Περί του «Πίστευε και μη ερεύνα»

26 March 2010
Αρθρογράφος: Κώστας


eikona

«Πίστευε και μη ερεύνα» – πόσες και πόσες φορές δεν ακούσατε τη φράση αυτή να βγαίνει από το στόμα κάποιου χριστιανού συνομιλητή που, ανήμπορος να δώσει κάποια πειστική απάντηση για το ένα ή το άλλο ζήτημα, κατέφυγε απελπισμένος στην εξωφρενική αυτή προτροπή;

Γύρω από το «Πίστευε και μη ερεύνα» ωστόσο υφαίνεται ένα μικρό μυστήριο. Η φράση -ανάλογα με το πόσο ενημερωμένος είναι κανείς για το ζήτημα τής έρευνας στον χριστιανισμό- γίνεται συχνά μπαλάκι τού τένις ανάμεσα σε πιστούς και αμφισβητούντες με αποτέλεσμα να μη μπορεί πια κανείς να είναι σίγουρος για το τι τελικά ισχύει: επιτρέπει ο χριστιανισμός την έρευνα ή όχι; Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Κατ’ αρχάς το «Πίστευε και μη ερεύνα» -όταν δεν μνημονεύεται με επικριτική διάθεση- σε καμία περίπτωση δεν προέρχεται μόνο από ανθρώπους αγράμματους και άσχετους με τη Χριστιανική πίστη όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι απολογητές. Προσωπικά το έχω ακούσει ουκ ολίγες φορές να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα απελπισίας ακόμα κι από ιερείς! Ας μην υπεραπλουστεύουμε λοιπόν τα πράγματα. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο παρατηρείται μια φανερή αλλαγή πλεύσης με στόχο να καταδειχθεί ότι σε καμία περίπτωση ο χριστιανισμός δεν καταδικάζει την έρευνα. Έτσι λοιπόν στα επικριτκά σχόλια περί σκοταδισμού πολλοί χριστιανοί απαντούν με το Κατά Ιωάννην, Ε´ 39: «Ο Χριστός είπε: “Ερευνάτε τας γραφάς”», αντιλέγουν! Πέραν όμως τού ότι ακόμα κι αν έλεγε ακριβώς αυτό, και πάλι δεν νομίζω πως θα μπορούσαμε να μιλάμε για απόδειξη, αλλά μάλλον για αντίφαση, η φράση «ερευνάτε τας γραφάς» στο επίμαχο χωρίο όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας την αποσιωπούμενη συνέχεια, ΔΕΝ είναι προστακτική: «ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν». Αυτό δηλαδή που έχουμε εδώ δεν είναι κάποια ειδική προτροπή τού Ιησού να ερευνάμε την Αγία Γραφή, αλλά την απλή καταγραφή τού γεγονότος, τη διαπίστωση ότι οι Ιουδαίοι ερευνούσαν τις γραφές επειδή πίστευαν ότι έτσι θα έβρισκαν την αιώνια ζωή [1].

Ένα άλλο -επιεικώς αστείο- επιχείρημα που τελευταία χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά (το έχω ακούσει ακόμα και από γνωστό κληρικό σε τηλεοπτικό πάνελ), είναι η φημολογούμενη μετάθεση τού κόμματος κατά το πρότυπο τού γνωστού δελφικού χρησμού «ήξεις, αφίξεις (,) ου (,) θνήξεις εν πολέμω»: «Δε λέει: “Πίστευε, και μη ερεύνα”», αντιλέγουν, «αλλά: “Πίστευε και μη, ερεύνα”, δηλαδή είτε πιστεύεις, είτε όχι, να ερευνάς!». Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρευ’ το, δηλαδή! [2]

Τα ανέκδοτα όμως δεν σταματούν εδώ! Τελευταία, βλέπετε, κυκλοφορεί και το εξής «ψαγμένο»: δεν είναι, λέει, ούτε: «Πίστευε, και μη ερεύνα» ούτε: «Πίστευε και μη, ερεύνα», αλλά: «Πίστευε, και ΜΟΙ ερεύνα», δηλαδή «πίστευε και ΕΜΕΝΑ (δηλ. τον Κύριο) ερεύνα». Μόλις λοιπόν η γραμματική τής αρχαίας Ελληνικής αλλάξει ερήμην εκείνων που την εφάρμοζαν από πρώτο χέρι και το ρήμα ερευνάω αποφασισθεί εκ των υστέρων ότι δεν θέλει αιτιατική, αλλά δοτική (εμοί), ε τότε να ξανασυζητήσουμε και την περίπτωση αυτή. Μέχρι τότε όμως,… έλεος!

Ωστόσο, αν δεν ισχύει ούτε το ένα, ούτε τ’ άλλο, ούτε το… παράλλο, τότε τι ισχύει τελικά; Ποια είναι η προέλευση τού λογισμού αυτού; Ποιος νους τον συνέλαβε και ποιο στόμα τον άρθρωσε; Κατ’ αρχάς, όπως μας διαβεβαιώνουν πολλοί χριστιανοί, το «Πίστευε και μη ερεύνα» έτσι όπως έχει περάσει στη λαϊκή συνείδηση, ουδεμία σχέση έχει με τη γνήσια ορθόδοξη πίστη, αφού πέραν του γεγονότος ότι δεν αναφέρεται σε κανένα βιβλικό ή πατερικό κείμενο, πλήθος παραδειγμάτων αποδεικνύουν ότι χριστιανισμός και έρευνα συνυπάρχουν αρμονικά! Από τη στιγμή, φερ’ ειπείν, που ακόμα και το κεντρικό Χριστιανικό δόγμα, η ίδια δηλαδή η Ανάσταση, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά μάλιστα προτείνεται κιόλας να ερευνηθεί (αλήθεια, πώς ακριβώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;), τότε τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «η Ορθοδοξία ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ να ερευνήσουμε»! Διότι, λέει, ο Χριστός όχι μόνο «δεν είπε στον (“άπιστο”) Θωμά “πίστευε και μη ερεύνα”, αλλά τον προέτρεψε να ελέγξει με τα ίδια του τα χέρια τις τρύπες από τα καρφιά Του!». Οι ίδιοι οι Πατέρες άλλωστε «λένε ότι ο Θωμάς απουσίασε “οικονομικώς” στην πρώτη εμφάνιση του Κυρίου (δηλαδή κατ’ οικονομίαν!) έτσι ώστε να αποδειχθεί η Ανάσταση και με έρευνα». Σωστά. Όντως εδώ μπορούμε, νομίζω, να μιλάμε για αδιάσειστη απόδειξη. Κάτι ανάλογο δηλαδή και με τη μαρτυρία τού Φειδιπίδη για τη συνάντηση που είχε με τον Πάνα πριν από τη μάχη τού Μαραθώνα, όπου ο τραγοπόδαρος θεός τού υποσχέθηκε πως δεν θα άφηνε τους Αθηναίους αβοήθητους. Χωρίς τη σημαντική αυτή μαρτυρία, ούτε η πεποίθηση ότι η επέμβαση τού Πάνα έπαιξε καθοριστικότατο ρόλο στη νίκη, ούτε οι αναφορές περί εμφάνισης του στη μάχη, αλλά ούτε και το ιερό που ιδρύθηκε μετά προς τιμήν του θα είχε κάποια ιδιαίτερη αποδεικτική αξία. Αφού όμως ήδη πριν από τη μάχη ο Φειδιπίδης είχε «οικονομικώς» τη συνάντηση αυτή με τον θεό, αφού τον είδε και μίλησε μαζί του μεταφέροντας ένα μήνυμα που αργότερα επαληθεύτηκε (οι Αθηναίοι όντως νίκησαν, και ο Παν σύμφωνα με πολυάριθμες μαρτυρίες εθεάθη να συμπολεμά στη μάχη) μπορούμε, νομίζω, όντως να μιλάμε για απόδειξη.

Για να σοβαρευτούμε όμως τώρα λιγάκι, όλα αυτά τα περί «προτροπής σε έρευνα» στην περίπτωση τού Θωμά, ασφαλώς ακούγονται πολύ όμορφα και φιλελεύθερα, είναι ωστόσο αδύνατον να μη σχολιαστούν και κάποιες λεπτομέρειες στην όλη ιστορία που χαλάνε τη μανέστρα! Η προτροπή τού Ιησού στον Θωμά να βάλει τον δάκτυλό του επί τον τύπον των ήλων, απομονώνεται, βλέπετε, πλήρως από τα συμφραζόμενα με συνέπεια το γενικό μήνυμα να αλλοιώνεται σημαντικά! Διότι ο Ιησούς αμέσως μετά την επίμαχη προτροπή Του, πρόσθεσε άλλη μία: «και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός», ενώ την επακολουθείσα ομολογία τού Θωμά την αντιμετώπισε με το μάλλον πικρόχολο σχόλιο ότι στην ουσία πίστεψε επειδή Τον είδε˙ όμως «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» [3]! Σας φαίνονται εσας όλα αυτά «προτροπή για έρευνα»; Εμένα περισσότερο για ρητορικά διατυπωμένη αποτροπή μου κάνουν! Κι αν τώρα αντιτάξει κανείς κάποιο άλλο εδάφιο που φαίνεται να ενθαρρύνει την έρευνα, τότε θ’ αντιτάξω κι εγώ άλλα -έτοιμα τα ’χω- που φαίνονται να την αποθαρρύνουν, και μετά άντε να βγάλουμε άκρη!

Για να μπούμε όμως στην τελική ευθεία, η προτροπή να πιστεύουμε χωρίς να ερευνούμε, όπως φαίνεται εν τέλει όντως υπάρχει καταγεγραμμένη στη χριστιανική ιστορία! Συγκεκριμένα στη Γ´ Οικουμενικη Σύνοδο τής Εφέσου το 431 ο Επισκόπος Αγκύρας Θεόδοτος παραδίδεται ότι είπε: «Πίστευε τω θαύματι και μη ερεύνα λογισμοίς το γενόμενον», δηλαδή: «Να πιστεύεις το θαύμα χωρίς να το ψάχνεις με τη λογική»! Η ομοιότητα εδώ λοιπόν δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαία. Η εν λόγω φράση τού Θεοδότου ωστόσο δυστυχώς έχει τραβήξει τα πάνδεινα, κυρίως από βιαστικούς κριτές που την επικολλούν σε διάφορα φόρουμ και μπλογκ χωρίς να την έχουν πολυκαταλάβει! Όποιος, βλέπετε, κάνει τον κόπο να διαβάσει τα συμφραζόμενα, διαπιστώνει ότι ο Θεόδοτος εδώ δεν αναφέρεται συλλήβδην σε όλα τα θαύματα, αλλά μόνο στη διττή φύση τού Ιησού˙ αυτό είναι που καλεί τους πιστούς να μην επιχειρούν να προσεγγίσουν με την ανθρώπινη λογική, και όχι γενικά κι αόριστα όλα τα θαύματα:

«[…]Ομολογώ τοιγαρούν τόν αυτόν θεόν καί άνθρωπον, θεόν μέν πρό αιώνων, άνθρωπον δέ γενόμενον εκ τού τόκου αρξάμενον, ου δύο, αλλ’ ένα, ου φραζόμενον ως ένα, διττόν δέ επινοούμενον: […] ένα λέγεις Χριστόν, τόν αυτόν θεόν καί άνθρωπον; […] ει δέ τέμνεις ταίς εννοίαις, τήν ένωσιν ήρνησαι. μή ούν πρός φύσεις διισταμένας καταγάγηις τόν λογισμόν, θεού τήν άκραν θαυματουργήσαντος ένωσιν. πίστευε τώ θαύματι καί μή ερεύνα λογισμοίς τό γενόμενον. […]»[4]

Το γεγονός δε αυτό βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία και με την επίσημη θέση τής Ορθόδοξης πίστης σύμφωνα με την οποία το «Πίστευε, και μη ερεύνα» ισχύει αποκλειστικά και μόνο για το μυστήριο τής τριαδικής θεότητας αφού είναι φύσει αδύνατον να το κατανοήσει κανείς με μοναδικό εφόδιο την πεπερασμένη ανθρώπινη λογική. Σωστά, θα συμπληρώσω εγώ. Ενώ η Ανάσταση, η Ανάληψη ή ξέρω ’γώ, η μετατροπή των Τιμίων Δώρων σε… μυοκάρδιο και αίμα ανθρώπου είναι απολύτως κατανοητά, ε;

Όπως και να ’χει, ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεξικογραφική αναφορά τού -γνωστού για τη φιλοχριστιανική του θεώρηση των πραγμάτων- γλωσσολόγου Γ. Μπαμπινιώτη σύμφωνα με τη οποία η επίμαχη φράση αποτελεί «συντομευμένη μορφή τού Πίστευε και μη ερεύνα τα της πίστεως φρ. τής πατερικής παράδοσης που δηλώνει ότι τα ζητήματα τής πίστεως δεν ερμηνεύονται με τον ορθό λόγο˙ η φρ. παρανοήθηκε και στη συντομευμένη της μορφή χρησιμοποιήθηκε ως δογματική απαγόρευση τής έρευνας γενικότερα». Μια τέτοια φράση ωστόσο, με τη συγκεκριμένη διατύπωση, δεν έχω δει να μνημονεύεται πουθενά αλλού. Αν αντιλαμβάνομαι δε τα γραφόμενα τού καθηγητή σωστά, σε αντίθεση με την ορθόδοξη διδασκαλία δεν ανάγει την απαγόρευση αποκλειστικά και μόνο στο ζήτημα τής τριαδικής υπόστασης, αλλά την προεκτείνει σε όλα τα ζητήματα τής πίστης γενικότερα! Η αποκατάσταση τής παρερμηνείας δηλαδή εστιάζεται σαφώς στο ερώτημα αν ο χριστιανισμός επιτρέπει ή όχι την έρευνα που ΔΕΝ συνδέεται με θέματα πίστης π.χ. την ιατρική έρευνα. Για τα υπόλοιπα όμως, οι διευκρινίσεις τού λεξικού ουδόλως δείχνουν να ανασκευάζουν το, υποτίθεται, παρερμηνευμένο «πίστευε και μη ερεύνα»!

Ολοκληρώνοντας τη μικρή μας… έρευνα για το αν πρέπει να… ερευνούμε και τι, αξίζει, νομίζω, να αναφερθεί ότι όταν επρόκειτο για θέματα πίστης, ακόμα κι ο Πλάτων καλούσε τους Αθηναίους να αποδεχόνται και να πιστεύουν τις θρησκευτικές παραδόσεις που διέσωσαν οι πρόγονοί τους, ακόμα κι αν δεν υπήρχαν οι αναγκαίες αποδείξεις για το αληθές των παραδόσεων αυτών:

«Περί δε των άλλων δαιμόνων επείν και γνώναι την γένεσιν μείζον η καθ’ ημάς, πειστέον δε τοις ειρηκόσιν έμπροσθεν, εκγόνοις μεν θεών ούσιν, ως έφασαν, σαφώς δε που τους γε αυτών προγόνους ειδόσιν˙ αδύνατον ουν θεών παισίν απιστείν, καίπερ άνευ τε εικότων και αναγκαίων αποδείξεων λέγουσιν, αλλ’ ως οικεία φασκόντων απαγγέλειν επομένους τω νόμω πιστευτέον. Ούτως ουν κατ’ εκείνους ημίν η γένεσις περί τούτων των θεών εχέτω και λεγέσθω».

«Πίστευε και μη ερεύνα» λοιπόν; Μμμ, λυπάμαι, αλλά θα πάρω καλύτερα το «Νήφε και μέμνησο απιστείν»…


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1  Ωστόσο ούτε αποθάρρυνε τη μελέτη των Γραφών˙απλώς επισήμανε ότι αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό.
2  Πουθενά δεν μαρτυρείται η ύπαρξη τής εκδοχής αυτής.
3  Την προσπάθεια -ας μου επιτραπεί ο αδόκιμος όρος- «αποσκανδαλισμού» τής δυσπιστίας τού Θωμά θα τη χαρακτηρίσω -το λιγότερο- ατυχή. Αυτά τα περί επιθυμίας για μετάβαση «από την πίστη εξ ακοής σε εμπειρική πίστη», δεν πείθουν ούτε παιδιά τής προσχολικής ηλικίας! Ο Θωμάς ήταν σαφέστατος: «Αν δεν δω, δεν πιστεύω»! Αν -όπως είπαν οι Πατέρες- δεν αμφέβαλλε για την Ανάσταση, αλλά απλώς ήθελε να αποκτήσει «προσωπική εμπειρία του θαυμαστού αυτού γεγονότος», τότε...
πρώτον: τι νοήμα είχε η προτροπή που του απεύθυνε ο Ιησούς να μην απιστεί, αλλά να πιστεύει;
δεύτερον: προς τι το σχόλιο τού Ιησού ότι ο Θωμάς πίστεψε επειδή τον είδε, όμως «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»;
και τρίτον: εάν ο Θωμάς απλώς «ήθελε να έχη προσωπική συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό, να απολαύση την ευλογία της παρουσίας Του και να φθάση από την πίστη εξ ακοής στην πίστη εκ θεωρίας», τότε γιατί το περιστατικό χαρακτηρίζεται από τους απολογητές απόδειξη περί του φιλερεύνου της χριστιανικής πίστης; Ερώτηση κρίσεως δηλαδή…
4  Τόσο η μεμονωμένη φράση όσο και το εκτενέστερο κείμενο δυστυχώς πουθενά δεν συνοδεύονται από τις αντίστοιχες παραπομπές στην πρωτογενή πηγή. Το θεωρώ πάντως απίθανο να πρόκειται περί ευφευρήματος αφού πέραν της γλώσσας στην οποία είναι συνταγμένο, το κεντρικό του νόημα στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που νομίζουν εκείνοι που το επικαλούνται ως τεκμήριο δογματικά κατοχυρωμένου σκοταδισμού! Οποιοσδήποτε πάντως γνωρίζει κάτι παραπάνω, θα χαιρόμουν αν το έθετε υπ’ όψιν τού μπλογκ!

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο “Τι εστίν αλήθεια” όπου γίνεται ο σχολιασμός.