Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (9)
Απόστολος Λ., 56 ετών, Ηλεκτρονικός, έγγαμος, με δυο ανήλικα παιδιά.
Γιατί είμαι άθεος
Γεννήθηκα σε ένα χωριό όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν έντονα χαραγμένο στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπατριωτών μου. Σε ένα παραμεθόριο χωριό στον Έβρο που συνορεύει χερσαία με την Τουρκία, η Ελληνορθοδοξία αναγορεύεται σε ύψιστο Ιδανικό. Τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής μου λοιπόν έχουν ριγμένες τις ρίζες τους εκεί, σε ένα περιβάλλον όπου η θρησκεία, η πατρίδα και η οικογένεια γίνονται τα Ιδανικά. Χωρίς αυτά, η ζωή είναι μάταιη.
Σχολείο πηγαίναμε δύο φορές την ημέρα. Τέσσερις ώρες το πρωί και δύο το απόγευμα, εκτός Τετάρτης και Σαββάτου, που είχαμε μόνο το πρωί. Αλλά κι έτσι, η Τετάρτη ήταν πάντα κλεισμένη, γιατί πηγαίναμε κατηχητικό. Απ’ ότι θυμάμαι δεν πήγαινε όλο το σχολειό εκεί, διαφορετικά θα ήμασταν πολλοί. Από αυτό αντιλαμβάνομαι ότι εγώ ήμουν ιδιαίτερη περίπτωση. Αλλά και το πρωινό της Κυριακής ήταν αφιερωμένο στον εκκλησιασμό. Αυτό ήταν δεδομένο.
Η μητέρα μου με ξύπναγε από νωρίς και μου έδινε τέσσερα ζευγάρια παπούτσια να βάψω με το Κάμελ θυμάμαι, να τα γυαλίσω, ώστε να είναι έτοιμα όταν θα ντυθούμε με τα καλά μας για να πάμε στην Εκκλησία. Ακόμα και όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν, δεν ξέρω πώς τα κατάφερνα εγώ και πήγαινα πάντα. Κι όταν έβγαινα από την Εκκλησία, πάντα με ένα αντίδωρο στο χέρι, πηγαίνοντας σπίτι, θα χαιρετούσα όποιον έβρισκα στο δρόμο.
Όλη αυτή η ρουτίνα δεν πρέπει να με κούραζε, μου άρεσε, μπορώ να πω. Το μόνο που δεν μου άρεσε ήταν που οι παπάδες στην εκκλησία τα έλεγαν τόσο μασημένα και δεν καταλάβαινα τίποτα. Όμως τις ημέρες του Πάσχα, σαν τις Αδωνιάζουσες, θρηνούσα κι εγώ τον θάνατο του θεού. Στο εγκώμιο της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλοντας το «Γλυκύ μου Έαρ», τα μάτια μου βούρκωναν και τα σωθικά μου πλημμύριζαν αγάπη για τον Ιησού. Δεν μπορούσα να πιστέψω πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο καλός άνθρωπος να βαστάξει τόσο μίσος εναντίον του και μάλιστα από ανθρώπους που δεν πείραξε ποτέ! Πόσο πόνεσε… Μαζί του πόναγα κι εγώ. Όχι μόνο το Πάσχα, αλλά κάθε φορά που έβλεπα την εικόνα που είχαμε κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού μας στην οποία φαίνονταν τα αγκάθια που του πλήγωναν το μέτωπο!
Έτσι μεγάλωσα λοιπόν σε κείνο το χωριό με τα μεγάλα ιδανικά. Θυμάμαι φεύγοντας στα δέκα μου από το χωριό, δεν προλάβαινα να κάνω το σταυρό μου κάθε φορά που έβλεπα παρεκκλήσι στο δρόμο, τόσο που εκνεύριζα ακόμη και τους γονείς μου.
Στην Αθήνα βέβαια ο εκκλησιασμός της Κυριακής μεταφέρθηκε την ημέρα του Σαββάτου όσο το σχολείο απαιτούσε. Στο γυμνάσιο όμως ήταν πιο αυστηρά τα πράγματα. Βγαίνοντας από την Εκκλησία μας έδιναν ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι με μία στρογγυλή σφραγίδα της Εκκλησίας, του Αγίου Ταξιάρχη. Όποιος δεν είχε το χαρτάκι αυτό, τη Δευτέρα, δε γινόταν δεκτός στο σχολείο. Κάποτε, θυμάμαι, έφαγα κι εγώ μια αποβολή γιατί το Σαββατοκύριακο είχα χάσει το εισιτήριο για το μάθημα της Δευτέρας. Μέρες επιβολής τότε: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» γαρ.
Ούτε η επιβολή με έθιξε καθόλου. Παρέμεινα πιστός, αν και όχι τόσο δεκτικός όσο στο χωριό. Στα δεκαεφτά μου γνώρισα μία κοπέλα δύο χρόνια μεγαλύτερή μου. Την άκουγα, όχι επειδή ήταν μεγαλύτερη ή επειδή την επόμενη χρονιά θα έδινε στο Πανεπιστήμιο, αλλά γιατί όλα όσα μου έλεγε μου φαίνονταν σωστά. Ανάμεσα στις αγάπες πάντα υπήρχε ο χρόνος για φιλοσοφικό προβληματισμό.
Μία μέρα με ρώτησε: «Πιστεύεις στο θεό;» Ήταν σαν να με τίναξε ρεύμα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι υπήρχαν και τέτοιες ερωτήσεις… Πώς είναι δυνατόν να αμφισβητεί κανείς το θεό… αυτό είναι δεδομένο! Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο έρωτας όμως δεν με άφηνε να την μισήσω, αλλά και αυτή δεν επέμεινε. Απλά μου έδωσε να διαβάσω τον Ζορμπά του Καζαντζάκη. Ήταν πολύ ενδιαφέρον βιβλίο και είχε πολύ χιούμορ. Ο Καζαντζάκης όμως φαινόταν να πιστεύει στο θεό, αν και με τον δικό του τρόπο, τη δική του λογική.
Δεν είχα αντίρρηση. Κι εγώ στον ίδιο θεό πίστευα. Δεν βρήκα να συγκρούομαι πουθενά κι έτσι διάβασα κι άλλα βιβλία του. Ποτέ δεν βρήκα αθεΐα στον Καζαντζάκη, κι έτσι υιοθέτησα τη λογική του που, όπως έμαθα αργότερα, πίστευε στη φυσική θρησκεία, στον Ντεϊσμό.
Μέχρι τότε φαινόταν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα μου. Μπορεί να παρέμεινα πιστός στο θεό, όμως το δόγμα δεν φαινόταν να με ελέγχει. Είχα τα μάτια μου ανοιχτά και η λογική μου ήταν ακόμη ζωντανή. Μπορεί τόσο πολύ να πίστευα, όμως δεν ήμουν γραπωμένος από το δόγμα. Τώρα χρειαζόταν μόνο ένας σπινθήρας. Ήμουν πιστός ακόμα, αλλά σχεδόν άθρησκος, αφού χωρίς το δόγμα να με διαφοροποιεί δεν είχα αναστολές, ούτε μίσος για τους άλλους. Τότε κατάλαβα ότι καμιά θρησκεία δεν είναι κακή. Δεν έτρεφα μίσος για κανέναν. Όμως αγαπούσα το θεό. Ο Χριστός με συγκινούσε ακόμα. Οι μεγάλες αγάπες δεν ξεχνιούνται ποτέ. Έτσι νόμιζα τότε, μέχρι που πήγα στο στρατό.
Εκεί συντελέσθηκε άλλη μία αλλαγή που την αντιμετώπισα μόνος. Στη μονάδα, μας έδωσαν μία Καινή Διαθήκη. Την έχω ακόμα. Και δεν πρόκειται να την πετάξω ποτέ όσες και να αποκτήσω, γιατί εκείνη μου άνοιξε τα μάτια. Οι άλλοι που την πήραν την πέταξαν. Κάποιοι διάβασαν λίγο εδώ, λίγο εκεί και την έβαλαν στο σακίδιο για να τους φυλάει, σαν καλοί χριστιανοί. Εγώ άρχισα εντατικό διάβασμα, υπογραμμίζοντας και κρατώντας σημειώσεις. Σταμάτησα ακόμα και τις εξόδους. Ήθελα να έχω αρκετή ώρα μπροστά μου. Τόσα μαθήματα, κατηχητικά, εκκλησιασμούς και κηρύγματα, πρώτη φορά διάβαζα τέτοια μαργαριτάρια.
Ο Ματθαίος, όχι σπάνια, πότε έγραφε υπερβολές που δεν έστεκαν με τη λογική και πότε γελοιότητες που με έκαναν να αντιδρώ. Όταν έφτασα στον Μάρκο οι αντιφάσεις ήταν σε κάθε σελίδα, ανάμεσα στον εαυτό του και τον Ματθαίο. Και όταν έφτασα στο Λουκά είδα κι αυτός να αντιφάσκει με τους δύο προηγούμενους. Οι γενεαλογίες έβγαζαν μάτια. Κανείς δε μου είπε ποτέ γι’ αυτό. Λες κι επίτηδες μου τα έκρυβαν. Μας έλεγαν μια φράση από δω, δύο από κει και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν καταλήγοντας στη διαστρέβλωση. Έγινα έξω φρενών. Η περίπτωση της Συκιάς με εξόργισε. Και τα γεγονότα των τελευταίων ημερών του Χριστού, τόσο αντιφατικά μεταξύ τους, που το «Γλυκύ μου Έαρ» δεν ήθελα να το ξανακούσω.
Όχι! Αυτοί που υποτίθεται φωτίστηκαν με το Άγιο Πνεύμα, όχι φωτισμένοι δεν ήταν, αλλά τελείως ανόητοι και απατεώνες, που βάλθηκαν να μας εξαπατήσουν κρατώντας μας στο σκοτάδι αντιστρέφοντας την λογική με κάθε είδους ανοησία. Ένιωθα τόσο απογοητευμένος!
Το συζήτησα με μερικούς που τη δική τους Κ.Δ. δεν την άνοιξαν ποτέ, αλλά μόνο διάλογος δεν μπορούσε να είναι εκείνος, αφού αντί να βάλουν σε κίνηση το μυαλό, μου έδειχναν τα δόντια τους. Σε κάποιους φαινόμουν άθεος και σε άλλους Ιαχωβάς! Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση: όσοι δεν τη διάβασαν έμειναν πιστοί. Εγώ που στην κυριολεξία την ρούφηξα, θυσιάζοντας τις εξόδους μου για να την μελετήσω, τι ειρωνεία, σιχάθηκα ό,τι τόσα χρόνια λάτρεψα.
Η Κ.Δ. που ο ιερέας της μονάδας μάς έδωσε, ήταν της Βιβλικής Εταιρείας. Προσπαθώντας να κρατήσω την πίστη μου σ’ αυτό που τόσα χρόνια λάτρευα, αναζήτησα στήριγμα ψάχνοντας μια άλλη έκδοση. Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Ήταν το τελευταίο σκίρτημα, σαν το τίναγμα της αλεπούς πριν την τελευταία της πνοή. Έτσι νόμιζα, ότι θα περιέσωνα αυτό που ανεπιστρεπτί φαινόταν να φεύγει.
Όταν απολύθηκα από το στρατό, πήρα την Κ.Δ. των γονιών μου που την είχαν από το χωριό. Ήταν μια έκδοση επιμελημένη από τον Τρεμπέλα. Δίπλα από το κείμενο είχε ελεύθερη μετάφραση από τον ίδιο. Δεν πέρασε ούτε ώρα όταν αηδιασμένος την πέταξα. Εδώ δεν βρήκα μόνο αντιφάσεις και ανοησία, αλλά και πονηριά για να πειστώ. Ένα κανονικό κήρυγμα για αφελείς και αγράμματους που χειροτέρευε τα πράγματα ακόμα πιο πολύ. Έγινα έξω φρενών! Όσο τα ανακάτευα τόσο περισσότερο βρωμούσαν!
Δυστυχώς η προσπάθειά μου να πιαστώ από κάτι που θα σταμάταγε την πτώση της πίστης δεν ευοδώθηκε. Ήταν σαν να πέφτω από δέντρο και απεγνωσμένα προσπαθούσα να κρατηθώ από τα κλαδιά που έβρισκα. Όλα έσπαγαν μέχρι που πάτησα σταθερά στο έδαφος. Δεν είχα πέσει από κάπου ψηλά. Απλά συνειδητοποίησα ότι τώρα πατούσα γερά στο έδαφος της λογικής και η πτώση μου αφορούσε το δέντρο της ανοησίας απ’ το οποίο απελευθερώθηκα. Απελευθερώθηκα από τα ψέματα, την υποκρισία, και την ιστορική ανακρίβεια. Έμαθα να σκέπτομαι.
Σοκ πνευματικό και ψυχολογικό που όμως με γέμισε με θέληση να βρω καταφύγιο και λύση σε κάποια ερωτήματα που με βασάνιζαν καιρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις ξεκινάει κανείς πάντα απ’ τη φιλοσοφία, μιας και η ιστορία μου φαινόταν κομματάκι δύσκολη εκείνη τη χρονική στιγμή χωρίς την καθοδήγηση ενός καλού και σοβαρού ερευνητή. Από πού ν’ αρχίσει κανείς;
Έτσι με κέρδισε η φιλοσοφία, και συγκεκριμένα, σαν Έλληνας, οι μεγάλες φιλοσοφικές ιδέες των Αρχαίων Ελλήνων. Όταν ήρθα αντιμέτωπος με την πρώτη φιλοσοφική σχολή της Μιλήτου κατάλαβα ότι ο θεός είναι ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά που όμως πρέπει να αρχίσει να το μαθαίνει κανείς από πολύ μικρός.
Ο Θαλής, ο Δημόκριτος και ο Επίκουρος ήταν μεγάλες μορφές. Οι μεγαλύτερες. Ήταν αυτές που έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους, και απ’ ότι διαπίστωσα οι χριστιανοί έκαναν ότι μπορούσαν να κάνουν για να τα γκρεμίσουν όλα και για πολλούς αιώνες να μας συσκοτίσουν τη σκέψη ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα του Μεσαίωνα.
Ο άνθρωπος του Μεσαίωνα, ζώντας το αιώνιο σκοτάδι μέσα στην πλατωνική του σπηλιά, με γυρισμένη την πλάτη στο φως και την αλήθεια, αγνοώντας τη φωτεινή πραγματικότητα για αιώνες, κάποτε αποφάσισε να στρίψει πίσω και να την αντιμετωπίσει κατάματα, χωρίς τύψεις και φόβο, ανακαλύπτοντας τους νόμους που κινούσαν τις σκιές και θώπευαν τη λογική και τη συνείδησή του.
Οι ιδέες του Διαφωτισμού ήταν εκείνες που έριξαν άπλετο φως στις σκοτεινές κόγχες του ανθρώπινου πνεύματος, και μόνο τότε άρχισε και πάλι η ανθρωπότητα να προοδεύει. Αναβιώνοντας τις ηθικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας, η ανθρωπότητα άνοιξε πανιά και πάλι για να οδηγηθεί στην κατάκτηση της φύσης και την κοινωνική πρόοδο. Ο διαλεκτικός υλισμός απάντησε σε όλα τα ερωτήματα που αναζητούσα. Μέχρι σήμερα αποδείχτηκε αλάνθαστος. Η διαλεκτική, απαλλαγμένη από τη μεταφυσική, θα γίνει αναγκαιότητα για τις φυσικές επιστήμες, και το χρηστικότερο μέσον προκειμένου να φτάσουμε στην αλήθεια.
Ο ιστορικός υλισμός με καθοδήγησε με νόμους στο πώς να διαβάζω ιστορία, κι έτσι το κεφάλαιο αυτό άρχισε να αποκτά υπόσταση. Έγινε κατανοητό πώς εμφανίστηκαν οι ιδέες, πώς οι θρησκείες, και σήμερα, πώς αυτά σε αλλοτριώνουν και σε κρατούν αποξενωμένο από τον κόσμο και μακριά απ’ αυτό που λέμε πραγματικότητα.
Με λίγα λόγια, έγινα ένας συνειδητός άθεος γιατί αναγνώρισα ότι η εμπειρία και η θεωρητική σκέψη είναι δύο απαραίτητα στοιχεία της διαδικασίας της γνώσης που βρίσκονται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ τους! Γι’ αυτό και η αλήθεια είναι ανεξάρτητη από υποκειμενικές γνώμες, επιθυμίες και προθέσεις!
Έμαθα πια να αναγνωρίζω ότι αληθινό δεν είναι αυτό που διακαώς επιθυμούμε να είναι αληθινό, αλλά αυτό που υπαγορεύει η αντικειμενική γνώση. Η τελευταία δεν είναι ποτέ μία αιώνια αλήθεια που δόθηκε άπαξ και δεν μπορεί να αλλάξει. Μία τέτοια άποψη θα μετέτρεπε την κάθε γνώση σε ένα αναλλοίωτο δόγμα!
Αυτό αποκόμισα από τον διαλεκτικό υλισμό, ενώ από τον ιστορικό υλισμό έμαθα ότι εκείνοι που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις σε ανοησίες, μπορούν κάλλιστα, και χωρίς να το καταλάβεις, να σε κάνουν να διαπράξεις και εγκλήματα ανείπωτης φρίκης!
Από τότε που συντελέσθηκαν όλα αυτά μέσα μου και διαμόρφωσαν την οπτική μου πέρασαν άλλα τόσα χρόνια. Όλο αυτόν τον καιρό δεν σταμάτησα να ερευνώ, να μαθαίνω, και, όπου μπορούσα, προσέφερα τις γνώσεις μου. Δεν το είδα έτσι, προκειμένου να κάνω τον έξυπνο στους άλλους, αλλά σαν χρέος και καθήκον. Όχι χόμπι, αλλά καθήκον, ξέρω τι λέω. Είτε συζητώ με φίλους, είτε σχολιάζω στο internet, είτε μιλώ στον εαυτό μου.
Ο τρόπος που δρω σε κάθε πλευρά της ζωής μου είναι διαλεκτικός. Η λογική πια έγινε τρόπος ζωής, γιατί μία αγωνία για μένα είναι τι απαντήσεις θα δώσουμε στο υπαρξιακό μας πρόβλημα και ο τρόπος που επιλέγουμε να ζούμε! Δεν επιθυμώ να ζήσω τέλεια, αν και η τελειότητα είναι σχετική και διαφορετικά την αντιλαμβάνεται ο καθένας, αλλά Επικούρεια, για κείνους που καταλαβαίνουν. Είμαι πειθαρχημένο άτομο, γι’ αυτό, το «πρέπει» έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το «μ’ αρέσει». Λέξεις όπως «καθήκον», «ευθύνη» και «χρέος» έχουν ηδονική αξία για μένα, σε σημείο που κάποιοι ίσως, εκτός από κομπλεξικό, να με πουν και μαζοχιστή!
Όλα αυτά φυσικά είχαν έναν αντίκτυπο στον περίγυρό μου, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους, είτε συγγενείς ήταν αυτοί είτε φίλοι. Μου κάνει εντύπωση που οι πεποιθήσεις μου έγιναν η αιτία να απομακρυνθούν κάποιοι φίλοι. Παιδικοί φίλοι που ούτε ο παιδιάστικος εγωισμός δεν ήταν αρκετός να μας χωρίσει, μια ιδεολογία όπου το θρησκευτικό συναίσθημα αντικρούεται, ήταν αρκετό να φέρει το διχασμό ανάμεσά μας. Όχι φυσικά από μένα, αφού επανειλημμένα προσπάθησα να αποκαταστήσω τη σχέση μας, όμως ο πιστός που θα του αμφισβητηθεί η πίστη γίνεται εχθρικός, πράγμα που ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται.
Μιλώ για έναν συγκεκριμένο φίλο που κάποτε ασπαζόμασταν τις ίδιες ιδέες. Μαζί εγκαταλείψαμε την πίστη στις υπερβατικές οντότητες, όμως ο αγνωστικισμός του τον επανέφερε ξανά πίσω. Ο αγνωστικισμός ενισχύει την άποψη ότι είμαστε θύματα αυταπάτης και ανίκανοι από τη φύση μας να κατανοήσουμε ακόμα και τους φυσικούς νόμους επαρκώς. Στο ίδιο τσουβάλι της αμφιβολίας βάζουν και τον θεό που τον θεωρούν άφατο και την λογική μας ανήμπορη να κατανοήσει το μεγαλείο του. Αγνοούν ότι η αντικειμενική αλήθεια είναι ταυτόχρονα μια σχετική αλήθεια! Κυρίως όμως αγνοούν ότι η γνώση μας για τη φύση, συμπληρωμένη μια για πάντα και απόλυτα, βρίσκεται σε αντίφαση με τους βασικούς νόμους της διαλεκτικής σκέψης.
Έτσι ο αγαπημένος μου φίλος επέστρεψε σιγά-σιγά από κει που ξεκίνησε, κι επανεντάχθηκε στο χριστεπώνυμο πλήθος.
Όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο. Η ιστορία όμως μου έδειξε αντικειμενικά πόσο οι θρησκείες χωρίζουν τον άνθρωπο, βάζοντάς του ετικέτες από την ώρα που γεννιέται. Όταν θα μεγαλώσει θα αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το Σύστημα τον χρησιμοποιεί για τους ιδιοτελείς σκοπούς του, ενώ αυτός θα νομίζει ότι υπερασπίζεται πατροπαράδοτα ιδανικά.
Τότε ο εχθρός πηγάζει αυθόρμητα μέσα από τη συνείδηση του ατόμου και την υφιστάμενη οργάνωση της κοινωνίας! Ο αφαιρετικός νους του ανθρώπου αδρανοποιείται. Αδυνατεί να ξεχωρίσει το λογικό από το παράλογο, το είναι από την πλάνη. Η θρησκεία γίνεται, χωρίς να αντιλαμβάνεται ο πιστός, δύναμη εξαπάτησης. Σ’ αυτήν κάθε αλλοτριωμένος νους εύκολα υποδουλώνεται!
Όχι, οι θρησκείες δεν ενώνουν τους ανθρώπους, τους χωρίζουν!
Οι πιστοί νομίζουν ότι το καλό δεν το κάνουμε επειδή το θεωρούμε χρέος απέναντι στον εαυτό μας και καθήκον απέναντι στην κοινωνία, μα από ανάγκη για την κατάκτηση της μέλλουσας ζωής και υποχρέωση απέναντι στο θεό, κυρίως από φόβο για την κόλαση. Ιδιοτελής στόχος που αναδύει ιδιοτέλεια.
Γι’ αυτό και μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος, χωρίς θεό, επειδή αναγνωρίζω ότι η καλοσύνη μου έχει ανιδιοτελή κριτήρια. Κάνω το καλό χωρίς να χρειάζεται να δώσω λόγο σε κανέναν, και αποφεύγω το κακό γιατί το θεωρώ χρέος και καθήκον απέναντι στους συνανθρώπους μου και στην κοινωνία.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στα ιστολόγια sfrang και Η Αθεΐα είναι Αρετή, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Προσωπικές μαρτυρίες