«Άγιο φως»: η άλλη όψη τού νομίσματος – I

29 May 2009

 
Αρθρογράφος: Κώστας


Εικόνα

Ας είμαστε ειλικρινείς: η περίπτωση το φαινόμενο τού «Αγίου Φωτός» όντως να οφείλεται σε θαύμα, για τους περισσότερους από εμάς τους «θρησκευτικά αποστασιοποιημένους», δεν μπορεί να ιδωθεί διαφορετικά παρά μόνο ως ένα απειροελάχιστο θεωρητικό ενδεχόμενο που ο προσδιορισμός τής πιθανοφάνειάς του ελάχιστα θα απείχε από τη διαρρήδην απόρριψή του. Γεγονός είναι όμως επίσης ότι οι διάφορες προσπάθειες απομυθοποίησης που κατά καιρούς έχουνε γίνει από την πλευρά των σκεπτικιστών, παρότι εξηγούν κάποιες εκφάνσεις τού φαινομένου, προς το παρόν δεν έχουν καταφέρει ακόμα να δώσουν απόλυτα πειστικές απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που εγείρει η πολυσυνθετότητά του. Το τι λοιπόν πραγματικά συμβαίνει κάθε Μεγάλο Σάββατο στα Ιεροσόλυμα, υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής επιστημονικής έρευνας. Αυτό ωστόσο που ανενδοίαστα μπορεί να διερευνηθεί και να προσεγγισθεί με κριτικό πνεύμα είναι το θεολογικό υπόβαθρο τού φαινομένου και η -για την πλειονότητα των πιστών- λιγότερο γνωστή προϊστορία του.

Ο μύθος τής μυστικής προσευχής

Γύρω από την ειδική δεητική ευχή που αναπέμπεται από τον Έλληνα Πατριάρχη, έχουν υφανθεί φοβεροί μύθοι και θρύλοι, με κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι πρόκειται για κάποια μυστική προσευχή που μόνο εκείνος γνωρίζει! Κάτι τέτοιο ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Η εν λόγω ευχή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1933 από τον Αρχιμανδρίτη (διδάκτορα τού Πανεπιστημίου Αθηνών) Κάλλιστο Μηλιαρά και αναδημοσιεύτηκε το 1967 στο περιοδικό Νέα Σιών, επίσημο όργανο δημοσιευμάτων τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων [1] ۬ συνεπώς δε μιλάμε για κάποιο επτασφράγιστο, φοβερό μυστικό στο οποίο κανείς άλλος δεν έχει πρόσβαση πλην τού Ορθόδοξου Πατριάρχη, αλλά για ένα κείμενο που είδε για πρώτη φορά το φως τής δημοσιότητας ήδη πριν από ογδόντα σχεδόν ολόκληρα χρόνια!

Η απίστευτη ομολογία

Τι λέει όμως άραγε η πολυθρύλητη αυτή προσευχή; Τι δέεται ο Πατριάρχης όταν απομονώνεται στο Κουβούκλιο τού Παναγίου Τάφου; Μα τι άλλο -θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς- παρά να συμβεί αυτό που (υποτίθεται ότι) κάθε φορά συμβαίνει: να κατέλθει δηλαδή το «Άγιο Φως» θαυματουργικά από τον ουρανό και να φωτίσει όλη την οικουμένη! Όμως αλίμονο, οι φραστικές διατυπώσεις που χρησιμοποιούνται στην ευχή, είναι σαφέστατες και οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η φωταψία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τελετή συμβολικού χαρακτήρα και ότι το φως που εμφανίζεται κάθε Μεγάλο Σάββατο στα Ιεροσόλυμα, δεν κατέρχεται εξ ουρανού, αλλά έχει απολύτως φυσική προέλευση, χαρακτηρίζεται δε άγιο ακριβώς επειδή εξάγεται από τον Πανάγιο Τάφο!

Η ερμηνεία αυτή -όπως θα καταδειχθεί παρακάτω- προκύπτει αβίαστα με την απλή ανάγνωση και μόνο τής ευχής, κάτι που στο βιβλίο του Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά ρητά παραδέχθηκε ακόμα και ο π. Μεταλληνός (!), συντασσόμενος έτσι απόλυτα με «τόν σεβαστό μου διδάσκάλο, γνωστό άρχαιολόγο καί άριστο γνώστη τού χώρου τής Ὀρθόδοξης Λατρείας, καθηγητή καί ακαδημαϊκό κ. Κωνσταντίνο Καλοκύρη».

Ο π. Μεταλληνός στο βιβλίο του συμπυκνώνει και σχολιάζει έργα υπερμάχων, αλλά και αρνητών τής θεωρίας περί θαύματος, τα οποία και αναδημοσιεύει αυτούσια. Ορισμένα επιχειρήματα -τόσο υπέρ όσο και κατά- αξιολογούνται με προσεχτικούς, μετριοπαθείς χαρακτηρισμούς, ενώ άλλα αφήνονται ασχολίαστα. Αυτό όμως που πραγματικά αφήνει τον αναγνώστη άναυδο είναι η απερίφραστη παραδοχή ότι στην ευχή -την οποία κι ο ίδιος ο κληρικός-καθηγητής δέχεται ως «‘‘κλειδί” για την κατανόηση της Τελετής και την τεκμηρίωση της φύσεως τού ‘‘Αγίου Φωτός”»«[…] ‘‘πουθενά δεν γίνεται λόγος (ούτε καν υπαινιγμός) περί ‘άνωθεν κατερχομένου αΰλου Φωτός’ κατά τη στιγμή εκείνη, αλλά νοείται μόνο φως φυσικό, πού ανάβεται στην ανάμνηση του Αναστάντος Χριστού”». [2]

Με το συγκλονιστικό αυτό σχόλιο λοιπόν, ο π. Μεταλληνός -όπως κι ο ίδιος πριν από μερικούς μήνες ρητά παραδέχθηκε σε δημόσια τηλεοπτική του εμφάνιση- εξέφρασε σαφείς επιφυλάξεις για το φαινόμενο τού «Αγίου Φωτός», γεγονός για το οποίο -όπως ο ίδιος παρατήρησε- θα έπρεπε μάλιστα όχι να κατηγορείται, αλλά να επαινείται! Διά τής έμμεσης δε αυτής αμφισβήτησης, συντάχθηκε όχι μόνο με την ερμηνεία τού διδασκάλου του Κωνσταντίνου Καλοκύρη, αλλά στον πυρήνα της εν μέρει και μ’ αυτήν τού Στ. Καραθεοδωρή, ιατρού, κορυφαίου στελέχους τού φαναριώτικου κύκλου και συγγραφέα σημαντικών φιλολογικών και θεολογικών έργων, ο οποίος θεωρούνταν από τη Μεγάλη Εκκλησία θεολογική αυθεντία [3]. Ο Καραθεοδωρής στο ανέκδοτο έργο του Αντίρρησις (1832-1836) ενώ ασκεί κριτική στον Κοραή για την πολεμική του κατά των Ιεροσολυμίτων Πατριαρχών, στο ζήτημα τού «Αγίου Φωτός» δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών [4]:

«[…] ἐκράτησεν ἔθος ἀνάπτεσθαι φῶς ἐπί τοῦ ἁγίου τάφου καί ἀπ’ ἀυτό ἄλλα φῶτα πανηγυρικά […]»

«Τό ἐν Ἱερουσαλήμ Ἅγιον φῶς οὐδείς τῶν πατριαρχῶν, τῶν ἄρχιερέων, τῶν ἱερέων, τῶν ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας μετόχων, ὡς οὐδέ οἱ πλείους τῶν τυχόντων πιστεύουσι θαυματουργικόν […]»

«Ἀλλά διατί τό λέγουσιν Ἅγιον Φῶς; Ναίσκε! Ἅγιον Φῶς! Διότι ἀνάπτεται ἐπί τόν ἅγιον τάφον, καί οἱ πιστοί ευλαβῶς τό λαμβάνουσιν, ἀλλ’ ἡ εὐλάβεια αὕτη μεταπεσοῦσα εἰς δεισιδαιμονίαν διά τήν τῶν πολλῶν ἀμάθειαν ἰσχυροποίησε μεταξύ τῶν ἁπλουστέρων ἀδελφῶν καί τόν λόγον, ὅν προλαβόντως διέδωκαν οἱ Φραγκοπαπάδες ἀνέκαθεν, ὅτι διά θαύματος ἅπτεται φῶς»

«Τό φῶς, λοιπόν, οὐδ’ ἄλλην ἁγιότητα ἔχει, εἰ μή ὅτι ἀνάπτεται εἰς τόν τάφον τοῦ Κυρίου [5], καθ’ ἥν ἡμέραν ἐτελέσθη τό μέγα μυστήριον τῆς ἀναστάσεως […]»

Ο προβληματισμός τού π. Μεταλληνού

Συνεκτιμώντας δε την κατηγορηματική διαβεβαίωση τού Αρχιεπισκόπου Νικηφόρου Θεοτόκη το 1800 ότι το φως δεν κατέρχεται θαυματουργικά εξ ουρανού, αλλά ανάβεται από τον Πατριάρχη κι εν συνεχεία μεταδίδεται στους πιστούς ως αγιασμένο, χωρίς η εκκλησία να μπορεί να θεραπεύσει «τήν τοῦ χύδην λαοῦ ὑπόληψιν» [6] και σε συνδυασμό με παλαιότερες μαρτυρίες όπως αυτήν τής Αιθερίας το 385 μ.Χ. («κατά τήν δεκάτη ὥρα […], ἀνάβουν ὅλους τούς λύχνους καί τά κηρία, πράγμα πού κάνει μιά ἐξαίρετη φωτοχυσία. Ἀλλά τό φῶς μέ τό ὁποῖον ἀνάβουν (αὐτά), δέν τό φέρνουν ἀπ’ ἔξω ἀλλά προέρχεται ἀπό τό ἐσωτερικό του σπηλαίου […] ὅπου νυχθημερόν καίει λύχνος») [7], δεν μπορεί κανείς παρά να προβληματιστεί σφόδρα. Ο ίδιος ο π. Μεταλληνός στη μελέτη του αποστασιοποιήθηκε ρητά από τη συλλογιστική τής κατ’ οικονομίαν σιωπώσης Εκλησίας δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι προτιμά «τους ‘‘αθέους” που απορρίπτουν διαρρήδην κάθε περίπτωση θαύματος στο θέμα τού ‘‘Αγίου Φωτός”, από την για οποιονδήποτε λόγο απόκρυψη […] τής αλήθειας» [8]! Μιας αλήθειας την οποία ωστόσο η Εκκλησία κατά τον κ. Καλοκύρη στην ουσία ομολογεί με την ευχή έστω που διαβάζεται κατά την Τελετή τού Μ. Σαββάτου. Την εν λόγω δέηση παραθέτει και αναλύει στο βιβλίο του ο κ. Καλοκύρης διεξοδικά καταλήγοντας στο συμπέρασμα που -όπως είδαμε πιο πάνω- ασπάστηκε στη μελέτη του το 2001 και ο π. Μεταλληνός: ότι δηλαδή εάν θέλουμε να κατανοήσουμε την τελετή και τη φύση τού φωτός («φυσικό ή υπερφυσικό;»), θα πρέπει να δούμε τι λέει η ευχή και αυτό που αβίαστα προκύπτει από την ευχή είναι ότι το φως ανάβει με καθ’ όλα φυσικό τρόπο, έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και η αγιότητά του συνίσταται απλώς και μόνο στο γεγονός ότι προέρχεται από τον Πανάγιο Τάφο!

Διαβάζοντας την προσευχή

Να όμως μερικά από τα επίμαχα σημεία τής ευχής στα οποία ο αναγνώστης καλείται να εστιάσει την προσοχή του:

«[…] μνείαν ποιούμεθα καὶ τῆς ἐν Ἅδου καθόδου σου, […] τῇ ἀσταπῇ τῆς σῆς θεότητος φωτὸς πληρώσας τά καταχθόνια. Ὅθεν […] κατὰ τοῦτο τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον […] σὲ τό ὄντως ἱλαρὸν καὶ ἐφετὸν φῶς ἐν τοῖς καταχθονίοις θεϊκῶς ἐπιλάμψαν, ἐκ τάφου δέ θεοπρεπῶς ἀναλάμψαν ἀναμιμνησκόμενοι, φωτοφάνειαν ποιούμεθα, σού τήν πρός ἡμᾶς συμπαθῶς γενομένην θεοφανείαν, εἰκονίζοντες˙[…] Διά τοῦτο, ἐκ τοῦ ἐπὶ τοῦτον τὸν φωτοφόρον σου Τάφον ἐνδελεχῶς καί ἀειφώτως ἐκκαιομένου φωτός εὐλαβῶς λαμβάνοντες, διαδίδομεν τοῖς πιστεύουσιν εἰς σὲ τὸ ἀληθινὸν φῶς καὶ παρακαλοῦμεν καὶ δεόμεθὰ σου, Παναγιότατε Δέσποτα, ὅπως ἀναδείξῃς αὐτὸ ἁγιασμοῦ δῶρον καὶ πάσης θεϊκῆς σου χάριτος πεπληρωμένον, διὰ τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου καὶ φωτοφόρου Τάφου σου˙καὶ τοὺς ἁπτομένους ευλαβῶς αὐτοῦ εὐλογήσης καί ἁγιάσης […]. Αμήν.»

Όπως επισημαίνει ο κ. Καλοκύρης «η ευχή είναι πολύ διαφωτιστική». Και πράγματι, πουθενά δε γίνεται λόγος για θαυματουργικά εμφανιζόμενο φως, αλλά «νοείται μόνο φως φυσικό, που ανάβεται στην ανάμνηση τού Αναστάντος Χριστού, τού αληθινού φωτός τού Κόσμου». Εις ανάμνησιν λοιπόν τού θαύματος εκείνου, ο Πατριάρχης δημιουργεί -ο ίδιος!- εμφάνιση φωτός, εικονίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θεοφάνεια τού Χριστού που βίωσαν οι άνθρωποι. «Και η Ευχή […] προχωρεί και εξηγεί το από πού παίρνεται το φως για να ανάψουν οι λαμπάδες και, στη συνέχεια, να μεταδοθεί στούς πιστούς. Και είναι ο τόπος αυτός ο άγιος Τάφος και πηγή τού φωτός το οποίο ευλαβώς λαμβάνει ο Πατριάρχης, είναι η ιερή λυχνία που ΣΥΝΕΧΩΣ και πάντοτε καίει εκεί».

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο κ. Καλοκύρης τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση τη λέξη «ἀναδείξῃς» η οποία «δηλώνει καθαρά ότι το φως (όχι μόνο δεν είναι ουρανόπεμπτο, αλλά) δεν έχει ακόμα αναδειχθεί ιδιαίτερον ‘‘αγιασμοῦ δώρον” […]. Εάν όμως, με άλλα λόγια, το φως ήταν ουρανόπεμπτο, τότε δεν θα παρακαλούσε ο Πρωθιεράρχης όπως το αναδείξει ο Θεός. Και πώς θα γίνει αυτή η ανάδειξη; Επεξηγεί η ευχή: Διά τής χάριτος τού Παναγίου Τάφου».

Προς επίρρωσιν δε τής ερμηνείας αυτής ο κ. Καλοκύρης παραπέμπει «στις ευχές τού Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων (όπως γίνει το ‘‘ὕδωρ ἁγιασμοῦ δῶρον καί … ἀναδειχθῆναι αὐτό ἀποτρόπαιον…”), και τής ευχής για τη μετουσίωση των Τ. Δώρων στη Λειτουργία τού Μ. Βασιλείου (δέεται ο ιερέας όπως ο Θεός τα Τίμια Δώρα ‘‘εὐλογῆσαι, ἁγιάσαι και ἀναδεῖξαι”). Λοιπόν ‘‘ἁγιάσαι και ἀναδεῖξαι” έχουμε σε αυτές τις ευχές, όπως ακριβώς και στην ευχή τού αγίου φωτός».

Ο χριστιανικός αντίλογος

Η ευχή, αντιλέγουν οι ορθόδοξοι, σε κανένα σημείο δεν αναφέρει ρητά ότι το φως ΔΕΝ κατέρχεται θαυματουργικά, αλλά ανάβεται συμβολικά (εννοείται υπό τινός). Εκτός αυτού, η διατύπωση «ὅπως ἀναδείξῃς αὐτὸ ἁγιασμοῦ δῶρον» ουδόλως σημαίνει ότι το φως δεν είναι ήδη άγιο. Απλώς ο Πατριάρχης δέεται οι πιστοί που θα το λάβουν με ευλάβεια, να ευλογηθούν και να γίνουν κοινωνοί τής αγιότητάς του. Ό,τι ακριβώς δηλαδή συμβαίνει και με τη Θεία Ευχαριστία όπου ο ιερέας μετά τη μετάληψη των (μεταβληθέντων και συνεπώς ΗΔΗ αγίων) Τιμίων Δώρων, αναπέμπει ευχές με αιτούμενο την ευλογία των μεταλαβόντων.

Οι ενστάσεις όμως αυτές είναι πέρα για πέρα αβάσιμες. Καταρχάς ο ισχυρισμός ότι η ευχή σε κανένα σημείο δεν αναφέρει ρητά πως το φως ΔΕΝ κατέρχεται θαυματουργικά, αλλά ανάβεται συμβολικά υπό τινός, έρχεται καταφανώς σε σύγκρουση με τη θέση που διατύπωσε ο π. Μεταλληνός στο βιβλίο του. Ο κληρικός-καθηγητής, υπενθυμίζουμε, χαρακτήρισε το συμπέρασμα τού Καλοκύρη ότι πουθενά στην ευχή δεν αναφέρεται ρητά ή έστω υπονοείται ένα ουρανόθεν κατερχόμενο φως, αυτολεξεί ΟΡΘΟ. Συνεπώς οποιαδήποτε απόπειρα εξαγωγής τού αντίθετου συμπεράσματος επί τη βάσει τού κειμένου τής ευχής, αυτομάτως θέτει σε άμεση αμφισβήτηση την κρίση τού π. Μεταλληνού. Η ορθοδοξία, ασφαλώς, δεν εκπροσωπείται ούτε και δεσμεύεται από το τι λέει κάθε φορά ο κληρικός-καθηγητής ή οποιοσδήποτε άλλος λόγιος θεολόγος, επειδή όμως από την πλευρά των απολογητών επιχειρήθηκε να διαστρεβλωθεί το νόημα των δηλώσεων αυτών και να υποβαθμισθεί το θέμα, καλό είναι να μπουν τα πράγματα στη σωστή τους βάση.

Πέραν τούτου, με ποια λογική η σιωπή μιας μαρτυρίας περί τού οποιουδήποτε συμπεράσματος θα ήθελε να εξαγάγει κανείς, θεωρείται επιχείρημα υπέρ τής ορθότητας τού μη ρητά αναφερομένου ή σαφώς υπονοουμένου αυτού συμπεράσματος; Πώς είναι δυνατόν δηλαδή, επειδή η ευχή δεν αναφέρει το τι ΔΕΝ συμβαίνει, να συνάγεται με τόση ευκολία το συμπέρασμα ότι αυτό κάλλιστα μπορεί να… συμβαίνει;! [9]

Ούτως ή άλλως όμως, δε χρειάζεται να ψάχνουμε για εκείνα που ποτέ δεν ειπώθηκαν, αφού κι αυτά που ειπώθηκαν αρκετά είναι. Το ότι το φως δεν κατέρχεται ουρανόθεν, αλλά προέρχεται από ανθρώπινο χέρι, προκύπτει φερ’ ειπείν από τη φράση «φωτοφάνειαν ποιούμεθα» η οποία σημαίνει «κατασκευάζουμε, δημιουργούμε εμφάνιση φωτός». Όσον αφορά τη μετοχή «ἐκκαιομένου φωτός», μπορεί μεν δεδομένης τής απουσίας ποιητικού αιτίου να μην είναι απόλυτα σαφές ότι εδώ έχουμε πράξη διενεργούμενη υπό τινός, η παθητική φωνή ωστόσο ως γνωστόν δεν ενδιαφέρεται άμεσα για το ποιητικό αίτιο. Συνεπώς το ότι δεν αναφέρεται ρητά ποιος ή τι «εκκαίει» το φως, από τη στιγμή που προηγείται η φράση «φωτοφάνειαν ποιούμεθα», ελάχιστη σημασία έχει. Όπως είδαμε άλλωστε, ο ίδιος ο π. Μεταλληνός, συμφώνησε ανεπιφύλαχτα με το συμπέρασμα ότι από την ευχή συνάγεται πως το φως «ανάβεται» (όχι: «ανάβει»)! Δέχτηκε δηλαδή αδιαμαρτύρητα και επανέλαβε μια διατύπωση που πέραν πάσης αμφισβήτησης εκφράζει πράξη διενεργούμενη υπό τινός! Όσον αφορά δε τον συμβολικό χαρακτήρα τής φωταψίας, οι φράσεις «τό φῶς […] ἀναμιμνησκόμενοι», «φωτοφάνειαν ποιούμεθα» και «θεοφάνειαν εικονίζοντες» είναι κάτι παραπάνω από σαφείς, γι’ αυτό και ο (όχι μόνο θεολογικά, αλλά και γλωσσικά καταρτισμένος) π. Μεταλληνός δεν προέβαλε την παραμικρή ένσταση.

Όσο για τον επιχειρούμενο παραλληλισμό με τη Θεία Ευχαριστία (ή το αγιασμένο νερό, το Ευχέλαιο κ.ο.κ.), η όλη επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται είναι εντελώς αβάσιμη. Καταρχάς, σε αντίθεση με (αυτό που πιστεύεται για) το «Άγιο Φως», ο Άρτος κι ο Οίνος τής Θείας Κοινωνίας στην αρχή έχουν απολύτως φυσική σύσταση και προέλευση. Άγια γίνονται μόνο ΜΕΤΑ την ειδική δέηση τού ιερέα, ενώ οι ευχαριστήριες ευχές που επικαλούνται οι χριστιανοί λόγω κάποιων ομοιοτήτων με τη δέηση για το φως, αναπέμπονται κι αυτές ΜΕΤΑ τη μετάληψη, αφού δηλαδή συντελεσθεί το θαύμα και οι πιστοί γίνουν κοινωνοί αυτού. Η ευχή τού Πατριάρχη όμως αναπέμπεται ΠΡΙΝ από την εκδήλωση τού αμφιλεγόμενου «θαύματος», όταν δηλαδή δεν υπάρχει ακόμα ούτε σπίθα υπερφυσικού φωτός εντός Κουβουκλίου! Όσο για τις ευχαριστιακές παρακλήσεις τού τύπου «γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος […] εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος», σε καμία περίπτωση δε δύνανται να παραλληλιστούν με το «ἀναδείξῃς αὐτὸ […] πάσης θεϊκῆς σου χάριτος πεπληρωμένον» που λέει η δέηση τού Πατριάρχη, αφού στην μεν πρώτη περίπτωση το αιτούμενο είναι η θεία χάρη να μεταδοθεί στους πιστούς πού ήδη έγιναν κοινωνοί τού θαύματος (μεταβολή των Τιμίων Δώρων), ενώ στη δεύτερη να πλημμυρίσει με χάρη Η ΙΔΙΑ Η ΥΛΗ που υποτίθεται πως είναι ήδη εξ αρχής θεόπεμπτη!! Όμως επαναλαμβάνουμε: Έχει ανάγκη ένα υπερκόσμιο, εξωσυμπαντικό φως που υποτίθεται πως κατέρχεται θαυματουργικά απ’ ευθείας από την άκτιστη χάρη τού Θεού, οποιαδήποτε ειδική δέηση για να πλημμυρίσει μ’ αυτό από το οποίο εξ ορισμού θα έπρεπε ήδη να έσφυζε; Ασφαλώς και όχι. Οπότε;


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1  π. Γ. Δ. Μεταλληνός, Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά, εκδ. Κάτοπτρο-Ιστορητής, 2001, σελ. 33
2   Ομ.
3  Ομ., σελ. 131-132
4  Ομ., σελ. 369-388
5  Ο π. Μεταλληνός αποσυνδέοντας την πίστη «στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως [...] ἀπό τήν φύση τοῦ ‘‘Ἁγίου Φωτός”», χαρακτηρίζει την αγιότητα αυτού «ἀδιαμφισβήτητη ὡς ἐκ τοῦ Τόπου ἀπό τόν ὁποῖο προέρχεται», σελ. 35
6  Ομ., σελ. 29-30
7  Κ. Δ. Καλοκύρης, Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα τού Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων και το θέμα του Αγίου Φωτός, University Studio Press, 1999, σελ. 164-165
8  Μεταλληνός, σελ. 34
Σύμφωνα με κάποιους απολογητές, η δήλωση αυτή τού π. Μεταλληνού ισοδυναμεί με τον χαρακτηρισμό κάθε αρνητή τού «θαύματος» ως αθέου!! Στην επισήμανση δε ότι εάν όντως ίσχυε αυτό, ο π. Μεταλληνός θα έπρεπε να θεωρούσε ακόμα και τον Κωνσταντίνο Καλοκύρη άθεο, ο οποίος -παρά την άρτια θεολογική του κατάρτιση και τη βαθιά θρησκευτική του πίστη- απορρίπτει και αυτός την περίπτωση θαύματος, η απάντηση ήταν ότι ναι, έτσι ακριβώς είναι (!), με την επιφύλαξη ωστόσο ότι ο κληρικός-καθηγητής ίσως να ήθελε να συνετίσει τον «σεβαστό του διδάσκαλό»! Ισχυρίστηκαν δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο π. Μεταλληνός επέκρινε αυτό που ρητά δήλωσε ότι συγκριτικά θα… προτιμούσε! Ο κληρικός-καθηγητής όμως, ασφαλώς και ΔΕΝ θεωρεί κάθε φωτομάχο άθεο, αφού τη λέξη «ἀθέους» την έθεσε εντός εισαγωγικών, σχετικοποιώντας την και κρατώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αποστάσεις από την αντίληψη πως όποιοι δεν πιστεύουν στην εκδοχή τού θαύματος, είναι εξ ορισμού άθεοι!
9  Για ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, στο ίδιο όμως ακριβώς πνεύμα, ο γλωσσολόγος Β. Αργυρόπουλος, αναφερόμενος στην αμφισβήτηση τής γραφής ορθοπαιδική άπό τους υπέρμαχους τού τύπου ορθοπεδική, σχολιάζει εύστοχα ότι «το να μετατρέπουμε την άγνοια για την ύπαρξη μιας λέξης σε βεβαιότητα θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε παραλογισμό, αφού με την ίδια λογική δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι δεν υπήρχε και γραφή *ωρθοπαιδική!». (Βασίλειος Μ. Αργυρόπουλος, Αρχαιολατρία και γλώσσα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 2009,
σελ. 239)

Συνέχεια…


(η συνέχεια στο επόμενο)


Το άρθρο θα παρουσιαστεί σε τρία μέρη και μετά την ολοκλήρωση της ανάρτησής του θα δοθεί σύνδεσμος για τα σχόλιά σας.