Η προέλευση της θρησκείας ως πολιτισμικό φαινόμενο

16 November 2009
Αρθρογράφος: Geysser


Θέλω να ξεκινήσω το παρόν άρθρο με εναν μίνι πρόλογο, στον οποίο νοιώθω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, προς αποφυγήν τουλάχιστον παρεξηγήσεων. Πρώτον, δεν είμαι ανθρωπολόγος. Δευτερον, δεν είμαι φιλόσοφος. Τρίτον, δεν είμαι οποιουδήποτε είδους επιστήμονας. Ό,τι ακολουθήσει στις επόμενες γραμμές, δεν είναι παρά μια απόπειρα ταξινόμησης των σκέψεων που έχω κάνει κατα καιρούς πάνω σε ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που έχει θέσει ποτέ η Φιλοσοφία: ποιά η προέλευση του θρησκευτικού φαινομένου.

Δεν προσπαθώ να δώσω απάντηση στο ερώτημα αυτό – τόνοι μελάνης έχουν χυθεί και δεκάδες δάση του Αμαζονίου έχουν καταστραφεί ανά τους αιώνες σε απόπειρα απάντησης χωρίς, μέχρι τώρα, ικανοποιητικά αποτελέσματα. Εξάλλου, δεν έχω τα απαραίτητα προσόντα για να επιχειρήσω καν κάτι τέτοιο, γιαυτό θα περιοριστώ μόνο στο να καθορίσω μια γραμμή σκέψης για τον επίδοξο αναγνώστη που έχει κάποιο ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Καταρχήν, τι είναι θρησκεία;

Ο ορισμός είναι λίγο δύσκολος. Γενικά, πρόκειται για ένα σύστημα ιδεων το οποίο, μέσω τελετουργίας, πίστης, συμβολισμών και αναφορών σε κάποια θεότητα/θεότητες, υπερφυσικά όντα ή υπερφυσικές δυνάμεις, προσπαθεί να δώσει όχι μόνο εξηγήσεις, αλλά και υπέρτατο νόημα σε ανθρώπινες εμπειρίες (Clifford Geertz, Religion as a Cultural System, 1973).Προσωπικά δεν εχω κανενα ιδιαίτερο πρόβλημα με τον ορισμό αυτό, και με τα τέσσερα σημεία που παρουσιάζονται στον ορισμό αυτό θέλω να προχωρήσω.

Ως τελετουργία ορίζεται το σύνολο πρακτικών, συνήθως συμβολικών, που καθορίζεται από μια θρησκεία ή από την παράδοση.Τα τελετουργικά δεν λαμβανουν υπ’οψη προσωπικές ερμηνείες των τυπικών τους, ενώ σπάνια ενσωματώνουν λογικές διαδικασίες ή αναγκαιότητες. Είναι αυστηρά καθορισμένα, κινούνται δογματικά και, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, δεν έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Μπορούμε να καθορίσουμε ένα σημείο προέλευσης, αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ο εγκέφαλος μας: είμαστε ένα είδος που δουλεύει με πρότυπα (pattern seeking animal). Κι εκεί που δεν υπάρχουν πρότυπα ή εκεί που αδυνατούμε να τα βρούμε, έχουμε την τάση να τα δημιουργούμε μόνοι μας. Οι προλήψεις (superstitions) έχουν την ίδια προέλευση. Και το είδος μας δεν είναι το μόνο που παρουσιάζει τέτοιες συμπεριφορές (Skinner, B.F. “‘Superstition’ in the Pigeon,” Journal of Experimental Psychology #38, 1947)

Το φαινόμενο της πίστης – η άκριτη αποδοχή προτάσεων χωρίς εξέταση των δεδομένων – δεν διαφέρει και πολύ. Και πάλι, θεωρώ ότι προέρχεται από τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου μας, και ιδιαίτερα στην φάση της παιδικής ηλικίας. Ο μαθησιακός μηχανισμος του ανθρωπίνου είδους είναι σχεδιασμένος να κάνει κάποια λογικά άλματα. Ακούγεται – και είναι – λογικό : όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια τίγρη, δεν χρειάζεται να κάνεις ολόκληρη ανάλυση για να καταλάβεις ότι πρέπει να το βάλεις στα πόδια. Η τίγρη δεν έχει σκοπό να συζητήσει μαζί σου, έχει σκοπό να σε κάνει το επόμενο γεύμα της. O Dan Dennett περιγράφει την παραπάνω συμπεριφορά ως “υιοθέτηση προθετικής στάσης”. Επειδή όμως ο μηχανισμός είναι γενικά ατελής – κάθε βιολογικός μηχανισμός παρουσιάζει ατέλειες και λάθη – πολλές φορές τα λογικά άλματα είναι πάρα πολλά, οδηγώντας σε λάθος συμπεράσματα. Μίλησα πιο πάνω για παιδική ηλικία, γιατί σ’αυτή την φάση έχουμε τις περισσότερες ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση του περιβάλλοντός μας. Βέβαια, στην σημερινή εποχή, είναι κάπως δύσκολος να βρεθείς αντιμέτωπος με μια τίγρη, αλλά οι μηχανισμοί συμπεριφοράς έχουν τον τρόπο να επιμένουν σθεναρά.

Ο συμβολισμός – η χρήση συμβόλων που αναπαριστούν ιδέες, συναισθήματα ή φαινόμενα – είναι, γενικά, κάτι που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Τόσο ο Freud όσο και ο Jung, υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την ανάγκη μας να συγκρατούμε πληροφορίες με τρόπο που να επιτρέπει εύκολη πρόσβαση (διαφέρουν στο κατα πόσο ο συμβολισμός είναι ατομική υπόθεση – Freud – ή μπορεί να είναι συλλογική – Jung). Οι εμπειρίες μου με οδηγούν στο δεύτερο και η λογική λέει ότι, αφού ζούμε όλοι σε παραπλήσια περιβάλλοντα, είναι αναμενόμενο πως οι επι μέρους συμβολισμοί θα αναπτυχθούν με παρόμοιο τρόπο. Πάντως, προσφέρεται μια λογική υπόθεση προς εξέταση σχετικά με την προέλευση του συμβολισμού.

Τέλος, οι αναφορές σε υπερφυσικές οντότητες/δυνάμεις, ό,τι δηλαδή αποκαλείται θεότητα, έχει άμεση σχέση με την τάση προς προσωποποίηση ιδεών, η οποία τάση πρέπει να πηγάζει από την κοινωνική μας φύση. Αυτή η φύση μας κάνει επιτακτική την παρουσία άλλων, ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ένα φαινόμενο με όρους άλλους από τους ανθρώπινους (το βλέπουμε αυτό σε όσους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά άλλων ειδών).

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, η θρησκεία είναι αποτέλεσμα συγκερασμού ανθρωπίνων συμπεριφορών, συμπεριφορών οι οποίες είναι λίγο εως πολύ αναμενόμενες από βιολογική και εξελικτική σκοπιά – δεν είναι δύσκολο να δεις το εξελικτικό πλεονέκτημα όλων των παραπάνω. Η θρησκεία όμως δεν είναι αυτοσκοπός των παραπάνω συμπεριφορών. Μάλλον πρόκειται για πάρεργο, για “υποπροϊόν” αν θέλετε, των παραπάνω, αλλά σίγουρα και πολλών άλλων, συμπεριφορών. Σίγουρα μπορεί να γίνει περαιτέρω ανάλυση των θέσεών μου – και αυτό ακριβώς θέλω να προκαλέσω – αλλά θα καταλήξω σε ένα συμπέρασμα: ότι η θρησκεία είναι ένα απολύτως φυσικό φαινόμενο, εξηγήσιμο με φυσικούς όρους, και ότι κάποτε, κάποιοι, θα κάνουν καλύτερη δουλειά από εμένα ή τόσους άλλους, παραχώνοντας και αυτό το “Μεγάλο Ερώτημα” στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Adequatio intellectus et rei, όπου γίνεται ο σχολιασμός.