Όταν έκανα δική μου οικογένεια άρχισα να φτιάχνω πίτα στο δικό μου σπίτι, και ποτέ μου δεν έκοψα κομμάτια για υπερφυσικές οντότητες. Με ντροπή ομολογώ ότι και του φτωχού το έχω καταργήσει – η μάνα μου όταν έπεφτε το νόμισμα στον φτωχό, το έδινε στον πρώτο ζητιάνο που συναντούσαμε, μαζί με το κομμάτι της πίτας κι ένα κατοστάρικο (δραχμές ντε!). Κόβω μόνο του σπιτιού και της δουλειάς, μετά του νοικοκύρη και της νοικοκυράς, και μετά όλων των παρευρισκομένων, κι αν περισσεύει πίτα κόβω και για αγαπητούς απόντες, λόγου χάρη για συγγενείς που βρίσκονται στο εξωτερικό (πράγμα που σημαίνει ότι θα φάμε πίτα και την άλλη μέρα).
Το “χριστιανικό” αυτό έθιμο πολύ εύκολα αποσυνδέθηκε στο μυαλό μου από το χριστιανισμό κι έγινε απλώς ένα έθιμο για την πρωτοχρονιά. Ουσιαστικά δεν είναι και πολύ χριστιανικό: δεν έχει αναφορές σε θρησκευτικά θέματα ούτε κανένα θρησκευτικό συμβολισμό, και τα δυο κομμάτια που κόβονται για χριστούς και αγίους εύκολα παραλείπονται χωρίς να χάσει το έθιμο τίποτε από την ουσία του, που είναι η ανταλλαγή ευχών για τον καινούριο χρόνο μεταξύ των μελών της οικογένειας ή μιας οποιασδήποτε ομάδας ανθρώπων.
Στην ανάρτηση που ανέβασα στο forum Αθεϊα και στη σχετική εκδήλωση του facebook, κάτω από την πρόσκληση για την κοπή της πίτας, έγραψα κι ένα κειμενάκι για την ιστορία του εθίμου. Το παραθέτω κι εδώ:
Η βασιλόπιτα είναι αρχαίο ρωμαϊκό αγροτικό έθιμο. Το όνομά της σημαίνει “πίτα του βασιλιά” επειδή όποιος έβρισκε το φλουρί ήταν ο “βασιλιάς” των εορτών. Σε λατινόφωνες χριστιανικές χώρες (Γαλλία, Ισπανία κλπ) η λέξη “βασιλιάς” συνδέθηκε με τους “βασιλείς μάγους”, ενώ στην Ελλάδα με το όνομα του Αγίου Βασίλειου, και δημιουργήθηκαν οι σχετικοί μύθοι.
Το έθιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας σχετιζόταν με τα Σατουρνάλια (ελληνικά Κρόνια) και αργότερα, όπως γνωρίζουμε, συνδέθηκε με το χριστιανισμό. Συνηθίζεται σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Βέλγιο, Ελβετία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Κύπρο). Επίσης σε όλη τη λατινική Αμερική αλλά και στις ΗΠΑ, όπου συνδέεται με τη γιορτή Mardi Gras.
Στην αρχική του μορφή ήταν δύο ξεχωριστά έθιμα: (1) ανταλλαγή δώρων που περιείχαν ένα τυχερό νόμισμα και (2) παρασκευή ενός γλυκίσματος που περιείχε ένα κουκί, και όποιος το έβρισκε γινόταν ο “βασιλιάς” των εορτών (γνωστός ως “βασιλιάς του κουκιου”). Από το συνδυασμό αυτών των δύο προέκυψε η πίτα με το τυχερό νόμισμα καθώς και άλλες παραλλαγές (στην Ισπανία λόγου χάρη βάζουν ένα κουκί και μια φιγούρα βασιλιά, όποιος βρίσκει το κουκί είναι ο γκαντέμης και κάνει μια αγγαρεία, π.χ. πλύσιμο πιάτων ή πληρώνει το λογαριασμό, ενώ όποιος βρίσκει το βασιλιά είναι ο τυχερός της χρονιάς). Αφότου ο Ιούλιος Καίσαρ μετακίνησε την πρωτοχρονιά κοντά στις ημερομηνίες των γιορτών αυτών, το έθιμο συνδέθηκε και με την αρχή του νέου έτους.
Πηγές:
1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Δρανδάκης 1956)
2. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
3. Βικιπαίδεια
4. Προσωπικές εμπειρίες (για τα ισπανικά έθιμα)
Θα ήταν πολύ εύκολο να βασιστώ σε όλα τα παραπάνω και να ισχυριστώ ότι “η βασιλόπιτα δεν είναι χριστιανική, επομένως μπορούμε να τηρήσουμε το έθιμο κι εμείς οι άθεοι”. Η ουσία του πράγματος όμως δεν βρίσκεται εκεί. Η βασιλόπιτα βεβαίως και είναι χριστιανική – και παγανιστική επίσης. Βεβαίως είναι ελληνική – και ρωμαϊκή, και γαλλική, και ισπανική, και βελγική και πάει λέγοντας.
Αλλά και τι σημαίνει αυτό; Όταν ένα έθιμο έχει συνδεθεί με μια παράδοση, εθνική, θρησκευτική, τοπική, γλωσσική, μήπως αυτό θα πρέπει να σημαίνει ότι απαγορεύεται να το υιοθετήσει και μια άλλη παράδοση και να το προσαρμόσει στα δικά της δεδομένα; Υπάρχει μήπως κάποια επιτροπή καθαρότητας παραδόσεων που επιθεωρεί τα έθιμα και τα κρατά περιορισμένα στα στενά πλαίσια ενός έθνους ή ενός θρησκεύματος;
Οι παραδόσεις ταξιδεύουν, διαχέονται, μεταλλάσονται, παραλλάσονται. Τα περισσότερα χριστιανικά έθιμα είναι αρχαία παγανιστικά αγροτικά έθιμα που ενσωματώθηκαν στο corpus της χριστιανικής παραδοσης, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά. Τα κόλλυβα, τα τρίμερα, εννιάμερα και σαραντάμερα μνημόσυνα, η τελετή ονοματοδοσίας του βρέφους με περιφορά γύρω από την εστία, τι είναι αυτά αν όχι αρχαία ελληνικά έθιμα;
Τα έθιμα ταξιδεύουν στο χώρο και στο χρόνο. Τα έθιμα δεν γνωρίζουν σύνορα ούτε περιορισμούς θρησκευτικούς, εθνικούς, γλωσσικούς ή άλλους. Όταν ένας λαός που έχει μια σειρά από έθιμα έρχεται σε επαφή με μια νέα παράδοση κατά κανόνα υιοθετεί ορισμένα από τα νέα έθιμα, αλλάζει κάποια από τα δικά του ώστε να ταιριάξουν με αυτήν, και προχωράει. Και πολύ σύντομα τα νέα έθιμα είναι πια παράδοση, και κανείς δεν θυμάται ότι κάποτε ήταν ξένα.
Ακόμη και τα ίδια τα “χριστούγεννα” αυτό ακριβώς είναι, μια χριστιανική γιορτή που φορέθηκε πάνω από τις αρχαίες γιορτές για το χειμερινό ηλιοστάσιο, το οποίο ξεκινά στις 21 και λήγει στις 24 Δεκεμβρίου. Αλλά ποιος το θυμάται, και ποιος σκοτίζεται; Είναι μια όμορφη γιορτή, είναι παράδοση, αυτό αρκεί.
Το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι βορειοευρωπαϊκό, πράγμα λογικό διότι στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο σύνηθες να έχεις έλατο στον κήπο του σπιτιού σου. Ωστόσο άρεσε, πούλησε, και καθιερώθηκε. Σήμερα κάθε σπιτικό έχει το δέντρο του τα χριστούγεννα, ακόμη και το δικό μας, κι ας μην είμαστε χριστιανοί. Δεν γιορτάζουμε τη γέννηση του χριστού, βέβαια, μια που δεν μας αφορά, αλλά στολίζουμε το σπίτι, γιατί είναι όμορφο να στολίζεις το σπίτι και να κρεμάς παντού φωτάκια και γιρλάντες, ασχέτως ποια είναι η αφορμή. Θα μπορούσα να πω ότι γιορτάζω φερ’ επείν το χειμερινό ηλιοστάσιο ή την πρωτοχρονιά, αλλά και τι σημασία έχει; Γιορτάζω τη γιορτή, γιορτάζω τη χαρά, γιορτάζω τη φύση, γιορτάζω τους ανθρώπους. Γιορτάζω, κι αυτό αρκεί.
Η σχέση των ελλήνων άθεων με τα έθιμα είναι κάπως αμήχανη, γιατί τα περισσότερα έθιμα είναι συνδεδεμένα με τη χριστιανική θρησκεία. Ωστόσο τα έθιμα δεν τα τηρούμε για τις θρησκευτικές τους προεκτάσεις: τα τηρούμε επειδή αυτά μας δίνουν την αίσθηση ότι είμαστε μέλη μιας ομάδας ανθρώπων, ότι ανήκουμε κάπου. Τα τηρούμε επειδή μας θυμίζουν τα παιδικά μας χρόνια. Τα τηρούμε επειδή έχουν πλάκα ή επειδή μας συγκινούν.
Τα έθιμα και η παραδόσεις ανήκουν σε όλους μας, θρήσκους και άθεους. Και όλοι μπορούμε να τα τηρήσουμε, κρατώντας από αυτά ό,τι μας εκφράζει και αφαιρώντας ή αλλάζοντας ό,τι δεν μας εκφράζει.
Έτσι λοιπόν μπορούμε να κόβουμε πρωτοχρονιάτικη πίτα παραλείποντας απλώς τα κομμάτια των μεταφυσικών οντοτήτων, να τρώμε ταραμοσαλάτα και λαγάνα χωρίς να νηστεύουμε, να βάφουμε αυγά σε ό,τι χρώμα θέλουμε και να τα τσουγκρίζουμε λέγοντας “καλή άνοιξη” αντί για “χριστός ανέστη”, να τρώμε μαγειρίτσα και σουβλιστά αρνιά (χωρίς καμμία παραλλαγή αυτά!), να ανάβουμε φωτιές του Άι Γιαννιού (άλλη παγανιστική γιορτή αυτή – μα και ποια δεν είναι; – για το θερινό ηλιοστάσιο), να χορεύουμε στα πανηγύρια του δεκαπενταύγουστου για να γιορτάσουμε το μεσοκαλόκαιρο και όχι την παναγία, και ούτω καθ’ εξής.
Για τα καρναβάλια, τον χαρταετό, το πρωτομαγιάτικο στεφάνι και άλλα παρόμοια, δεν το συζητώ καν: δεν έχουν καμμιά σχέση με χριστιανισμό ούτως ή άλλως.
Και φυσικά μπορούμε να γιορτάσουμε τη γέννηση και την ονοματοδοσία του παιδιού μας μοιράζοντας μπομπονιέρες και την ένωσή μας με το σύντροφό μας πετώντας ρύζι, μπορούμε να πενθήσουμε το θάνατο των δικών μας μοιράζοντας κόλλυβα, μπορούμε ακόμη και να γιορτάσουμε πράγματα που οι χριστιανοί δεν μπορούν, όπως λόγου χάρη το διαζύγιό μας, που γίνεται αφορμή για μια καινούρια αρχή.
Οι άθρησκες τελετές ήδη έχουν μπει στη ζωή μας. Είναι καιρός να μπουν και τα άθρησκα έθιμα.
Είναι στο χέρι μας.