[ΑπΚ] 1α. Το Κλασσικό Οντολογικό Επιχείρημα: Άνσελμος του Καντέρμπουρυ

8 May 2012

Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [1β] »
II

Ergo Domine, qui das fidei intellectum, da mihi, ut, quantum scis expedire, intelligam, quia es sicut credimus, et hoc es quod credimus. Et quidem credimus te esse aliquid quo nihil maius cogitari possit. An ergo non est aliqua talis natura, quia “dixit insipiens in corde suo: non est Deus” [Ps 13,1]? Sed certe ipse idem insipiens, cum audit hoc ipsum quod dico: ‘aliquid quo maius nihil cogitari potest’, intelligit quod audit; et quod intelligit, in intellectu eius est, etiam si non intelligat illud esse. Aliud enim est rem esse in intellectu, alium intelligere rem esse. Nam cum pictor praecogitat quae facturus est, habet quidem in intellectu, sed nondum intelligit esse quod nondum fecit. Cum vero iam pinxit, et habet in intellectu et intelligit esse quod iam fecit.

 

Κι έτσι, Κύριε, εσύ που δίνεις νόημα στην πίστη, μου δίνεις να καταλάβω, όσο θεωρείς εσύ χρήσιμο, ότι είσαι όπως εμείς πιστεύουμε· και ότι είσαι αυτό που εμείς πιστεύουμε. Και πράγματι, πιστεύουμε πως είσαι ένα ον του οποίου τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί. Ή μήπως δεν υπάρχει τέτοια φύση, μια και ο άφρων είπε στην καρδιά του ότι δεν υπάρχει Θεός (Ψαλμός 13,1); Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αυτός ο άφρων καταλαβαίνει για τι είδους ον μιλάω –ένα ον του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί– καταλαβαίνει αυτό που ακούει, και αυτό που καταλαβαίνει υπάρχει στο νου του, παρόλο που δεν το νοεί ως υπαρκτό. Γιατί είναι άλλο για κάτι να υπάρχει στη νόηση και άλλο να γίνεται αντιληπτό ως υπάρχον. Όταν ένας ζωγράφος πρώτα συλλαμβάνει αυτό που θα ζωγραφίσει αργότερα, το έχει στη νόησή του, αλλά δεν το αντιλαμβάνεται ως υπάρχον γιατί δεν το έχει ζωγραφίσει ακόμα. Αλλά, αφού κάνει τη ζωγραφιά, υπάρχει και στη νόησή του και αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της, αφού την έφτιαξε.

Convincitur ergo etiam insipiens esse vel in intellectu aliquid quo nihil maius cogitari potest, quia hoc, cum audit, intelligit, et quidquid intelligitur, in intellectu est. Et certe id quo maius cogitari nequit, non potest esse in solo intellectu. Si enim vel in solo intellectu est, potest cogitari esse et in re; quod maius est. Si ergo id quo maius cogitari non potest, est in solo intellectu: id ipsum quo maius cogitari non potest, est quo maius cogitari potest. Sed certe hoc esse non potest. Existit ergo procul dubio aliquid quo maius cogitari non valet, et in intellectu et in re.

Έτσι ακόμα και ο άφρων πείθεται ότι κάτι του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να συλληφθεί υπάρχει τουλάχιστον στο νου. Και σίγουρα κάτι του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί δεν μπορεί να υπάρχει μόνο στο νου. Γιατί, ας υποθέσουμε πως υπάρχει μόνο στο νου: τότε μπορεί να νοηθεί πως υπάρχει και στην πραγματικότητα· το οποίο είναι ανώτερο. Άρα, αν αυτό του οποίου τίποτε ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί υπάρχει μόνο στο νου, αυτό το ίδιο ον, του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, είναι ον του οποίου μπορεί να συλληφθεί ανώτερο ον. Αλλά προφανώς αυτό είναι αδύνατον. Άρα, υπάρχει μικρή αμφιβολία πως υπάρχει ένα ον του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, και υπάρχει και στο νου και στην πραγματικότητα.

III

Quod utique sic vere est, ut nec cogitari possit non esse. Nam potest cogitari esse aliquid, quod non possit cogitari non esse; quod maius est quam quod non esse cogitari potest. Quare si id quo maius nequit cogitari, potest cogitari non esse: id ipsum quo maius cogitari nequit, non est id quo maius cogitari nequit; quod convenire non potest. Sic ergo vere est aliquid quo maius cogitari non potest, ut nec cogitari possit non esse. Et hoc es tu, Domine Deus noster. […]

 

Και σίγουρα υπάρχει τόσο πραγματικά που δεν μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει. Γιατί είναι δυνατόν να νοηθεί ένα ον το οποίο δεν μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει· και αυτό είναι ανώτερο από ένα που μπορεί να νοηθεί πως δεν υπάρχει. Συνεπώς, αν αυτό, του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί τίποτα ανώτερο, μπορεί να νοηθεί ότι δεν υπάρχει, δεν είναι ανώτερο από εκείνο του οποίου ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί. Αλλά αυτό είναι μια ασυμβίβαστη αντίφαση. Υπάρχει λοιπόν πραγματικά ένα ον του οποίου τίποτα ανώτερο δεν μπορεί να νοηθεί, ώστε δεν μπορεί καν να νοηθεί ότι δεν υπάρχει· και αυτό το ον είσαι εσύ, ω Κύριε, Θεέ μας. […]

Άνσελμος του Καντέρμπουρυ, Προσλόγιον, 1077 μ.Χ.
Βάσει της Αγγλικής μετάφρασης του Sidney Norton Deane (1903)
[ΣτΜ: Η επιλογή αποσπάσματος είναι λίγο διαφορετική από του Ebonmuse, καθώς και η επιλογή μεταφραστή από τα λατινικά]

Το πρώτο και ένα από τα παλιότερα “κλασσικά” επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης Θεού (με ηλικία σχεδόν μία χιλιετία) είναι το οντολογικό επιχείρημα. Το επιχείρημα αυτό προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού με τη λογική και μόνο, χωρίς αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, βασιζόμενο μονάχα στον τυπικό ορισμό του ποιος και τι είναι ο Θεός. Παρόμοια επιχειρήματα με του Άνσελμου έχουν καταθέσει φιλόσοφοι όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Γκέντελ και ο Alvin Plantinga (του οποίου το επιχείρημα θα δούμε στην επόμενη ενότητα). Στην κλασσική του μορφή, όπως παρουσιάζεται από τον Άνσελμο, το επιχείρημα έχει ως εξής:

  1. Ο Θεός είναι εξ ορισμού το ανώτερο ον που μπορεί να συλληφθεί με το νου.
  2. Αλλά αν ο Θεός δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, τότε θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ον που θα είχε όλες τις ιδιότητες του Θεού και θα υπήρχε στην πραγματικότητα, οπότε αυτό το ον θα ήταν ανώτερο από τον Θεό.
  3. Αφού ο Θεός είναι το ανώτερο ον που μπορεί να συλληφθεί με το νου, αυτό είναι αδύνατον.
  4. Άρα ο Θεός πρέπει να υπάρχει στην πραγματικότητα.

Αν και ένας απρόσεκτος αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό, είναι πιο εύκολο να πει ότι το επιχείρημα μοιάζει λάθος, παρά να βρει τι ακριβώς είναι λάθος. Αυτή η ιδιότητα του οντολογικού επιχειρήματος προκαλούσε ενδιαφέρον στους φιλοσόφους για αιώνες. Μια πιο προσεκτική ανάλυση όμως αποκαλύπτει το σφάλμα που περιέχει. Στην ουσία, το οντολογικό επιχείρημα είναι ύπουλα κυκλικό· εισάγει λάθρα μια προ-υπόθεση σε ένα καίριο σημείο. Αυτό μπορεί να μην είναι προφανές σ’ αυτήν τη μορφή, αλλά μπορούμε να το ξαναγράψουμε για να το κάνουμε πιο εμφανές. Αναλογιστείτε την ακόλουθη τροποποιημένη μορφή του οντολογικού επιχειρήματος που καθιστά προφανή την κρυμμένη εικασία.

  1. Εξ ορισμού ο Θεός είναι ένα ον παντοδύναμο, που γνωρίζει τα πάντα, είναι πανάγαθο και το οποίο υπάρχει.
  2. Άρα ο Θεός υπάρχει.

Το σφάλμα είναι προφανές: δεν μπορείς απλά να ορίσεις ότι κάτι υπάρχει. Κάποιος μπορεί να κολλήσει φράσεις όπως το “και το οποίο υπάρχει” σε οποιονδήποτε ορισμό επιθυμεί, αλλά αυτό δεν πρόκειται να προκαλέσει την ύπαρξή του στην πραγματικότητα. Αν αυτό ήταν δυνατό, η φιλοσοφία θα ήταν ένα πολύ επικερδές επάγγελμα. Σκεφτείτε ορισμούς όπως “η τσάντα γεμάτη χρήματα δίπλα μου η οποία υπάρχει”. Προφανώς αυτό δεν είναι έγκυρη λογική. Ένας ορισμός, αν είναι ακριβής, αντικατοπτρίζει ορθά την πραγματικότητα· δεν πλάθει την πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να κάνει αυτό το επιχείρημα, αν και με έναν πολύ πιο πλάγιο τρόπο.

Το κεντρικό σημείο είναι αυτό: Αν είναι αληθές ότι ένα ον που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ανώτερο από ένα που υπάρχει στη φαντασία, τότε το να ορίσουμε τον Θεό ως το ανώτερο δυνατόν ον εμπεριέχει τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει. Αλλά αυτό προσπαθεί να αποδείξει το επιχείρημα! Το οντολογικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το αποδεικτέο ως αρχική υπόθεση, διαπράττοντας το στοιχειώδες σφάλμα του κυκλικού επιχειρήματος. Συνεπώς είναι λογικά ασυνεπές και δεν αποδεικνύει τίποτα.

Οι άθεοι δεν δέχονται την οντολογική δέσμευση που προσπαθεί να εισάγει λάθρα αυτό το επιχείρημα με τους ορισμούς του. Είναι σίγουρα πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει μόνο στη σκέψη και είναι εξίσου πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει και στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Ένας θα μπορούσε ακόμα και να συμφωνήσει ότι αν η δεύτερη περίπτωση υπήρχε στην πραγματικότητα θα ήταν ανώτερη από την πρώτη. Αλλά δεν μπορεί να θεωρήσει πως ένα τέτοιο ον πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Ξαναλέω πως είναι μια προσπάθεια να ενσωματωθεί η ύπαρξη στον ορισμό και να εξαχθεί το συμπέρασμα πως το οριζόμενο κατά συνέπεια υπάρχει, και αυτό είναι εσφαλμένο. Είναι ένα ανεπίτρεπτο άλμα από το ένα επίπεδο στο άλλο. Το να ορίζει κανείς τον Θεό ως ένα ον που πρέπει να υπάρχει είναι ακριβές μόνο αν ο Θεός όντως υπάρχει και το αληθές του ορισμού μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο εξετάζοντας την εξωτερική πραγματικότητα.

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.