Το βρώμικο παιχνίδι της Εκκληcίας εις βάρος της Ελληνικής Παιδείας – I

6 May 2009
Αρθρογράφος: Αιρετικός


Συγκεντρώνοντας το υλικό 13 παλαιότερων δημοσιεύσεών μου, θα παρουσιάσω σε τρεις συνέχειες τον πραγματικό ρόλο που έπαιξε η Εκκληcία, η οποία έχει το θράσος, διά στόματος του αρχηγού της Ιωάννη Λιάπη (ιερατικό ψευδώνυμο “Ιερώνυμος”), να απαιτεί να παραμείνει – κατά παράβαση κάθε έννοιας ανθρωπίνου δικαιώματος – υποχρεωτική η κατήχηση στο δόγμα της εντός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (για να μην πω για την αξίωσή της να στήνει ναΐδρια-τοποτηρητείες εντός των ΑΕΙ), στο ζήτημα της Ελληνικής Παιδείας. Ήρθε πια ο καιρός να τελειώνουμε με το παραμύθι που θέλει την Εκκληcία “τροφό” του Έθνους, ενώ στην πραγματικότητα έκανε τα πάντα για να μας κρατήσει υπόδουλους κι αγράμματους. Και, βέβαια, ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με την αυταπάτη ότι η Ορθοδοξία υπήρξε “δεκτική” στις επιστημονικές ανακαλύψεις, ενώ στην πραγματικότητα παραμένει εξ ίσου αντιδραστική με τον Καθολικισμό.

Πριν προχωρήσω στο κυρίως άρθρο, σας δίνω συνδέσμους για τις παλιές δημοσιεύσεις:

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/03/vi.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/03/vii.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/03/viii.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/03/ix.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/03/blog-post_214.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xi.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xii.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/iii.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xiv.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xv.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xvi.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xvii.html

http://hereticrepublic-gr.blogspot.com/2008/04/xviii.html

Στο σχολείο μας έμαθαν ότι η εκκλησία με το “κρυφό σχολειό” έσωσε την ελληνική παιδεία, κάτι που αμφισβητείται εντόνως – και δικαίως – ως χονδροειδέστατο ψέμμα από το σύνολο των Ελλήνων ιστορικών της εποχής εκείνης.

Ήδη κατέδειξα σε όλα μου τα προηγούμενα άρθρα τον ανθελληνικό και ουδόλως πατριωτικό ρόλο της εκκλησίας. Τώρα θα καταπιαστώ με την αντιμετώπιση που επεφύλαξε η εκκλησία στους Έλληνες διαφωτιστές, που, με αφορμή τον δυτικό Διαφωτισμό, ο οποίος επανέφερε στο προσκήνιο την Ελληνική φιλοσοφία, κατέβαλλαν άοκνες προσπάθειες για να μορφώσουν τους υπόδουλους Ρωμιούς και να ξανακάνουν Έλληνες τους προσκυνημένους “ραγιάδες”. Κι όλα αυτά, παρά το διωγμό του πρυτάνεως των Ελλήνων διαφωτιστών Μεθόδιου Ανθρακίτη.

Το μονοπάτι του Ανθρακίτη ακολούθησαν δυο σχεδόν σύγχρονοί του λόγιοι εξ Επτανήσου: ο Βικέντιος Δαμοδός από την Κεφαλλονιά (1679-1752) και ο Αντώνιος Κατήφορος από τη Ζάκυνθο (1685-1763), αμφότεροι σπουδαγμένοι στην Ιταλία. Ο Δαμοδός, όταν επέστρεψε στο νησί του, ίδρυσε σχολείο στο χωριό Χαβριάτα, απ’όπου καταγόταν. Έγραψε τα έργα του στη δημοτική, γιατί θεωρούσε πως η φιλοσοφία και οι επιστήμες έπρεπε να γράφονται σε κατανοητή από το ευρύ κοινό γλώσσα, αλλιώς δεν είναι χρήσιμες. Ο Δ. Φωτιάδης γράφει “η ηθική στάση του Δαμοδού είναι θαρραλέα και θα έλεγε κανείς, προοδευτική. Ένα πνεύμα δημοκρατικό τον διέπει: η απόλυτη εξουσία του ανδρός μέσα στο σπίτι ή του δεσπότη επάνω στο ποίμνιό του δεν του είναι αρεστή” (Δ. Φωτιάδης, “Η Επανάσταση του 1821”, τόμος α’, σελ. 161, εκδόσεις “Μέλισσα”). Ο Κατήφορος, με τη σειρά του, εκδίδει το 1734 μια “Γραμματική”. Στον πρόλογό της διαπιστώνει περιχαρής την έφεση που αρχίζουν οι σύγχρονοί του Έλληνες να δείχνουν προς τις επιστήμες. Και αυτός επιλέγει τη δημοτική γλώσσα ως επικοινωνιακό του όργανο.

Άλλος Επτανήσιος διαφωτιστής ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρις, γεννημένος στην Κέρκυρα το 1716. Δάσκαλοί του ήταν οι προαναφερθέντες διαφωτιστές, ο Δαμοδός και ο Κατήφορος. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία, στο πανεπιστήμιο της Πάδουας. Όταν τις περάτωσε, επέστρεψε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και άρχισε να διδάσκει ως σχολάρχης στα Ιωάννινα, στη Μαρουτσαία Σχολή. Τη θέση του όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει “φθονούμενος και προπηλακιζόμενος μέχρι σημείου ουκ ανεκτού” (Τρύφων Ευαγγελίδης, “Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας”, τόμος Α’, σελ. 158). Ο Τρύφων Ευαγγελίδης αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Μπαλάνος-Βασιλόπουλος, σχολάρχης της Μπαλαναίας Σχολής στα Ιωάνινα, διέβαλε τόσο τον Ανθρακίτη όσο και τον Βούλγαρι ως “άθεους νεωτεριστές” και ευθύνεται για το διωγμό και των δυο (Ευαγγελίδης, ο.π., σελ. 161). Τελικά, ο Βούλγαρις έγινε διευθυντής της “Αθωνιάδος Ακαδημίας” στο Άγιο Όρος, από την οποία πάλι διώχθηκε βιαίως. Ο λόγος ήταν το… θράσος του να διδάσκει μαθηματικά και φιλοσοφία, κάτι που προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις: “Δυστυχώς η σχολαρχία του Βουλγάρεως μόνον επί 5 έτη παρετάθη (1753-1758), διότι επισυνέβησαν διαφοραί και παρεξηγήσεις μεταξύ διδασκάλων (…), των μαθητών έξωθεν υποκινουμένων, ιδίως υπό του Παλαμά ζητούντος την σχολαρχίαν, ώστε ανήρ οίος ο Βούλγαρις, μη ανεχόμενος την αξιοθρήνητον ταύτην κατάστασιν παρητήθη, αφ’ου ετόλμησαν και σωματικώς να κακοποιήσωσιν αυτόν” (Ευαγγελίδης, ο.π., σελ. 92).

Αφού λοιπόν έφαγε το ξύλο του, εγκατέλειψε το “Άγιον” Όρος το 1758 και πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ιδιώτευσε μέχρι το 1761. Τότε τον κάλεσε ο πατριάρχης Σεραφείμ Β’, για να αναλάβει τη θέση του σχολάρχη της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ούτε εκεί παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα: έπεσε σε δυσμένεια και από την Πόλη μετέβη στη Λειψία, όπου εξέδωσε τα φιλοσοφικά συγγράμματά του. Στη Λειψία εκφράσθηκε ανοιχτά ως οπαδός του Leibniz, θεμελιωτή της γερμανικής φιλοσοφίας και του John Locke. Ο Locke απέρριπτε τη μεταφυσική σκέψη και έλεγε ότι οι παραστάσεις είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας μας. Επίσης, ακολουθώντας το παράδειγμα των κλασσικών Ελλήνων φιλοσόφων, ο Locke προσπαθούσε να συμβιβάσει τον ορθό λόγο με τη θρησκεία· θεωρούσε βλέπετε την ύπαρξη του θείου ως κάτι αποδείξιμο και όχι έμφυτο, ενώ ελληνίζουσα ήταν και η πολιτική του στάση, καθώς υποστήριζε ότι η βασιλεία υπάρχει “ελέω λαού” και όχι “ελέω θεού”, συνεπώς είναι ανακλητή. Ωστόσο, ο Βούλγαρις δεν είχε τις ικανότητες ή τη συνέπεια του Locke, όπως αναφέρει ο Φωτιάδης (Φωτιάδης, ο.π.). Τελευταίος σταθμός στη ζωή του Βουλγάρεως ήταν η Ρωσία: εκεί, έγινε βιβλιοθηκάριος της τσαρίνας Αικατερίνης και το 1776 αρχιεπίσκοπος του Σλαβινίου και της Χερσώνος. Το 1801 αποσύρθηκε στη μονή του Αλεξάνδρου Νέφσκι, όπου και πέθανε το 1806, αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει επιστημονικά, φιλοσοφικά και θεολογικά βιβλία, μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων και ξένων συγγραφέων της εποχής. Το διασημότερο όμως βιβλίο του ήταν η “Λογική”, την οποία δίδαξε σε όλες τις σχολές όπου εργάστηκε και απετέλεσε για σειρά ετών τη βάση μελέτης της φιλοσοφίας στα σχολεία της Ελλάδας. Αξίζει να σημειώσουμε τα εξής:

  • Ο Ευαγγελίδης αναφέρει πως το έτος 1761 ο Βούλγαρις, σχολάρχης τότε της Πατριαρχικής Ακαδημίας (1760-1761), κατηγορήθηκε ότι δίδασκε μαθηματικά, κατηγορία στην οποία αποδίδει την τελική αποδημία του στη Ρωσία (Ευαγγελίδης, ο.π., τόμος Β’, σελ. 398)
  • Στα νιάτα του, ο Βούλγαρις ήταν θαυμαστής του Βολταίρου, αλλά στα γεράματά του πέρασε στη συντηρητική όχθη και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον κατατάσσει στα “μεγάλα και εξακουστά επί δυσσεβεία ονόματα”.

Ο Νικηφόρος Θεοτόκης θεωρείται διάδοχος του Βουλγάρεως. Κι αυτός εκ Κερκύρας ορμώμενος, γεννημένος το 1731. Και αυτός σπούδασε στην Ιταλία και γύρισε στην Ελλάδα. Αρχικά έμεινε στην Κέρκυρα για λίγο ως δάσκαλος και κληρικός. Δέχθηκε πρόσκληση του πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερή, στην οποία ανταποκρίθηκε, αλλά δυσαρεστήθηκε από τον συντηρητισμό των αρχιερέων που έβλεπαν εχθρικά τις θετικές επιστήμες. Έτσι, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατέφυγε στη Λειψία, χωρίς το φόβο της λογοκρισίας και του ανατολίτικου συντηρητισμού του Πατριαρχείου. Αργότερα έγινε διευθυντής της Αυθεντικής Σχολής στο Γιάσι (Ιάσιο) της Μολδαβίας, αλλά το… θράσος του να διδάξει φυσική στους μαθητές προκάλεσε την μήνιν των υπερσυντηρητικών Ρωμιών. Έτσι, εγκατέλειψε τα πάντα “διά νυκτός ως δραπέτης” και κατέφυγε στη Ρωσία, όπου διαδέχθηκε τον Βούλγαρι στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Σλαβινίου και Χερσώνος. Στην Αυθεντική Σχολή τη θέση του πήρε ο Ιώσηπος Μοισιόδακας· μη νομίσετε όμως ότι κι αυτός είχε καλύτερη τύχη: όταν τόλμησε να διδάξει μαθηματικά ως εισαγωγή στη φιλοσοφία, έφυγε κι αυτός νύχτα, κυνηγημένος απ’τους ρωμιοταλιμπάν. Ο Φωτιάδης γράφει πως “με τον Θεοτόκη κλείνει η περίοδος αυτή του διαφωτισμού. Στηριζόταν κύρια σε φωτισμένους κληρικούς, που οι περισσότεροί τους σπούδασαν στην Ευρώπη. Ο ανώτερος κλήρος στρέφεται προς τον συντηρητισμό και η προοδευτική σκέψη γίντεαι πια όλο και περισότερο κτήμα της πρωτοεμφανιζόμενης στον ελληνικό χώρο αστικής τάξης” (Φωτιάδης, ο.π., σελ. 163).

Ας δούμε όμως λίγο πώς παρουσίαζε την όλη κατάσταση ο Γέρος του Μοριά, ο αρχιστράτηγος της Επανάστασης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σε λόγο που έβγαλε το Νοέμβριο του 1838, απευθυνόμενος στους μαθητές του γυμνασίου της Αθήνας, στηλίτευσε με σφοδρότητα τους αρχιερείς για την εχθρότητά τους κατά της Ελληνικής Παιδείας και απέδωσε το ξέσπασμα της Επανάστασης και την αναγέννηση της Ελλάδας στους αρχαιολάτρες διαφωτιστές που η εκκλησία έβριζε και εδίωκε.

Ακόμα και σήμερα, τα λόγια του (δις αφορισθέντος) Κολοκοτρώνη γκρεμίζουν σα χάρτινους πύργους τους μύθους περί διάσωσης της Ελληνικής Παιδείας υπό της εκκλησίας, οι δε απόψεις του ταυτίζονται πλήρως με αυτές του συγγραφέα της “Ελληνικής Νομαρχίας”. Ας δούμε όμως τι λέει ο αρχιστράτηγος της Παλιγγενεσίας:

“Ο Σουλτάνος διώρισε έναν Βιτσερέ (αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έωσε την εξουσία της Εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο Σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξις, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλλίτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέροντες τον ζυγό, έφευγαν και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση και αυτή αύξαινε κάθε μέρα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντες τες δόξες αυτές και τες ηδονές, όπου απελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.”

Συνεχίζοντας, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι οι ραγιάδες Ρωμιοί συνειδητοποίησαν την ελληνική τους καταγωγή και ξεκίνησαν τον εθνικοαπελευθερωτικό τους αγώνα, μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Φιλοσοφία και Ιστορία). Τα φιλοσοφικά, επιστημονικά και ιστορικά συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων ήσαν άγνωστα στην Ελλάδα λόγω των απαγορεύσεων που επέβαλε η εκκλησία στη διδασκαλία τους (κι αφήστε τους να λένε ότι… τα φυλάγανε στα μοναστήρια) και έφτασαν στα χέρια του υπόδουλου λαού χάρη στις άοκνες προσπάθειες των ξενιτεμένων στις δυτικές χώρες Ελλήνων διαφωτιστών. Οι ραγιάδες επαναστάτησαν μόνον όταν αντιλήφθηκαν πως ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (κι όχι Ρωμαίοι-Ρωμιοί, όπως ήθελε η εκκλησία), που φημίζονταν για τα κατορθώματά τους. Καταλήγει δε ο αρχιστράτηγος:

“Εις αυτήν την δυστυχισμένην κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία – και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπου κανένας άνθρωπος από τον απλό λαό εμάνθανεν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία, και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, και οι άλλοι παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνωμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινεν και επροόδευσεν η Εταιρεία” (Γεώργιος Τερτσέτης & Αναστάσιος Πολυζωΐδης, “Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη”

Τα συμπεράσματα δικά σας. Τέλος πάντων, μέχρι να ξεκινήσει ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, η εκπαίδευση στην υπόδουλη Ελλάδα περιελάμβανε την αποστήθιση μερικών κειμένων στην αρχαία Ελληνική (σχεδόν αποκλειστικά εκκλησιαστικών κειμένων), μελέτη κανόνων γραμματικής και θεολογία. Όπως έγινε και στο εξωτερικό, ο Διαφωτισμός επεχείρησε να εισαγάγει τις θετικές επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία κλπ). Τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα που έρχονταν εξ Εσπερίας ήταν όμως κάτι που έτρεμε η εκκλησία, γιατί η εξάπλωσή τους θα σήμαινε απομείωση της επιρροής και των προνομίων της.

Στην προσπάθειά της να αποτρέψει την εισαγωγή αυτών των “άθεων γραμμάτων” στις επηρεαζόμενες από αυτήν οθωμανικές επαρχίες, η Ορθόδοξη εκκλησία έσπευσε να αφορίσει και να αναθεματίσει επιστημονικές και φυσικές αλήθειες – όπως λ.χ. το ηλιοκεντρικό σύστημα, που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Σάμιο φιλόσοφο Αρίσταρχο (320-250 π.Χ.), ο οποίος υποστήριξε αυτό που γνωρίζουμε και σήμερα, δηλαδή ότι η γη κινείται σε τροχιά γύρω από τον ήλιο και ταυτόχρονα περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της. Το σύστημα αυτό επαναδιατύπωσε, όπως γνωρίζουμε, ο Κοπέρνικος. Θαυμάστε το έργο της εκκλησίας: το 1797, ο σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής Σέργιος Μακραίος βάλθηκε να αποδείξει ότι είναι λανθασμένη η ηλιοκεντρική θεωρία· εξέδωσε μάλιστα και ένα βιβλιαράκι με τίτλο “Τρόπαιον Κατά Του Κοπερνικού Συστήματος”. Από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο βλακώδες ήταν το πόνημα αυτό.

Θα ήταν βέβαια ανόητο να περιμένουμε από την εκκλησία, που κατεδίκαζε εις θάνατον “επί ελληνισμώ” όσους αρνιόντουσαν να ασπασθούν “του Χριστού την πίστη την αγία” και υπήρξε πρωτοπόρος των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, να μην ξεκινήσει τις διώξεις και τους αφορισμούς κατά των διαφωτιστών δασκάλων του Έθνους. Έχω άλλωστε ήδη αναφέρει τι διωγμούς υπέστησαν ο Δαμοδός, ο Κατήφορος, ο Θεοτόκης, ο Ανθρακίτης. Ο Ακαρνάνας Χριστόδουλος Παμπλέκης (1743-1793), επηρεασμένος από τον Σπινόζα και την πατρώα ελληνική φιλοσοφία, έγραψε το πανθεΐζον βιβλίο “Περί Φιλοσόφου, Φιλοσοφίας, Μεταφυσικών και Θείων Αρχών”. Σ’αυτό το βιβλίο, αρνήθηκε τα θαύματα, άρα και το “πίστευε και μη ερεύνα”. Βεβαίως, το Πατριαρχείο τον αφόρισε αυθωρεί και παραχρήμα. Αυτό όμως δεν κατάφερε να μειώσει το θαυμασμό και την υποστήριξη των φίλων του, που του έστησαν μνημείο σε δημόσιο πάρκο της Λειψίας μετά το θάνατό του. Δυστυχώς, η επίσημη “Ιστορία” που διδάσκονται οι νέοι μας σήμερα αποσιωπά όλα αυτά τα γεγονότα και διαιωνίζει την προπαγάνδιση του παραμυθιού του “κρυφού σχολειού” και της “μητέρας εκκλησίας” που… “έσωσε και διαφύλαξε το Έθνος”.

Ο Κούμας, που κι αυτόν τον κυνήγησε η εκκλησία (πώς τολμούσε άλλωστε να πάει να μορφώσει τους ραγιάδες…), σημειώνει “κατ’εκείνους τους χρόνους και μόνη η διδασκαλία των μαθηματικών εθεωρείτο ως πηγή της αθεΐας, της οποίας πρώτον αποτέλεσμα ήτον η κατάργησις της νηστείας”.

Άλλος διαφωτιστής που κυνήγησε η εκκλησία ήταν ο διάκονος και ρεφερενδάριος της Μεγάλης Εκκλησίας (όπως αναφέρει ο Ευαγγελίδης στο έργο του “Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας”) Στέφανος Δούγκας. Αυτός γεννήθηκε στον Τύρναβο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και πέθανε το 1830. Σπουδαγμένος στη Γερμανία και επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Schelling, αποφάσισε να μορφώσει του υπόδουλους συμπατριώτες του. Έτσι, με δικά του έξοδα αγόρασε όργανα φυσικής, αστρονομίας και χημείας και τα έστειλε στα Αμπελάκια, θέλοντας ν’ανοίξει πανεπιστήμιο εκεί.

Το Πατριαρχείο όμως είχε παντού μάτια κι αυτιά κι έτσι τον κατηγόρησε πως “επιχειρεί ο τολμητίας ουτοσί εν τοιούτω προχήματι τη φιλοσοφική εγκαθιδρυθείς ου μετ’ολίγης φαντασίας έδρα, την φυσικήν μετά της αλγεβραϊκοαριθμητικής παράδοσιν, ασυμβιβάστως πάντη και πάντως, τη θεοπνεύστω συμβιβάζειν Γραφή”. Ο παραλογισμός και η ανοησία των “ιεραρχών” φαίνεται από μακριά και συνάδει πλήρως με τις κατάρες που ρίχνουν σε κάθε τι ελληνικό την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ωστόσο, ο Δούγκας, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τον αφορισμό, τρομοκρατήθηκε (και λόγω της ιδιότητός του ως διακόνου) και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του. Ο Ευαγγελίδης αναφέρει:

“Πρώην σχολάρχης της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Έπειτα ηγούμενος και αρχιμανδρίτης του εν Ιασίω Μετοχίου της Μονής Βατοπεδίου Ρακετώσης. Τω 1815 κατήγγειλεν αυτόν ο εν Μολδαβία παροικών Δωρόθεος Βουλισμάς τη Μεγάλη Εκκλησία ως διδάσκοντα τα φυσικά και φιλοσοφικά παρά τα υπό της Εκκλησίας πρεσβευόμενα, κατά το σύστημα του διδασκάλου του Σέλιγγ. Και ηναγκάσθη να αποστείλη τα έργα του, άπερ κατεκρίθησαν και υπεχρεώθη να υποβάλη λίβελλον πίστεως, εκδοθέντα υπό Γεδεών, δι’ου απεδέχθη την απόφασιν της Εκκλησίας λέγων: ‘ότι απερισκέπτως και χωρίς πνεύματος τα του Αγίου Πνεύματος εισηγείτο'” (Τρύφων Ευαγγελίδης, “Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας”, τόμος Β’, σελ. 399).

Πρέπει να πω εδώ ότι δεν υπέκυψαν όλοι οι διαφωτιστές (“φωταδιστές” τους αποκαλούσε ο αλήστου μνήμης αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης) στις πιέσεις, στους διωγμούς και στις απειλές του Πατριαρχείου, παρά τη σφοδρότητα και τη λύσσα με την οποία το Φανάρι πολεμούσε κάθε προσπάθεια μόρφωσης των ραγιάδων.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Αδαμάντιο Κοραή. Δεν δείλιασε, αλλά συνέχισε τον αγώνα του, απτόητος από τις απειλές. Θα ήταν βέβαια μάταιο να πιστεύουμε ότι η εκκλησία δεν θα αντιδρούσε. Όσο λοιπόν οι υπόδουλοι Έλληνες εξοικειώνονταν με το πνεύμα του Διαφωτισμού και με τις θετικές επιστήμες – οι οποίες άλλωστε γεννήθηκαν στην Ελλάδα – , τόσο η εκκλησία προσπαθούσε να απαντήσει, αναζητώντας ερείσματα στο δικό της εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο περιελάμβανε – πέραν της μελέτης των θρησκευτικών κειμένων – τη σχολαστική διδασκαλία της γραμματικής, αποκλείοντας κάθε άλλο μάθημα, κάθε άλλη γνώση από το πρόγραμμά της. Ο Πανούτσος έγραφε “το μεγάλο οχυρό είναι ανέκαθεν η Γραμματική· αυτή εξασφαλίζει ανέκαθεν την ορθοφροσύνη και την ορθοδοξία”.

Εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον: αν ψάξετε στο διαδίκτυο το πρόγραμμα σπουδών της “Φιλοσοφικής” Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, θα δείτε ότι… η Ελληνική Φιλοσοφία απλώς δεν διδάσκεται εκεί! Μόνον κάποια εισαγωγικά στοιχεία υπάρχουν κι από εκεί κι έπειτα οι φοιτητές διδάσκονται μόνον γραμματική! Επίσης, οι απόφοιτοι της “Φιλοσοφικής” αποκαλούνται φιλόλογοι και η μοναδική τους επιστημονική εξειδίκευση είναι η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας. Όπως δηλαδή οι “γραμματικοί” της τουρκοκρατίας. Μην περιμένετε βεβαίως μεταξύ τους να βρείτε γνώστες της Ελληνικής Φιλοσοφίας· ματαιοπονείτε. οι περισσότεροι αγνοούν τελείως τη Φιλοσοφία της Ελλάδος, γιατί η “Φιλοσοφική” Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει την παγκόσμια πρωτοτυπία να μην τη διδάσκει!

Βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι, χωρίς την Ελληνική Φιλοσοφία, το πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών διαιωνίζει την εκπαιδευτική κατοχή της εκκλησίας – μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το “ορθόδοξο” δόγμα είναι η Ελληνική Φιλοσοφία, την οποίαν τόσο καθύβρισαν οι τρεις “προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων” ιεράρχες και όλο τους το συνάφι, την οποίαν αναθεματίζει η εκκλησία κάθε “Κυριακή της Ορθοδοξίας” (δηλαδή κάθε επέτειο της επανόδου της χριστιανικής ειδωλολατρίας των λειψάνων και των “θαυματουργών” εικόνων). Με άλλα λόγια, η “Φιλοσοφική” Σχολή, αντί να παράγει αποφοίτους ελεύθερους στο φρόνημα, οπλισμένους με τον Ορθό Λόγο, διαιωνίζει το ιδανικό της υποτέλειας και του ραγιαδισμού.

Χωρίς Ορθό Λόγο, χωρίς τις αξίες της αξιοπρέπειας, της παρρησίας, της ισηγορίας, της ελεύθερης σκέψης, είναι να απορούμε για την κατάντια της χώρας μας; Προφανώς όχι.

Ας δούμε όμως τι ρόλο έπαιξε ο “ήρωας” Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’. Είναι βέβαια γνωστό ότι είχε αφορίσει την Επανάσταση του ’21. Βεβαίως, δεν ήταν η μοναδική φορά που έπαιρνε το μέρος των Τούρκων και όχι των Ελλήνων, αλλά τώρα θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σε μια εγκύκλιο που ο ίδιος έβγαλε το 1819. Γράφει λοιπόν:

“Επιπολάζει ενιαχού μία καταφρόνησις περί τα Γραμματικά μαθήματα και διόλου παράβλεψις περί τας Λογικάς και Ρητορικάς τέχνας, και περί αυτήν επί πάση την διδασκαλίαν της υψηλοτάτης Θεολογίας, προερχομένη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως μαθητών ομού και διδασκάλων εις μόνα τα μαθηματικά και τας επιστήμας, και αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας -προκύπτουσα εκ τινων διεφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, ούτω και αυτά μεταξύ των πεπαιδευμένων του Γένους ανεφύησαν, πλανώμενα υφ’αυτών, και πλανώντα τους αφελεστέρους και απερίφρακτους την διάνοιαν.”

Μάλιστα. “Διεφθαρμένα ανδράρια” είναι, σύμφωνα με την εκκλησία, όσοι διδάσκουν τις θετικές επιστήμες. “Ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου”, σύμφωνα ακριβώς με τα αναθέματα της “Κυριακής της Ορθοδοξίας“. Ένας πιστός, αλλά ευφυής, χριστιανός θα απορεί: “μα, εδώ ο κόσμος χάνεται, ο λαός στενάζει κάτω απ’τον τουρκικό ζυγό κι αυτοί νοιάζονται μόνο για τη νηστεία;”. Έλα ντε! Και, όπως ανέφερα ήδη, δυστυχώς το ρωμαίικο σύστημα παιδείας, που ασχολείται μόνο με τη διδαχή της γραμματικής, κατευθύνει ακόμα και σήμερα το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ευνοώντας την παπαγαλία, τη στείρα εκμάθηση κανόνων γραμματικής και παραμελώντας σκοπίμως τη σκέψη, τον ορθολογισμό και την ελευθεροφροσύνη. Με τέτοιες εγκυκλίους, είναι να απορεί κανείς που ο Κοραής είπε “περισσότερον ήθελεν ωφελήσει το γένος σήμερον όστις καίει, παρά όστις γράφει Γραμματικάς”;

Ένας ακόμη διαφωτιστής και θύμα των διωγμών της εκκλησίας ήταν ο Ιώσηπος Μοισιόδακας. Αυτός γεννήθηκε στην Τσερναβόδα της Ρουμανίας το 1735. Φτωχός, αλλά αγαπούσε τα γράμματα και διψούσε για μάθηση. Έτσι, σπούδασε στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου χρίσθηκε διάκονος με το όνομα Ιώσηπος. Το 1753 πήγε στη Σμύρνη, όπου ζήτησε τη βοήθεια των προεστών της πόλης για να πάει στην Ευρώπη και να σπουδάσει. Όμως ο δάσκαλος Ιερόθεος Δενδρινός ήταν φανατικά αντίθετος σε κάθε επιστημονική σπουδή. Στην “Απολογία” του ο Μοισιόδακας γράφει σχετικά: “Αθεΐζουσι, κατεβόα σφαδάζων ο ανήρ, όσοι σπουδάζουσιν εν τη Φραγκία, και μετά την επιστροφήν αυτών συναθεΐζουσι και ετέρους”. Το 1760 κατάφερε να πάει στην Πάδουα της Ιταλίας, όπου επηρεάσθηκε από τις ιδέες του John Locke. Επέστρεψε στη Βλαχία (Ρουμανία) το 1765, όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση της Αυθεντικής Σχολής στο Γιάσι. Δίδασκε τη δημοτική στους μαθητές του και τους προέτρεπε να μεταφράζουν στην καθομιλουμένη τους κλασσικούς συγγραφείς, ενώ απέκλειε από τη μελέτη αρχαίων κειμένων τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς – σήμερα, το μάθημα των αρχαίων Ελληνικών στη μέση εκπαίδευση έχει νοθευθεί με την εισαγωγή εκκλησιαστικών κειμένων, τα οποία χρονολογικά είναι άσχετα με το μάθημα, ενώ περιέχουν και πλείστα λάθη, καθώς οι περισσότεροι εκ των “πατέρων” της εκκλησίας ήσαν σχεδόν αγράμματοι.

Τέλος πάντων, η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν το… θράσος του να διδάξει μαθηματικά ως προαπαιτούμενο για τη Φιλοσοφία! Έτσι, το ιερατείο τον εξανάγκασε να παραιτηθεί το 1777 και να φύγει νύχτα, όπως και ο Θεοτόκης (Τρύφων Ευαγγελίδης, “Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας”, τόμος Β’, σελ. 398). Με την υγεία του κλονισμένη από τη φυματίωση, περιπλανήθηκε πρώτα στη Βενετία, μετά στην Τεργέστη και, τελικά, στη Βιέννη. Στην “Απολογία” του ο Μοισιόδακας γράφει (σελ. 81-83): “Κατήντησα αλήτης εν ταις αλλοδαπαίς, επιθυμών πολλάκις αυτήν την επιούσιαν τροφήν, γεγηρακώς παρά καιρόν υπό των κακουχιών, και το δεινότατον, τέλος, ανδρί αισθητικώ, αντιπολεμών αεί την ατιμία (…). Ιδού το γέρας, το οποίον απονέμει ως επί το πλείστον το γένος ημών τοις πεπαιδευμένοις”.

Όπως έγραφε και ο Αλέξανδρος Πάλλης: “Το ότι η Εκκλησία έσωσε το Έθνος είναι παραμύθι. Ανάποδα βρίσκεται η αλήθεια. Η Εκκλησία στάθηκε όχι μητέρα, αλλά λάμια, μητριά”.

Συνέχεια…


(η συνέχεια στο επόμενο)


Αυτό είναι το πρώτο από τα τρία μέρη στα οποία θα παρουσιαστεί το άρθρο.  Έχει ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αιρετική Πολιτεία, όπου γίνεται ο σχολιασμός.