«Άγιο φως»: η άλλη όψη τού νομίσματος – II
|
(συνέχεια από το πρώτο μέρος)
Ο σωματικός έλεγχος και η Ακοίμητη Κανδήλα
Όσον αφορά τώρα τη σωματική έρευνα στην οποία (υποτίθεται ότι) υποβάλλεται ο Πατριάρχης πριν από την είσοδό του στο Κουβούκλιο, κατά τον κ. Καλοκύρη όλα αυτά «είναι ένας θρύλος, προïόν κατώτερης λαïκής ευσεβόφρωνος αφέλειας […] που υποβιβάζει σε ‘‘απάτη” την έντιμη και ακατάκριτη συμπεριφορά του, και τον παρουσιάζει έτσι ως συνεργό στην εμφάνιση ενός ψευδοθαύματος […]». Διότι «η αφαίρεση των αμφίων και η εμφάνισή του μόνο με το στιχάριο αποτελεί μέρος τού σχετικού Τυπικού της Εκκλησίας. Δηλαδή πρόκειται για διαδικασία η οποία σημαίνει ότι ο Πατριάρχης, εκφράζοντας ταπείνωση και άκρα ευλάβεια, πριν πλησιάσει και περάσει στο Πανάγιο Άδυτο απεκδύεται τα δηλωτικά τού επισκοπικού αξιώματος άμφια» μένοντας με «το στιχάριο (το απλούστερο και κοινό άμφιο για κάθε βαθμίδας κληρικό)» [10]! Ακόμα κι έτσι όμως, ο χαρακτηρισμός τής διαδικασίας που μεσολαβεί μεταξύ τής συμβολικής αφαίρεσης των εξωτερικών αμφίων (μόνο αυτών!) τού Πατριάρχη και τής εισόδου του στο Κουβούκλιο ως «εξονυχιστικού σωματικού ελέγχου», αποτελεί, αν μη τι άλλο, μια… υπερβολικά γενναιόδωρη διατύπωση που καθιστά οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση για το θέμα ήδη εκ των προτέρων άνευ αντικειμένου!
Το ζήτημα δε περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με δημόσιες τοποθετήσεις θεολογικά πεπαιδευμένων ορθοδόξων, σύμφωνα με τις οποίες η περίφημη Ακοίμητος Κανδήλα -κατά τους χριστιανούς σβηστή τη συγκεκριμένη μέρα- στην πραγματικότητα είναι… αναμμένη! Ο π. Μεταλληνός φερ’ ειπείν, σε δημόσια τηλεοπτική του εμφάνιση παρουσία τού Μιχάλη Καλόπουλου, δήλωσε επί λέξει ότι κατά την προσωπική του πεποίθηση «όταν υπάρχει πίστις και χάρις Θεού στον συγκεκριμένο Πατριάρχη, γίνεται το θαύμα. Όταν δεν υπάρχει πίστις, μπορεί η κανδήλα να χρησιμοποιηθεί…»! Μόνο που για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί η Κανδήλα σε περίπτωση αναξιότητας τού Πατριάρχη, προφανώς δεν είναι σβηστή! Αλλιώς με ποιον άλλον τρόπο θα άναβε;! Εξίσου προβληματική είναι και η τοποθέτηση τού θεολόγου Δ. Κόκορη ο οποίος παρότι στο βιβλίο του βιβλίο «Άγιο Φως» αναφέρθηκε ρητά στο σβήσιμο όλων των πηγών φωτός, σε τηλεοπτική συζήτηση που έγινε τη Μεγάλη Πέμπτη, δήλωσε επανειλημμένα ότι φως ΥΠΑΡΧΕΙ μέσα στο Κουβούκλιο, αλλά… δε χρησιμοποιείται! Έτσι λοιπόν το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει εδώ, είναι πώς είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιου είδους δηλώσεις από θεολογικά καταρτισμένους ανθρώπους που συν τοις άλλοις έχουν ασχοληθεί σε ειδικά πονήματά τους επισταμένως με το θέμα;! Πώς γίνεται να μας διαβεβαιώνει ο Κόκορης στο βιβλίο του ότι σ’ ολόκληρο τον Ναό δεν καίει τίποτα τη συγκεκριμένη μέρα, και στην τηλεόραση να ομολογεί ΡΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΑ (άρα δεν επρόκειτο περί λάθους που έγινε εν τη ρύμη τού λόγου) ότι ναι, μέσα στο Κουβούκλιο υπάρχει μεν αναμμένη φλόγα, όμως δεν ανάβει από ’κεί τα κεριά του ο Πατριάρχης;! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να τονίζει κιόλας με έμφαση ότι ούτως ή άλλως προηγείται και… σωματικός έλεγχος!
Είναι λοιπόν ηλίου φαεινότερον ότι ακόμα και μεταξύ ανθρώπων των οποίων ο λόγος -τουλάχιστον θεωρητικά- έχει βαρύνουσα σημασία, επικρατεί βαρεία σύγχυση – για να μην πούμε διγλωσσία. Διότι το ζητούμενο εδώ δεν είναι τόσο να εξακριβωθεί το τι πραγματικά συμβαίνει με την Ακοίμητη Κανδήλα, όσο το να εξηγηθούν και να κατανοηθούν οι ανακόλουθες και αποκλίνουσες δηλώσεις ορθοδόξων ειδικών για το ζήτημα. Το τι αναφέρει η χριστιανική βιβλιογραφία, ούτως ή άλλως είναι ευρέως γνωστό ۬ το ίδιο και οι πολυάριθμες αναφορές αυτοπτών μαρτύρων. Αυτό όμως που δεν είναι γνωστό και χρήζει διερεύνησης είναι το γιατί ενώ γίνονται τέτοιες εξωφρενικές δηλώσεις σαν κι αυτές που είδαμε, κάποιοι αντί να αναγνωρίσουν την προβληματικότητα των τοποθετήσεων αυτών, προτιμούν να σφυρίζουν αδιάφορα…
Η αθώωση τής εκκλησίας
Η αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας μελέτη τού κ. Καλοκύρη, την οποία, σημειωτέον, υποστήριξε ηθικά και υλικά η ίδια η Αγιοταφιτική Αδελφότητα (εξού και η σχετική αφιέρωση τού συγγραφέα στον πρόλογο τού βιβλίου), αν μη τι άλλο εγείρει τεράστια ζητήματα και έρχεται να δικαιώσει όλες τις φωνές αμφισβήτησης που υψώθηκαν ποτέ γύρω από το αμφιλεγόμενο φαινόμενο. Ακόμα και η ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία εκείνου τού Κύπριου ιεροψάλτη στις 9/12/2002 κατά τη διάρκεια μιας σχετικής με το θέμα τηλεοπτικής εκπομπής τού καναλιού EXTRA ή οι εκπληκτικές δηλώσεις τού τοποτηρητή τού Πατριαρχικού θρόνου Ιεροσολύμων, Μητροπολίτη Πέτρας Κορνήλιου στις 11/4/2001 στο MEGA, αποκτoύν πλέον άλλη βαρύτητα. Ο κ. Καλοκύρης πάντως μολονότι ελέγχει -με το γάντι πάντως- την Ποιμαίνουσα Εκκλησία για την επιλογή της να «αντιπαρέρχεται σιωπηρά τον υποκειμενικό θρησκευτικό ενθουσιασμό και την ιερή έξαψη» των πιστών («ίσως με τη σκέψη να μην κλονιστεί το φρόνημα τού απλούστερου λαού») [11], την απαλλάσσει στο τέλος από κάθε ευθύνη, αφού «η αρμόδια Εκκλησία Ιεροσολύμων επισήμως, με μια ειδική τελετουργική πράξη της (δηλαδή την ειδική δέηση) εκφράζει σαφώς την όλη αλήθεια για το Άγιο Φως και τη φύση του».
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Διότι τα ερωτήματα που εγείρει ο υπερτονισμός τής ακεραιότητας των Πατριαρχών και ο ισχυρισμός ότι για τη μυθοποίηση τής Τελετής σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται η Εκκλησία, αλλά ο απλός λαός, είναι αμείλικτα: Προς τι λοιπόν οι κατ’ έτος επαναλαμβανόμενες υμνολογίες των Αγιοταφιτών και οι πλήρεις ιερής συγκίνησης διαβεβαιώσεις περί γνησιότητας τού θαύματος; Και προς τι το σφράγισμα τού Τάφου; Κι ο χρόνος παραμονής τού Πατριάρχη εντός Κουβουκλίου γιατί ενίοτε παρουσιάζει σημαντικές αυξομειώσεις; Και τα κεριά των πιστών (και απίστων) γιατί αυταναφλέγονται; Και οι κανδήλες; Κι οι πύρινες σφαίρες που έχουμε δει σε διάφορα βίντεο να σχίζουν τον αιθέρα; Και οι γαλάζιες λάμψεις; Αφού -όπως οι ίδιοι οι ορθόδοξοι φωτομάχοι υποστηρίζουν- δεν πρόκειται για θαύμα, προφανώς κάποιος τα προετοιμάζει όλα αυτά. Ποιος όμως; Δεν είναι ο Θεός, δεν είναι οι πιστοί, δεν είναι η Εκκλησία – μα ποιος είναι τότε επιτέλους;! Κι όποιος κι αν είναι, γιατί τον αφήνουν να ενισχύει «την τού χύδην λαού υπόληψιν»;
Αυτά είναι σημαντικότατα ζητήματα τα οποία δυστυχώς ούτε ο κ. Καλοκύρης, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι εκ των έσω προερχόμενοι επικριτές τόλμησαν ποτέ να ενσωματώσουν στην κριτική τους. Αμφισβήτησαν, απομυθοποίησαν, καυτηρίασαν, μα εν τέλει απέφυγαν να βάλουν το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων. Έκαναν δηλαδή, για να το πούμε λαϊκά, μισές δουλειές! Πραγματικά όμως το θέμα πρέπει επιτέλους να ξεκαθαρίσει. Διότι από τη μία μεν έχουμε την πραγματικότητα τής ευχής που μας λέει ξεκάθαρα ότι το φως, μπορεί μεν να είναι άγιο, αλλά όχι για τον λόγο που πιστεύουν οι ορθόδοξοι, μα κι απ’ την άλλη την εξίσου απτή πραγματικότητα των αυταναφλέξεων και τής εντυπωσιακής φωτοχυσίας. Οι δύο αυτές πραγματικότητες όμως είναι σαφές ότι δεν μπορούν να εναρμονιστούν η μία με την άλλη. Για την ακρίβεια, αλληλοαναιρούνται! Διότι ούτε ο Πατριάρχης θα έλεγε αυτά που λέει μέσα στο Κουβούκλιο, αν όλη αυτή η απίστευτη φωτοχυσία είχε θεϊκή προέλευση, κυρίως δε δύσκολα θα ζητούσε τον καθαγιασμό ενός ΗΔΗ πανίερου φωτός!
Τα πράγματα είναι λοιπόν ξεκάθαρα׃ Είτε το θαύμα είναι όντως γνήσιο κι όμως οι Πατριάρχες υπακούοντας σε μια παντελώς ακατανόητη εμμονή συνεχίζουν εδώ και αιώνες να αναπέμπουν κατ’ έτος μία δέηση με σαφώς απομυθοποιητικό περιεχόμενο ή η δέηση περιγράφει αυτό ακριβώς που συμβαίνει στην πραγματικότητα, οπότε από κάποιους θα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες για μία από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές απάτες που στήθηκαν ποτέ στην ιστορία τού πλανήτη!
Το περιεχόμενο τής προσευχής τού Πατριάρχη όμως δεν είναι η μοναδική αντίφαση για την οποία αναζητείται απάντηση. Υπάρχουν και κάποια άλλα «σκοτεινά» σημεία που πρέπει επιτέλους να φωτιστούν ώστε -όπως χαρακτηριστικά το θέτει ο κ. Καλοκύρης- να οδηγηθούμε «από την παραπληροφόρηση στην ορθή πληροφόρηση». Για παράδειγμα το ζήτημα τής παλαιότητας.
Ο μύθος τής παλαιότητας
Πολλοί ορθόδοξοι επιχειρώντας να γεφυρώσουν το χάσμα των «άφωτων» αιώνων και να προσδώσουν στο «θαύμα» μεγαλύτερη παλαιότητα απ’ ότι στην πραγματικότητα τού αναλογεί, μιλούν για «χρονική συνέχεια που εκτείνεται μέχρι τον 1ο αιώνα, όταν ο Απόστολος Πέτρος βλέπει το Φως μέσα στον Τάφο τού Ιησού» [12] και μέμφονται τον Κοραή που στον Διάλογο του τοποθετεί την πρώτη μαρτυρία για το φως ως θεόπεμπτο όχι νωρίτερα από το έτος 870. Και πράγματι η μαρτυρία τού Βερνάρδου δεν είναι η αρχαιότερη׃ Σύμφωνα με τον Μοσχέμιο ήδη τον 8ο αιώνα ο Πρεσβύτερος Οθμάρος από το Πικτάβιο είδε το υπερφυσικό φως με τα ίδια του τα μάτια [13]. Η μαρτυρία τής Αιθερίας ωστόσο (κατ’ άλλους Σύλβιας τής Ακουιτανίας), την οποία οι απολογητές επίσης προσμετρούν στα τεκμήρια παλαιότητας, όπως είδαμε, σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει το φως ως θεόπεμπτο, αλλά αναφέρει ότι τα κεριά που σήμερα βλέπουμε ν’ αυταναφλέγονται, τότε απλώς ΑΝΑΒΟΝΤΑΝ, το δε φως που χρησιμοποιούνταν για τον σκοπό αυτό, εξαγόταν από τον Πανάγιο Τάφο όπου και ΕΚΑΙΓΕ ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΝ! Περί αυτααναφλέξεων όμως, γαλάζιων αστραπών και συριγμών, ουδέν! Πώς είναι όμως δυνατόν εάν τα φαινόμενα αυτά συνέβαιναν και την εποχή εκείνη, η Αιθερία να μη σπατάλησε ούτε μια λεξούλα για να τα μνημονεύσει; Έτσι λοιπόν είναι σαφές ότι η επίμαχη μαρτυρία σε καμία περίπτωση δε μπορεί να συνδεθεί με την εκδοχή περί θαύματος. Το επιχείρημα δε ότι η Ισπανίδα προσκυνήτρια «ΔΕΝ αναφέρει ΠΟΥΘΕΝΑ αν το φως αυτό ανάβει θαυματουργικά ή όχι», όπως ακριβώς και η ένσταση ότι η ευχή ΔΕΝ αναφέρει πουθενά ρητά ότι το φως ΔΕΝ κατέρχεται εξ ουρανού, ασφαλώς δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, αφού -όπως εξηγήσαμε- δεν είναι δυνατόν οτιδήποτε λέγεται για οποιοδήποτε θέμα, να αποκλείει ρητά και οποιοδήποτε άλλο πιθανό σενάριο εξυπηρετεί τον καθένα! Εν προκειμένω, μήπως θα έπρεπε δηλαδή η Αιθερία να είχε καταστήσει σαφές ότι δεν ίσχυε κάτι που θα εμφανιζόταν… μερικούς αιώνες αργότερα και το οποίο συνεπώς εκείνη ούτε καν… γνώριζε ως ζήτημα;!
Άνευ αντικειμένου είναι επίσης η αναφορά τού Ιωάννη τού Δαμασκηνού (κάθισμα Όρθρου, τού πλαγίου δ´ ήχου τής Παρακλητικής) και κατ’ επέκταση κι αυτή τού Γρηγορίου Νύσσης (Περί της Αναστάσεως τού Χριστού, Λόγος Β´), πρώτον επειδή η σύνδεσή τους μ’ αυτό καθαυτό το «Άγιο Φως» είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά, κυρίως δε επειδή στο σχετικό ευαγγελικό εδάφιο (το οποίο συνήθως μνημονεύεται ως η αρχαιότερη μαρτυρία και ουσιαστικά απαρχή τού θαύματος) δεν γίνεται πουθενά λόγος περί φωτός, η έκπληξη δε του Πέτρου προέρχεται -όπως ρητά αναφέρεται- από τη θέα των κενών περιεχομένου οθονίων!
Την απουσία ωστόσο οποιασδήποτε μνείας περί φωτός στην εν λόγω ευαγγελική περικοπή αντιπαρέρχονται οι ορθόδοξοι με το επιχείρημα ότι εφόσον ο Πέτρος έφτασε στον τάφο «σκοτίας ἔτι οὔσης» και μολαταύτα μπόρεσε να διακρίνει τα «ὀθόνια κείμενα μόνα», τότε λογικά θα πρέπει να υπήρχε εκεί και κάποια άλλη πηγή φωτός που δεν προερχόταν από τους αγγέλους [14], παραβλέποντας όμως ότι το Ευαγγέλιο -όπως εύστοχα επισήμανε ο Αγιορίτης Αρχιμανδρίτης Προκόπιος Δενδρινός περί το 1833- δε λέει ότι ο Πέτρος ήταν αυτός που έφθασε στο μνήμα «σκοτίας ἔτι οὔσης», αλλά η Μαγδαληνή. Έτσι λοιπόν μέχρι να ειδοποιηθεί ο Πέτρος και να μεταβεί κι αυτός με τη σειρά του στον τάφο, το σκοτάδι λογικά θα είχε παρέλθει [15], πράγμα που σημαίνει ότι και αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται.
Όπως γίνεται λοιπόν σαφές, με λεκτικές ακροβασίες και εικασίες επί εικασιών, τα πράγματα δεν αλλάζουν׃ Οι μεγάλοι πατέρες τής Εκκλησίας αλλά και όλες εκείνες οι στρατιές περιηγητών και προσκυνητών που επί αιώνες όργωναν σπιθαμή προς σπιθαμή τούς Άγιους Τόπους, εξακολουθούν να σιωπούν σαδιστικά γύρω από το υποτιθέμενο θαύμα, αφήνοντας τούς πιστούς μ’ ένα πελώριο γιατί. Η απάντηση όμως είναι απλή׃ Επειδή δεν υπήρχε κανένα θαύμα! Σύμφωνα με πολυάριθμες μαρτυρίες που φτάνουν μέχρι και το 745 [16], αυτό που λάμβανε χώρα κάθε Μ. Σάββατο ήταν απλώς μια τελετή ευλογίας ενός καθ’ όλα φυσικού, κτιστού φωτός προερχομένου από μία ή και περισσότερες λυχνίες που έκαιγαν νυχθημερόν στο εσωτερικό τού Πανάγιου Τάφου! Κάποια στιγμή όμως, πιθανότατα περί τα τέλη τού 8ου αιώνα, η τελετή αυτή μυθοποιήθηκε κι έτσι προέκυψε το «θαύμα». Αυτά δεν είναι απλώς εικασίες, αλλά το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει μελετώντας τη για τους περισσότερους από μας -πιστούς και μη- ελάχιστα γνωστή προϊστορία τού «Αγίου Φωτός».
Κτιστό ή άκτιστο; Η μεγάλη αντίφαση
Και στο ζήτημα αυτό φαίνεται να υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα. Σύμφωνα λοιπόν με το ορθόδοξο δόγμα, το άκτιστο φως, εκπορευόμενο απ’ ευθείας από τον Τριαδικό Θεό, αξιώνονται να το δούν και να το βιώσουν μόνο οι λίγοι εκείνοι εκλεκτοί που με την αγνή προσευχή και την άσκηση καταφέρνουν να φτάσουν σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα. Ως κτιστό αντίθετα νοείται το φυσικό φως που προέρχεται είτε από τον άνθρωπο (π.χ. κεριά, δαυλοί κ.λπ.) ή από διάφορα φυσικά αίτια όπως π.χ. ο ήλιος. Στην περίπτωση τού «Αγίου Φωτός» όμως περί τίνος πρόκειται; Είναι άκτιστο ή κτιστό; Η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται ασυζητητί, αφού αν ήταν άκτιστο, τότε σίγουρα δε θα γινόταν «αισθητό από όλους αδιακρίτως , από δικαίους και αδίκους, από αμαρτωλούς και εξαγνισμένους, πιστούς ή απίστους, από αδιάφορους τουρίστες και παντοειδείς περίεργους, από Ορθοδόξους και ετεροδόξους, αλλά ακόμη και από είρωνες τής Πίστεως και από φανατικούς αλλόθρησκους» [17]! Κι επειδή βέβαια το δεύτερο ενδεχόμενο -να πρόκειται δηλαδή περί κτιστού φωτός- συνεπάγεται την απόρριψη κάθε περίπτωσης θαύματος, οι ορθόδοξοι ισχυρίζονται ότι το «Άγιο Φως» στην πραγματικότητα είναι κάτι ενδιάμεσο: ενέργημα μεν τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού, όμως σίγουρα όχι το άκτιστο θείο Φως τού Θαβώρ και τής Αναστάσεως. «Οπως αγιάζεται το νερό και το έλαιον, έτσι αγιάζεται και το στοιχείον του φωτός». Μ’ αυτά ακριβώς τα λόγια προσδιόρισε ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιερόθεος σε άρθρο του στο Βήμα το φαινόμενο τού «Αγίου Φωτός», παραβλέποντας ωστόσο την καθοριστικής σημασίας λεπτομέρεια ότι συγκρίνοντάς το με καθ’ όλα φυσικές ύλες (νερό και λάδι) που κατά τη χριστανική πίστη μόνο κατόπιν τής ειδικής ευχής τού ιερέα καθίστανται άγιες, απλά το τοποθέτησε -χωρίς να το θέλει βέβαια- στην ίδια ακριβώς βάση: στην αρχή φυσικό και μόνο μετά την ευχή τού Πατριάρχη άγιο!! Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι το ζήτημα τής φύσης τού φωτός ούτε με τη συγκεκριμένη ερμηνεία τού Ναυπάκτου διευθετείται. Το αντίθετο θα λέγαμε: περιπλέκεται σοβαρά!
Το ίδιο ακριβώς λάθος μάλιστα βλέπουμε και στην ερμηνεία τού Ν. Λογάδη (1779-1835) ο οποίος στο ανέκδοτο έργο του Αντιπροσβολή, επιχειρώντας να εξηγήσει το γεγονός ότι το φως δεν παραμένει αναλλοίωτο, το παραλλήλισε με το«νερόν τοῦ βαπτίσματος» στηριζόμενος στο επιχείρημα ότι και τα δύο αγιάζουν και γεμίζουν με χάρη τον πιστό (αλλά στη συνέχεια αλλοιώνονται). Όπως ακριβώς και ο Ναυπάκτου δηλαδή, επικεντρώθηκε στο κοινό στοιχείο που συνδέει το νερό και το φως (ευεργετική δύναμη), παραβλέποντας όμως εντελώς την καθοριστικής σημασίας διαφορά ότι το πρώτο πριν από την ευχή τού ιερέα ΔΕΝ εμφανίζεται θαυματουργικά και ως εκ τούτου ούτε το ίδιο είναι άγιο ούτε μπορεί ν’ αγιάσει κανέναν! Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να παραλληλίζεται με το «Άγιο Φως» το οποίο -κατά τους Ορθοδόξους- και θαυματουργικά εμφανίζεται και εξαρχής είναι άγιο;
Όπως και να ’χει, κατά τον Λογάδη το φως όντως κατέρχεται ουρανόθεν, αλλά επειδή δεν εκπηγάζει «ἀπό την ἀναλλοίωτον τοῦ Θεοῦ οὐσίαν», δεν είναι άκτιστο και γι’ αυτό (μετά την αρχική ακαΐα) αλλοιώνεται [18]. Πώς είναι όμως δυνατόν το φως -έτσι όπως το βλέπουμε κάθε χρόνο να εμφανίζεται- από τη μια να χαρακτηρίζεται ενέργημα τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού κι από την άλλη να μην «ἐκπηγάζει ἀπό την ἀναλλοίωτον τοῦ Θεοῦ οὐσίαν»; Τι δικολαβίστικες ερμηνείες είναι αυτές; Ας εισαχθεί τουλάχιστον κάποιος νέος όρος για να μπορούμε να συννενοηθούμε. Ας χαρακτηριστεί το φως «ημιάκτιστο»: ένα όχι άπαξ εμφανισθέν, αλλά κατ’ εμφανιζόμενο έτος φως, το οποίο, παρότι προέρχεται από την άκτιστη θεία χάρη, εν τούτοις γίνεται απ’ όλους ορατό και συν τοις άλλοις, μετά την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος μερικών λεπτών τής ώρας, αλλοιώνεται χάνοντας την ιδιότητα εκείνη που το ’κανε να ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο κοινό φυσικό φως!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο)
Το άρθρο θα παρουσιαστεί σε τρία μέρη και μετά την ολοκλήρωση της ανάρτησής του θα δοθεί σύνδεσμος για τα σχόλιά σας.