Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (4)

30 March 2011
Αρθρογράφος: Μάκης Γ.


Μάκης Γ., ετών 35, από την Αθήνα, μηχανικός, άγαμος.

Κατάγομαι από οικογένεια άθρησκων ή άθεων ή αδιάφορων — ό,τι κι αν υποθέσετε, σωστοί θα είστε. Ο πατέρας μου, μηχανικός και καθηγητής πανεπιστημίου, έχει σαφείς απόψεις για τον οπισθοδρομικό ρόλο των θρησκειών και τον εκμεταλλευτικό στόχο των παπάδων και το δηλώνει με κάθε ευκαιρία και σε κάθε συζήτηση. Η μητέρα μου, ψυχολόγος στο επάγγελμα, συνήθως δεν εκδηλώνεται αλλά, όποτε χρειάζεται να πάρει θέση, είναι απόλυτα σαφής και συνεπής εναντίον των θρησκειών και των μηχανισμών που έχουν δημιουργηθεί στο όνομά τους.

Συνειδητοποίησα ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει σ’ εμάς απ’ ότι σε άλλες οικογένειες γύρω μας, από δύο περιστατικά:

* Στο σπίτι ενός παιδικού φίλου μου, πριν ακόμα πάμε σχολείο, κοιτάζαμε οικογενειακές φωτογραφίες κι εκεί είδα διάφορες από τη βάφτισή του. Πίσω στο σπίτι ρώτησα τη μητέρα μου, που είναι οι δικές μου φωτογραφίες από τη βάφτιση και μου απάντησε ότι δεν με βάφτισαν, γιατί θα έπρεπε να επιλέξω εγώ ο ίδιος, όταν μεγάλωνα, αν και ποια θρησκεία θα ήθελα να ακολουθήσω. Δεν το κατάλαβα τότε, ούτε ήξερα τι σημαίνει θρησκεία. Ως προς τις φωτογραφίες της βάφτισης παρηγορήθηκα όμως με άλλες που έκανα μπάνιο στη θάλασσα…

* Επίσης είδα στο σπίτι κάποιων παιδικών φίλων, αργότερα που ήμασταν ήδη στο σχολείο, ότι υπήρχαν εικονίσματα. Είχα δει τέτοια εικονίσματα σε εκκλησίες, αλλά όχι στο δικό μας σπίτι. Στο δικό μας και σε σπίτια στενών συγγενών υπήρχαν μόνο πίνακες ζωγραφικής και οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους. Όταν ρώτησα τη μητέρα μου για εικονίσματα, μου απάντησε ότι θα βάλω μόνος μου, όταν μεγαλώσω και ανάλογα με ποια θρησκεία θα επιλέξω. Οι ίδιοι είχαν διαλέξει, όπως μου είπε, να μην ανήκουν σε καμιά θρησκεία!

Ήξερα λοιπόν ότι εγώ και οι γονείς μου δεν ασχολούμασταν με θρησκείες, εκκλησίες και παπάδες, όπως έκαναν μερικοί από τους συμμαθητές μου, αλλά δεν με πείραζε αυτό, δεν διέφερα σε τίποτα από τους άλλους. Μόνο κάτι σταυροκοπήματα που έκαναν άλλοι με παραξένευαν, αλλά δεν τους κατηγορούσα, όλοι είχαμε τα στραβά μας. Επίσης, όταν κάναμε στο σχολείο «προσευχή», έκανα κι εγώ όπως οι άλλοι, αλλά πάλι δεν με εντυπωσίαζε αυτό.

Μια φορά είπε η δασκάλα σε κάποια τάξη του Δημοτικού, μάλλον την Τετάρτη, ότι εμείς που είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι, θα πάμε αύριο όλοι μαζί στην εκκλησία. Ήταν η γιορτή των «Τριών Ιεραρχών». Στην τάξη είχαμε και ένα συμμαθητή Άραβα, τον Ναΐφ, ο οποίος αποδεδειγμένα δεν ήταν χριστιανός· όμως ούτε εγώ ήμουν αυτό που ανέφερε η δασκάλα. Ζήτησα λοιπόν το λόγο και δήλωσα ότι εγώ δεν είμαι χριστιανός ορθόδοξος και δεν χρειάζεται να πάω στην εκκλησία… Με ενδιέφερε να κάνω καμιά βόλτα στη γειτονιά και στο πάρκο, δεν με απασχολούσε το θρήσκευμα. Με ρωτάει τότε η δασκάλα έκπληκτη, ξέροντας ότι είμαι Έλληνας και με ελληνικό όνομα, «Τι είσαι εσύ Γεράσιμε;» και της απαντάω: «Τίποτα δεν είμαι κυρία!»

Τα έχασε η «κυρία», ίσως πίστεψε -σκέφτομαι τώρα- ότι ήμουν καθολικός ή ιεχωβάς ή κάτι ανάλογο, και μου λέει: «Δεν μπορεί να μην είσαι τίποτα, όλοι οι άνθρωποι έχουν μια θρησκεία». Της λέω τότε ότι «Εγώ δεν έχω θρησκεία και δεν θέλω να αποκτήσω τώρα, όταν μεγαλώσω θα αποφασίσω». Έγινε ένας μικροπανικός, λέει η δασκάλα ότι πάει μια στιγμή στο διευθυντή και θα ξανάρθει.

Πράγματι μετά από 2-3 λεπτά επανήλθε και ανακοίνωσε ότι ο Γεράσιμος -έτσι με έλεγε η δασκάλα, ενώ όλα τα παιδιά με φώναζαν Μάκη- δεν έχει ακόμα επιλέξει θρησκεία, θα το κάνει αργότερα. Έγινε μεγάλη πλάκα, οι κολλητοί μου ήταν βέβαιοι ότι δεν είχα επιλέξει θρησκεία για να κάνω κοπάνες από τον εκκλησιασμό. Κάποιος ρώτησε γιατί τα άλλα παιδιά έχουν επιλέξει και πότε έγινε αυτό, αφού δεν τους ρώτησε κανείς. Η δασκάλα φαίνεται ότι τα χρειάστηκε, έπρεπε να αποκαλύψει την οπισθοδρομικότητα του οικογενειακού δικαίου της χώρας: είπε ότι το διάλεξαν οι γονείς μας και άλλα τέτοια, κτύπησε και το κουδούνι για διάλειμμα και ξεχάστηκε το θέμα. Βγαίνοντας έξω, μου λέει η δασκάλα: «Γεράσιμε, άλλη φορά να μη φωνάζεις στην τάξη ότι δεν έχεις θρησκεία…» Είπα «Καλά κυρία, δεν θα το ξανακάνω!» και έκλεισε το θέμα για εκείνη την ημέρα.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι διηγήθηκα τα περιστατικά στη μητέρα μου, η οποία δεν είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή, αλλά την άλλη μέρα με παίρνει από το χέρι και πάμε μαζί στο σχολείο. Δεν ήξερα γιατί!

Ξεμοναχιάζει λοιπόν η μητέρα μου τη δασκάλα και την αρχίζει: «Να μην το ξανακάνετε αυτό κυρία Χ.! Καθένας είναι ελεύθερος να αποσιωπήσει ή να γνωστοποιήσει τα θρησκευτικά και πολιτικά φρονήματά του! Δεν επιτρέπεται να δημιουργείτε ενοχές στα παιδιά ότι κάτι τους λείπει που δεν έχουν θρήσκευμα ή έχουν διαφορετικό από εσάς…» Δεν άκουσα τότε καλά τα λόγια, αλλά τα επανέλαβε η μητέρα μου αργότερα μερικές φορές στο σπίτι και σε γνωστούς, οπότε κατάλαβα το θέμα!

Η δασκάλα έκανε προσπάθειες να δικαιολογηθεί, ήταν και απροετοίμαστη, αλλά η μητέρα μου δεν την άφηνε να αρθρώσει λόγο. Ο διευθυντής είδε ότι κάτι γινόταν εκεί και πήγε κοντά να πάρει μέρος στη συζήτηση. Μεταφέρθηκαν οι τρεις στο γραφείο του διευθυντή κι εγώ έμεινα απ’ έξω. Αργότερα έμαθα ότι η μητέρα μου τους έκανε στο γραφείο κήρυγμα περί ανεξιθρησκείας που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα και ελευθερίας των επιλογών των πολιτών κ.λπ. κ.λπ. Θα σκέφτηκε ο διευθυντής ότι η μητέρα μου, για να μιλάει με τέτοιο αέρα, μπορεί να είχε υψηλές διασυνδέσεις στο Υπουργείο Παιδείας. Της απαντούσε λοιπόν: «Αυτά λένε οι οδηγίες που μας δίνουν από το Υπουργείο, κυρία Γ.»

Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ασχολήθηκαν οι γονείς μου με κόμματα και πολιτικούς και, φυσικά, δεν υπήρχε καμιά διασύνδεση και γνωριμία στο υπουργείο ή κάπου αλλού. Μόνο αυτοπεποίθηση και ευφράδεια είχε και έχει η μητέρα μου. Η ευχέρεια επιχειρηματολογίας της προερχόταν -και συνεχίζει μέχρι σήμερα-, από την παιδεία της. Γι’ αυτό έγραψα πριν ότι δεν την πολυαπασχολούσε η θρησκεία, αλλά είχε απόψεις και έπαιρνε σαφέστατα θέση, όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Ήταν τότε περίπου 1986 και η μητέρα μου προκαταλάμβανε με την παρέμβασή της στο σχολείο τις συζητήσεις για το θρήσκευμα στις αστυνομικές ταυτότητες που έγιναν περίπου 15 χρόνια μετά, επί Χριστόδουλου. Φαίνεται ότι όλα αυτά συζητιόντουσαν στην κοινωνία και η κυβέρνηση του Σημίτη θεώρησε αργότερα σκόπιμο να τα εφαρμόσει και στην πράξη· ήταν και οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βοηθούσαν σ’ αυτό.

Οι υπόλοιπες τάξεις του Δημοτικού και οι τάξεις του Γυμνασίου πέρασαν μάλλον διασκεδαστικά για μένα από πλευράς του θέματος που περιγράφω εδώ. ΔιηγιότανΔιηγούνταν ο δάσκαλος ή ο καθηγητής κάτι ιστοριούλες για τον Χριστό, αλλά ο Ναΐφ, που ήταν σε όλες τις τάξεις μαζί μας, έπαιρνε το λόγο και έλεγε ότι «Τα ίδια λέμε κι εμείς για τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ, κύριε, ο οποίος είναι ο αληθινός προφήτης».

Ο Ναΐφ έλεγε ότι ήταν άθεος, αλλά προσποιόταν στην τάξη τον ευσεβή μουσουλμάνο για να γίνει χαβαλές. Έκανε και κάτι κινήσεις προσευχής με τα χέρια, όταν μιλούσε για τον Αλλάχ και ο καθηγητής φοβόταν μην εκδηλωθεί μωαμεθανικός φονταμενταλισμός στην τάξη. Έτσι δεν έπαιρνε θέση στα λεγόμενα του Ναΐφ, του έλεγε όμως, πολύ ευγενικά, ότι πρώτοι εισήγαγαν αυτή την ιστορία οι χριστιανοί και από εκεί την δανείστηκαν οι μουσουλμάνοι. Ο Ναΐφ -πρώτη μούρη στην πλάκα- απαντούσε ότι και οι χριστιανοί τα είχαν αντιγράψει από τους Εβραίους και τους Έλληνες και έκανε εκείνες τις χαρακτηριστικές κινήσεις με τα χέρια. Γινόμασταν όλοι λιώμα από τα γέλια, ιδίως τα κορίτσια που τσίριζαν. Ο καθηγητής κτύπαγε τα χέρια του για να αλλάξει θέμα, «Ελάτε, να προχωρήσουμε στο μάθημα…»

Στα χρόνια του Λυκείου μας έλεγαν στο σχολείο διάφορα δήθεν φιλοσοφικά θέματα, αλλά στην ουσία έκαναν κατήχηση. Μερικοί συμμαθητές ήταν προετοιμασμένοι και πολυβολούσαν τον καθηγητή και μια καθηγήτρια με τα παραμύθια που διαδίδουν οι χριστιανοί, ότι ο χριστιανισμός είναι «η θρησκεία της αγάπης», όταν έχουν γίνει τόσα και τόσα εγκλήματα, ότι κλέβουν ασύστολα τους πιστούς και το δημόσιο και κακοποιούν παιδάκια και όλα αυτά που ξέρουμε από τις εφημερίδες… Εκεί πεταγόταν και ο Ναΐφ και έλεγε ότι τα ίδια κάνουν και οι μωαμεθανοί ιμάμηδες, αλλά τα έχουν δανειστεί από τους χριστιανούς…

Τα μάσαγαν οι καθηγητές, «Δεν φταίει ο θεός, οι άνθρωποι φταίνε…» Έτσι γινόντουσαν οι καημένοι εύκολη λεία στους διαβασμένους συμμαθητές: «Και ποιος έκανε ιερωμένους αυτούς τους ανθρώπους; Δεν μπορούσε ο υιός του θεού να αποτρέψει τις εγκληματικές πολεμικές εκστρατείες, αφού κατάφερνε να περπατήσει στη θάλασσα και να αναστήσει νεκρούς; Και γιατί δεν ξανάφερνε στη ζωή όλους τους σκοτωμένους από εγκληματικές ενέργειες των εκπροσώπων του;»

Συνήθως ξέφευγαν οι καθηγητές με δικαιολογίες που δήλωναν παραδοχή, «Κανείς δεν ξέρει τις σκέψεις του θεού!» και άλλα τέτοια που δείχνουν την αμηχανία όλων των θεολόγων. Μερικοί συμμαθητές επέμεναν: «Δεν σας κάνει εντύπωση, κύριε καθηγητά, που όλα καταλήγουν πάντα σε βάρος των φτωχών και αβοήθητων; Μπορεί να μην ξέρουμε τις σκέψεις του θεού αλλά, αν υπάρχει, ξέρουμε ότι βοηθάει πάντα τους πλούσιους και απατεώνες…», έλεγε ο αναρχικός της τάξης.

Το συμπέρασμα ήταν, για όποιους μπορούσαν να σκεφτούν, ότι οι ίδιοι θεολόγοι που (δήθεν) ερμήνευαν πολύπλοκες κατασκευές, όπως η τριαδικότητα, η παρθενογένεση, η ανάσταση κ.ά., απέφευγαν ή δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν απλά καθημερινά φαινόμενα της ζωής. Λογική κατάληξη σε όλα αυτά ήταν ότι δεν υπάρχει ο θεός που επικαλούνται οι ιερωμένοι όλων των θρησκειών και, εφόσον γίνει αυτό αποδεκτό, τα πάντα στην πραγματική ζωή μπορούν να εξηγηθούν χωρίς αντιφάσεις!

Εκείνα τα χρόνια διάβασα το βιβλίο «Αντιγνώση» της Λιλής Ζωγράφου και το «Τι πιστεύω» του Μπέρτραντ Ράσελ με φιλειρηνικά και φιλελεύθερα φιλοσοφικά, ιστορικά και ηθικοπολιτικά δοκίμια. Με αυτά και άλλα όμοια βιβλία έβαλα στο μυαλό μου σε τάξη τις σκόρπιες ιδέες που είχα μαζέψει από συζητήσεις και δικές μου σκέψεις. Δεν έπαιρνα όμως μέρος στις συζητήσεις στην τάξη με τους καθηγητές Θρησκευτικών και μερικούς λίγους συμμαθητές που πήγαιναν στο κατηχητικό, αφενός γιατί μου προκαλούσαν λύπη που δεν μπορούσαν να δώσουν συγκροτημένες απαντήσεις, αφετέρου επειδή εγώ δεν ανήκα στο θρήσκευμά τους και έκανα τον τελείως αδιάφορο, σαν να συζητούσαν αυτοί για τη θρησκεία των Ζουλού – και δεν έβλεπα μεγάλη διαφορά!

Μερικοί από τους συμμαθητές, κατηχητόπουλα, μου έλεγαν ότι υπερβάλλω, αλλά κάποια μέρα είδα στην εφημερίδα φωτογραφία από μια χώρα της Αφρικής με ορθόδοξο, καθολικό και ευαγγελικό παπά και δίπλα τους ένα μωαμεθανό ιμάμη και ένα ιερέα του βουντού που έκαναν, με αφορμή μια εκδήλωση του ΟΗΕ, κοινή προσευχή ή κάτι σχετικό. Έδειχνα τη φωτογραφία σ’ αυτούς τους συμμαθητές και ρωτούσα, ποια θρησκεία είναι η καλύτερη και ποιον από τους πέντε παπάδες θα διάλεγαν οι συνομήλικοί μας Ζουλού; Ο ιερέας του βουντού ήταν πολύχρωμα ντυμένος και θα τους έλεγε ιστορίες από την τοπική παράδοση· οι άλλοι είχαν μια μονοχρωμία που έδειχνε ότι ήταν εκτός της σύγχρονης εποχής και οπωσδήποτε εκτός τόπου και χρόνου, αφού στην Αφρική η πολυχρωμία των ενδυμάτων είναι αυτονόητη και οι ιστορίες με τους Εβραίους από την Παλαιστίνη θα τους φαίνονται αστείες. Συμπέρασμα είναι ότι όλα εξαρτώνται από την εποχή και τη χώρα που γεννήθηκες και μεγάλωσες και όλα τα άλλα είναι μυθεύματα για να αποκοιμίζονται οι άνθρωποι με απλοϊκό μυαλό.

Σε κάποια πάρτι που οργανώναμε τις απόκριες, εγώ είχα δικαιωματικά την αμφίεση του Αρχιδιάβολου, με κέρατα και ουρά φυσικά, ο οποίος είχε τον έλεγχο για τους εισερχόμενους στη χριστιανική κόλαση (διάλεγα για «τιμωρία» τα καλύτερα κορίτσια!) Ο Ναΐφ ήταν αυτοδίκαια βοηθός διαβόλου και είχε τον έλεγχο του μη ορθόδοξου παραρτήματος της κόλασης· κι αυτός κάτι δίμετρα ουρί έβαζε στα ιδιαίτερα! Περνάγαμε ωραία…

Στο πολυτεχνείο που σπούδασα δεν έγινε ποτέ κάτι που να είχε σχέση με θρησκευτικά θέματα. Μόνο η εμμονή των Κουκουέδων στα κομματικά δόγματα και τις σταλινικές ιδεοληψίες τους μου θύμιζαν εκκλησιαστική οργάνωση. Στην ορκωμοσία στο τέλος των σπουδών διάβασε κάποιος ένα ανόητο κείμενο και οι μαζεμένοι απόφοιτοι μουρμούριζαν, αλλά εγώ απλά στεκόμουν εκεί και παρακολουθούσα. Η επόμενη ενδιαφέρουσα φάση εξελίχθηκε στο στρατό!

Μετά από μερικές εβδομάδες βαρετής απραξίας που λέγεται «βασική στρατιωτική εκπαίδευση», έπρεπε να ορκιστούμε. Ήταν ήδη το έτος 2000 και οι απόψεις εκφράζονταν παντού ελεύθερα και δημόσια. Ο μεγαλύτερος φόβος των στρατιωτικών ήταν να μην αυτοκτονήσει κανένας νεοσύλλεκτος, γι’ αυτό παρακολουθούσαν από κοντά κάποιους αμίλητους και συνοφρυωμένους…

Τις πρώτες μέρες στο στρατόπεδο συμπληρώσαμε χαρτιά με τα προσωπικά στοιχεία μας. Εκεί ζητούσαν πληροφορία για το θρήσκευμα κι εγώ έβαλα μία παύλα. Επίσης υπήρχε η ερώτηση αν θέλω να γίνω δόκιμος αξιωματικός, και έγραψα ΟΧΙ. Αν γινόμουν, θα έμενα 2-3 μήνες παραπάνω στο στρατό και θα αναλάμβανα διαχειριστικές και καθοδηγητικές ευθύνες που δεν με ενδιέφεραν.

Με καλεί λοιπόν ένας δόκιμος αξιωματικός, ανθυπολοχαγός, φιλόλογος από σπουδές, όπως έμαθα, και άρχισε να με ρωτάει διάφορα προσωπικά και οικογενειακά. Φανταζόμουν ότι θέλει να μου πει για το θρήσκευμα, αλλά εγώ έδειχνα αδιάφορος. Λέει λοιπόν: «Γιατί δεν θέλεις να υπηρετήσεις ως δόκιμος αξιωματικός που έχεις πολύ καλή βαθμολογία, δίνεις και σωστά τα παραγγέλματα και θα βοηθούσες πάρα πολύ την πατρίδα;» Είχαμε κάνει κάτι εξετάσεις πριν, τεστ ευφυΐας, ψυχολογικής ετοιμότητας και άλλα τέτοια. Μας έβαζαν να κάνουμε βηματισμό και να παρουσιαστούμε με όλα τα τυπικά και φαίνεται ότι είχα κάνει καλή εντύπωση. Αλλά δεν τα θεωρούσα σημαντικά όλα αυτά!

Του λέω απλά: «Δεν μ’ ενδιαφέρει!» Με ρωτάει πάλι, δήθεν εντυπωσιασμένος: «Δεν σ’ ενδιαφέρει να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στην πατρίδα; Η οποία σου εξασφαλίζει σπουδές, καλή ζωή, επάγγελμα και ειρήνη;» Ψάρευε ο δόκιμος για να δει τι σκέφτομαι, θα είχε μάλλον και την ανάλογη εκπαίδευση. Η δική μου σκέψη ήταν βέβαια αυτή που είπα αρχικά, «δεν μ’ ενδιαφέρει» και τίποτα άλλο.

Όταν άρχισε να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις του με άλλα λόγια, του λέω: «Ακούστε κ. Ανθυπολοχαγέ, κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι μου εξασφάλισε καλές σπουδές και καλή ζωή η πατρίδα. Διαλυμένες καλύβες είναι τα πανεπιστήμια και ζούμε σε μια υποβαθμισμένη χώρα…» Πήγε να διαφωνήσει κάπως, αλλά δεν τον άφησα: «Πόσες μέρες έγιναν μαθήματα και εργαστήρια στις σπουδές σας (εκεί μου είπε ότι είναι φιλόλογος) και πόσες χάθηκαν; Κι επίσης, νομίζετε ότι με καλές σπουδές και πτυχία πλουτίζουν οι διάφοροι γύρω μας; Δεν βλέπετε τι μαύρο χρήμα κυκλοφορεί;»

Ήταν ήδη τότε γνωστό ότι γινόντουσαν μεγάλες ρεμούλες και πηγαινοερχόντουσαν μίζες, δεν χρειάστηκε να «πέσουν από τα σύννεφα» οι συνένοχοι για να το μάθουμε κι εμείς οι «απ’ έξω». Τι να πει ο φουκαράς ο δόκιμος που είχε μοναδική επαγγελματική προοπτική κάποιο φροντιστήριο στη γειτονιά του ή έστω να γίνει καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση;

Είπαμε κι άλλα πολλά, μερικές φορές με ένταση, αλλά κατάλαβε ο «ανακριτής» ότι δεν μασάω… Μου λέει στο τέλος, έδειχνε ότι το είχε ξεχάσει: «Δεν έβαλες και θρήσκευμα, άθεος είσαι;» Του απαντάω: «Είναι υποχρεωτικό αυτό; Υπάρχει ειδικό άρθρο περί ανεξιθρησκείας στο Σύνταγμα!» Ξεροκατάπιε αμήχανος, «Ναι, δεν λέω, έτσι είναι, αλλά εμείς στην Ελλάδα είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι και…» «Κοιτάξτε» τον κόβω, του είχα πάρει ήδη τον αέρα: «Εγώ απάντησα στο ερωτηματολόγιο για τον εαυτό μου!»

Μου απαντάει ψυχρά «Καλώς!» και βάζει τα χαρτιά σε ένα φάκελο. Σηκώθηκα, χαιρέτησα και αποχώρησα με όλα τα τυπικά. Δεν ξαναείδα τον δόκιμο, θα έβαλε όλα τα στοιχεία στον φάκελό μου και θα έχω μείνει εκεί ως «άθεος»! Σε περίπτωση επιστράτευσης είμαι βέβαιος ότι δεν θα με κάνουν «ιεροκήρυκα υπηρεσίας».

Όταν ήρθε η μέρα να γίνει η ορκωμοσία της σειράς μας, κάλεσαν στο γραφείο του υποδιοικητή τέσσερις νεοσυλλέκτους, ανάμεσά τους κι εμένα. Εκεί ορκιστήκαμε χωρίς ρασοφόρους, λιβάνια και ιερά βιβλία και υπογράψαμε ένα χαρτί. Ίσως να ήταν και κάποιοι άλλοι σαν κι εμάς, αλλά δεν θα ήξεραν ή δεν είχαν το θάρρος να εκδηλωθούν. Οι γονείς μου δεν ρώτησαν ποτέ, αν και πως ορκίστηκα· εγώ τους διηγήθηκα κάποτε αργότερα τα περιστατικά που περιέγραψα εδώ.

Η μόνη σκέψη για θρησκεία και εκκλησία μου ήρθε πάλι μετά από λίγα χρόνια, όταν μία προσωπική φίλη μου έδειχνε ενδιαφέρον για γάμο και έφερνε διαρκώς την κουβέντα σ’ αυτό το θέμα. Η μία φίλη της/μας παντρεύτηκε, η άλλη παντρεύεται σύντομα κ.λπ., μου λέει μια φορά με ποιητικό οίστρο ότι θα ήθελε κι αυτή να ανεβεί σύντομα τις σκάλες της εκκλησίας με νυφικό, παρανυφάκια και τέτοιες χαζομάρες. Ήταν δε μορφωμένη η κοπέλα, αλλά όταν συζητάγαμε για ζητήματα σχέσεων και οικογένειας, γινόταν πιο οπισθοδρομική κι από τη γιαγιά μου.

Της είπα λοιπόν μια φορά ότι, κι αν ακόμα σκεφτόμουν να παντρευτώ, να είναι βέβαιη ότι δεν πρόκειται να πάω σε εκκλησία. Αυτή κατέγραψε στο μυαλό της ότι δεν σκέφτομαι το γάμο κι έτσι χαλάρωσαν οι σχέσεις μας. Μετά από λίγο καιρό έμαθα από κοινούς φίλους ότι παντρεύτηκε, φυσικά με τούλια, εκκλησίες και παπάδες, αλλά η συζυγική ιστορία της κράτησε μόνο 7-8 μήνες, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Όταν την ξανασυνάντησα είχε ήδη χωρίσει. Της είπα ότι δεν φαίνεται να βοήθησαν οι ευλογίες του παπά και οι επικλήσεις στο θεό… Μου απάντησε ενοχλημένη ότι αυτά είναι κρυάδες και ξέρει πολύ καλά τις απόψεις μου, οπότε δεν συνεχίσαμε αυτή τη συζήτηση, γλίτωσα όμως κι από οποιαδήποτε προσπάθεια ανανέωσης των προσωπικών σχέσεων.

Έχω μονίμως την εντύπωση ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χριστιανών δηλώνουν πίστη στη θρησκεία, επειδή καθοδηγήθηκαν σε μικρή ηλικία και έκτοτε επαναλαμβάνεται αυτή η καθοδήγηση με διάφορες εκκλησιαστικές και άλλες γιορτές, σαν τα αναμνηστικά εμβόλια. Τα ίδια ισχύουν φυσικά και με τους πιστούς όλων των θρησκειών. Μοναδική ελπίδα απομάκρυνσης από αυτές τις υποδουλώσεις σε ανύπαρκτους θεούς είναι να σταματήσει ο σχολικός και κοινωνικός κατηχητικός βομβαρδισμός.

Αυτό φυσικά δεν θέλουν με κανένα τρόπο να το επιτρέψουν οι επαγγελματίες των θρησκειών, γιατί με το σύστημα που λειτουργεί σήμερα κερδίζουν χωρίς να εργάζονται μισθό, εξουσία και κοινωνική αναγνώριση. Τα πολιτικά κόμματα είναι παραδομένα στις συναλλαγές με τους παπάδες και βλέπουμε ότι, ακόμα και δεδηλωμένοι αριστεροί, παρουσιάζονται απρόβλεπτα και ανακοινώνουν ότι «Έχω μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση με την ορθοδοξία!» Στην πραγματικότητα εκφοβισμένοι είναι, αν όχι ιδιοτελείς, και θέλουν να «κρατάνε μια πισινή», μήπως και είναι αλήθεια όλα αυτά που κάνουν πως δεν πιστεύουν.

Βλέπουμε το ΚΚΕ να εκπροσωπείται στη Βουλή και στις τηλεοράσεις ηχηρά και αποκριάτικα, μέχρι γελοιοποιήσεως, από μια εθνικίστρια θεούσα. Ο περίπου συνομήλικός μου αρχηγός του ΣΥΝ να διατηρεί άριστες σχέσεις με όλους τους μεγαλοπαπάδες που βρίσκονται στο δρόμο του. Όποτε τύχει δε να συζητήσει μαζί τους, παραλείπει να αναφερθεί στα ουσιαστικά που ενδιαφέρουν τους Έλληνες, την αγνώστου προέλευσης εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία (με φανταστικά χρυσόβουλα και οθωμανικά παραχωρητήρια, αλλά και με υπεξαιρέσεις), το διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, την απαλλαγή της εκπαίδευσης από το παπαδίστικο όνειδος κ.ά. Αυτά μένουν για μελλοντικές συζητήσεις, οι οποίες ποτέ δεν γίνονται κι έτσι ανανεώνεται η συναλληλία των πολιτικών με το μηχανισμό εκμετάλλευσης και πλουτισμού.

Η μεγαλύτερη απογοήτευσή μου ήταν ο μακαρίτης Βασίλης Ραφαηλίδης, ο οποίος σε πολλές δημόσιες εμφανίσεις του είχε υποστεί για τις άθεες απόψεις του ακόμα και λοιδορίες από θεοσεβούμενους πολιτικούς και ιδιοτελείς κληρικούς, αλλά στο τέλος αποκαλύφθηκε ότι είχε κι αυτός μια «ιδιαίτερη πνευματική σχέση» με κάποιον μητροπολίτη. Δηλαδή, κράταγε πισινή για τυχόν ανατροπή των δεδομένων.

Η εμπιστοσύνη στο πνεύμα και στις ικανότητες των ανθρώπων και η στήριξη της επιστημονικής γνώσης είναι η μόνη ελπίδα για πρόοδο της ανθρωπότητας, πράγμα που έχει αποδειχθεί από την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Με κάθε νέα επιστημονική κατάκτηση, υποχωρούν ο θεός και οι δεισιδαιμονίες, ενώ ταυτόχρονα οι άνθρωποι βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και τη γενικότερη διαβίωσή τους.

Στα χρόνια που ζούμε έχει γίνει πλέον φανερό σε όλους ότι η αιώνια φύση δεν χρειάζεται θεούς, νεράιδες και αερικά για να την καθοδηγούν. Οι μηχανισμοί της φύσης λειτουργούν χωρίς άνωθεν παρεμβάσεις και ανατροπές και εναπόκειται στους ανθρώπους να αξιοποιούν τις δυνατότητές της και να προφυλάσσονται από τις βλαπτικές εκδηλώσεις της, όπως είναι οι γεωλογικές ανακατατάξεις, οι μετεωρολογικές επιδράσεις, τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα, οι ιονίζουσες ακτινοβολίες κ.ά.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι διανοούμενοι της (καθολικής) εκκλησίας, έμμισθοι και καλοπληρωμένοι προπαγανδιστές, εισηγούνται τώρα παραδοχές ότι ο θεός βρίσκεται πίσω από το big bang, άρα πολύ μακριά για να υπάρχει (γι’ αυτούς) φόβος ότι σύντομα θα ξεπεραστεί, όπως ξεπεράστηκε σε μερικές δεκαετίες και λίγους αιώνες η αντίσταση στον Κοπέρνικο και στον Γαλιλαίο, οι αντιρρήσεις για τον Δαρβίνο, τον Φρόιντ και τον Ράσελ.

Μάλιστα, ο πάπας έχει γίνει τελευταία παρακλητικός προς τους επιστήμονες: «Είναι βέβαιο ότι υπάρχει η πραγματικότητα της επιστήμης», λέει, «αλλά πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει και μια ευρύτερη πραγματικότητα που ξεφεύγει από την επιστήμη και την αντιλαμβάνεται η εκκλησία». Εγώ το καταλαβαίνω αυτό σαν να λέει, αφήστε μας να κάνουμε κι εμείς παιχνίδι, μην μας βγάζετε έτσι ανελέητα από τις χαραμάδες που έχουμε διασώσει την ύπαρξη του θεού, επειδή οι επιστήμη δεν ασχολήθηκε με αυτά τα κενά ή δεν έδωσε ακόμα απάντηση…

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.