Περί πίστεως

15 January 2012
Αρθρογράφος: Αόρατη Μελάνη


Από καιρό θέλω να γράψω ένα άρθρο σχετικά με την έννοια της πίστης. Ήρθε ο καιρός λοιπόν να το κάνω, παίρνοντας αφορμή από ένα περιστατικό που μου συνέβη πρόσφατα.

Είχα πάει στο σπίτι μιας φίλης και της πήγα μερικές κάρτες της Ένωσης Άθεων. Μια άλλη φίλη της που βρισκόταν εκεί τις είδε, της άρεσαν πολύ και με ρώτησε πού τις βρήκα. Της είπα, με ρώτησε αν είμαι άθεη, απάντησα καταφατικά και ξεκίνησε μια κουβέντα για το θέμα του θεού και της πίστης. Παραθέτω τμήμα του διαλόγου, όσο καλύτερα το θυμάμαι, ελπίζοντας ότι δεν τον έχω παραποιήσει σημαντικά.
– Εσύ δεν πιστεύεις στον θεό;
– Πες μου τι εννοείς όταν λες “θεός”.
– Κοίταξε… εγώ πάντως πιστεύω ότι υπάρχει κάτι.
– Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως αόριστο αυτό;
– Όχι, όχι, καθόλου αόριστο!
– Μα η λέξη “κάτι” δεν είναι και πολύ συγκεκριμένη. Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοείς με αυτήν;

– Ρε παιδί μου, πιστεύω… αισθάνομαι… ας πούμε μια ενέργεια, κάτι μεγαλύτερο, κάτι έξω από μένα, ή κάτι μέσα μου…
– Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Μιλάς για πολλά διαφορετικά πράγματα, ασαφή και αντιφατικά. Είναι έξω από σένα, ή μέσα σου; Για τι μορφής ενέργεια μιλάς; Και μεγαλύτερο από τι;
– Κοίταξε να σου πω, έχω παρατηρήσει πολλές φορές, από την εμπειρία μου, περιστατικά που δείχνουν… θα σου πω ένα παράδειγμα. Κάποτε χρειαζόμουν 65 ευρώ για να εξοφλήσω ένα χρέος. Δεν ήξερα πού να τα βρω, δεν ήξερα τι να κάνω… και με παίρνει μια φίλη μου και μου λέει ότι από την τελευταία εκδρομή που κάναμε με μια μεγάλη παρέα περίσσεψαν 65 ευρώ – πρόσεξε, ούτε 60 ούτε 70, 65 ακριβώς – και αμέσως βγάζει και μου δίνει τα χρήματα… δεν ξέρω πώς σκέφτηκε εμένα, ίσως επειδή ήξερε ότι γενικά έχω δυσκολίες… τέτοια περιστατικά μου συμβαίνουν συχνά. Θυμάμαι να σου πω πάρα πολλά.
– Πολύ χαίρομαι που ήσουν τόσο τυχερή. Πες μου όμως σε παρακαλώ, θυμάσαι καθόλου περιστατικά όπου χρειαζόσουν τα 65 ευρώ και δεν τα βρήκες;
– Δεν θέλω να τα σκέφτομαι αυτά, αυτή είναι αρνητική σκέψη!
– Ίσως, αλλά για να βγάλεις κάποιο συμπέρασμα, θα πρέπει να έχεις όλα τα δεδομένα, έτσι δεν είναι;
– Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια θετική ενέργεια που πραγματοποιεί τις επιθυμίες μας, υπάρχει κάτι ρε παιδί μου… αυτό εγώ το λέω θεό. Θα μου πεις βέβαια, γιατί να το πεις θεό; Κάποιοι του έχουν βάλει κάποια ταμπέλα…
– Αυτό ακριβώς θα σου πω.
– Ναι, αλλά το γεγονός ότι κάποιοι του έχουν βάλει ταμπέλα, δεν σημαίνει τίποτε… καθένας εννοεί αυτό που αισθάνεται…
– Όταν όμως καθένας δίνει άλλη έννοια στη λέξη, υπάρχει πρόβλημα συνεννόησης. Πρέπει να δώσουμε έναν ορισμό στη λέξη θεός και να μείνουμε σε αυτόν, για να μπορούμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Και πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας την ταμπέλα που έχει ήδη δοθεί στη λέξη, γιατί διαφορετικά δημιουργούνται παρεξηγήσεις.
– Εσύ δεν πιστεύεις σε κάτι;
– Πες μου τι εννοείς όταν λες “πιστεύω” και θα σου πω.
– Ε, τώρα… δεν πιστεύεις στη φίλη σου, ας πούμε; Στην αγάπη; Στους ανθρώπους;
– Πάλι αναφέρεις πολλά και διαφορετικά πράγματα σαν να είναι ίδια. Ας τα πάρουμε ένα ένα. Πιστεύω στη φίλη μου σημαίνει ότι έχω εμπιστοσύνη στη φίλη μου, επειδή την γνωρίζω.
– Όχι, δεν λέω την εμπιστοσύνη, λέω αν πιστεύεις. Εγώ πιστεύω σε αυτήν.
– Πίστεψες σε αυτήν μόλις την είδες, με το καλημέρα; Ή πίστεψες αφού την γνώρισες πρώτα και σχημάτισες μια εικόνα για τον χαρακτήρα της;
– …
– Η “πίστη” σε έναν άνθρωπο χτίζεται σταδιακά, είναι δείγμα εμπιστοσύνης. Η πίστη στην αγάπη , είπες, είναι διαφορετική. Όταν λες ότι πιστεύεις στην αγάπη, μήπως στην πραγματικότητα εννοείς ότι θεωρείς την αγάπη αξία;
– Ναι, αυτό λέω, πιστεύω στην αγάπη, εννοώ ότι πιστεύω στην αξία της αγάπης… αλλά αυτό για τους φίλους, δεν είναι το ίδιο, άλλο η πίστη και άλλο η εμπιστοσύνη… εγώ πιστεύω στη φίλη μας…
– Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στους φίλους μας, εννοούμε ότι τους έχουμε εμπιστοσύνη, επειδή τους γνωρίζουμε και ξέρουμε την αξία τους, τις αρχές τους, τις δυνατότητές τους, τις προθέσεις τους. Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στην αγάπη, εννοούμε ότι την υιοθετούμε ως αξία στη ζωή μας. Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στον θεό, εννοούμε ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως υπάρχει, χωρίς να διαθέτουμε αποδείξεις και τεκμήρια για το γεγονός αυτό. Είναι πολύ διαφορετικά πράγματα.
– Τι να σου πω, αυτό μου ακούγεται κάπως, είναι πολύ…
– …λογικό μήπως;
– Ναι, κοίταξε, καλή είναι η λογική, αλλά χρειάζεται και άλλα πράγματα, το συναίσθημα ας πούμε…
– Φυσικά και χρειάζομαι το συναίσθημα για να σχετιστώ με τους φίλους μου και τους άλλους ανθρώπους. Όταν όμως θέλω να κατανοήσω πώς λειτουργεί ο κόσμος και ποια είναι η πραγματικότητα, χρειάζομαι τη λογική.
– Α, είναι πολύ εγκεφαλικό για μένα αυτό.

Ανάλυση

Κατά την άποψή μου, η λέξη πίστη χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη με πολλές διαφορετικές έννοιες.
Όλες τους λίγο έως πολύ οι έννοιες του “πιστεύω” μπορούν να αναχθούν στη φράση “τρέφω την πεποίθηση”, όπου η εν λόγω πεποίθηση είναι περισσότερο ή λιγότερο βάσιμη – κι εκεί έγκειται η διαφορά και η διάκρισή τους, όπως θα αναλύσω παρακάτω.

1. Εμπιστοσύνη, π.χ. “πιστεύω σε εσένα” σημαίνει “σε εμπιστεύομαι“.
Όταν λέμε ότι πιστεύουμε σε κάποιον εννοούμε ότι έχουμε σχηματίσει την πεποίθηση, από την μέχρι τώρα συμπεριφορά του και όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με εκείνον, ότι θα μας φερθεί καλοπροαίρετα, ή/και ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για να πετύχει έναν συγκεκριμένο στόχο. Πιστεύουμε ότι είναι καλός φίλος, πιστεύουμε ότι θα περάσει τις εξετάσεις του, πιστεύουμε ότι θα πάρει τη δουλειά – το συμπεραίνουμε από τα δεδομένα που έχουμε συλλέξει γι’ αυτόν τον άνθρωπο, έστω και ασυναίσθητα.
Η πεποίθησή μας αυτή έχει μια βάση, επηρεάζεται όμως και από τα συναισθήματά μας, που μας κάνουν να μεροληπτούμε, είτε ασυναίσθητα είτε συνειδητά. Θέλουμε να είναι ο φίλος μας καλός μαζί μας, επομένως προτιμάμε να το πιστέψουμε. Αρχικά βέβαια περιμένουμε να τον γνωρίσουμε καλά πριν τον εμπιστευθούμε, μόλις όμως χτιστεί η αρχική εμπιστοσύνη, προσπαθούμε να την διατηρήσουμε, επιλέγοντας πολλές φορές να αγνοήσουμε ενδείξεις που την καταρρίπτουν. Αν όμως οι ενδείξεις αυτές γίνουν πολλές και σαρωτικές, ή αν τελικά γίνουν αποδείξεις, τότε και η εμπιστοσύνη καταρρέει.
Κάτι ανάλογο γίνεται και με την πεποίθηση ότι ο φίλος μας θα έχει επιτυχίες, επαγγελματικές ή άλλες. Αξιολογούμε βέβαια τις πραγματικές του ικανότητες, συχνά όμως επιλέγουμε, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, να εναποθέσουμε περισσότερη εμπιστοσύνη σε αυτόν απ’ όσο θα δικαιολογούσαν τα δεδομένα μας, επειδή επιθυμούμε να πετύχει, και επειδή επιθυμούμε να του μεταδώσουμε την πεποίθησή μας, να του χαρίσουμε αυτοπεποίθηση, να του τονώσουμε το ηθικό. Και εδώ όμως, αν τα δεδομένα στραφούν κατάφωρα εναντίον μας, η εμπιστοσύνη μας θα κλονιστεί.
Ώστε λοιπόν η πίστη στον φίλο είναι εμπιστοσύνη, η οποία είναι εν μέρει βάσιμη (προϊόν δεδομένων και λογικής επεξεργασίας) κι εν μέρει αβάσιμη (προϊόν ευσεβούς πόθου). Η πίστη αυτή μπορεί βεβαίως να προδοθεί ή να κλονιστεί, αυτό όμως τι σημαίνει; Σημαίνει ότι είτε είχαμε εξ αρχής εσφαλμένα ή ελλιπή δεδομένα, είτε δεν τα επεξεργαστήκαμε σωστά, είτε τα δεδομένα άλλαξαν στην πορεία και δεν το αντιληφθήκαμε, είτε επιλέξαμε να εναποθέσουμε εμπιστοσύνη σε ανάξιο γι’ αυτήν άτομο.

2. Υιοθέτηση αξίας, π.χ. “πιστεύω στην αγάπη” σημαίνει “υιοθετώ την αγάπη ως αξία στη ζωή μου“.
Όταν λέμε ότι πιστεύουμε στην αγάπη, δεν εννοούμε ότι διαπιστώσαμε την ύπαρξη της αγάπης, ούτε ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως υπάρχει χωρίς όμως να έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό. Η αγάπη υπάρχει διαπιστωμένα, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι – όπως και το μίσος, η καλοσύνη, η ζήλια, η ευγένεια, η εχθρότητα, κι ένα σωρό άλλες πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Βιώνουμε την αγάπη μέσα από τις σχέσεις μας, την βρίσκουμε ικανοποιητική, την αξιολογούμε ως πολύτιμη, και την ενσωματώνουμε στο σύστημα αξιών μας. Μέχρις εδώ έχουμε βασιστεί σε δεδομένα και έχουμε πάρει μια προσωπική και επομένως υποκειμενική απόφαση. Από εκεί και μετά ενδέχεται να μεροληπτούμε ως προς τη δύναμη της αγάπης, ως προς το κατά πόσον είναι διαδεδομένη, κατά πόσον μπορεί να διαδοθεί, κατά πόσον μπορεί να επιβληθεί και να εξαπλωθεί.
Όταν λέμε λοιπόν ότι πιστεύουμε στην αγάπη εννοούμε ότι μας δίνει ικανοποίηση, ότι προσπαθούμε να την καλλιεργούμε, ότι την έχουμε υιοθετήσει ως αξία, ότι ελπίζουμε πως θα επικρατήσει έναντι του μίσους, καθώς επίσης και ότι τρέφουμε την πεποίθηση πως μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους, πως είναι ισχυρότερη από το μίσος, πως μπορεί να επικρατήσει στον κόσμο, πεποιθήσεις οι οποίες είναι εν μέρει βάσιμες κι εν μέρει αβάσιμες.

3. Βάσιμη εκτίμηση, π.χ. “πιστεύω ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει τον αγώνα” σημαίνει “εκτιμώ βάσει των δεδομένων ότι το τάδε άλογο έχει περισσότερες πιθανότητες από τα άλλα να κερδίσει τον αγώνα“.
Όταν χρησιμοποιούμε το “πιστεύω” με την έννοια αυτή μπορεί να θεωρηθεί περίπου συνώνυμο με το “θεωρώ” και το “νομίζω”, και κατά τη γνώμη μου στην περίπτωση αυτή είναι απείρως προτιμότερο να χρησιμοποιούμε αυτά, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Συνήθως χρησιμοποιούμε το “πιστεύω” όταν η πεποίθησή μας είναι ισχυρότερη και τα “θεωρώ” ή “νομίζω” όταν είναι λιγότερο ισχυρή. Σε κάθε περίπτωση όμως, με λίγη συζήτηση διαφαίνεται ότι η πεποίθησή μας είναι αρκετά βάσιμη και συνιστά προϊόν λογικής επεξεργασίας δεδομένων, αν και βεβαίως δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαιότητα ούτε και αξιώνουμε κάτι τέτοιο.
Ο άνθρωπος που τρέφει μια τέτοια πεποίθηση δεν προσβάλεται αν αυτή αμφισβητηθεί, και είναι διατεθειμένος να την συζητήσει και να ακούσει επιχειρήματα για άλλες θέσεις, ακόμη και διαμετρικά αντίθετες. Κανείς δεν θέλει να χάσει στο στοίχημα του ιπποδρόμου, όσο λοιπόν κι αν πιστεύει ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει, αν έχει μια αξιόπιστη πληροφορία για το αντίθετο, θα την αξιολογήσει και θα την λάβει σοβαρά υπ’ όψη του.
Εδώ μπορεί να ενταχθεί και η υποτιθέμενη “πίστη” σε κάποια επιστημονική θεωρία ή στην επιστήμη γενικά. Οι επιστημονικές θεωρίες διατυπώνονται βάσει παρατηρήσεων και λογικής επεξεργασίας και καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να προσεγγίσουν την πραγματικότητα. Εάν δε τα δεδομένα τις αντικρούσουν, απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Πλήρης αντίθεση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις που διατυπώνονται με μόνο γνώμονα να ικανοποιήσουν συναισθηματικές ανάγκες των πιστών και δεν επιδέχονται λογική αμφισβήτηση ούτε απόρριψη. Η επιστήμη λειτουργεί με βάση τις επιστημονικές θεωρίες όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω, με βάση δηλαδή τα τεκμήρια, τη λογική επεξεργασία και την επαλήθευση, και συνιστά διαπιστωμένα τον μόνο αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο κατανόησης και χειρισμού του κόσμου.
Ώστε όταν λέμε πιστεύω ότι το τάδε άλογο θα κερδίσει ή πιστεύω ότι θα πέσουν οι τιμές στο χρηματιστήριο ή πιστεύω ότι θα βρέξει αύριο και τα όμοια, αναφερόμαστε σε μια βάσιμη πεποιθηση που σχηματίσαμε με βάση πραγματικά δεδομένα και λογική επεξεργασία – τις επιδόσεις του αλόγου, την κίνηση του χρηματιστηρίου, τις καιρικές συνθήκες που παρατηρήσαμε.

4. Αβάσιμη πεποίθηση, π.χ. “πιστεύω στις νεράιδες” σημαίνει “τρέφω την πεποίθηση ότι υπάρχουν νεράιδες παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτω αποδείξεις και παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις για το αντίθετο“.
Εδώ εντάσσεται επίσης η πίστη στους καλικάντζαρους, στα ζώδια, στον άγιο Βασίλη, στο γέτι των Ιμαλαΐων, στους δαίμονες και στους θεούς. Όλες αυτές οι οντότητες, καθώς και άλλες πολλές, είναι προϊόντα μυθοπλασίας κατά συνεπώς πάσα πιθανότητα φανταστικές, γεγονός που κάθε λογικός άνθρωπος αναγνωρίζει και παραδέχεται. Δεν υφίσταται κανένα τεκμήριο για την ύπαρξή τους, όλες οι ιστορίες που τα αφορούν είναι ανεκδοτολογικές και μυθολογικές, πολλά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της ανυπαρξίας τους, και παρ’ όλ’ αυτά πολλοί άνθρωποι τρέφουν την πεποίθηση ότι υπάρχουν.
Τέτοιες πεποιθήσεις, ακριβώς επειδή δεν βασίζονται σε δεδομένα ούτε σε λογική αλλά έρχονται σε αντίθεση και με τα δύο, τοποθετούνται υπεράνω αμφισβήτησης από όσους τις τρέφουν. Η πίστη, δηλαδή η εμμονή στην αβάσιμη πεποίθηση σε πείσμα των δεδομένων και της λογικής, υιοθετείται ως αξία, και όσο περισσότερο αμφισβητείται η πίστη από άλλους ανθρώπους ή αντικρούεται από τα δεδομένα, τόσο ο πιστός αισθάνεται δικαιωμένος και ικανοποιημένος για την ικανότητά του να παραμένει προσκολλημένος στην πεποίθησή του.
Όταν λοιπόν μιλάμε για πίστη στο θεό, εννοούμε αβάσιμη πεποίθηση η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

Συμπέρασμα

Η τεράστια παρεξήγηση που δημιουργείται εξαιτίας όλων αυτών είναι ότι στη φράση “πιστεύω στον θεό” παραλείπουμε ως αυτονόητο τη λέξη “ύπαρξη“: στην πραγματικότητα εννοούμε “πιστεύω ότι υπάρχει θεός“.

Αντίθετα όταν λέμε “πιστεύω στον φίλο μου” ή “πιστεύω στην αγάπη” προφανώς δεν εννοούμε “πιστεύω ότι υπάρχει ο φίλος μου” ή “πιστεύω ότι υπάρχει η αγάπη“, αλλά “πιστεύω ότι ο φίλος μου έχει καλό χαρακτήρα” ή “πιστεύω ότι ο φίλος μου έχει ικανότητες” και “πιστεύω ότι η αγάπη είναι πολύτιμη” ή “πιστεύω ότι η αγάπη είναι ισχυρή” αντίστοιχα.

Το γεγονός ότι ο φίλος μου υπάρχει δεν χρειάζεται να το πιστέψω: το διαπιστώνω με τις αισθήσεις και την αντίληψή μου, και μπορεί να το διαπιστώσει καθένας, μπορεί να τον βγάλει φωτογραφία, να τον ζυγίσει, να τον μετρήσει, να του κάνει ανάλυση αίματος — πράγματα που δεν μπορεί κανείς να κάνει με τον θεό.

Το γεγονός ότι υπάρχει αγάπη μπορούμε επίσης να το διαπιστώσουμε: είναι μια πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο αληθινή όσο και το μίσος, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε την νιώθουμε είτε όχι. Δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι υπάρχει, το παρατηρούμε καθημερινά στη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μας.

Το γεγονός ότι υπάρχει θεός όμως δεν μπορούμε να το διαπιστώσουμε: για να το δεχτεί κάποιος πρέπει να το πιστέψει, δηλαδή να κάνει στην άκρη τη λογική του, να αγνοήσει την ανυπαρξία τεκμηρίων υπέρ της ύπαρξής του και την αφθονία ενδείξεων της ανυπαρξίας του, και να πει “υπάρχει” γιατί έτσι, γιατί έτσι θέλει, γιατί έτσι του αρέσει, γιατί έτσι του είπε η μαμά του ή γιατί αισθάνεται καλά όταν το λέει, και τέρμα.

Έχει μια μικρή διαφορά, δεν νομίζετε;

Μια μικρή ειδοποιό διαφορά που θεωρώ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε όλοι, πιστοί και άπιστοι, και να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας όταν χρησιμοποιούμε λέξεις όπως “πιστεύω” και “πίστη“.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο Αόρατη Μελάνη, όπου γίνεται ο σχολιασμός.