Το τελευταίο σύνδρομο που θα αναλύσουμε σ’ αυτή την ενότητα λέγεται “ακινητική αλαλία” και μπορεί να περιγραφεί “νοητική και σωματική καταστολή” (Damasio 1994, σελ. 71) ή “ξύπνιο κώμα” (Ramachandran 1998, σελ. 252). Προκαλείται συνήθως από βλάβη στην περιοχή του εγκεφάλου που λέγεται κογχομετωπιαίος φλοιός, όπου διασταυρώνονται τα συστήματα προσοχής, συναισθημάτων και βραχυπρόθεσμης μνήμης. Οι ασθενείς με ακινητική αλαλία, αν και είναι ξύπνιοι και έχουν επαφή με το περιβάλλον, απλά δεν κάνουν τίποτα. Τα μάτια τους ακολουθούν κινούμενα αντικείμενα, αλλά μένουν στο κρεβάτι χωρίς να κουνιούνται ή να μιλάνε (εξ ου και το όνομα) και δεν αντιδρούν σε οδυνηρά ερεθίσματα (σελ. 253). Αν και έχει ομοιότητες με την ακινησία, αυτή η πάθηση είναι πολύ πιο οξεία.
Ο Δρ. Antonio Damasio περιγράφει μια ασθενή, την κυρία Τ, με αυτή την πάθηση. Όπως γράφει:
“Ξαφνικά έμεινε ακίνητη και αμίλητη και έμενε στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά, αλλά με μια κενή έκφραση στο πρόσωπο. Συχνά χρησιμοποιώ τον όρο “ουδέτερος” για αυτή την έλλειψη εκφραστικότητας… Το σώμα της κινούνταν το ίδιο με το πρόσωπό μας. Μπορεί να έκανε μια απλή κίνηση με το χέρι, π.χ. για να τραβήξει τα σκεπάσματα, αλλά γενικώς τα μέλη της ήταν ακίνητα. Όταν τη ρωτούσα για την κατάστασή της, συνήθως έμενε σιωπηλή, αν και μετά από πολύ επιμονή μπορεί να έλεγε το όνομά της, το όνομα των παιδιών της ή το όνομα της πόλης όπου έμενε, αλλά δε μιλούσε για την κατάστασή της, το ιστορικό της και δε μπορούσε να περιγράψει γιατί εισήχθη στο νοσοκομείο. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα να ξέρω αν δε θυμόταν τα περιστατικά ή αν τα θυμόταν και δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να μιλήσει. Ποτέ δεν εκνευρίστηκε με τις διαρκείς μου ερωτήσεις και ποτέ δεν έδειξε ανησυχία, είτε για τον εαυτό της, είτε για οτιδήποτε άλλο.” (σελ. 71-72)
Μήνες αργότερα, η κυρία Τ συνήλθε από αυτό το ξύπνιο κώμα και το πιο παράξενο ήταν οι αναμνήσεις της σχετικά με την ασθένειά της. Παραδόξως, ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν παράλυτη, ούτε πονούσε ή ήταν αγχωμένη. “Τίποτα δεν την εμπόδιζε να μιλήσει. Όπως θυμάται “πραγματικά δεν είχα τίποτα να πω” (σελ. 72). Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς της δεν σκεφτόταν τίποτα, δεν αναλογιζόταν τίποτα, δεν έπαιρνε αποφάσεις και δεν είχε επιθυμία ούτε να επικοινωνήσει, ούτε να κάνει κάτι άλλο. Αν και είχε πλήρη συνείδηση, απλά η επιθυμία της να ενεργήσει είχε σβήσει.
Συνέχεια…