Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (22)
Γράφω δίπλα από το προσκέφαλο της ετοιμοθάνατης γιαγιάς μου. Σκληρό πράγμα ο θάνατος, άτεγκτο, όσο και αν τον ζεις δεν πιστεύω ότι συνηθίζεται ποτέ, ιδίως όταν χάνεις τους αγαπημένους σου και πρέπει να εξακολουθήσεις να ζεις με την απώλειά τους.
Η ζωή συνεχίζεται χωρίς εκείνους, μοιραία κάποτε και χωρίς εμάς, το μόνο που αλλάζει είναι ο ψυχισμός όσων μένουμε πίσω, αγκιστρωμένοι στη ζωή, τη γλυκιά ζωή, τη σκληρή, την όμορφη, την τρομακτική, την απρόβλεπτη.
Η ιδέα του θανάτου και ότι ο κόσμος δεν είναι δίκαιος είναι δύο αλήθειες που δυσκολεύομαι τρομερά να μεταβολίσω, γιατί προσκρούουν σε ό,τι με διδάξαν ως παιδί, πως η ζωή μετά τον θάνατο συνεχίζεται κάπου αλλού και πως μια προνοιακή δύναμη, αόρατη, επιβάλλει τη νομοτέλειά της στο σύμπαν, πως πίσω από ό,τι συμβαίνει, σκληρό, άδικο, παράλογο, υπάρχει ένας βαθύτερος σκοπός, μια τελεολογία, ένα σχέδιο.
Είναι εξίσου τεράστιο το βάρος της γνώσης πως είσαι μόνος σου, πως καμία υπερβατική δύναμη δεν σε επιβλέπει, δεν σε προσέχει, δεν οδηγεί τα βήματά σου, δεν σε αξιολογεί και δεν σε τιμωρεί, εκτός από τη φύση, την κοινωνία και τις προσωπικές σου επιλογές. Είναι ασύλληπτα μοναχικό να ζεις χωρίς πεπρωμένο και χωρίς έναν φανταστικό και παντοδύναμο φίλο.
Όσο και αν με εξοργίζουν οι παραλογισμοί των ανθρώπινων προλήψεων και η μωρία της θρησκευτικής πίστης, κατά βάθος όλα αυτά τα καταλαβαίνω. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ζήσεις την καθημερινότητά σου με το βάρος της γνώσης, πως ό,τι έζησες και αγάπησες μια μέρα θα σβήσει, πως ακόμη και αυτή η Γη που μας γέννησε θα χαθεί, πως ο ήλιος που μας δίνει ζωή, κάποτε, αφού κατακάψει τον πλανήτη μας, θ’ αρχίσει ν’ αργοσβήνει, ώσπου να γίνει ένας ακόμη λευκός νάνος, από τους άπειρους που υπάρχουν στο Σύμπαν μας.
Δεν είναι λίγες οι φορές που, για ν’ αλαφρύνω αυτό το βάρος, ονειρεύομαι αυτόν τον άλλον κόσμο των θρησκειών, εκεί που συναντιέμαι ξανά με όσους έχασα, τον πατέρα, τον σκύλο μου και με όσους θα χάσω μελλοντικά. Σ’ έναν κόσμο χωρίς φθορά, χωρίς πόνο, χωρίς αδικία. Μα τι ωραίο όνειρο! Ένα όνειρο τόσο γλυκό και επιθυμητό, που για χάρη του δισεκατομμύρια άνθρωποι από το λυκαυγές της ιστορίας θυσίασαν τη ζωή τους, θέσπισαν κανόνες ηθικής και συμπεριφοράς, το αγόρασαν με συγχωροχάρτια, έκτισαν πυραμίδες, γκρέμισαν και σκότωσαν στ’ όνομά του. Κοινωνίες, θεσμοί, αρχές, ηθική, τέχνες και πολιτισμοί δημιουργήθηκαν, αναζητώντας το άγιο δισκοπότηρο της μέλλουσας ζωής.
«Ο Χριστός μάς ελευθέρωσε από τον φόβο του θανάτου» μας μάθαιναν στο σχολείο. Το πιπίλιζα τότε με στόμφο, ήμουν η χαϊδεμένη όλων των θεολόγων, μιας και εκτός των σχολικών θρησκευτικών μελετούσα και ό,τι άλλο έπεφτε στα χέρια μου, συναξάρια, το «προς την νίκην» και φυσικά την παλαιά και την καινή διαθήκη, τις οποίες διάβασα στη ζωή μου ουκ ολίγες φορές.
Εξυπακούεται πως ήξερα όλες τις προσευχές απ’ έξω, και θυμάμαι ότι οι δάσκαλοί μου είχαν κάνει τόσο καλή δουλειά στην κατήχησή τους, ώστε εκεί γύρω στην πρώτη-δευτέρα γυμνασίου ο πατέρας μου με άκουσε σοκαρισμένος να λέω πως αυτοπροσδιορίζομαι πρώτα ως ορθόδοξη-χριστιανή, μετά ως Ελληνίδα και μετά ως οτιδήποτε άλλο. Η ελληνοχριστιανική μου αγωγή ήταν κάτι παραπάνω από υποδειγματική και είχε φέρει μάλλον περισσότερα από τα επιθυμητά αποτελέσματα για την οικογένειά μου.
Η οικογένειά μου είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, όχι φανατικοί όμως, αναγνωρίζουν πολλά από τα στραβά της πίστεώς τους και λίγο πολύ την ακολουθούν συμβατικά, από παράδοση, ως Έλληνες, γνωρίζοντας ότι, αν είχαν γεννηθεί σε άλλον τόπο, θ’ ακολουθούσαν συμβατικά μιαν άλλη θρησκεία.
Η θρησκεία τους είναι αδιαπραγμάτευτη μόνο και μόνο επειδή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη στον νου τους ως στοιχείο ελληνικότητας. Ο παππούς μου θα έλεγα πως είναι ο πιο ανοιχτόμυαλος σε θρησκευτικά ζητήματα. Αποστρέφεται τον κλήρο, όταν βλέπει παπάδες συγκεντρωμένους, αρχίζει να μουρμουράει μέσα από τα δόντια του: «Ουστ από δω, τράγοι!» Τον θυμάμαι από παιδί, βλέποντας τον Πατριάρχη στην τηλεόραση, ν’ αναφωνεί ειρωνικά: «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων!» ή, σε βόλτες μας, ακόμη και σήμερα, σηκώνει το δάκτυλό του και δείχνοντάς μου μια έκταση, ή ένα κτήριο μου λέει: «Το βλέπεις αυτό; Είναι εκκλησιαστική περιουσία, δεν το αγγίζει κανείς!»
Το παράδοξο είναι πως μαζί με την ειρωνεία ή και την οργή όταν τα λέει αυτά ο παππούς, ο τόνος του είναι διάχυτος και από θαυμασμό για την αδιαπραγμάτευτη εξουσία και την μυθική περιουσία που έχει συγκεντρώσει ο κλήρος. Μικρός ήταν παπαδοπαίδι, όπως και οι φίλοι του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους έχουν παρόμοια συναισθήματά για τον κλήρο με τα δικά του, η γιαγιά μου αποδίδει το γεγονός αυτό στο ότι οι παπάδες τούς παρενοχλούσαν.
Ο ίδιος δεν μου μίλησε ποτέ για κάτι τέτοιο, πάντοτε όμως μου διηγείτο το εξής αστείο περιστατικό από εκείνα τα χρόνια της ζωής του: ξαφνικά είχε γίνει ένα «θαύμα» στην ενορία του και δάκρυζε η εικόνα της Παναγίας. Άρχισαν να συρρέουν πλήθη πιστών, σταυροκοπιόνταν, έκλαιγαν, έκαναν μετάνοιες και φυσικά έβαζαν τάματα με το τσουβάλι. Στην πραγματικότητα, πίσω από την εικόνα, στα μάτια της οποίας είχαν ανοίξει δύο μικροσκοπικές τρυπίτσες, ήταν ένας διάκος πάνω σε ένα σκαμνάκι και της έριχνε δάκρυα με ένα κολλύριο!
«Δύο εκατομμύρια κεριά καίνε καθημερινώς στις εκκλησίες και στα ξωκλήσια, βάλε από δέκα δραχμές το καθένα, να δεις τι χρήμα βγάζουνε!», λέει κάθε φορά που η γιαγιά γυρνάει από τους Χαιρετισμούς. Την ακολουθεί μόνο στην Ανάσταση, αυτή είναι και η μοναδική μέρα του χρόνου που ενεργεί σαν Χριστιανός, κατά τα άλλα στην υπόλοιπη ζωή του είναι ένας καθόλα έντιμος και λογικός άνθρωπος.
Οι γυναίκες στην οικογένειά μου είναι σαφώς πιο πιστές και πιο προληπτικές, ιδίως η μητέρα μου, η οποία ήταν εκείνη που με πρωτομύησε στην έννοια του θεού, της πίστεως και της προσευχής. Θυμάμαι, όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο στη Γερμανία, στην πρωινή προσευχή όλα τα παιδάκια εκτός από εμένα έκαναν τον σταυρό τους με τέσσερα δάκτυλα και από αριστερά προς τα δεξιά, και γω, βλέποντας πως και η πολυαγαπημένη μου δασκάλα, που ήταν καλόγρια, έκανε το ίδιο, έσπευσα να τους μιμηθώ.
Παραξενεμένη και συνειδητοποιώντας ίσως για πρώτη φορά, ότι διαφέρω από τους συμμαθητές μου, ρώτησα τη μητέρα μου γιατί συμβαίνει αυτό, μου απάντησε πως οι Γερμανοί, αν και είναι χριστιανοί, έτσι κάνουν τον σταυρό τους, αλλά να μην διανοηθώ να τους μιμηθώ γιατί είμαι Ελληνίδα. Μου έριξε μάλιστα και ένα απειλητικό βλέμμα που υπονοούσε ότι θα μου κόψει το χέρι αν το τολμούσα. Παρ’ όλα αυτά με άφηνε να εκκλησιάζομαι κανονικά στην καθολική εκκλησία, ακόμη και να κοινωνώ, γιατί «πίσω από όλες τις διαφορές μας, ο θεός είναι ένας».
Η πρώτη θρησκευτική μου απομυθοποίηση έγινε στη Βαυαρία, την παραμονή των Χριστουγέννων· πήγαινα τότε στην πρώτη δημοτικού. Οικογενειακός μας φίλος, πολύ αγαπημένος, μου είπε να τον βοηθήσω τάχα να πλύνει το αυτοκίνητο. Άφησα μετά λύπης μου το παιδικό πρόγραμμα που έβλεπα στην τηλεόραση, μιας και δεν ήθελα να του χαλάσω το χατίρι, και τον ακολούθησα. Έξω, τρομερό κρύο, υπό το μηδέν, χιόνι, πάγος και πίσσα σκοτάδι, μου λέει: «Μαριαννάκι, δεν θα το πλύνουμε απόψε, γίνεται χαλασμός Κυρίου» και συμφώνησα με ανακούφιση.
Ανεβαίνοντας ξανά πάνω στο σπίτι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει γεμίσει ξαφνικά με δώρα. Μου είπαν πως ήρθαν οι άγγελοι όσο ήμασταν έξω και δεν τους πρόλαβα, ότι άφησαν τα δώρα και έφυγαν από το παράθυρο (το σπίτι δεν είχε τζάκι). Τους κοίταξα και σκέφθηκα, μα καλά για χαζή με περνάνε; Και τι είναι πάλι τούτο με τους αγγέλους, ο Άη Βασίλης που πήγε; Η πλήρης επιβεβαίωση ότι μου λέγανε ψέματα ήρθε λίγες στιγμές αργότερα όταν, ανοίγοντας τα δώρα μου, εντόπισα το φλιπεράκι που κοιτούσαν το πρωί οι γονείς μου στο πολυκατάστημα με τα παιχνίδια. Αν και ο μύθος καταρρίφθηκε αυτόματα εκείνη την ημέρα, δεν τους είπα τίποτα, μιας και η υποτίμηση της νοημοσύνης μου εξευμενίστηκε με τα δώρα. Το φλιπεράκι το έχω κρατήσει μέχρι σήμερα, μαζί με την εικόνα των γονιών μου να το κοιτάζουν αγκαλιά στο πολυκατάστημα.
Πώς εγκατέλειψα την θρησκευτική πίστη, ενώ στο δημοτικό ήθελα να γίνω καλόγρια; Μοιραία, κάπου εκεί στην εφηβεία, οι ερωτήσεις μου άρχισαν να μην έχουν απάντηση. Συμπαραστάτης και οδηγός μου στάθηκε τότε ο Καζαντζάκης, τα βιβλία του έμοιαζαν να έχουν γραφτεί για να θρέψουν τις μεταφυσικές μου αγωνίες, ιδίως η αναφορά στον Γκρέκο, ήταν –σχεδόν μεταφυσικά θα έλεγα, αν αποδεχόμουν ακόμη την μεταφυσική–, μια πανομοιότυπη περιγραφή της αγωνιώδους μου πορείας από θρησκεία σε θρησκεία και από ιδεολογία σε ιδεολογία μέχρι να φτάσω στην πλήρη απαξίωση.
— Μα γιατί οι γυναίκες να μην γίνονται Ιέρειες;, ρωτούσα τη θεολόγο στην τρίτη Γυμνασίου, με την οποία σημειωτέον παραμένουμε πολύ αγαπημένες φίλες ως σήμερα.
— Γίνονται καλόγριες.
— Δεν είναι το ίδιο, υπάρχουν και καλόγεροι, ιέρειες όμως γιατί δεν υπάρχουν; Ο Θεός δεν μας έπλασε από το πλευρό του Αδάμ για να δείξει ότι είμαστε ίσες με τους άνδρες;
Αρκετά αργότερα έμαθα για τους λόγους της στέρησης των ιερατικών δικαιωμάτων στις γυναίκες κατά την σταδιακή μετάβαση των κοινωνιών στο πατριαρχικό μοντέλο, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από την περαιτέρω υποδούλωση της γυναίκας στον άνδρα. Το μόνο κατάλοιπο από εκείνη την παλαιά περίοδο είναι τα ιερατικά άμφια, τα οποία μέχρι και σήμερα παραπέμπουν σε γυναικείες ενδυμασίες. Μια πιθανή αν και απλουστευμένη εξήγηση, κατά τη Λιλή Ζωγράφου στην «Αντιγνώση», είναι πως αρκετοί ιερείς, για να μην σοκάρουν το ποίμνιό τους, ιερουργούσαν με τα ρούχα που φορούσαν προηγουμένως οι ιέρειες, και η συνήθεια αυτή έγινε παράδοση δια μέσου των χιλιετιών.
– Ναι, ίσες είμαστε, αλλά έτσι το θέλει η παράδοση.
– Μα για πόσο ακόμη θα είμαστε αγκυλωμένοι στην παράδοση, δεν είναι παράλογο, δεν είναι άδικο; Η εκκλησία ανά τους αιώνες έκανε κάποιους μικρούς νεωτερισμούς (ακόμη τότε δεν ήξερα πόσες φάσεις πέρασε ο χριστιανισμός μέχρι ν’ αποκρυσταλλωθούν τα βασικά του δόγματα), έβαλε φερ’ ειπείν στασίδια για να κάθονται οι πιστοί, που για αιώνες στέκονταν όρθιοι. Αλλά ακόμη και οι διακόνισσες, που ήταν μέρος της εκκλησιαστικής παράδοσης, εξαφανιστήκαν, γιατί;
– Οι γυναίκες πρέπει να γίνονται μητέρες, έχουν άλλες υποχρεώσεις.
– Μα και οι παπάδες παντρεύονται, αυτοί δεν έχουν παιδιά;
– Μαριάννα, ΔΕΝ γίνεται οι γυναίκες να γίνουν Ιέρειες.
– Μα ΓΙΑΤΙ;;
– Γιατί… γιατί… γιατί! Έχουμε έμμηνα, δεν είναι δυνατόν να κοινωνούμε, ούτε να φτιάχνουμε θεία κοινωνία ενώ είμαστε αδιάθετες!
– Μα αφού ο θεός τα πάντα εν σοφία εποίησε, τι Τον ενοχλεί η περίοδός μας;; Χαμός μέσα στην τάξη, γέλια, πανικός, η καθηγήτρια εν εξάλλω…
– Γιατί γιορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας; Γιατί έχουμε εικόνες;
– Γιατί είναι μια ανθρώπινη αδυναμία να απεικονίζουμε κάπως αυτό που λατρεύουμε.
– Μα στις δέκα εντολές δεν λέει ο θεός: «ου ποιήσεις είδωλόν μου…»;
– Δεν λατρεύουμε το είδωλο, αλλά αυτό που απεικονίζει.
– Μα αυτό δεν έκαναν και οι ειδωλολάτρες;
– Όχι, εκείνοι λάτρευαν κυριολεκτικά τα είδωλά τους.
– Μα και εμείς όταν χρυσοστολίζουμε τις εικόνες με τάματα, τις περιφέρουμε, τις λιβανίζουμε και τις προσκυνάμε, τι κάνουμε; Γιατί αντί για τάματα να μην βοηθάμε τους φτωχούς; Και γιατί οι παπάδες μας πρέπει να είναι έτσι χρυσοπλούμιστοι; Ο Χριστός δεν μίλησε για την πενία;
– Τα ιερά άμφια, όπως και τα τάματα, είναι μέρος της παράδοσης.
Παράδοση, παράδοση! Είχα αρχίσει ν’ αντιλαμβάνομαι ότι είμαι σε λάθος θρησκεία, ότι η εκκλησία είναι ένα ζωντανό απολίθωμα που έχει χάσει εδώ και αιώνες την επαφή της τόσο με τις γραφές, όσο και με την πραγματικότητα και τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Επιπλέον, όσο και αν αρνιόμουν ακόμη να το αποδεχτώ, άρχισα να υποψιάζομαι ότι δεν ήταν δυνατόν τόσο εξελιγμένοι πολιτισμοί, όπως ο αρχαιοελληνικός, να πίστευαν κυριολεκτικά στα ξόανα τους. Αργότερα, και λόγω σπουδών, διαπίστωσα πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η λατρεία των αρχαιοελληνικών ειδώλων είναι σε πλείστες περιπτώσεις σχεδόν πανομοιότυπη με την ορθόδοξη, όπως και η πλειονότητα των χριστιανικών εορτών είναι κατάλοιπο αρχαιότερων θρησκειών.
Άρχισα, όπως και ο Καζαντζάκης, να μελετώ τον Βουδισμό και το Ισλάμ, καθώς και άλλες ομολογίες.
Γύρω στα 19 μου χρόνια, η φυσική περιέργεια που είχα αναπτύξει για όλα αυτά, με οδήγησε μέσω μιας αγαπημένης φίλης και συμμαθήτριας σε μια χριστιανική αίρεση, από αυτές τις πάμπολλες, αμερικανικής προελεύσεως, που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Ήταν μια παραφυάδα των «Πεντηκοστιανών» και, αν θυμάμαι καλά, η εκκλησία τους ήταν κάπου στη Νέα Ιωνία. Αυτοπαρουσιάζονταν ως γνήσιοι χριστιανοί κατά τα πρότυπα των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών. Τηρούσαν σχεδόν κατά γράμμα ένα πλήθος εντολών τόσο της ΠΔ όσο και της ΚΔ, δεν είχαν άμφια, δεν έτρωγαν ακάθαρτα, αποστήθιζαν τεράστια κομμάτια της βίβλου, έκαναν «αγάπες» (τα κοινά γεύματα των πρωτοχριστιανικών χρόνων), έδιναν το 1/10 των εισοδημάτων τους στον ιερέα για να στηρίξει τους φτωχότερους και τις ανάγκες της εκκλησίας (ή τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ο ιερέας), εφήρμοζαν την πρακτική της γλωσσολαλίας κ.λπ. κ.λπ.
Φαινομενικά, οι άνθρωποι αυτοί έμοιαζαν πραότατοι, ηθικότατοι, ταπεινότατοι και τρομερά δεμένοι μεταξύ τους, με βαριές ψυχαναγκαστικές αλυσίδες, όπως αντιλήφθηκα στη συνέχεια. Στους δύο-τρεις μήνες που συμμετείχα στους «εκκλησιασμούς» τους, μαζί με την φίλη μου, ενώ φαινομενικώς όλα έδειχναν στην αρχή ειδυλλιακά, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι σιγά σιγά μας έβαζαν σε μικρά «ηθικά» διλήμματα, που ολοένα και αυξάνονταν.
Το θέατρο φερ’ ειπείν, που το λάτρευα, «είχε το φως ενός μικρού σπίρτου, μπροστά στον Ήλιο που ήταν ο θείος Λόγος», άρα έπρεπε να το απαρνηθούμε. Η κοσμική μουσική μπορεί να ήταν όμορφη, αλλά είχε μηνύματα που μπορούσαν να βλάψουν το πνεύμα μας (πώς έγραφε στο «προς την Νίκην» ότι η ροκ είναι η μουσική του διαβόλου; Ε, αυτοί το πήγαιναν ακόμη παραπέρα), άρα επιτρεπτοί ήταν μόνο οι ύμνοι, που είχε κυκλοφορήσει η «εκκλησία» σε cd. Τα μαλλιά των γυναικών δεν μπορούσαν να είναι κοντά και να φαίνεται ο τράχηλος και τα ανδρικά δεν μπορούσαν να είναι μακριά και να καλύπτεται ο τράχηλος, η ενδυμασία έπρεπε να είναι σεμνή και ανάλογη του φύλου, δηλαδή μόνο φούστα και φουστάνι για τις γυναίκες, σύμφωνα πάντοτε με την Π.Δ. κ.ο.κ.
Βαθμηδόν τα διλήμματα αύξαναν και το αποκορύφωμα ήταν πως η οικογένεια και οι φίλοι, όσο κι αν τους αγαπούσαμε, εξακολουθούσαν να είναι «άπιστοι» και να μολύνουν το πνεύμα μας, γιατί στη ζωή τους υπήρχε ο διάβολος και δεν είχαν τη θεία χάρη και την προστασία της «εκκλησίας», άρα αν δεν αποδέχονταν και δεν προσχωρούσαν στην εκκλησία, θα έπρεπε να μην έχουμε πλέον επαφή μαζί τους!
Το δίλημμα ήταν αμείλικτο, συνολικό, απόλυτο, και ετίθετο με τον πλέον εκβιαστικό και εκφοβιστικό τρόπο: ή ο Θεός, δηλαδή εμείς, η κολεκτίβα των Borgs, ή ο διάολος, δηλαδή η κοινωνία και η ζωή μας μέχρι τώρα. Ή δέχεσαι πλήρως τα της γραφής, όπως τα ερμηνεύουμε εμείς και «σώζεσαι» από την αμαρτία, ή φεύγεις και είσαι καταδικασμένος αιωνίως εις το πυρ το εξώτερον, αν και το να φύγεις, απ’ ότι κατάλαβα, για τους μυημένους δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση…
Ενώ αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα στην κανονική μου ζωή και στα διλήμματα που μου είχαν θέσει, έγινα, πολύ σύντομα ευτυχώς, μάρτυρας ενός εντελώς γελοίου σκηνικού, που ήταν ο καταλύτης ώστε να φύγω τρέχοντας από όλα αυτά. Σε έναν «εκκλησιασμό», ο ιερέας έξαλλος παρακίνησε το ποίμνιο να προσευχηθεί και να καταραστεί τον… Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, επειδή, αν θυμάμαι καλά, είχε παρουσιάσει την προηγούμενη ένα ρεπορτάζ, που τους ενέπλεκε σε κάτι παράξενους θανάτους πρώην μελών της εκκλησίας τους. Άρχισε λοιπόν μια ολόκληρη αίθουσα να ουρλιάζει και να καταριέται και να ζητά από τον θεό να… τιμωρήσει τον Τριανταφυλλόπουλο!
Το σκηνικό είχε κάτι από φαρσοκωμωδία και από θρίλερ συγχρόνως, από τη μια μου έρχονταν γέλια να τους βλέπω να αφιονίζονται, να συσπώνται και ν’ αφρίζουν από λύσσα, και από την άλλη άρχισα να τρομάζω, τόσο με τις τρομερές κατάρες που εκστόμιζαν, όσο και με τα όσα είχε παρουσιάσει το ρεπορτάζ. Ήταν η τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου και περνώντας ο καιρός συνειδητοποίησα πόσο τραυματική ήταν όλη αυτή η εμπειρία και πόσο τυχερή ήμουν…
Το τραγικότατο ωστόσο όλης αυτής της περιπέτειας, που μένει σαν μελανή πτυχή μέσα μου, είναι πως πολτοποιήθηκε η αγαπημένη μου φίλη. Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι της αποδόμησαν και της απομύζησαν κυριολεκτικά την προσωπικότητα, μια κανονική πλύση εγκεφάλου, ώσπου στο τέλος δεν έμεινε παρά μόνο το κέλυφός της, χωρίς τίποτε εσωτερικό που να θυμίζει τον παλιό της εαυτό, ένας ζωντανός-νεκρός. Όλη η ζωντάνια, η διαύγεια, ο δυναμισμός, η ευρύτητα πνεύματος, η κριτική σκέψη, η ανεξαρτησία, η γοητεία της, ό,τι την έκανε τόσο ξεχωριστή ως άνθρωπο και ως γυναίκα, κυριολεκτικά εξατμιστήκαν… Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά, οι ανασφάλειες και η μοναξιά της ήταν πολύ πιο ισχυρές από την απλή λογική, αλλά και την αγάπη των γύρω της, και δεν είχα δυστυχώς τις γνώσεις για να το αντιμετωπίσω όλο αυτό, ούτε και ήξερα σε ποιον ν’ αποταθώ για βοήθεια, μιας και η οικογένειά της είχε επίσης αρχίσει ν’ αφομοιώνεται από αυτούς.
Η ιστορία αυτή ήταν το επιστέγασμα στο να θέσω στον εαυτό μου ένα δίλημμα και να λάβω μια απόφαση. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου φυσικά ή μεταφυσικά; Δεν ήταν το πρώτο άτομο που έβλεπα να χάνει το λογικό και την προσωπικότητά του από τη μεταφυσική. Επί χρόνια βίωνα τον πλήρη παραλογισμό μιας συγγενούς μου που, με αφορμή κάποιες προσωπικές δυσκολίες, είχε συνδυάσει τη χριστιανική της θρησκοληψία, τις γονυκλισίες, τα κομποσκοίνια και το χώμα από τον άγιο Κυπριανό με τις υποτιθέμενες «προφητείες» από κάθε λογής μάντισσα, χαρτορίχτρα, μάγο, καφετζού, αστρολόγο, πνευματίστρια που πετύχαινε μπροστά της, ένα τσούρμο επιτηδείων που, εκτός από πακτωλούς χρήματος, άρμεγαν –κυρίως– την ψυχική της ισορροπία.
Ένα τρίξιμο στο τζάμι δεν ήταν λόγω ταλάντωσης, αλλά επειδή μας είχε επισκεφτεί και μας παρακολουθούσε κάποιο πνεύμα. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, αν δεν το έχει ζήσει, σε πόση δυστυχία και σε πόσα αδιέξοδα οδηγούν αυτές καταστάσεις τόσο τον πάσχοντα όσο και τους οικείους του. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή να θέσω τη δική μου διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ταλάντωση και το πνεύμα, τη λογική και τον παραλογισμό, την ψυχική ισορροπία και την ψύχωση. Και επέλεξα.
Με τούτα και μ’ εκείνα κάπου εκεί ξεκίνησαν και οι σπουδές μου και, εκ των πραγμάτων πλέον, μελέτησα βαθύτερα την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και του πολιτισμού, το νοσηρό ρόλο των ιερατείων και των θρησκειών σε κάθε εποχή, τη φύσει και θέσει ασυμβατότητα μεταξύ του ελληνικού πνεύματος και του χριστιανισμού, τους λόγους που η φιλοσοφία τελικά εξόρισε από τους κόλπους της τη μεταφυσική και πολλά άλλα, που δεν χωράνε –δυστυχώς– για ν’ αναλυθούν εδώ.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως άρχισα να χρησιμοποιώ συστηματικά τον ορθολογισμό και ν’ αντιλαμβάνομαι την ενδελέχεια της επιστημονικής μεθόδου που, καθημερινώς, όσο αυξάνονται οι γνώσεις μας και προοδεύει η ανθρωπότητα, εξηγεί με σαφήνεια και δίχως παραληρήματα και «άλματα πίστης» το πώς και γιατί λειτουργεί ο κόσμος και βελτιώνει δια μέσου της τεχνολογίας, παρά τους όποιους σοβαρούς εκτροχιασμούς της τελευταίας, μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα το επίπεδο και την ποιότητα της ζωής μας από γενιά σε γενιά.
Επιχειρώντας δε κάποτε να ξαναδιαβάσω εκ νέου τη Βίβλο, ορθολογικά και χωρίς το πέπλο της πίστης, διαπίστωσα σχεδόν εξ αρχής πως μου ήταν αδύνατον να προχωρήσω, γιατί μόνο η πίστη, η παράλογη και τυφλή πίστη, μπορεί να αποτελέσει το κίνητρο για να μελετήσει κανείς αυτό το ασυνάρτητο και αναχρονιστικό συνονθύλευμα απειράριθμων λογικών κενών, αντιφάσεων, ενοχών, ακραίου μισανθρωπισμού, μισογυνισμού, εκδικητικότητας, φονικότητας και πνευματικής υποδούλωσης, που κατασκεύασε ο αδαής και φοβικός Άνθρωπος στην προσπάθειά του να ελέγξει το φόβο του για όσα δεν ήξερε και όσα δεν μπορούσε να ελέγξει. Από τα πρώτα κιόλας χωρία έπιασα τον εαυτό μου να θεοδικάζει, αντί όπως παλιά να θεοδικεί, και η ετυμηγορία μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλη παρά καταδικαστική.
Δεν παραιτήθηκα ωστόσο ούτε αμέσως ούτε απόλυτα από την ιδέα του Θείου, ίσως και να μην το έχω κάνει ακόμη. Ως άθρησκη επαναπαύθηκα για λίγο καιρό στη γνωστή ατάκα ότι κάπου υπάρχει μια ανωτέρα Δύναμις, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αποφεύγω για πάντα το αμείλικτο ερώτημα, αν η Δύναμις αυτή είναι προνοιακή. Εύλογα, βλέποντας την πραγματικότητα γύρω μου, κατέληξα με τρόμο στο συμπέρασμα πως μάλλον δεν της καίγεται καρφάκι, ούτε για το Σύμπαν, ούτε βεβαίως για το μικρόκοσμό μας εδώ στη Γη. Η διαπίστωση αυτή είχε επάνω μου τεράστιες ψυχολογικές επιπτώσεις, δεδομένου ότι η πίστη στοχεύει στο άλογο και στο συναίσθημα, που εκτελούν εντελώς διαφορετικές διεργασίες και ακολουθούν εντελώς διαφορετικούς δρόμους από αυτόν της λογικής.
Η αποδόμηση της πίστης μου ενείχε σε μεγάλο βάθος χρόνου όλα τα ψυχολογικά στάδια του πένθους: άρνηση, θυμό, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή.
Ανατρέχοντας στην περίοδο της κατάθλιψης, νιώθω σαν να ήμουν για χρόνια μέσα σε κινούμενη άμμο, πασχίζοντας να βγω και ν’ αναπνεύσω. Στην αρχή, ένα οξύ υπαρξιακό στερητικό σύνδρομο για το φανταστικό φίλο που έδιωξα. Πώς να σταθείς όρθια και να περπατήσεις μόνη σου, ενώ νιώθεις πως έχει χαθεί το κέντρο της στήριξής σου και σέρνεσαι;
Και όπως σε κάθε στερητικό σύνδρομο πονάς, όμοια ανακάλυψα πως η ζωή τώρα πονούσε περισσότερο, γιατί τη ζούσα χωρίς αναλγητικά, χωρίς ψευδαισθήσεις. Συνεπακόλουθα ήρθε ο Τρόμος και ο Πανικός για το πιθανό, το τυχαίο και το νομοτελειακό, για όσα συνειδητοποιούσα δηλαδή ότι δεν μπορούσα να ελέγξω.
Η ευθραυστότητα και η συντομία της ζωής, κάθε ζωής, όχι μόνο της ανθρώπινης, με πλήγωνε αφάνταστα και μου δημιουργούσε μια βαθιά απελπισία. Ο Λιαντίνης επαναλαμβάνει πως ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό ον μέσα στο Σύμπαν, γιατί γνωρίζει πως για όλα, όπως και για τον εαυτό του, υπάρχει ένα τέλος. Δεν ξέρω κατά πόσον αυτό ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, και δη για όσους κρέμονται από την ελπίδα της μετά θάνατον ζωής, αλλά σίγουρα ισχύει για τους άθεους.
Μετά, η απαξία των πάντων και ο ηθικός αποπροσανατολισμός. Τι αξίζει, όταν η υπέρτατη αξία που μου διδάξαν, ο Θεός, είναι ανύπαρκτος; Ποιο είναι το σημείο αναφοράς στην ηθική και στις αρχές, τώρα που αποδέχθηκα ότι είμαι ελεύθερη από κάθε είδους μεταθανάτια Κρίση, ανταμοιβή και τιμωρία;
Σταδιακά, εμπιστευόμενη και χειριζόμενη καλύτερα τα εργαλεία εκείνα που με είχαν φέρει ως εδώ –τον ορθολογισμό, την κριτική σκέψη, την επιστημοσύνη– συν τω χρόνω, που είναι ο μεγάλος γιατρός της φύσης για κάθε πένθος, επαναξιολόγησα ό,τι πραγματικά άξιζε και επαναπροσδιόρισα την ηθική μου σύμφωνα με έναν προσωπικό κώδικα, ειλικρινέστερο, μιας και δεν εδραζόταν πια ούτε στο φόβο, ούτε σε ανταλλάγματα. Φυσικά τίποτα από αυτά δεν είναι στατικό, μεγαλώνοντας μαθαίνεις, αναθεωρείς, αποκηρύσσεις, εξελίσσεσαι. Ένα σταθερό σημείο αναφοράς όμως είναι η συνειδητοποίηση πως η μόνη δικαίωση για τον καθένα μας εξατομικευμένα είναι η ίδια η ζωή και το θάρρος να τη ζήσουμε με βάση τις δικές μας επιλογές, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη για το αν είναι σωστές ή εσφαλμένες.
Σήμερα, ούσα πανηγυρικά στο στάδιο της αποδοχής και της αισιοδοξίας για την πορεία του ανθρώπου, αποδέχομαι ότι η ύπαρξη και η φύση του θεού ή του θείου είναι μια α-νοησία (δεν νοείται) και κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν ως ώρας πειραματικά δεδομένα που να αίρουν ή να επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του, επιλέγω να δηλώνω τυπικά αγνωστικίστρια και να ζω ουσιαστικά ως άθεη.
Ο λόγος που κάνω αυτό τον διαχωρισμό δεν γίνεται μόνο για να είμαι τυπική ως προς το γράμμα του «νόμου». Οφείλεται επίσης και σε τούτο, πως η θρησκεία και η πίστη είναι ένας ιός, με τον οποίο μας μολύνει το περιβάλλον και ο πολιτισμός μας από την ημέρα που θα γεννηθούμε ως την ημέρα που θα πεθάνουμε. Οι μεταλλάξεις που κάνει στον ψυχισμό, στη δομή της σκέψης, στις συνήθειες, στην ηθική, στην έκφρασή μας είναι τόσες που δεν είναι δυνατόν να μην αφήσουν κατάλοιπα, έστω και γλωσσικά. Πολύ συχνά συνειδητοποιώ, φερ’ ειπείν, ότι είναι τρομερά δύσκολο να εκφραστώ χωρίς να χρησιμοποιήσω έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες νοηματικά με τη θρησκευτική πίστη, όπως «πλάσμα» ή «πλάση», που υποδηλώνουν ότι ο κόσμος πλάστηκε (ευφυής σχεδιασμός!), «συγχωρεμένος» (από ποιον;), «ψυχή» (πλατωνικός δυϊσμός) κ.ο.κ.
Πολύ εύστοχα είχε ειπωθεί κάποτε ότι, αν ξεφύτρωνε ένας άνθρωπος με απόλυτη άγνοια περί Θεών και θρησκειών, θα του ήταν αδύνατον να κατανοήσει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Γι’ αυτό και το πολιτισμικό κομμάτι, στο επίπεδο της καθημερινής έκφρασης και της επαφής με τους συνανθρώπους μου, δεν το αντιμάχομαι. Συμμετέχω, όποτε μπορώ, στο κοσμικό σκέλος όλων των θρησκευτικών εορτών, δεδομένου ότι οι καλές στιγμές στη ζωή είναι συγκριτικά πολύ λίγες για να μην τις γιορτάζουμε.
Εξάλλου, νιώθω πως αν απογυμνώσουμε τη ζωή μας εντελώς από συμβολισμούς και έθιμα, θα τη φτωχύνουμε πάρα πολύ! Είναι άλλο πράγμα να απαλλάξουμε ένα έθιμο ή μια γιορτή από τις δεισιδαιμονίες που τα πλαισιώνουν, και είναι άλλο να τα πετάξουμε στα σκουπίδια, γιατί έτσι χάνουμε την ομορφιά και το ιστορικό βάθος κάποιων πραγμάτων, όπως και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που μας διακρίνουν ως λαό από τους άλλους. Θαρρώ πως το να συμμετέχεις, να ενσωματώνεις ή να ανανοηματοδοτείς ένα έθιμο είναι μια εξίσου θεμιτή στάση ζωής, και δεν νιώθω ενοχές ή ασυμβατότητα με τις πεποιθήσεις μου όταν συμμετέχω σε αυτά.
Ανέκαθεν άλλωστε τα σύμβολα, τα έθιμα, οι εορτές μετασχηματίζονταν ανάλογα με την εποχή, ώστε να συνάδουν με τις ευρύτερες πεποιθήσεις των κοινωνιών που εξελίσσονταν. Δεν βλέπω λοιπόν τον λόγο να κάνω κάτι το διαφορετικό, πώς θα μπορούσα άλλωστε, εφόσον η πλειονότητα στο περιβάλλον μου πιστεύει, και μάλιστα δύο από τις στενότερές μου φίλες είναι η μία η θεολόγος που είχα ως καθηγήτρια στα γυμνασιακά μου χρόνια και η άλλη κατηχήτρια. Η διάσταση των απόψεων μεταξύ μας γίνεται αφορμή για πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Αν υπάρχει μια φράση από τη Βίβλο που επιλέγω να κρατήσω, είναι το «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Μόνο που στη γλώσσα του ορθολογισμού εξ αποκαλύψεως αλήθειες δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο επιστημονικά δεδομένα και η προσωπική μας ειλικρίνεια. Η όποια «σωτηριολογική» τους υπόσταση δεν είναι άλλη από το να τα αξιοποιούμε με τον βέλτιστο τρόπο ώστε βγούμε από το σκοταδισμό, την αμάθεια, το φόβο και την προκατάληψη και να γίνουμε εξατομικευμένα, αλλά και ως κοινωνία και ως είδος, ό,τι καλύτερο μπορούμε να γίνουμε.
Ωστόσο, όσο ακράδαντα πεπεισμένη και αν είμαι για την άμεση και επιτακτική ανάγκη εκκοσμίκευσης των κρατών και τον περιορισμό της ισχύος, αν όχι και την πλήρη κατάργηση, των ιερατείων, δεν ξέρω αν η αθεΐα είναι προς το παρόν η ενδεδειγμένη οδός για το σύνολο της ανθρωπότητας. Αν και ως φίλη του Επίκουρου απεχθάνομαι τον Πλάτωνα, ίσως, όπως και ο Αριστοτέλης, να είχε ένα δίκιο όταν μιλούσε για την αναγκαιότητα του Ιαματικού Ψεύδους· του «ιερού» ψεύδους δηλαδή, που απευθύνεται στην πλειονότητα, όταν η ίδια δεν διαθέτει την παιδεία, την ψυχολογική δύναμη και τον ορθολογισμό, ώστε, όταν της γκρεμίσεις τον μύθο της, να σταθεί ηθικά ακέραιη και να μην κανιβαλίσει τα πάντα. Η αθεΐα είναι μια υψηλή διανοητική κατάκτηση, που προϋποθέτει και υψηλές αντοχές και ακόμη υψηλότερη ευθύνη, ή, όπως λέει ένας φίλος και δάσκαλος: η αθεΐα είναι αρετή.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στα ιστολόγια Επικούρειας Κήπος και sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Προσωπικές μαρτυρίες