[Κπκ] 1. Η συνωμοσία της σιωπής
Μετάφραση: Evan T
« Εισαγωγή | • Περιεχόμενα | Επόμενο άρθρο [2] » |
Φανταστείτε πως είστε ένας φοιτητής του Ιστορικού που πρέπει να κάνει μια εργασία για τη ζωή του Γεωργίου Ουάσινγκτον, του πρώτου προέδρου των ΗΠΑ και ενός από τους πιο σημαντικούς πατέρες του αμερικανικού έθνους.
Εκ πρώτης όψεως η εργασία φαίνεται πολύ εύκολη. Υπάρχουν ένα κάρο εγκυκλοπαίδειες και βιβλία με βιογραφικά στοιχεία για τον Ουάσινγκτον γραμμένα από σοβαρούς ακαδημαϊκούς. Οποιοσδήποτε από αυτούς θα αρκούσε για να γραφεί μια αρκετά λεπτομερής εργασία. Επειδή όμως είστε πολύ επιμελείς, αυτό δε σας αρκεί. Για να αποκτήσετε ιδιαίτερα λεπτομερή εικόνα θέλετε να αγνοήσετε τις σύγχρονες πηγές, που γράφτηκαν αιώνες μετά τα γεγονότα, και να χρησιμοποιήσετε απ’ ευθείας τις πρωτογενείς πηγές. Θέλετε να βασίσετε την εργασία σας σε στοιχεία από πρώτο χέρι: γράμματα που έγραψε ο ίδιος ο Ουάσινγκτον, βιογραφίες που έγραψαν άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά και ιστορίες για τα λόγια και τα έργα του που γράφτηκαν όσο ακόμα ζούσε.
Χτενίζοντας τα αρχεία όμως, ανακαλύπτετε κάτι παράδοξο· δεν μπορείτε να εντοπίσετε καθόλου πρωτογενείς πηγές. Αν και ο Ουάσινγκτον υποτίθεται πως έκανε πολλά θαυμαστά πράματα –διοίκησε τον Ηπειρωτικό Στρατό, απελευθέρωσε τις αμερικανικές αποικίες από τη Βρετανία, προήδρευσε της εθνοσυνέλευσης που έγραψε το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έγινε ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ– αλλά για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν καθόλου αρχεία γραμμένα από άτομα που έζησαν τα γεγονότα ή απλά από άτομα που ζούσανε εκείνη την περίοδο. Οι ιστορικοί που ζούσαν την περίοδο του Ουάσινγκτον καθώς και αυτοί που έζησαν αμέσως μετά δεν τον αναφέρουν καθόλου. Οι πρώτες αναφορές δεν εμφανίζονται παρά σε αναξιόπιστα και κατακερματισμένα αρχεία που γράφτηκαν δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Με τον καιρό οι αναφορές γίνονται περισσότερες μέχρι που έναν αιώνα αργότερα ένα σωρό ιστορικοί που δεν τον γνώρισαν, ούτε τον είδαν ποτέ, όλοι μαρτυρούν την ύπαρξή του και τα έργα του. Αυτά τα γραπτά είναι που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και δημιούργησαν την αφθονία στοιχείων που έχουμε σήμερα· όχι οι πρωτογενείς πηγές.
Δεν θα αρχίζατε να υποπτεύεστε πως κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει;
Σύμφωνα με τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, η φήμη του Ιησού έφτασε στα πέρατα της οικουμένης όσο ζούσε. Ήταν γνωστός στο Ισραήλ αλλά και εκτός αυτού (Μτ 4,25), ήταν γνωστός όχι μόνο ως διδάσκαλος και σοφός, αλλά και ως προφήτης και θαυματοποιός (Μτ 14,5. Λκ 5,15. Ιω 6,2). Μεγάλα πλήθη τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε (Λκ 12,1), μετέστρεψε αρκετούς Εβραίους ώστε να οργίσει τους Φαρισαίους (Ιω 12,11), τράβηξε την προσοχή πολλών Εβραίων και Ρωμαίων ηγετών (Μτ 14,1 — Λκ 19,47). Και όταν σταυρώθηκε έγιναν πολλά σημεία σε μεγάλη κλίμακα: ένας μεγάλος σεισμός (Μτ 27,51), παγκόσμια τρίωρη συσκότιση (Λκ 23,44), και τα σώματα των αγίων αναστήθηκαν από τους τάφους τους και άρχισαν να περπατάν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, εμφανιζόμενοι σε πολλούς (Μτ 27,52-53).
Αν όλα αυτά όντως έγιναν, είναι απίστευτο που οι ιστορικοί της εποχής δεν τα πρόσεξαν.
Κι όμως, όταν εξετάζουμε τα στοιχεία, αυτό ακριβώς βλέπουμε. Ούτε ένας σύγχρονος ιστορικός δεν αναφέρει τον Ιησού. Το ιστορικό αρχείο δεν έχει αναφορές σ’ αυτόν για αρκετές δεκαετίες μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Οι πρώτες-πρώτες εξωβιβλικές αναφορές είναι δύο σύντομα χωρία στο έργο του ιστορικού Ιώσηπου που γράφτηκαν γύρω στο 90 Κ.Χ., αλλά το πρώτο θεωρείται σχεδόν από όλους ότι είναι πλαστογραφία, ενώ εικάζεται πως πλαστό είναι και το δεύτερο (βλ. κεφ. 2). Η πρώτη αυθεντική εξωβιβλική αναφορά σε έναν ιστορικό, ανθρώπινο Ιησού δεν εμφανίζεται παρά στα μέσα του 2ου αι.
Ελάχιστοι Χριστιανοί απολογητές θα αναφέρουν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, αλλά όπως και στην υποθετική ιστορία με τον Ουάσινγκτον, μπορούμε να υποθέσουμε πως κάτι είναι ύποπτο. Η ρόδινη εικόνα των ευαγγελίων με έναν περιπλανώμενο άγιο θαυματοποιό που τον ακολουθούσαν πλήθη χιλιάδων δεν έχει καμία σχέση με την καταγεγραμμένη ιστορία, και η πραγματικότητα είναι πως δεν υπάρχουν αναφορές στον άνθρωπο Ιησού μέχρι το τέλος του 1ου αι.
Γιατί αυτό; Σίγουρα δεν έφταιξε το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι ιστορικοί εκείνη την περίοδο. Υπήρχε, για παράδειγμα, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ένας Εβραίος φιλόσοφος που έζησε από το 20 π.Κ.Χ. μέχρι το 50 Κ.Χ. Οι απόψεις του είχαν επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό και είχαν αρκετά κοινά σημεία με τον Χριστιανισμό, και τα γραπτά του δείχνουν ότι είχε ενδιαφέρον για παρακλάδια όπως οι Εσσαίοι και οι Θεραπευτές. Έγραψε για τον Πόντιο Πιλάτο και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ζούσε μέσα ή κοντά στην Ιερουσαλήμ την περίοδο που ο Ιησούς πέθανε και συνεπώς πρέπει να είχε δει τα σημεία. Ωστόσο κανένα βιβλίο του δεν αναφέρει τον Ιησού ή τον Χριστιανισμό.
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς της περιόδου. Ο Ιούστος της Τιβεριάδος, ένας ντόπιος Γαλιλαίος ιστορικός που συνέγραψε γύρω στο 80 Κ.Χ. καλύπτοντας την περίοδο που έζησε ο Ιησούς, δεν τον αναφέρει. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Σενέκας ο Νεότερος που γεννήθηκε γύρω στο 3 π.Κ.Χ. και πέθανε γύρω στο 60 Κ.Χ. έγραφε συχνά περί ηθικής, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του. Ο ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος γεννήθηκε γύρω στο 20 Κ.Χ. Έγραφε συχνά για επιστήμη και φυσικά φαινόμενα, αλλά στην 37-τομη “Φυσική Ιστορία” του δεν αναφέρει για κάποιον σεισμό ή παράξενο σκοτάδι την περίοδο που πέθανε ο Ιησούς, παρόλο που ζούσε όταν υποτίθεται ότι συνέβησαν όλα αυτά. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε μία σύγχρονη καταγραφή του σκοταδιού και κανείς δεν αναφέρει ούτε το σεισμό· πόσο μάλλον ένα μάτσο αναστημένους αγίους.
Τέτοια γεγονότα δημιουργούν ιστορικούς. Το να υποθέτουμε πως ούτε ένα άτομο από εκείνα που βίωσαν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα δεν ένιωσε την ανάγκη να τα καταγράψει ή ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να συντηρήσει τέτοια αρχεία είναι στα όρια του παραλόγου. Μόνο και μόνο οι θαυματουργές ιάσεις του Ιησού, αν μαθεύονταν, θα προσέλκυαν μια πληθώρα κόσμου απελπισμένου για γιατρειά απ’ όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παράλληλα, αν μαθευόταν πως μπορούσε να αναστήσει και τους νεκρούς, όπως λένε τα ευαγγέλια (Μτ 9,25-26) τα πλήθη θα ήταν δεκαπλάσια. Σίγουρα κάποιος θα έγραφε για κάτι τέτοιο, έστω και αν το απέρριπτε ως λαϊκή δεισιδαιμονία. Και γεγονότα όπως η συσκότιση του ήλιου και η ανάσταση των αγίων, αν όντως συνέβησαν, θα είχαν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας και θα είχαν παράξει μια πληθώρα αναφορών γεμάτων δέος. Το να πούμε πως οι μετέπειτα γενιές απλά άφησαν αυτή τη γνώση να εξαφανιστεί παύει να είναι απλά απίστευτο και καταντά γελοίο.
Ο μόνος λογικός τρόπος για να το εξηγήσουμε αυτό, πέρα από το να να υποθέσουμε μια “συνωμοσία σιωπής” μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, είναι ότι τα θαυμαστά αυτά γεγονότα που καταγράφονται στα ευαγγέλια δεν συνέβησαν ποτέ. Και κάποιοι μετριοπαθείς πιστοί μπορεί να προτιμήσουν αυτή την επιλογή. Μπορεί να πουν: Ναι, τα ευαγγέλια είναι έργο ανθρώπων. Μπορεί να υπερέβαλαν τη φήμη του Ιησού ή και να εφηύραν και μερικά θαύματα για να κάνουν πιο μουράτη την ιστορία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε. Ίσως τα ευαγγέλια να διατήρησαν τον ιστορικό πυρήνα, λέγοντας την ιστορία ενός μεταρρυθμιστή Γαλιλαίου ραββίνου, η οποία διανθίστηκε από τις μετέπειτα γενεές.
Σ’ αυτό θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε πως δεν είναι ότι οι ιστορικοί της εποχής απλά δεν επιβεβαιώνουν τις λεπτομέρειες των ευαγγελίων, αλλά δεν αναφέρουν καθόλου τον Ιησού. Αν ήταν όντως ένα αληθινό πρόσωπο που έκανε έστω και κάποια από τα πράματα που αναφέρει η Βίβλος, δεν είναι παράλογο να μην τον είχε προσέξει τουλάχιστον ένας ιστορικός; Ο Ιώσηπος και άλλοι γράφουν για ψευδομεσσίες της εποχής τους. Φυσικά, αν υποθέσει κάποιος έναν Ιησού που δεν έκανε θαύματα και δεν τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή των συγχρόνων του, τότε προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί πως ένα τέτοιο πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ. Υπάρχει ωστόσο ένας καλύτερος τρόπος να εξηγηθούν οι απαρχές του Χριστιανισμού, αυτός του κεφ. 3, που εξηγεί όλα τα στοιχεία χωρίς να χρειάζεται ιστορικός Ιησούς.
Τα ευαγγέλια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη της ιστορικότητας του Ιησού, αφού η ίδια τους η αξιοπιστία είναι που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όταν ισχυρίζονται συγκλονιστικά γεγονότα που η ιστορία της εποχής δεν επιβεβαιώνει (όπως είδαμε περιληπτικά και παραπάνω) αυτό από μόνο αρκεί για θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, περιέχουν πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, κάτι που υποδηλώνει πως οι συγγραφείς δεν κατέγραψαν ιστορικά γεγονότα που ανακαλούσαν, αλλά μια ιστορία, όπου ένιωθαν άνετα να αλλάξουν κάποια σημεία για να τονίσουν κάτι. Τέλος, τα ίδια τα ευαγγέλια δεν είναι πρωτογενείς πηγές. Για την ακρίβεια, οι πρώτες αναφορές στα ευαγγέλια εμφανίζονται στα κείμενα του Ιουστίνου του Μάρτυρα και του Ειρηναίου του Λουγδούνου γύρω στο 150 Κ.Χ.! Αυτό σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γράφτηκαν το νωρίτερο στα τέλη του 1ου αι., δεκαετίες μετά τα γεγονότα που περιγράφουν και μετά από χρόνο επαρκέστατο για να ανακατευθούν τα γεγονότα με τη μυθολογία και το θρύλο. Τέλος τα ευαγγέλια δεν είναι ανεξάρτητες μαρτυρίες. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι το κατά Μάρκον είναι το απλούστερο και γι’ αυτό πιθανότητα το παλαιότερο ευαγγέλιο που παρέχει τη βασική ιστορία πάνω στην οποία χτίζουν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ενδεχομένως ο Ιωάννης, προσθέτοντας και αλλάζοντας λεπτομέρειες. Στην καλύτερη περίπτωση τα ευαγγέλια παρέχουν ανώνυμες, αργοπορημένες, θεολογικά κατευθυνόμενες πληροφορίες με λεπτομέρειες που οι άλλες σύγχρονες πηγές δεν επιβεβαιώνουν.
Αν ο Ιησούς Χριστός υπήρξε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, θα περιμέναμε να βρούμε πρωτογενείς, σύγχρονες μαρτυρίες· καταγεγραμμένα λόγια του και πράξεις του, γραμμένα από ανθρώπους που τον είδαν ή τουλάχιστον ζούσαν όταν ζούσε κι εκείνος. Θα περιμέναμε να υπήρχαν άφθονες μαρτυρίες από την αρχή. Από την άλλη, αν είναι απλά ένας θρύλος που αργότερα θεωρήθηκε αληθινό πρόσωπο, είναι φυσιολογικό να μη βρίσκουμε πρωτογενείς μαρτυρίες για τη ζωή του. Είναι φυσιολογικό τα ιστορικά αρχεία να είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα και οι λεπτομέρειες να εμφανίζονται αργότερα, καθώς οι ιστορίες για τον θρύλο άρχισαν να διαδίδονται και να εμπλουτίζονται με κάθε επανάληψη. Είναι φυσιολογικό οι ξεκάθαρες αναφορές να εμφανίζονται πολύ μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Και φυσικά, αυτό είναι το σενάριο που βρίσκουμε και στην πραγματικότητα.
Οι Χριστιανοί απολογητές συχνά επιμένουν πως τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του Ιησού είναι τόσο ισχυρά που το να αρνηθούμε την ύπαρξή του θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αρνηθούμε την ύπαρξη και πολλών άλλων ιστορικών μορφών, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Αβραάμ Λίνκολν. Η σύγκριση αυτή όμως είναι άκυρη. Γνωρίζουμε πως άτομα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Λίνκολν υπήρξαν ακριβώς επειδή έχουμε πρωτογενή στοιχεία: αντικείμενα φτιαγμένα από τους ίδιους, πράγματα που έγραψαν οι ίδιοι ή που έγραψαν οι σύγχρονοί τους γι’ αυτούς. Στην περίπτωση του Ιησού όμως δεν έχουμε τέτοια στοιχεία. Η μορφή των στοιχείων ταιριάζουν καλύτερα με τη γέννηση και τη διάδοση ενός θρύλου. Όπως είπε και κάποιος γνωστός, το να δεχόμαστε άκριτα την ιστορικότητα του Ιησού είναι σαν να διυλίζουμε κώνωπες και να καταπίνουμε καμήλους.
Μπορεί όμως ο άνθρωπος Ιησούς να απορριφθεί τόσο εύκολα; Οι σύγχρονοι Χριστιανοί απολογητές διαφωνούν. Λένε πως παρά την έλλειψη πρωτογενών πηγών, εξακολουθούν να υπάρχουν καλοί λόγοι πως ο μεσσίας τους ήταν πραγματικός. Το 2ο μέρος λοιπόν θα εξετάσει κριτικά τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν, δείχνοντας πως δεν αντέχουν την κριτική εξέταση.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.