Η θρησκεία αποτελεί ένα κοινωνικό ταμπού, ανέγγιχτο επί αιώνες, και έτσι δείχνει να πορεύεται εις τους αιώνας των αιώνων. Ακόμα και αυτοί που ασκούν την κρατική εξουσία και διαθέτουν τη βούληση να αντιπαρατεθούν, δεν είναι διατεθειμένοι να διακυβεύσουν τη δημοτικότητά τους μεταξύ των, κατά πλειοψηφία, θρησκευόμενων ψηφοφόρων τους.
Το γεγονός ότι η θρησκεία συνεπάγεται ένα τεράστιο κρατικό κόστος για τη λειτουργία της, δεν εγείρει καμιά αγανάκτηση και οργή μεταξύ των οικονομικά δοκιμαζόμενων λαϊκών μαζών. Ούτε βέβαια ενθαρρύνει τους κυβερνώντες να απλώσουν το χέρι τους επ’ ωφελεία των κρατικών ταμείων και κατά συνέπεια του ίδιου του λαού.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο το άμεσο λειτουργικό κόστος της θρησκείας που αποτελεί αντικείμενο μελέτης και επαναπροσδιορισμού. Είναι η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία που παραμένει ανέγγιχτη, άχρηστη και στείρα, όταν θα μπορούσε να επιλύσει προβλήματα φτώχειας και ανέχειας σ’ ένα μεγάλο και οικονομικά ασθενές κομμάτι της κοινωνίας.
Όλες οι θέσεις και οι απόψεις διαθέτουν επιχειρήματα. Ακόμα και οι πλέον εξωφρενικές αιτιάσεις, υποστηριζόμενες από τους κατά περίπτωση ενδιαφερόμενους, έχουν βρει ή ακόμα και εφεύρει πλήθος επιχειρημάτων για να υποστηρίξουν αυτά που υπαγορεύει το συμφέρον τους. Έχουν διατυπωθεί λοιπόν πολλές απόψεις, οι οποίες κλίνουν προς την κάθε πλευρά που υποστηρίζουν. Από τη μία η εκκλησία και από την άλλη οι θρησκοσκεπτικιστές. Η ειδοποιός διαφορά, όμως, βρίσκεται στο γεγονός ότι η εκκλησία επιχειρηματολογεί υπέρ των συμφερόντων της. Αντίθετα, η αντίπερα όχθη μάχεται υπέρ των συμφερόντων των αδυνάτων, αλλά και της ευημερίας της ευρύτερης κρατικής οντότητας.
Η έκταση της εκκλησιαστικής γης εκτιμάται σε 1.300.000 στρέμματα, ενώ περίπου 400.000 στρέμματα χαρακτηρίζονται ως «διακατεχόμενα» δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας. Το γεγονός αυτό καθιστά ανέφικτο τον ακριβή προσδιορισμό της. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη μας τις προσφυγές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια πέντε μοναστηριών ενάντια στο νόμο Τρίτση, θα διαπιστώσουμε ότι οι ίδιοι αποτιμούσαν, τότε, τα περιουσιακά τους στοιχεία στο απίστευτο ποσό των 8 τρις δραχμών, δηλαδή πάνω από 22 δις ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε συμβιβαστικά και επιεικώς, ως είθισται, αφού επρόκειτο για εσωτερική αντιδικία οργανισμού του κράτους με το κράτος, και επιδίκασε το ποσό των 3 τρις δραχμών, δηλαδή πάνω από 8 δις ευρώ.
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, λοιπόν, η περιουσία πέντε μοναστηριών αποτιμήθηκε σε 22 δις ευρώ, σύμφωνα πάντα με την προσφυγή της εκκλησίας. Από πληροφορίες του διαδικτύου, η εκκλησία διαθέτει περί τα 2.500 μοναστήρια. Επειδή όμως το κομπιουτεράκι μου δεν διαθέτει επάρκεια μηδενικών, αφήνω τις εκτιμήσεις στον κάθε καλόπιστο αναγνώστη. Πάντως, η εκκλησιαστική περιουσία, σύμφωνα με το επιδικασθέν ποσό από το ευρωπαϊκό δικαστήριο και χωρίς να αγνοείται ο κανόνας της αναλογικότητας των μεγεθών, θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί με το χρέος της Ελλάδας.
Από την πλευρά της η εκκλησία διατείνεται ότι τα περισσότερα έσοδα από την περιουσία της τα διαθέτει για φιλανθρωπικό έργο. Ωστόσο, η ένσταση δεν αφορά στην έκταση του φιλανθρωπικού έργου της εκκλησίας, το οποίο μάλιστα πολλοί θρησκοσκεπτικιστές θεωρούν διαφημιστική και προπαγανδιστική βιτρίνα, αλλά σ’ αυτή καθαυτή τη στρατηγική της φιλανθρωπίας. Για ποιο λόγο να ελεείς κάποιον όταν μπορεί να πάρει και να διαχειριστεί ο ίδιος την πηγή του ελέους, διατηρώντας και την αξιοπρέπεια και την οικονομική του αυτονομία;
Ας αφήσουμε όμως κατά μέρος τους συναισθηματισμούς και τα αναθέματα και ας δούμε τη θρησκεία κάτω από ένα άλλο ορθολογικότερο πρίσμα. Η θρησκεία για άλλους είναι μια ανέγγιχτη και αναγκαία υπαρξιακή λειτουργία, για άλλους όμως αποτελεί μια ανορθολογική ουτοπία. Είναι σαφές ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να λειτουργεί, ως κοινωνική οντότητα, σύμφωνα με τα προσωπικά του πιστεύω. Η πίστη δηλαδή ή η απιστία αποτελούν προσωπική επιλογή για την κάλυψη απόλυτα ατομικών αναγκών. Γιατί όμως ο πολίτης που θεωρεί τη θρησκεία ως κάτι το άχρηστο να πληρώνει για την αντίστοιχη ανάγκη του πολίτη που τη θεωρεί απόλυτα αναγκαία; Γιατί αυτός που την έχει ανάγκη να μην αγοράζει ο ίδιος τις υπηρεσίες της;
Η θρησκεία καθαυτή δεν συνεπάγεται κόστος. Το να πιστεύει ή να μην πιστεύει κανείς ούτε επιβαρύνει ούτε ενοχλεί κανέναν. Αυτό που επιβαρύνει το κράτος, δηλαδή τον φορολογούμενο πολίτη, είναι οι οργανισμοί διαχείρισης της θρησκείας με τις λατρευτικές τους διαδικασίες.
Θα μπορούσαν λοιπόν οι κρατικοί οργανισμοί διαχείρισης της θρησκείας να καταργηθούν και να ανασυγκροτηθούν σε ιδιωτικά ιδρύματα. Ιδιωτικούς φορείς δηλαδή, με μέλη, Διοικητικά Συμβούλια, Γενικές Συνελεύσεις και με έσοδα που θα προέρχονται από συνδρομές και δωρεές. Σε καμιά περίπτωση όμως από τον οβολό των πολιτών, οι οποίοι θα πρέπει, θέλοντας και μη, να πληρώνουν για μια υπηρεσία που ούτε επέλεξαν ν’ αγοράσουν, αλλά ούτε και χρησιμοποιούν. Μια τέτοια διαδικασία θα απάλλασσε τον κρατικό προϋπολογισμό από το τεράστιο κόστος της συντήρησης των ιερατείων.
Δεν θα μπούμε στον πειρασμό να ανατρέξουμε στο «πόθεν έσχες» της τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας, ούτε πόσο νόμιμα αποκτήθηκε. Δεν μας αφορούν, σ’ αυτή την αφήγηση, οι χαριστικές πράξεις, ούτε από πού αυτή η περιουσία έλκει την καταγωγή της. Θα χρειαζόμασταν βιβλίο ολόκληρο για εκτενείς αναφορές επί των πατριαρχικών σιγιλίων, των βερατίων και των σουλτανικών φιρμανίων. Ούτε ακόμα θα επικαλεστούμε τις τυχόν καλογερικές παραχαράξεις χρυσόβουλων και αυτοκρατορικών αποφάσεων. Δεν μας ενδιαφέρει ακόμα και η κατάχρηση της θεματοφυλακής και η ιδιοποίηση της περιουσίας πάμπολλων Ελλήνων που την παρέδιδαν στην εκκλησία για να τη διασώσουν από την αρπακτικότητα των Οθωμανών. Πού να φανταζόντουσαν, οι ατυχείς, ότι μετά τη Σκύλλα θα καραδοκούσε η Χάρυβδη.
Μας ενδιαφέρουν οι εύγλωττοι αριθμοί. Οι άμεσα μισθοδοτούμενοι από το Υπουργείο Παιδείας ιερωμένοι και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι υπερβαίνουν τις 10.000 ανθρώπους. Στο κόστος μισθοδοσίας όλων αυτών πρέπει να προστεθεί το κόστος της ασφάλισης των εν ενεργεία, των συνταξιούχων και των οικογενειών τους.
Ας δούμε όμως και τις παράπλευρες απώλειες. Στο κόστος αυτό δεν λογαριάζεται η αποθετική ζημία από την απώλεια εθνικού προϊόντος των αντιπαραγωγικά απασχολούμενων υπαλλήλων της θρησκείας, ούτε και ο φόρος που θα προέκυπτε από την άσκηση οποιαδήποτε άλλης παραγωγικής δραστηριότητας. Ας ανακεφαλαιώσουμε όμως τα επιμέρους κόστη, για να δούμε το μέγεθος του κόστους της κρατικοδίαιτης θρησκείας.
Μισθοδοσία και ασφάλιση των εν ενεργεία μισθοδοτούμενων.
Συντάξεις και ασφάλιση πολλαπλάσιων συνταξιούχων.
Ιατροφαρμακευτικό και νοσοκομειακό κόστος όλων των δικαιούχων και των οικογενειών τους.
Κόστος μισθοδοσίας, ασφάλισης, σύνταξης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των υπαλλήλων των θρησκευτικών διευθύνσεων στα υπουργεία Παιδείας, Άμυνας, Εξωτερικών, και Προστασίας του πολίτη.
Κόστος μισθοδοσίας, ασφάλισης, σύνταξης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των θεολόγων καθηγητών μέσης εκπαίδευσης σε όλα τα σχολεία της χώρας.
Κόστος κατασκευής και συντήρησης κτιρίων και κόστος λειτουργίας εκκλησιαστικών σχολών και θεολογικών πανεπιστημιακών σχολών.
Οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το άμεσο και έμμεσο κόστος για την εξυπηρέτηση των αναγκών της θρησκείας αποτελεί ένα τεράστιο νούμερο που δεν μπορεί να σηκώσει η κρατική οικονομία.
Πώς θα μπορούσε, άραγε, να επιτευχθεί μια μετάβαση από το σημερινό κρατικοεξαρτώμενο καθεστώς της θρησκείας στην ανεξαρτητοποίηση και ιδιωτικοποίησή της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια πρόταση θα σκανδαλίσει το συντηρητικό κατεστημένο. Ωστόσο, θα μπορούσε να καταρτιστεί ένα πλάνο σταδιακού απογαλακτισμού, χωρίς τη δημιουργία κοινωνικής αναστάτωσης. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι εφικτή η «εν μια νυκτί» αλλαγή του τρόπου ζωής σε μια ευρεία κοινωνική ομάδα, όπως είναι οι ιερωμένοι και γενικότερα όσοι υπηρετούν τη θρησκεία. Κανένας εχέφρων, δίκαιος και δημοκρατικός πολίτης δεν θα μπορούσε να προτείνει μια άμεση διαδικασία εφαρμογής της. Είναι όμως εφικτός ο σχεδιασμός, με πλάνο μιας πενταετίας, για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της θρησκείας. Έτσι κι’ αλλιώς, γάμοι, κηδείες, μνημόσυνα, ευχέλαια, κ.λπ., κ.λπ., αποτελούν υπηρεσίες για τις οποίες πληρώνουμε. Ας εξακολουθήσουμε λοιπόν να πληρώνουμε με απόδειξη και τον αναλογούντα ΦΠΑ.