Να σημειώσω πως σ’ αυτό το δοκίμιο ο Ebonmuse εκφράζει την πεποίθησή του ότι: α) ιστορικός Ιησούς δεν υπήρξε ποτέ και β) ο πρώιμος Χριστιανισμός δεν λάτρευε έναν ενσαρκωμένο Λόγο. Προσωπικά δεν συμφωνώ με τις διαπιστώσεις του. Για το δεύτερο σημείο ίσως και να είναι κάπως πειστικός, αλλά για το πρώτο σημείο προσωπικά θεωρώ πως είναι πολύ πιο λογικό ο Χριστιανισμός να είχε έναν ιδρυτή (αν λεγόταν όντως Ιησούς, αυτό είναι άλλο ζήτημα). Ωστόσο, το δοκίμιο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και το θεώρησα σκόπιμο να το παρουσιάσω ολόκληρο (μαζί με το τρίτο μέρος όπου αναπτύσσει τις απόψεις του περί ενός πνευματικού Ιησού και όχι υλικού). Και να μη συμφωνείτε, θα το βρείτε ενδιαφέρον ανάγνωσμα, πιστεύω.
Όπως όλα τα προηγούμενα δοκίμια του Ebonmuse έτσι και αυτό θα παρουσιαστεί σε κομμάτια που θα διευκολύνουν τον σχολιασμό. Τα τμήματα θα σημειώνονται με τη συντομογραφία [Κπκ]. Το όνομα του δοκιμίου (“Choking on the Camel”) σαφώς παραπέμπει στο γνωστό “διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλο” ο εστί μεθερμηνευόμενον “ασχολούμαι με ψιλολεπτομέρειες και αδιαφορώ για χοντρά προβλήματα”.
Ακολουθεί η εισαγωγή του Ebonmuse, μαζί με τα περιεχόμενα του δοκιμίου. Σημειωτέον ότι μπορείτε να βρείτε πολλές αναλύσεις και αλλού για τα συγκεκριμένα επιχειρήματα και όσο μπορώ θα ενσωματώσω κάποιες παρατηρήσεις ως δικά μου σχόλια.
Μια καμήλα που δεν καταπίνεται με τίποτα – Εισαγωγή
Για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια οι Χριστιανοί τιμούν τον Ιησού Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα τους. Οι ιστορίες των ευαγγελίων που διηγούνται τη ζωή του είναι γνωστές σε όλους (έστω και σε γενικές γραμμές) είτε είναι πιστοί, είτε όχι. Σύμφωνα με αυτά τα κείμενα ο Ιησούς γεννήθηκε από μια παρθένα ονόματι Μαρία στην πόλη της Βηθλεέμ και γενεαλογικά καταγόταν από το βασιλιά Δαβίδ. Όταν ενηλικιώθηκε λένε πως ξεκίνησε το έργο του, δίδαξε τους ανθρώπους να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, γιάτρεψε αρρώστους και χωλούς, έκανε θαύματα και συγκέντρωνε μεγάλα πλήθη που έρχονταν από πολύ μακριά για να τον ακούσουν να μιλάει. Αλλά τα ευαγγέλια συνεχίζουν και γράφουν πως παράλληλα προσέβαλε τους διεφθαρμένους και κοσμικούς θρησκευτικούς ηγέτες, οι οποίοι συνωμότησαν για να συλληφθεί με ψευδείς κατηγορίες και να εκτελεστεί με σταύρωση. Αλλά εν τέλει, λένε τα ευαγγέλια, αναστήθηκε από τον τάφο, εν δόξη, την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατό του και αναλήφθηκε στους ουρανούς, αποδεικνύοντας τη θεϊκή του φύση. Η εκκλησία που ίδρυσε έχει εξαπλωθεί πολύ, είναι ιδιαίτερα ισχυρή και επιβιώνει μέχρι σήμερα. Έχει δισεκατομμύρια οπαδούς και υπάρχουν πολλές ομολογίες σε όλο τον κόσμο. Ό,τι και να πούμε για τον Ιησού –καλώς ή κακώς– είχε τρομερή επιρροή στην υφήλιο.
Υπήρξε όμως πραγματικά;
Σίγουρα πρόκειται για μια ερώτηση που σοκάρει· τόσο πολύ που επί δύο χιλιετίες σχεδόν κανένας δεν σκέφτηκε να την κάνει. Ο Χριστιανισμός είχε εν τω μεταξύ εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο, και η ιστορική ύπαρξη του Σωτήρα τους θεωρούνταν δεδομένη, και κανείς δεν τολμούσε να την αμφισβητήσει.
Ωστόσο αυτή η πεποίθηση τώρα αμφισβητείται. Στον 20ο αιώνα, η απόλυτη δύναμη που είχε η θρησκεία πάνω στην κοινωνία άρχισε να μειώνεται, και το αποτέλεσμα ήταν ένα είδος μικρής αναγέννησης στους ακαδημαϊκούς κύκλους, που για πρώτη φορά ξεκίνησαν να εφαρμόζουν τη μέθοδο της κριτικής ανάλυσης κειμένων στη Βίβλο, και ειδικά στην Παλαιά Διαθήκη (βλ. “Αφήστε τις πέτρες να μιλήσουν”). Μέχρι στιγμής η καταγωγή της Καινής Διαθήκης δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, και παρόλο που η πλειοψηφία των λογίων θεωρεί πως ο Ιησούς όντως υπήρξε, η άποψη αυτή είναι περισσότερο αποτέλεσμα παράδοσης παρά απότοκο των αποδεικτικών στοιχείων.
Πρόσφατα όμως έχει εμφανιστεί μια μικρή, αλλά διαρκώς διογκούμενη, ομάδα ατόμων που αντιτίθενται στην παράδοση. Αυτοί οι ακαδημαϊκοί στρέφουν την προσοχή, μεταξύ άλλων, στο ότι τα ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη του Ιησού είναι πολύ αδύναμα, αν όχι ανύπαρκτα, ότι η ζωή του έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με το αρχέτυπο του μυθικού ήρωα που εμφανίζεται σε πολλούς πολιτισμούς και ότι πολλά βιβλία και στίχοι της Καινής Διαθήκης μας λένε πολύ παράξενα πράγματα (αν δεν τα δούμε μέσα από ένα πέπλο προκαταλήψεων).
Δεν είμαι επαγγελματίας ιστορικός, αλλά θεωρώ κι εγώ τον εαυτό μου σκεπτικιστή. Είναι άποψή μου πως ο Ιησούς Χριστός, ως ιστορική φιγούρα, πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ. Αντίθετα θεωρώ πως ο Χριστιανισμός ξεκίνησε ως μυστηριακή θρησκεία, ένα παρακλάδι του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού, που λάτρευε μια θεότητα-λυτρωτή της οποίας η θυσία και ανάσταση πιστευόταν πως διαδραματίστηκε στον Ουρανό. Επιπλέον θεωρώ πως με τον καιρό αυτό το σύστημα πίστης αναμείχθηκε με τις παραβολές και ηθικές διδασκαλίες της ελληνιστικής φιλοσοφίας, και αυτό το κράμα πεποιθήσεων σταδιακά μεταλλάχθηκε σε μια ολοκαίνουργια θρησκεία που κατέληξε να πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανθρώπου που έζησε πρόσφατα και ενσάρκωνε όλες αυτές τις έννοιες.
Οι Χριστιανοί απολογητές δηλώνουν ευθαρσώς πως τέτοιες θέσεις έχει μόνο μια μικρή μειοψηφία αθέων και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τούς εκθέτουν. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν έναν καταιγισμό αντεπιθέσεων, όπως το βιβλίο The Case for Christ του Lee Strobel. Γιατί να καταναλώνουν τόσο κόπο στην αντιμετώπιση τέτοιων ισχυρισμών, αν θεωρούν πως είναι αβάσιμες; [ΣτΜ: Non Sequitur, κατ’ εμέ.]
Εν τέλει όλα αυτά είναι αδιάφορα· τα στοιχεία είναι που έχουν σημασία, και είμαι βέβαιος πως τα στοιχεία είναι με το μέρος μας. Αυτό το δοκίμιο θα επιχειρήσει να εξετάσει τα στοιχεία αυτά. Το πρώτο μέρος θα εξετάσει τα στοιχεία που στηρίζουν την ιστορικότητα του Ιησού (το αντίθετο κάνουν, για την ακρίβεια) και πώς οι υπάρχουσες αναφορές δεν πληρούν τα κριτήρια ύπαρξης ενός ιστορικού χαρακτήρα. Το δεύτερο μέρος θα απαντήσει στις συνήθεις επιθέσεις Χριστιανών απολογητών κατά της θεωρίας του μυθικού Ιησού. Στο τρίτο μέρος θα παρουσιάσω κάποιες υποθέσεις για το πώς μπορεί να προέκυψε ο Χριστιανισμός χωρίς την ύπαρξη μιας ιστορικής φιγούρας, αναλύοντας βιβλικούς στίχους που μας βοηθούν να δούμε την εξέλιξη της νεαρής χριστιανικής πίστης, ενώ θα καλύψει και θέματα όπως ο αρχικός σκοπός των ευαγγελίων.
(Σημείωση: Αρκετό από το υλικό σ’ αυτό το άρθρο προέρχεται από την εξαιρετική ιστοσελίδα του Earl Doherty “Το παζλ του Ιησού” και το ομώνυμο βιβλίο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους τους ενδιαφερόμενους, αλλά εν τω μεταξύ αποφάσισα να παρουσιάσω μια συμπυκνωμένη εκδοχή των επιχειρημάτων του Doherty με δικές μου προσθήκες, με στόχο να εισάγω τον αναγνώστη σ’ αυτή την ακαδημαϊκή συζήτηση.)