντεϊστής ή αγνωστικιστής αθεϊστής, και μπορεί να είναι είτε θρήσκος είτε άθρησκος.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και τον θρησκευτικό αδιαφορισμό, ολοένα και πιο διαδεδομένο στις μέρες μας. Ο θρησκευτικά αδιάφορος δεν λαμβάνει θέση στο ζήτημα της ύπαρξης θεότητας, όχι επειδή θεωρεί ότι δεν μπορεί να γνωσθεί, ούτε επειδή αισθάνεται ότι δεν έχει επαρκή πληροφόρηση, ούτε επειδή προτιμά να μην εμπλακεί σε ένα αμφιλεγόμενο και ακανθώδες ζήτημα, αλλά επειδή απλούστατα αισθάνεται ότι δεν τον αφορά το θέμα. Δεν τον ενδιαφέρει καν αν υπάρχει θεός ή όχι. Ενδέχεται να συμπεριφέρεται ως θρήσκος ή ως άθρησκος, ανάλογα με τις επιταγές του κοινωνικού του περιβάλλοντος, αλλά η οντολογική του τοποθέτηση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Ποσοστά αθέων και αθρήσκων

Τα ποσοστά των αθεϊστών παρουσιάζουν ορισμένες δυσκολίες στον υπολογισμό τους. Η πρώτη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποδίδουν όλοι στον όρο «άθεος» την ίδια ερμηνεία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να χαραχτεί εύκολα μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αθέων, αθρήσκων και αγνωστικιστών, ή ακόμη και μη-θεϊστικών θρησκευτικών ή πνευματικών πεποιθήσεων. Πολλές έρευνες κατηγοριοποιούν χωριστά τους αθέους από τους αγνωστικιστές, ενώ αυτές οι δύο κατηγορίες αλληλεπικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό και υπάρχουν πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως «άθεοι αγνωστικιστές». Άλλες ομαδοποιούν όλους τους παραπάνω ως «μη θρησκευόμενους», κατηγορία η οποία έχει αναδειχθεί ως η ταχύτερα αυξανόμενη στις ΗΠΑ σε απόλυτους αριθμούς, από μια έρευνα για το χρονικό διάστημα 1990-2001.

Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε θεό κι επομένως είναι ουσιαστικά άθεοι ενδέχεται να μην αυτοχαρακτηρίζονται έτσι είτε λόγω της αρνητικής φόρτισης με την οποία έχει επιβαρυνθεί η λέξη «άθεος» στην πορεία της ιστορίας είτε από φόβο για κοινωνικό στιγματισμό, διακρίσεις ή ακόμη και διωγμούς που συμβαίνουν ακόμη και σήμερα σε ορισμένες κοινωνίας.

Δεδομένου ότι ορισμένες κυβερνήσεις επέβαλλαν βίαια τον αθεϊσμό ενώ άλλες τον καταδίκασαν εξίσου βίαια, τα ποσοστά των δηλωμένων αθέων στις αντίστοιχες χώρες είναι επηρεασμένα από αυτή την κρατική παρέμβαση και κατά πάσα πιθανότητα δεν ανταποκρίνονται στα αναμενόμενα ποσοστά αθέων που θα είχαμε αν ο πληθυσμός ένιωθε ελεύθερος να συλλογιστεί και να εκφραστεί.

Οι στατιστικές για τον αθεϊσμό δυσκολεύονται να παρουσιάσουν μια ακριβή εικόνα της πραγματικότητας, για διάφορους λόγους. Ο αθεϊσμός είναι μια θέση συμβατή με άλλες πεποιθήσεις. Πολλοί αγνωστικιστές, βουδιστές, ινδουιστές, τζαϊνιστές και ταοϊστές αυτοχαρακτηρίζονται άθεοι. Αρκετοί Εβραίοι και σιντοϊστές τηρούν τα λατρευτικά έθιμα της παραδοσιακής θρησκείας των προγόνων τους, ενώ στην ουσία είναι άθεοι. Όταν λοιπόν μια δημοσκόπηση προσφέρει περιορισμένες επιλογές στις απαντήσεις, ορισμένοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν άλλους όρους για να περιγράψουν τις πεποιθήσεις τους. Ορισμένοι οργανισμοί που συλλέγουν στατιστικά στοιχεία των πληθυσμών ενδέχεται να παρερμηνεύσουν τα αποτελέσματα, είτε εσκεμμένα είτε όχι. Ο σχεδιασμός μιας έρευνας ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα εξαιτίας της φύσης ορισμένων στοιχείων όπως είναι η διατύπωση των ερωτήσεων και οι διαθέσιμες επιλογές στις απαντήσεις. Επίσης πολλοί άθεοι, ιδίως πρώην Καθολικοί ή Μορμόνοι, εξακολουθούν να καταμετρώνται ως Χριστιανοί από τις εκκλησίες τους. Οι άλλοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι «όταν κάποιος σωθεί πραγματικά, έχει σωθεί για πάντα», ένα δόγμα γνωστό ως «αιωνία ασφάλεια». Πολλές στατιστικές έρευνες θεωρούν ότι η θρησκεία είναι μια κατηγορική μεταβλητή, δηλαδή μια παράμετρος με διακριτές ονομαστικές κατηγορίες. Έχουν σχεδιαστεί μέθοδοι για να αξιολογούν τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη θρησκεία, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο δεδομένου ότι πολλοί άνθρωποι που έχουν φαινομενικά ουδέτερη στάση ουσιαστικά επηρεάζονται από τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες και εντάσσουν τον εαυτό τους σε μια κατηγορία που αισθάνονται ως κοινωνικά αποδεκτή. Η αρνητική θεώρηση του αθεϊσμού που εξακολουθεί να υπάρχει διάχυτη σε πολλές κοινωνίες καθώς και η πίεση από την οικογένεια και το κοινωνικό περιβάλλον μπορεί να κάνει ορισμένους άθεους να αποστρέφονται αυτό τον χαρακτηρισμό. Η παρανόηση του όρου «άθεος» είναι επίσης ένας λόγος για τον οποίο αρκετοί επιλέγουν άλλον χαρακτηρισμό για τον εαυτό τους.

Για παράδειγμα, σε μια έρευνα που έγινε στον Καναδά από την Ipsos το 2011 διαπιστώθηκε ότι η πίστη σε θεότητα δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με την τυπική ένταξη σε κάποιο θρήσκευμα. Συγκεκριμένα το 28% των Προτεσταντών, το 33% των Καθολικών και το 23% όσων πηγαίνουν κάθε εβδομάδα στη λειτουργία δεν πιστεύει στον Θεό, ενώ το 23% όσων δεν δήλωσαν θρησκευτική ταυτότητα πιστεύει στον Θεό.

Ο αριθμός των αθέων παγκόσμια αυξάνεται ενώ η θρησκευτικότητα μειώνεται. Οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι εξέχοντες είναι κατά κύριο λόγο άθεοι. Στην Ανατολική Ασία, οι άθεοι και άθρησκοι αποτελούν την πλειοψηφία. Στον υπόλοιπο κόσμο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά τους είναι μονοψήφια.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι άθεοι είναι μειοψηφία, ωστόσο υπάρχουν μεγάλα ποσοστά αθέων στην Ευρώπη, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τα πρώην και νυν κομμουνιστικά κράτη, και σε μικρότερο βαθμό στις ΗΠΑ και το νότιο τμήμα της Νότιας Αμερικής. Μια έρευνα του Pew research Center το 2012 έδειξε ότι το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν σχετίζεται με τη θρησκεία. Σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπως είναι η Ευρώπη και η Νότια Αμερική, ο αθεϊσμός και η εκκοσμίκευση έχουν ανοδική πορεία, ενώ σε άλλες, όπως είναι τα πρώην κομμουνιστικά κράτη, καθοδική.

Μια έρευνα του Adherents.com το 2002 εκτιμά το ποσοστό «κοσμικιστών, αθρήσκων, αγνωστικιστών και αθέων» του παγκόσμιου πληθυσμού στο 14%. Μια έρευνα του 2004 που πραγματοποίησε το BBC σε 10 χώρες έδειξε ότι το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι «δεν πιστεύουν στον θεό» κυμαίνεται από το 0% στη Νιγηρία ως το 39% στην Αγγλία, με τον μέσο όρο να βρίσκεται στο 17%, ενώ το 8% δήλωσαν απερίφραστα ότι ήταν άθεοι. Σε έρευνα της British Humanist Association το 2011, στο ερώτημα «είστε θρήσκος;» το 65% απάντησε «όχι». Μια έρευνα της CIA του 2004 εκτιμά το ποσοστό των αθρήσκων στο 12,5% και των αθέων στο 2,4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια δημοσκόπηση της AP/Ipsosτο 2005 σε 10 χώρες έδειξε ότι από τις ανεπτυγμένες χώρες οι ΗΠΑ έχουν το υψηλότερο ποσοστό ανθρώπων που είναι βέβαιοι για την ύπαρξη θεού ή ανώτερης δύναμης (2% άθεοι, 4% αγνωστικιστές), ενώ η Γαλλία είχε τους περισσότερους σκεπτικιστές (19% άθεοι, 16% αγνωστικιστές). Σε ό,τι αφορά το θρήσκευμα, η Νότια Κορέα είχε το υψηλότερο ποσοστό αθρήσκων (41%) ενώ η Ιταλία το χαμηλότερο (5%).

Μελέτες δείχνουν ότι ο αθεϊσμός στη Δύση είναι ιδιαίτερα έκδηλος στους επιστήμονες, μια τάση που ήδη είχε γίνει αντιληπτή από τις αρχές του 20ού αιώνα και αργότερα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη. Μια έρευνα του 1914 διαπίστωσε ότι το 58% μιας ομάδας 1000 φυσικών επιστημόνων στις ΗΠΑ εξέφρασαν «αμφιβολία ή απουσία πίστης στην ύπαρξη θεού» (ορισμένου ως προσωπικού θεού που αλληλεπιδρά άμεσα με τους ανθρώπους). Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε το 1996 και έδωσε παρόμοια ποσοστά, 60,7%. Η έκφραση σαφούς απουσίας πίστης είχε αυξηθεί από το 52% το 1914 στο 72% το 1998 (περιοδικό Nature, τ. 394 του 1998).
(Τα παραπάνω στοιχεία για ποσοστά είναι από την Wikipedia, Demographics of atheism).

Στην Ευρώπη, το ποσοστό των ανθρώπων που παρακολουθούν τακτικά θρησκευτικές λειτουργίες μειώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια (πηγή: Economist). Οι συνήθειες διαφέρουν κατά πολύ από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της υπηρεσίας European Social Survey που διεξήχθη το 2008 και το 2009, πάνω από το 60% των Τσέχων δηλώνουν ότι ποτέ δεν πηγαίνουν στην εκκλησία, με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις όπως γάμοι και βαπτίσεις. Γαλλία, Βρετανία και Βέλγιο είναι επίσης κοσμικά κράτη, όπου πάνω από το μισό των ερωτηθέντων δεν πηγαίνει ποτέ στην εκκλησία. Οι πιο τακτικοί εκκλησιαζόμενοι στις 28 χώρες της Ε.Ε. βρίσκονται σε Κύπρο και Ελλάδα, όπου μόνο το 2,4% και 4,9% αντίστοιχα λένε ότι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία.

Σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε από το Ευροβαρόμετρο το 2010, το υψηλότερο ποσοστό θεϊστών στην Ευρώπη παρατηρείται στη Μάλτα, 94%. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Κύπρος, με 88% θεϊστές, 8% ντεϊστές και 2% αθέους, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση, με 79% θεϊστές, 16% ντεϊστές και 4% αθέους. Τα μικρότερα ποσοστά πίστης σε θεό σημειώνονται στην Τσεχία, με 16% θεϊστές, 44% ντεϊστές και 37% αθέους. Χρήσιμο είναι να σημειώσουμε εδώ ότι οι επιλογές της δημοσκόπησης δεν είναι διατυπωμένες με τη μορφή του αυτοχαρακτηρισμού, αλλά με τη μορφή πεποίθησης ως προς την ύπαρξη θεότητας, δηλαδή «πιστεύω σε θεό», «πιστεύω σε κάποιο πνεύμα ή ανώτερη δύναμη», «δεν πιστεύω ούτε σε θεό ούτε σε πνεύμα ή ανώτερη δύναμη». Πολλοί από τους ερωτηθέντες που επέλεξαν την δεύτερη απάντηση, αν τους λέγαμε ότι είναι ντεϊστές, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήξεραν καν για τι πράγμα μιλάμε, ενώ αν τους ρωτούσαμε σε ποιο θρήσκευμα ανήκουν, είναι πολύ πιθανό να επέλεγαν «χριστιανοί ορθόδοξοι» ή κάποιο άλλο από τα «γνωστά» θρησκεύματα.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, της ίδιας της αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.