Αναρωτιέμαι ακόμα και σήμερα αν ένας άνθρωπος που, πιθανότατα, δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση στη ζωή του, θα μπορούσε ποτέ να συμβουλέψει ένα ζευγάρι για συζυγικά προβλήματα. Πάντως, από την περίοδο αυτή και μετά άρχισα να αφοσιώνομαι στη συστηματική μελέτη χριστιανικών βιβλίων (βίοι αγίων, θαύματα, συμβουλές, θεολογικά κ.τ.λ.) και στην προσπάθεια τήρησης των κανόνων της εκκλησίας, πράγμα που μου έδινε μια «ελιτίστικη» νοοτροπία («εμείς οι χριστιανοί»), αλλά και με απομόνωνε από τα υπόλοιπα παιδιά στο σχολείο ή και από άλλους κοντινούς ανθρώπους (βλ. μια θεία μου που κατηγορούσα ως «σατανίστρια» επειδή της άρεσε να «λέει τα χαρτιά» με τις φίλες της).
Όλη η ζωή περιστρεφόταν γύρω από την πίστη και το πώς θα γίνουμε καλύτεροι σε αυτή ώστε να κερδίσουμε τον παράδεισο και την αιώνια ζωή. Συγχρόνως, άρχισε να αναπτύσσεται μέσα μου ένα σύμπλεγμα ενοχών για κάθε πράξη που δεν είναι αρεστή στο θεό-πατέρα και που μπορεί να επισύρει τη δίκαιη οργή του. Για παράδειγμα, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που ο μερακλής ο μακαρίτης ο παππούς μου έψηνε παϊδάκια μια Παρασκευή (μέρα νηστείας) και η μάνα μου μας απαγόρευσε κατηγορηματικά να πάμε, αλλά παρόλα αυτά πήγαμε και φάγαμε. Το βράδυ ονειρεύτηκα τον άγιο Δημήτριο να βγαίνει μέσα από την εικόνα και να με κατηγορεί για αυτό που είχα κάνει, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να συγχωρεθεί.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα έφτασα στο Γυμνάσιο και συγχρόνως άρχισα να μπαίνω στην εφηβεία. Την περίοδο εκείνη άρχισα να μυούμαι στον εθνικιστικό χώρο, ο οποίος φυσικά σε πολλές περιπτώσεις συμπλέει με την ακραία θρησκοληψία. Αποτέλεσμα των επαφών μου με αυτό το «χώρο» ήταν το να διαβάζω διάφορους συγγραφείς, ειδικούς, υποτίθεται, σε θέματα ιστορίας και πολιτισμού (αλλά και αστρονομίας, γεωγραφίας, λογοτεχνίας, μαθηματικών, γλωσσολογίας, φυσικής, χημείας, αρχιτεκτονικής και κάθε άλλου τομέα του επιστητού).
Κάποιοι από αυτούς, οι αρχαιολάτρες κυρίως, ασκούσαν κριτική στη χριστιανική θρησκεία και σε όσα έχει προκαλέσει στον ελληνισμό. Με αφορμή αυτό άρχισα να διαβάζω την Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις έναν απλό απόηχο του εβραϊκού «εθνικισμού» (ο όρος σε εισαγωγικά, καθώς δεν υφίστατο στην εποχή του χαλκού). Στην παλαιά διαθήκη μπορείς να βρεις πλήθος μηνύματα μίσους για άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων.
Άρχισα, λοιπόν, να απορρίπτω την Παλαιά Διαθήκη ως μη θεόπνευστη και ως οπισθοδρομική, και να αντιμετωπίζω μόνο την καινή ως άξια λατρείας. Με άλλα λόγια, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ένας χώρος που ιδεολογικά πάει «χέρι-χέρι» με την εκκλησία αποτέλεσε πρώτη αφορμή για να αρχίσω να απομακρύνομαι από αυτήν.
Συγχρόνως, την εποχή εκείνη, άρχισε να αναπτύσσεται και η σεξουαλική μου ταυτότητα, με έντονες ορμές για εξερεύνηση αυτού του άγνωστου, ως τότε, κόσμου. Οι σχετικές απαγορεύσεις της χριστιανικής θρησκείας με οδηγούσαν σε αδιέξοδο: από τη μία θέλω να εξερευνήσω αυτόν τον κόσμο που η ίδια η φύση μου μού παρουσιάζει και, από την άλλη, ο θεός που μας έφτιαξε μας απαγορεύει την οποιαδήποτε ικανοποίηση των σεξουαλικών ορέξεων. Μάλιστα, για τους μη γιγνώσκοντες, η ίδια η σεξουαλική φαντασίωση αποτελεί πορνεία και αμαρτία, σύμφωνα με τον Ιησού (βλ. κατά Ματθαίον, 5, 27-28).
Την περίοδο αυτήν ήρθα σε επαφή με ένα νεαρό αρχιμανδρίτη που εκείνη την περίοδο μου ασκούσε γοητεία η προσπάθειά του να βάλει τους ανθρώπους της ενορίας μας στο σωστό δρόμο. Αυτός, λοιπόν, ήθελα να γίνει πνευματικός μου οδηγός. Για πολύν καιρό, βέβαια, έβλεπα πράγματα με τα οποία διαφωνούσα έντονα, αλλά εθελοτυφλούσα, πιστεύοντας ότι πρόκειται για φωτισμένο άνθρωπο που θα με βοηθήσει να μπω στο δρόμο του θεού.
Η επαφή μαζί του κράτησε περίπου δύο χρόνια. Από ένα σημείο και μετά, βασικός του στόχος ήταν να με βοηθήσει να σταματήσω να αυνανίζομαι, καθώς πρόκειται για σημαντική αμαρτία. Μάλιστα, με είχε συμβουλέψει αν μου έρχεται η επιθυμία έντονα κάποιες φορές, να ανάβω ένα τσιγάρο και να το σβήνω πάνω στο χέρι μου (!!!!!!!!) ώστε να περιορίσω την επιθυμία. Η «υποταγή» στην καθοδήγησή του κράτησε περίπου δύο χρόνια.
Είχα ήδη αρχίσει να αμφισβητώ τη χριστιανική θρησκεία συνολικά. Είχα διαβάσει αρκετές φορές την Καινή Διαθήκη, αλλά έβλεπα ότι δεν ικανοποιούσε τις ανησυχίες μου. Είχα αρχίσει ήδη να έρχομαι σε επαφή με τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, κυρίως, αλλά και άλλων συγγραφέων που κράτησαν μια επικριτική στάση απέναντι στο χριστιανισμό. Ο Καζαντζάκης είχε ταράξει τον ψυχικό μου κόσμο, που, κλεισμένος στο μαντρί του Χριστούλη, είχε αρχίσει να αδρανεί, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία.
Έβαλε σε προβληματισμό όλη μου τη σκέψη, με έκανε να θέτω ερωτήσεις αντί να αναμασώ απαντήσεις άλλων. Ακόμα, με έκανε να ξεπεράσω το στενόμυαλο εθνικισμό που περιόριζε τη σκέψη μου, και να βλέπω το δράμα και τον αγώνα του ανθρώπου συνολικά και παγκόσμια.
Βέβαια, η αντίδραση του ιερέως του θεού αλλά και του περιβάλλοντός μου, απέναντι στα αναγνώσματά μου, ήταν η ανησυχία για τους άθεους και αφορισμένους που διαβάζω, που θα με παρασύρουν μακριά από το Χριστούλη. Κομβικό σημείο ήταν μια μέρα που, από ό,τι αποδείχθηκε, ήταν η τελευταία στην εκκλησία. Μετά τη λειτουργία, ο ιερεύς μου είπε ότι με θέλει για δουλειές και να καθίσω λίγο ακόμα. Εγώ περίμενα να ξεκινήσουμε να έχουμε πνευματική συζήτηση αλλά αυτός με πήγαινε για ψώνια σε διάφορα μαγαζιά, προκειμένου να τον βοηθήσω με το κουβάλημα των όσων θα ψώνιζε.
Η αλήθεια είναι ότι είχε ψωνίσει αρκετά πράγματα, υπερβολικά πολλά και πολυτελή, ειδικά για έναν άνθρωπο που δεν έχει οικογένεια και μένει μόνος του. Και όλα αυτά με λεφτά από το παγκάρι. Η απογοήτευσή μου από το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που είχα διαλέξει ως πνευματικό οδηγό είχε τόσο «υψηλές» ενασχολήσεις με έκανε να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στην εκκλησία.
Για πολλούς μήνες ήμουν απογοητευμένος. Αναρωτιόμουν ποια είναι η λύση, ποιος είναι ο δρόμος. Απαρνιόμουν το Χριστό και ξαναγύρναγα σε αυτόν, χωρίς να ξέρω πού να πάω. Ώσπου, μετά από αρκετό καιρό απουσίας από την εκκλησία, αποφάσισα να επισκεφτώ τον παπά.
Συζητάγαμε, με συμβούλεψε να έρχομαι εκκλησία. Μάλιστα, μου έκανε την εξής ερώτηση: «αν κάνεις παιδιά τι θα τα συμβουλέψεις να κάνουν στη ζωή τους;». Του απάντησα ότι θα τα συμβούλευα να είναι δίκαιοι άνθρωποι, να σέβονται τους άλλους, να βοηθάνε τους συνανθρώπους τους, να χαίρονται και να εκτιμάνε τη ζωή τους. «Ναι», μου απάντησε, «αλλά όλα αυτά που λες τα κάνουν και οι άθεοι και οι μασόνοι. Η διαφορά του χριστιανού από το μη χριστιανό είναι ο εκκλησιασμός και η θεία κοινωνία».
Άρα, σκέφτηκα μετά από όλα αυτά, τι σημασία έχει να λες ότι είσαι χριστιανός, αφού μπορεί να υπάρξει ηθική και χωρίς θεό; Ένιωσα το Χριστό να με αποχαιρετά σα νυχτερίδα που διώχνεις μες στη νύχτα. Το κενό ήταν μεγάλο για το επόμενο διάστημα. Αλλά πλέον είχα αποφασίσει ότι επιλέγω να προχωρήσω στο δρόμο μου χωρίς θεούς και δαίμονες. Ο κόσμος που ζούμε έχει τόσα θαύματα να απολαύσουμε και τόσους τρόμους να αντιμετωπίσουμε που δε χρειάζεται να καταφεύγουμε και σε πλάσματα της φαντασίας.
Τα υπόλοιπα χρόνια του Λυκείου είχαν αρκετό ενδιαφέρον. Rock και metal μουσική (οι οποίες, όπως ανέφερε και κάποιος άλλος συμπλογκίτης, εμπεριέχουν αρκετό προβληματισμό για διάφορα θέματα στους στίχους), αλητείες της ηλικίας, διαβάσματα, πανελλήνιες…
Ως φοιτητής είχα την ευκαιρία να γνωρίσω παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όχι πολλούς αλλά καλούς, που μπορούσαμε να μοιραστούμε απόψεις, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσαμε απόλυτα, να μοιραστούμε σκέψεις, στιγμές, όμορφες και άσχημες, και γενικά να γίνουμε πραγματικοί ΦΙΛΟΙ (αυτή η τόσο υποτιμημένη και χιλιοχρησιμοποιημένη λέξη).
Ήρθε λίγο αργότερα και στη ζωή μου η σύντροφός μου, που αποτελεί ένα πολύ πολύτιμο κομμάτι της ζωής μου… Αυτό στο οποίο θέλω να εστιάσω είναι ότι την «ευτυχία» που για χρόνια κυνήγαγα στο θεό, αυτήν την ευτυχία βρήκα δίπλα σε πολύτιμους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζομαι καλά και άσχημα, με τους οποίους μοιράζομαι τη ζωή μου.
Κλείνοντας, έλεγα κάποτε σε ένα γνωστό μου ότι ψάχνοντας το θεό ξεχνάμε πολλές φορές ότι δίπλα είναι κι άλλοι άνθρωποι με τους οποίους μπορούμε να μοιραστούμε τόσα πολλά και να ψάξουμε αυτό που λέμε «ευτυχία». Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε τέλειοι, αλλά και στην τελική δεν θα ήταν πολύ βαρετό αν ήμασταν; Η τελειότητα, εξάλλου, είναι μια ιδέα που φτιάξαμε για να ξεχνάμε την ατελή, αλλά τόσο γοητευτική συγχρόνως, φύση μας.
Δεν αποκλείω το γεγονός να υπάρχει κάποιος ανώτερος οργανισμός κάπου εκεί έξω, αλλά προσωπικά δεν πιστεύω ότι, αν υπάρχει, είναι παντοδύναμος ώστε να παρέμβει, ή είναι τόσο «καλός» ώστε να ενδιαφέρεται να το κάνει. Μέχρι την ημέρα που θα τον ανακαλύψουμε, ας βλέπουμε τι υπάρχει γύρω και πώς, σε συνεργασία όλοι μαζί, μπορούμε να το κάνουμε καλύτερο.
Ξέρετε, όπου συνυπάρχουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι είναι απαραίτητο να υπάρχουν κανόνες που να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους… Ηθική, you know… Αλλά αυτή η ηθική δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα επιβολής αλλά αποτέλεσμα συνεννόησης και να υπόκειται σε μεταρρυθμίσεις, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Για να φτάσουμε σε αυτό, βέβαια, πρέπει να ωριμάσουμε αρκετά πρώτα και, ίσως, ίσως, λέω, χρειαστεί να αποχαιρετήσουμε σιγά σιγά τον «κοσμικό Αϊ Βασίλη»…
Καλά να περνάτε όλοι, peace…