Το βρώμικο παιχνίδι της Εκκληcίας εις βάρος της Ελληνικής Παιδείας – III

10 May 2009
Αρθρογράφος: Αιρετικός

(συνέχεια από το δεύτερο μέρος)


Σήμερα ολοκληρώνω το αφιέρωμά μου στις μεθοδεύσεις του κηφηναριού εις βάρος της Ελληνικής Παιδείας κατά την περίοδο του Διαφωτισμού αλλά και στους πρώτους χρόνους της ύπαρξης του νεοσύστατου κράτους μας, συνεχίζοντας από τα δυο προηγούμενα μέρη (πρώτο και δεύτερο).

Αμέσως μετά, η εφημερίδα “Αθηνά” αποκαλύπτει όσα συνέβαιναν στη Σύρο:

“Αλλά μήπως και εις την Σύρον δεν ήθελον ακολουθήσει τα αυτά, αν οι φρόνιμοι πολίται της ήσαν Ναυπλιείς, αν δεν εφρόντιζον οι ίδιοι υπέρ της παιδείας των τέκνων των, και αν ο κατά τούτο αξιότιμος κύριος Χρηστίδης δεν ήτο αφωσιωμένος όλως διόλου εις τον φωτισμόν της νεολαίας της νήσου ταύτης; Και όμως μήπως δεν στερείται και το Γυμνάσιον τούτο προ τοσούτου ήδη χρόνου Καθηγητών της Λατινικής, των φυσικών επιστημών και λοιπόν; έλαβε τάχα την παραμικράν φροντίδα ο κύριος Γλαράκης διά να αναπληρώση τας ελλείψεις ταύτας του Γυμνασίου της Σύρου; όχι βέβαια· διότι η εντολή την οποίαν του επιβάλλει η συμμορία του είναι το να σκοτίση και όχι να φωτίση τους Έλληνας.”

Αναλογισθείτε σημερινές καταστάσεις… Πόσα σχολεία σήμερα υπολειτουργούν λόγω έλλειψης προσωπικού και συγγραμμάτων; Πόσα βιβλία είναι κακογραμμένα και γεμάτα λάθη είτε γιατί πρέπει να εξυπηρετηθούν ιδεοληψίες και σκοπιμότητες είτε γιατί κάποιοι συγγραφείς κάνουν αρπαχτές; Πόσοι άξιοι καθηγητές παραμένουν σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου να προωθηθούν σε θέσεις διευθυντών και υποδιευθυντών σχολείων ανίκανοι ή χριστιανοταλιμπάν; Πόσοι παράγοντες των κατά τόπους διευθύνσεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έπρεπε – λόγω ανικανότητος ή/και διαφθοράς – να είχαν πάει στα σπίτια τους, αλλά… για να μην πει το ΠΑΣΟΚ ή το οποιοδήποτε κόμμα ότι γίνονται “κομματικές προγραφές”, παραμένουν ανέγγιχτοι;

Συνεχίζει τις αποκαλύψεις η εφημερίδα για τα σχολεία της Πελοποννήσου, όπου, όπως καταγγέλλει, ακολουθούνταν εκπαιδευτικές μέθοδοι του 15ου αιώνα, αυτές που οι διαφωτιστές είχαν καταργήσει στα προεπαναστατικά χρόνια και επανέφεραν στην άρτι ελευθερωθείσα Ελλάδα ο Γλαράκης και το εκκλησιαστικό παρακράτος.

“Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την Πελοπόννησον· ποια είναι τα σχολεία της ενδόξου ταύτης γης της αρχαιότητος; αν εξαιρέσωμεν της Τριπολιτσάς, το οποίον διατηρεί εις καλήν κατάστασιν η αρετή του Θεοδοσίου Περγαμηνού, τα λοιπά τα βλέπει τις παραλυμένα σχεδόν και χωρίς ποσώς καρπόν. Η κυβέρνησις ενέκρινε να συστήση Γυμνάσιον και εις τας Πάτρας και εις το Μεσολόγγιον, αλλά τα Γυμνάσια των δύο τούτων πόλεων δεν έχουν ούτε των σχολείων αυτών μορφήν· και εις τα δύο ταύτα, τα ονομαζόμενα Γυμνάσια, δεν είναι διωρισμένοι, ειμή διδάσκαλοι διά την αρχαίαν Ελληνικήν γλώσσαν, και αν εις τας Πάτρας διδάσκεται και κάτι περισσότερον από τον ακάματον Ραδινόν, εις το Μεσολόγγιον όμως διδάσκονται μόνον τα λεγόμενα καλά γραμματικά, δηλαδή η Ελληνική γλώσσα ξηρή και χωρίς καρπόν, κατά το σύστημα του ΙΕ’ αιώνος.”

Η εφημερίδα παρατηρεί ότι ο Γλαράκης και το παρακράτος, του οποίου τις εντολές αυτός εκτελούσε πιστά, υπονόμευε όλες τις προσπάθειες που έκαναν οι προκάτοχοί του για να δημιουργηθεί ένα σωστό σύστημα εκπαίδευσης στην Ελλάδα:

“Αλλ’ ας ρίψωμεν εν βλέμμα και εις αυτά τα Δημοδιδασκαλεία· και αυτά όχι μόνον εις την Πελοπόννησον, αλλά και εις την Στερεάν Ελλάδα και παντού είναι σπάνια· διά δε τον διοργανισμόν και τας προόδους αυτών, αφίνομεν τους ιδίους κατοίκους της Ελλάδος να ομολογήσουν· ώστε εξ απάντων τούτων ημπορούμεν να είπωμεν, ότι η παιδεία την οποίαν οποσούν εμψύχωσαν οι προκάτοχοι του κυρίου Γλαράκη, βαθμηδόν παραλύεται παντού εις τας μέρας τούτου και η κοινωνία μας προετοιμάζεται να γίνη κοινωνία Μουζίκων και Τσαράνων, και όχι κοινωνία λογικών ανθρώπων. Αλλά μόνη η λογική ανάπτυξις των νοητικών δυνάμεων των ανθρώπων δύναται να κρατύνη και να αυξήση το σήμερον αδύνατον και μικρόν ελληνικόν κράτος, η ανάπτυξις του λογικού ημπορεί να φέρη την ευνομίαν και την ευδαιμονίαν εις τους πολίτας· πλην αυτά, όσον και αν συμφέρουν την Ελλάδα, συμφέρουν και εις τους εντολείς του κυρίου Γλαράκη; Εξ εναντίας μάλιστα ο ένθερμος ενθουσιασμός των Ελλήνων προς την παιδείαν, η ιδία τάσις των εις αυτήν, και το Ελληνικόν πνεύμα των, το οποίον μετ’ ολίγον θέλει διαδώσει εις την γειτονίαν των τα φώτα, αποκαθίστανται το μεγαλήτερον προς τους σκοπούς των εντολέων του πρόσκομμα· όθεν και διά να ανατρέψουν την πρόοδον της παιδείας και οι Οικονόμοι και οι Δεσούτζοι και άλλοι εθεωρήθησαν πολλά αναγκαία εις την Ελλάδα.”

Όπως βλέπετε, από τότε ξεκινούν τα δεινά του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα… Κι ο “κύριος” Γλαράκης σήμερα τιμάται ως πολιτικός που προσέφερε πολλά στον τόπο, ο δε Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων θεωρείται κι αυτός… ευεργέτης της Ελλάδος – Α ρε Λαυρέντη!

Αλλά υπάρχει και συνέχεια: η εφημερίδα “Αθηνά” συνεχίζει το άρθρο της επιστρέφοντας στη δίωξη του Καΐρη, η οποία ήταν έτσι κι αλλιώς το θέμα και η αφορμή για το δημοσίευμά της.

“Δεν κατεδιώχθη λοιπόν ο Καΐρης, διότι προσέβαλε την Χριστιανικήν θρησκείαν, διότι οι διώκται του τόσον σέβας έχουν προς την θρησκείαν ταύτην, όσον ο πρακτικός τους βίος είναι όλως διόλου αντιχριστιανικός· κατεδιώχθη, διότι εφώτιζε την νεολαίαν, και διότι απαρνήθη τον εαυτόν του, και αφιερώθη όλως διόλου εις την λογικήν των Ελλήνων ανάπτυξιν· αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι της καταδιώξεώς του. Πλην ημπορούμεν να βεβαιώσωμεν τους επιτετραμμένους τον διωγμόν της παιδείας μας, ότι προς κέντρα λακτίζουν, και ότι άλλο δεν κατορθώνουν με τας ενεργείας των, ειμή να διεγείρουν επί πλέον την όρεξιν των Ελλήνων προς την παιδείαν αυτήν.”

Η δίωξη του Καΐρη είχε ξεσηκώσει πολλές αντιδράσεις. Πρώτοι αντέδρασαν οι κάτοικοι της Άνδρου και οι μαθητές του, οι οποίοι, σε επιστολή τους προς τον Όθωνα με ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1839, ζητούσαν την άμεση αποκατάσταση του Δασκάλου τους. Την επιστολή υπέγραφαν οι επιφανείς πολίτες του νησιού και σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο – πλην όμως, ο Όθων ουδέποτε απήντησε. Τέλος πάντων, ο Καΐρης άντεξε τις κακουχίες και, προς μεγάλη απογοήτευση του ιερατείου, όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, αλλά, με επιστολή του της 17ης Νοεμβρίου 1839 που έστειλε από τη Σκιάθο, “απευθυνόμενος προς την Ιεράν Σύνοδον της Ελλάδος, υπεραμύνετο δι’ άλλην μίαν φοράν του δικαιώματος της ‘ελευθερίας συνειδήσεως’, θυμίζοντας ότι στο παρελθόν όσοι προσπάθησαν διά της βίας και του καταναγκασμού να αποσπάσουν ομολογία συνειδήσεως, απέτυχαν οικτρά” (Κώστας Π. Μανδηλάς, “Ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός”, σελ. 143-144, Αθήνα 2002, εκδόσεις “Ανοιχτή Πόλη”).

Εν τω μεταξύ, το κύμα των αντιδράσεων υπέρ του Καΐρη διογκωνόταν. Οι μαθητές του στέλνουν επιστολή από τη Σύρο, με ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου 1839, η οποία δημοσιεύθηκε στο φύλλο 705/1840 της εφημερίδας “Αθηνά”, με την οποία δηλώνουν ότι ο φιλόσοφος ουδέποτε τους δίδαξε αυτά για τα οποία τον κατηγορούν. Ακόμη και η εφημερίδα “Φίλος του λαού”, η οποία ήταν ουσιαστικά το δελτίο Τύπου της κυβέρνησης, μιλούσε για διαδηλώσεις υπέρ του Καΐρη στους δρόμους της Αθήνας.

Ας δούμε όμως τώρα τη φωτοσβεστική συνωμοσία της “Φιλορθοδόξου Εταιρείας”, της οποίας ηγείτο ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων, αυτός ο “ευεργέτης” της πατρίδας μας και “διδάσκαλος του Γένους”.

Καθώς εξελίσσονταν οι διαδηλώσεις υπέρ του Καΐρη στην Αθήνα, επενέβη ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο ΣΤ’, ηθικός αυτουργός και εμπνευστής του νέου διωγμού των Διαφωτιστών. Ο Όθων δεν τολμούσε να έρθει σε μεγαλύτερη σύγκρουση με τους ρωσόφιλους, οπότε άφησε τον Καΐρη στη μοίρα του, παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, πιστεύοντας πως έτσι θα κατάφερνε να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των αντιμαχομένων κομμάτων-φατριών. Θυμηθείτε ότι τότε κάθε κόμμα λειτουργούσε ως εκπρόσωπος μιας μεγάλης δύναμης. Όταν ξεσκεπάστηκε η συνωμοσία της “Φιλορθοδόξου Εταιρείας”, οι φοιτητές της Αθήνας αποφάσισαν να αντιδράσουν πιο δυναμικά: στις 30 Δεκεμβρίου του 1839 περικύκλωσαν το σπίτι του Γλαράκη, άναψαν φωτιές γύρω-γύρω κι άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα εναντίον του και υπέρ του Συντάγματος. Στα “Απομνημονεύματά” του ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει σχετικά:

“Το 1839 Δεκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρείαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. Δούλευε εδώ – μέσα εις το κράτος κ’ έξω εις την Τουρκιά – κ’ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας, έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήριά τους και τους πιάσαν τα έγγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρεία αυτείνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτεινής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος· εκεί ‘σ το σπίτι του βρέθηκαν πολλά έγγραφα. Ήταν κι ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι’ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν τον Τζορτζέτο και Νικήτα κι’ άλλους. ‘Στο μυστικόν ήταν κι’ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς, και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. Αγροικιώνταν παντού και την πρωτοχρονιά τ’ Αϊβασιλιού θα κάναν το κίνημά τους εις την εκκλησία να βαρέσουν τον Βασιλέα κι’ άλλους πολλούς και ν’ ακολουθήσουνε αυτό παντού. Τότε εγώ ήμουν, αστενής· ήρθαν οι πολίτες με πήραν άρρωστον. Κατέβηκα εις την χώρα· συναχτήκαμεν, όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαμεν όλων των πολιτικών και ήμαστε έτοιμοι να προτρέξωμεν διά την πατρίδα μας και βασιλέα μας. Έβγαλαν τον Γλαράκη κι’ οπαδούς τους από τις υπηρεσίες.”

Αποκαλύπτεται λοιπόν περίτρανα η συνωμοτική δράση του… “διδασκάλου του Γένους” Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων, του Γλαράκη και της Φιλορθοδόξου συμμορίας.

Το 1840, στις 28 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα “Αθηνά” δημοσίευσε γραπτή διαμαρτυρία Ελλήνων σπουδαστών που φοιτούσαν σε σχολές του Παρισιού. Το αίτημα ήταν πάλι η άμεση απελευθέρωση του Καΐρη. Το φιλοκαϊρικό κλίμα γινόταν όλο και πιο έντονο, αναγκάζοντας έτσι την κυβέρνηση να προβεί σε κάποια υποχώρηση· έτσι, απομακρύνθηκε από το μοναστήρι της Σκιάθου όπου εκρατείτο κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες και μεταφέρθηκε σε άλλη μονή, όπου η διαβίωσή του θα ήταν ευκολότερη. Βεβαίως, ο Καΐρης, ως γνήσιος αγωνιστής, δεν το έβαζε κάτω. Εξακολούθησε να διαμαρτύρεται και να απαιτεί ως πολίτης να δικαστεί από πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους. Το Μάρτιο του 1840 μεταφέρθηκε με κανονιοφόρο του βασιλικού ναυτικού από τη Σκιάθο σε μονή της Σαντορίνης όπου θα συνεχιζόταν η κράτησή του. Το πλοίο αναγκάσθηκε να αγκυροβολήσει για λίγο καθώς διέσχιζε το στενό του Ευρίπου λόγω της παλίρροιας. Οι κάτοικοι της Χαλκίδας, μόλις πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο αυτό μετέφερε τον Δάσκαλο του Έθνους, συνέρρευσαν στη γέφυρα και χαιρετούσαν τον φυλακισμένο αγωνιστή του Πνεύματος.

Δυστυχώς, η υγεία του είχε ήδη διαταραχθεί επικίνδυνα κατά την κράτησή του στο κολαστήριο της Σκιάθου. Ήταν πλέον σχεδόν παράλυτος από τη μία πλευρά, ενώ και η ακοή και η όρασή του είχαν υποστεί βαριά βλάβη. Το πλοίο έδεσε στα Φηρά το βράδυ της 3ης Απριλίου 1840. Ο διοικητής της Θήρας Ν.Α. Τσαμαδός παρέδωσε τον κρατούμενο Δάσκαλο στον ηγούμενο Ιερόθεο Ρώσο, μαζί με έγγραφο της Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο διέτασσε την ανθρώπινη μεταχείριση του Καΐρη: να υπάρχει μέριμνα για την υγεία και την ασφάλειά του, να τρέφεται καλά, να είναι ευάερο και ευήλιο το κελί του και να δέχεται επισκέψεις για την παρηγοριά του – τόσο από μοναχούς όσο και από συγγενείς του, με τους τελευταίους να χρειάζονται ειδική κυβερνητική άδεια. Μάλιστα, οι συγγενείς να χρειάζονται ειδική άδεια, αλλά ελεύθερα να μπαινοβγαίνουν οι φωτοσβέστες φονιάδες της Εκκληcίας!

Σε επιστολές του προς την αδελφή του Ευανθία από το νέο του χώρο κράτησης ο Καΐρης έγραφε πώς ήλπιζε ότι η νέα κυβέρνηση Κριεζή θα έπαυε την παράνομη κράτησή του και θα του επέτρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα. Έγραφε επίσης και στον ίδιο τον Όθωνα, προς τον οποίον οι πιέσεις για την απελευθέρωση του Καΐρη γίνονταν ολοένα και εντονότερες, καθώς η κίνηση για την απελευθέρωσή του έβρισκε διαρκώς περισσότερους υποστηρικτές.

Απελευθερώθηκε από τη μονή του Προφήτη Ηλία της Σαντορίνης με βασιλικό διάταγμα που του επέτρεπε να φύγει εκτός Ελλάδος, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό σε ελληνικό έδαφος, τον Οκτώβριο του 1841. Τον ίδιο καιρό, η Σύνοδος τον καθαίρεσε από κληρικό. Ο Καΐρης έφυγε από τη Θήρα με το πλοίο “Ευανθία”, που είχε προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε δεκτός από πλήθος κόσμου που τον επευφημούσε. Από εκεί ταξίδεψε διά θαλάσσης προς τη Μασσαλία, από όπου έφθασε τελικά, μέσω Λυών, στις αρχές του καλοκαιριού του 1842.

Ωστόσο, όπως προανέφερα, τελικά τα τσιράκια της Εκκληcίας δε σεβάστηκαν ούτε τον τάφο του μεγάλου, αλλά λησμονημένου ελέω ΕΛ-ληνορθόδοξης προπαγάνδας, Δασκάλου και τον βεβήλωσαν, όπως βεβήλωσαν το πτώμα της Υπατίας, την οποία δολοφόνησαν κατ’εντολήν του Κυρίλλου Α’ της Αλεξανδρείας.

Συνέχεια…


Με αυτή την δημοσίευση ολοκληρώνεται το άρθρο, το οποίο παρουσιάστηκε σε τρία μέρη.  Έχει ήδη δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αιρετική Πολιτεία, όπου γίνεται ο σχολιασμός.