Θα διασπιστώσετε ότι συνομολογείται τίμημα στο 1/3 της πραγματικής αξίας των ακινήτων, μόνο που τα ακίνητα αυτά δεν ανήκαν στην πλειονότητά τους στην Εκκλησία, ούτε βέβαια το τίμημα ανήλθε στο 1/3· το τίμημα ήταν πραγματικό. Έγινε λόγος για το 1/3 για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.
Συνεπώς:
1. Η Εκκλησία πούλησε τα ακίνητα και δεν ήρθε να της τα πάρει το “κακό” Δημόσιο και
2. Θεωρήθηκε ότι τα ακίνητα ανήκαν στη Εκκλησία επειδή απλώς η Εκκλησία έλεγε ότι είναι δικά της. Φυσικά η Εκκλησία δεν είχε τίτλους σε όλα αυτά τα ακίνητα, όπως ευλόγως προκύπτει από οποιαδήποτε έρευνα στα κατά τόπους Υποθηκοφυλακεία.
Ας τους κάνουμε τη χάρη, λοιπόν, να δεχτουμε ότι τα κτήματα ανήκαν στην Εκκλησία.
Για όλα τα κτήματα, βοσκοτόπους και αγρούς, ορίστηκε τίμημα 97 δις δρχ. ή 97 εκ. νέων δρχ. στην πραγματικότητα όμως 112,6 εκ. δρχ. της εποχής 1952-54.
Οι βοσκότοποι θεωρείται και σήμερα με στο σύστημα αντιμενικών αξιών (βλ. ενδεικτικά εδώ) ότι έχουν το 1/4 της αξίας των καλλιεργούμενων αγρών.
Για να γίνει κατανοητή η αξία του χρήματος εκείνη την εποχή μια χρυσή λίρα είχε 300 δρχ. (σήμερα 230 Ευρώ), που πάει να πει ότι η μοναστηριακή αγροτική περιουσία αγοράστηκε αντί ποσού που σήμερα ανέρχεται σε 75 εκ. Ευρώ, αν κάνουμε δεκτό ότι έλαβε 97 εκ. δρχ.
Επομένως, με σημερινά 75 εκ. ευρώ αγοράστηκαν 140.000 στρ. καλλιεργήσιμη και 600.000 στρ. βοσκοτόπων και το τίμημα που αντιστοιχούσε σ’ αυτά ήταν 258,62 Ευρώ το στρέμμα για τα αγροτικά και 64,66 Ευρώ το στρέμμα για τα βοσκοτόπια.
Αλλά ακόμη και εκεί υπήρξε σκάνδαλο. Ενώ σύμφωνα με το άρθ. 14 ορίστηκε το τίμημα στα 97 εκ. η Εκκλησία έλαβε σε ρευστό 30 εκ. και σε αξία ακινήτων 82,6 εκ., δηλ. το πραγματικό τίμημα ήταν 112,6 εκ. δρχ. ή σε Ευρώ 85,86 εκ., που πάει να πει ότι το πραγματικό τίμημα ανήλθε σε 296 Ευρώ ανά στρέμμα στους αγρούς και 74 στους βοσκοτόπους.
Μα σήμερα, οι αγροί έχουν 300 Ευρώ το στρέμμα κατά μέσο όρο, στα ορεινά βρίσκεις και με 100. Εννοώ αγρούς που είναι πράγματι αγροί κι όχι δίπλα σε εθνικές ή επαρχιακές οδούς που έχουν μεγαλύτερη ή βοσκότοποι που έχουν μικρότερη αξία. Και αναφέρομαι στο σήμερα, που έχει εκτιναχτεί η ανάπτυξη σε σχέση με το ’50.
Λοιπόν, για ποιο εξαναγκασμό μας μιλάει η Εκκλησία; Έβγαλε λεφτά από το τίποτα με τιμή στο 98,6% της αξίας των ακινήτων της, που αν έβγαινε στο μεϊντάνι τα τα πουλήσει (οπότε έπρεπε να ξεπεράσει και το πρόβλημα με τους τίτλους που δεν διέθετε) δεν επρόκειτο να έβγαζε ούτε το 1/5 λόγω της χρηματιστηριακής προσφοράς – ζήτησης. Το κυριότερο, όμως, είναι πως χωρίς αυτή τη λεόντιο σύμβαση η Εκκλησία θα έχανε την ευκαιρία να μετατραπεί σε καπιταλιστή. Θα παρέμενε τσιφλικάς με αποτέλεσμα να σβήσει οικονομικά, όπως ακριβώς έσβησε η φεουδαρχία σε όλον τον κόσμο.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, την όποια (δήθεν) ζημιά της, η Εκκλησία την έβγαλε μέσα από τη ραγδαία αύξηση των τιμών των ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας που πήγαν 40 και 50 φορές πάνω.
Λοιπόν, αλλού οι μούφες και τα ψέματα. Στην πραγματικότητα η Εκκλησία με την από 18/9/1952 σύμβαση κατέκλεψε το Ελληνικό Δημόσιο πολύ δε περισσότερο που δεν είχε τίτλους ιδιοκτησίας, κι αφού στους περισσότερους αγρούς είχαν ήδη εγκατασταθεί ακτήμονες με το έτσι θέλω και πρόσφυγες που τους εγκατέστησε το κράτος. Όλοι αυτοί αν προσεφευγαν στα δικαστήρια θα κέρδιζαν στηνπλειοψηφία τους αφού η Εκκλησία δεν είχε τίτλους ιδιοκτησίας.
Η περίπτωση της μεταβίβασης της μοναστικής περιουσίας της Εκκλησίας στο κράτος δεν ήταν παρά μια άλλη απάτη σε βάρος του ελληνικού λαού που εξαναγκάστηκε να πληρώσει αυτό που του ανήκε και ο πραγματικός κλέφτης βρέθηκε να διαμαρτύρεται ότι αδικήθηκε, ακριβώς για να κρύψει την αδικία που έκανε.
Ή αλλιώς, όπως λέει ο λαός: Εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι.