Θεοδικία
Με τον όρο Θεοδικία (στις λατινογενείς γλώσσες: Théodicée, Theodizee, Theodicy) χαρακτηρίζεται το φιλοσοφικό και θεολογικό πρόβλημα της (αμφισβητούμενης) δικαιοσύνης του θεού, ιδίως σ’ εκείνες τις θρησκείες όπου ο θεός έχει στο ανώτατο δυνατό επίπεδο τις ιδιότητες της παντοδυναμίας, πανσοφίας, παναγαθότητας, πανταχού παρουσίας κ.τ.λ.
Το πρόβλημα
Είναι προφανές ότι ανέκαθεν οι άνθρωποι διαπίστωναν πως, παρά τη θεϊκή παρουσία και τις όποιες εικαζόμενες θεϊκές ιδιότητες, στον κόσμο επικρατούν αδικία, στέρηση και πόνος. Είτε από φυσικά φαινόμενα, ασθένειες και επιδημίες, είτε από ενέργειες άλλων ανθρώπων και λαών, οι άνθρωποι πάντα υποφέρουν και, κάποια στιγμή, αναρωτιούνται, γιατί ο θεός επιτρέπει αυτή την κατάσταση;
Με αυτό το δίλημμα έχουν ασχοληθεί ήδη οι φιλόσοφοι της ελληνικής Αρχαιότητας (σκεπτικιστές), και ανάλογοι προβληματισμοί αναφέρονται και στο βιβλίο Ιώβ της Π.Δ. Στη νεότερη φιλοσοφική Ιστορία ασχολήθηκαν –ανεπιτυχώς– με το πρόβλημα σημαντικοί φιλόσοφοι, ανάμεσά τους ο Gottfried Leibniz (Λάιμπνιτς, 1646-1716), ο οποίος μάλιστα, μια και δεν μπορούσε να δώσει επαρκείς εξηγήσεις, προσπάθησε να θεωρήσει το πρόβλημα ανύπαρκτο: ο υπάρχων κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός, οπότε δεν παρουσιάζονται αδικίες, στερήσεις και καημοί. Αυτοί που ισχυρίζονται το αντίθετο, κακώς διαπιστώνουν σύγκρουση με τις επιθυμίες και τις δυνατότητες του θεού.
Εννοείται ότι ο Λάιμπνιτς δεν γνώρισε τις χιτλερικές θηριωδίες με τα εκατομμύρια δολοφονημένους Εβραίους, ομοφυλόφιλους, τσιγγάνους, αριστερούς κ.λπ., ούτε τα έργα του Στάλιν στα γκουλάγκ ή τις δολοφονίες του Πινοσέτ στη Χιλή και του Βιντέλα στην Αργεντινή εναντίον πολιτών αυτών των χωρών, ούτε γνώριζε τους βομβαρδισμούς αμάχων από τους Αμερικάνους στο Βιετνάμ με ναπάλμ, στη Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ με απεμπλουτισμένο ουράνιο και όλα τα άλλα που γνωρίζουμε εμείς σήμερα επαρκώς. Γνώριζε όμως πολύ καλά ο Λάιμπνιτς τις δολοφονίες «μαγισσών» και «αιρετικών» από τα θεοκρατικά φεουδαρχικά καθεστώτα του Μεσαίωνα, οι οποίες δολοφονίες γίνονταν μάλιστα στο όνομα ακριβώς του θεού που θα έπρεπε να έχει παρέμβει.
Ο συγκεκριμένος προβληματισμός διατυπώνεται απλουστευτικά με τα εξής λόγια:
Είτε ο θεός θέλει να αποτρέψει την αδικία, αλλά δεν μπορεί, οπότε είναι αδύναμος, πράγμα που αντιβαίνει στην παντοδυναμία του.
Είτε μπορεί να την αποτρέψει, αλλά δεν θέλει, επειδή δεν έχει αισθήματα συμπόνιας, οπότε δεν είναι πανάγαθος.
Είτε θέλει και μπορεί, αλλά δεν γνωρίζει πού και πότε υπάρχει αδικία, άρα δεν γνωρίζει παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα, οπότε δεν είναι πάνσοφος.
Είτε, τέλος, δεν ξέρει, δεν θέλει και δεν μπορεί, οπότε δεν είναι θεός.
Σε αντίθετη περίπτωση, από πού προέρχεται η αδικία;
Λέγεται ότι ο Επίκουρος (341-271 π.Χ.) είχε ήδη απαντήσει σ’ αυτό τον προβληματισμό, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Λακτάντιο, πράγμα που αμφισβητείται όμως σήμερα και θεωρείται ότι η συγκεκριμένη απάντηση οφείλεται σε κάποιον άγνωστο σκεπτικιστή φιλόσοφο:
«Αν ο θεός δεν θέλει να αποτρέψει το κακό, τότε δεν είναι πανάγαθος.
Αν δεν μπορεί να το αποτρέψει, δεν είναι παντοδύναμος.
Άρα, η παναγαθότητα και η παντοδυναμία ενός θεού
δεν συμβιβάζονται με τον πραγματικό κόσμο.
Είτε λοιπόν δεν υπάρχει κακό, είτε δεν υπάρχει θεός!»
Με αυτόν το συλλογισμό καταδεικνύεται η ασυμβατότητα ενός θεού με τις συγκεκριμένες ιδιότητες που τον φορτώνουν οι θεολόγοι. Σίγουρα από τον Επίκουρο κατάγεται η άποψη ότι «ακόμα κι αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα», οπότε παρέλκει το πρόβλημα της θεοδικίας, αφού κάθε μικρή ή μεγάλη αδικία δεν έχει σχέση με τους θεούς.
Προσπάθειες επίλυσης
Διάφοροι θεοκράτες διανοούμενοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, είτε σχετικοποιώντας την έννοια της αδικίας (περίπου όπως ο Λάιμπνιτς), οπότε δεν υπήρχε λόγος αμφισβήτησης των ιδιοτήτων του θεού, είτε δίνοντας άλλη σημασία στις θεϊκές ιδιότητες, άρα μόνο οι άνθρωποι έβλεπαν την αντίφαση και δεν υπήρχε πρόβλημα προς επίλυση.
Όλες αυτές οι προσπάθειες εμπεριέχουν το κεντρικό μειονέκτημα της μεσαιωνικής «σχολαστικής» μεθοδολογίας, στην οποία είναι γνωστός ο στόχος (όσα αναφέρονται στα «ιερά βιβλία») και αναζητείται τρόπος να επιβεβαιωθούν. Αντίθετα, στην κλασική και στη σύγχρονη φιλοσοφία, γνωστή είναι η μέθοδος και αναζητείται το αποτέλεσμα.
Στο πλαίσιο των θεοκρατικών αντιλήψεων, ο χριστιανός πατέρας Ιερώνυμος (Sophronius Eusebius Hieronymus, 342-420 μ.Χ.) εκπλήσσεται που δεν επεμβαίνει ο θεός να τιμωρήσει τους «αιρετικούς» και προτείνει την εξόντωσή τους για να λήξει το πρόβλημα! Λέει ο «άγιος»: «Μπορούμε να ρωτήσουμε, πώς γίνεται ο Θεός να είναι αγαθός, ο οποίος έδωσε τον νόμο και τους προφήτες, όταν βλέπει τη ζωή των διεφθαρμένων να ευδοκιμεί, και αυτοί να μην υφίστανται τίποτα απ’ αυτόν, σύμφωνα με την τιμωρία που τους αρμόζει. […] Έχουν γεννήσει γιους, και έχουν προσφέρει καρπούς. Τί καρπούς έχει προσφέρει ο Μαρκίων, με το να δημιουργήσει υιούς της απιστίας; […]».
Επικαλείται λοιπόν ο δάσκαλος της αγάπης ένα χωρίο της Π.Δ. από το βιβλίο του Ιερεμία (12: 1-3) και συνεχίζει επεξηγώντας αυτό το χωρίο, λέγοντας ότι τα βασανιστήριά τους είναι «αγιασμός». Συνεχίζει το μισάνθρωπο εγκληματικό παραλήρημά του με τα λόγια: «Αγίασε αυτούς, όταν φθάσει η ημέρα της σφαγής αυτών”. Δηλαδή, «φονεύοντάς τους τούς αγιάζεις!» (Εργασίες του Ιερωνύμου, Τόμος V, 818).
Σε μια παράλληλη θεολογική γραμμή, ο «άγιος» Αυγουστίνος (Aurelius Augustinus, 354-430) και ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d’ Aquino, 1225-1274) –σημειωτέον αμφότεροι χριστιανοί πατέρες, στων οποίων τα λόγια και γραπτά στηριζόταν η Ιερά Εξέταση για να εγκληματεί– θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει αυτοτελώς το κακό, αλλά αυτό αποτελεί απουσία καλού. Άρα, όσοι παραπονιούνται για στερήσεις, αδικίες κ.λπ., στην ουσία επιζητούν αυτά που τους λείπουν και, απλώς, ακόμα δεν τα πέτυχαν. Αυτή η αντιμετώπιση επιβλήθηκε σε όλο τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, και κανείς δεν τολμούσε να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό: θα κηρυσσόταν πάραυτα «μάγος» και «αιρετικός», σε Δύση και Ανατολή. Εννοείται ότι η συγκεκριμένη αντίληψη εγκαταλείφθηκε, όπως τόσες άλλες αντιλήψεις, από την Αναγέννηση και μετά, οπότε θεωρήθηκε ότι το καλό και το κακό μπορούν να αποτελούν αυτοτελείς αξιολογήσεις του ίδιου φυσικού ή κοινωνικού γεγονότος. Σημαντικός είναι επίσης ο συλλογισμός ότι καλό και κακό ως αξιολογικοί χαρακτηρισμοί είναι υποκειμενικά χαρακτηριστικά και δεν επιδέχονται αντικειμενική αντιμετώπιση.
Μια άλλη αντίληψη, ιουδαϊκής μυστικιστικής προελεύσεως, που γινόταν για αιώνες αποδεκτή και από χριστιανούς (ίσως γίνεται ακόμα), είναι αυτή περί την ατέλεια του κόσμου και τη δοκιμαστική δημιουργία (καμπάλα): Ο θεός έφτιαξε δοκιμαστικά έναν κόσμο για να μελετήσει τα προβλήματα που θα προκύψουν, στη συνέχεια όμως θα τον καταστρέψει για να φτιάξει έναν τέλειο! Ο θεός ως μελετητής μοντέλων…
Αυτή η αντίληψη αντιβαίνει, βέβαια, σε όλες τις ιδιότητες του θεού, έλλειψη πανσοφίας που δεν ήξερε από την αρχή την κατάληξη της δημιουργίας του, έλλειψη παντοδυναμίας που δεν μπόρεσε και μπορεί να διορθώσει τα λάθη που έγιναν, και έλλειψη παναγαθότητας που κάποιοι ανυποψίαστοι άνθρωποι δυστυχούν, χωρίς να ευθύνονται για οτιδήποτε. Για να αποφύγουν οι καμπαλιστές αυτές τις αντιφάσεις, έχουν εισαγάγει πρόσθετες ιδιότητες του θεού, οι οποίες σκοπό έχουν να αποτρέψουν ή αμβλύνουν τα προβλήματα που απορρέουν από την αρχική επιχειρηματολογία τους.
Στον κύκλο σκέψεων του Λάιμπνιτς που προαναφέρθηκε, κινήθηκαν κι άλλοι διανοητές, οι οποίοι θεώρησαν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει απόλυτη δικαιοσύνη και παντελής απουσία δυστυχίας, γιατί ο κόσμος αυτός θα ήταν ο Παράδεισος, από τον οποίο όμως έχουν αποβληθεί οι άνθρωποι και «δεν δικαιούνται δια να ομιλούν». Εννοείται ότι αυτές οι απόψεις διατυπώνονταν κυρίως από μέλη και υποτακτικούς της φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, όταν έπρεπε να βρουν παρηγορητικές εξηγήσεις για τα πεινασμένα θύματα του εκμεταλλευτικού καθεστώτος που οι ίδιοι στήριζαν. Και δεν είναι τυχαίο ότι, σε όλες αυτές τις επιχειρηματολογίες, στο τέλος βρίσκεται μια δογματική απόφανση ή ένα φανταστικό γεγονός, οπότε παύει οποιαδήποτε προοπτική διαλόγου. Η μια πλευρά «πιστεύει» και η άλλη «ερευνά»!
Στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινήθηκε ο Χέγκελ (Έγελος, Hegel, 1770-1831), ο οποίος πολύ συχνά διατύπωνε φιλοσοφικές απόψεις που βόλευαν την εξουσία του κράτους και της εκκλησίας, όπως τον κατηγόρησε αργότερα ο Πόπερ. Συγκεκριμένα ο Χέγκελ θεωρούσε ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο της Ιστορίας και, κάποια εποχή, θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη και ό,τι άλλο ποθούν οι άνθρωποι. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο Χέγκελ ήταν μέσα στο σύστημα και το υπηρετούσε, ενώ οι παραπονούμενοι βρίσκονταν εκτός και έπρεπε να παρηγορηθούν και να πεισθούν να κάνουν υπομονή, για μερικές χιλιάδες χρόνια ακόμα, με ταυτόχρονη μακροημέρευση της εξουσίας.
Οι αυστηρά προσηλωμένοι στις θεολογικές σκέψεις έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το «κακό» είναι θέλημα θεού, για να μάθουν οι άνθρωποι να διακρίνουν μεταξύ καλού και κακού, κάτι που δεν κατέχουν εκ γενετής. Για να μπορέσει να μάθει, όμως, ο άνθρωπος αυτήν τη διάκριση, πρέπει ο ίδιος να ζήσει καταστάσεις καλού και κακού και να αποκτήσει τη σχετική εμπειρία. Αυτά που θεωρούν οι άνθρωποι άδικα, ο θεός τα αντιλαμβάνεται αλλιώς, και εντάσσονται στο «σχέδιό» του με τρόπο που δεν γίνεται κατανοητός από τους γηγενείς.
Κι αυτή η άποψη είναι παρηγορητική, δεν λαμβάνει δηλαδή υπόψη ότι μερικοί άνθρωποι βιώνουν μόνο αδικίες στη ζωή τους, πείνα, σκλαβιά, βασανιστήρια, ασθένειες, ενώ κάποιοι ευνοημένοι βιώνουν «αδικίες», επειδή τους ψόφησε ο σκύλος ή έχασαν την πτήση του αεροπλάνου κ.ο.κ. Πέρα απ’ αυτά, το μικρό παιδί που καίγεται από βόμβες ναπάλμ, ή γεννιέται ως τέρας στο Ιράκ λόγω του ουρανίου, ποιες εμπειρίες μπόρεσε να συλλέξει, και πώς εντάσσεται στο όποιο θεϊκό σχέδιο; Να σημειώσουμε με την ευκαιρία, επίσης, ότι στα «ιερά βιβλία» του χριστιανισμού αναφέρονται συγκεκριμένα επεισόδια βαρβαρότητας, όπου γυναικόπαιδα κατασφάχτηκαν με θεϊκή εντολή που έδωσε σε στρατιώτες του «περιούσιου λαού», άρα κάτι δεν στέκει καλά με την παναγαθότητα του θεού.
Υπάρχουν ακόμα πολλά εδάφια της Βίβλου, όπου αναφέρεται ότι ο θεός ο ίδιος δημιούργησε το «κακό», χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, π.χ. Ησαΐας 45:7, ή ότι θα εκδικηθεί με θηρία και δαίμονες, όπως περιγράφεται στην «Αποκάλυψη», ή ότι ο θεός δεν αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους ίδια αλλά κατά περίπτωση (Παύλος, Ρωμ. 9:14-18 με αναφορά πάλι στην Π.Δ.) κ.ο.κ. Κι αυτά τα επιχειρήματα, που δείχνουν κατά κανόνα τη μισανθρωπία και το φθόνο αναχωρητών που τα διατύπωσαν, δεν συμβιβάζονται με την παναγαθότητα του θεού και επιτείνουν τη διάχυτη εντύπωση της αδικίας.
Αλλαγή πλεύσης
Αφού με όλα αυτά τα επιχειρήματα (και άλλα όμοια) δεν απαντήθηκε το αρχικό δίλημμα και δεν ξεπεράστηκε η επιχειρηματολογία που αποδίδεται στον Επίκουρο, επινοήθηκαν άλλες μέθοδοι, όπως η σχετικοποίηση των θεϊκών ιδιοτήτων. Ο «πανάγαθος» θεός είναι, λένε μερικοί θεολόγοι, μια συντομογραφία για το βιβλικό θεό. Ο πραγματικός θεός είναι πολυσύνθετος και πολύπλευρος, κάτι που οι άνθρωποι, έχοντας μια απλοϊκή αντίληψη για την καλοσύνη, δεν μπορούν να αντιληφθούν και περιμένουν από το θεό αυτά που ελπίζουν οι ίδιοι. Το ίδιο ισχύει και με τις υπόλοιπες απόλυτες ιδιότητες του θεού, με κάποιες φραστικές προσαρμογές.
Αυτός ο κύκλος επιχειρημάτων δείχνει πάλι μια υποχώρηση, και μάλιστα υποχώρηση από λογικής αλλά και ιστορικής σκοπιάς. Η λογική υποχώρηση έγκειται στο γεγονός ότι η θεϊκή καλοσύνη ανάγεται σε μια ανώτερη ιδιότητα, ας την ονομάσουμε Χ, την οποία οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται και προσβλέπουν μόνο σε ένα υποσύνολό της που είναι η ανθρωπίνως κατανοητή καλοσύνη. Αν δεχθούμε αυτό, τότε πρέπει να αποδεσμεύσουμε τον θεό από τις ιδιότητες που τον φορτώνουν οι θεολόγοι, και μάλιστα από αυτές τις ιδιότητες που καταλαβαίνουν οι άνθρωποι με συγκεκριμένο τρόπο, και να διατυπώσουμε από την αρχή ότι «υπάρχει θεός με τις ιδιότητες Χ, Υ, Ζ, τις οποίες κανείς δεν είναι σε θέση να καταλάβει». Το ερώτημα που τίθεται αφορά πλέον το είδος της θεολογίας που μπορεί να συγκροτηθεί με αυτά τα αρχικά αξιώματα και πόσοι «πιστοί» είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν.
Η ιστορική υποχώρηση στο προηγούμενο επιχείρημα σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ινδουιστικοί, οι αιγυπτιακοί και οι ελληνικοί θεοί διέθεταν ακριβώς αυτό το μίγμα καλού και κακού, δύναμης και αδυναμίας, καλοσύνης και κακίας και, κατά περίπτωση, εκδηλώνονταν για συγκεκριμένους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, με τη μια ή την άλλη ιδιότητά τους. Συχνά ο ένας θεός υπερίσχυε του άλλου, και όλο και κάποιοι ήταν ευχαριστημένοι, αλλά και οι δυσαρεστημένοι θα είχαν την ευκαιρία να ευχαριστηθούν κάποτε — περίπου όπως γίνεται στα αθλήματα σήμερα, όπου όλοι προσεύχονται να κερδίσει η ομάδα τους, και όταν συμβεί αυτό το αποδίδουν στο θεό, αν όμως χάσουν φταίει ο διαιτητής. Αν λοιπόν έγινε όλη αυτή η βαβούρα με την επιβολή της «αληθινής» θρησκείας (και της επόμενης «αληθινής» του μωαμεθανισμού), για να καταλήξουμε πάλι στον πολυθεϊσμό, τότε έγινε τσάμπα η φασαρία.
Άλλες αντιλήψεις που επίσης δεν απαντούν οριστικά στο πρόβλημα σχετίζονται, άλλοτε με ιδιοτροπίες του θεού, επειδή απέσυρε το ενδιαφέρον του από τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον σέβονται, άλλοτε με τη σχετικότητα του χρόνου, ότι δηλαδή δεν έχει τελειώσει ακόμα η εποχή της δημιουργίας και γι’ αυτό ορισμένα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα δημιουργούν ακόμα προβλήματα κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κάθε μία από αυτές τις απόψεις, και άλλες πολλές που δεν αναφέρονται εδώ, εκτίθεται συνήθως σε δεκάδες συγγράμματα που μόνο ως τίτλοι μπορούν να αναφερθούν.
Κάποιοι, τέλος, αμφισβητούν δογματικά το δικαίωμα των ανθρώπων να θέτουν τέτοια ερωτήματα, και λένε ότι κακώς διατυπώνεται το δίλημμα της θεοδικίας! Κινδυνεύουμε δηλαδή να φάμε χαστούκι, άμα μας συναντήσουν στο δρόμο. Πρόκειται εμφανώς για μια λογική η οποία έχει ξεπεραστεί, τόσο από τους Ίωνες φιλοσόφους της Αρχαιότητας όσο και από τους φιλοσόφους της ελληνιστικής εποχής, αλλά και από όλους σχεδόν τους φιλοσόφους και φυσιοδίφες, από τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Γαλιλαίο, μέχρι τους σύγχρονους ερευνητές.
Στο τέλος, η μόνη σωστή απάντηση σ’ αυτό τον κυκεώνα των απόψεων που δεν έχουν δώσει και δεν φαίνεται να μπορούν να δώσουν απάντηση στο αρχικό ερώτημα, είναι η φυσιοκρατική απάντηση που βρίσκεται από αιώνων στο μυαλό όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων και στα χείλη των πιο θαρραλέων εξ αυτών: Δεν υπάρχει ο νομιζόμενος θεός! Και μόνο με αυτό το απλό κτύπημα λύνεται οριστικά ο συγκεκριμένος γόρδιος δεσμός!
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.