[Κπκ] 2ς. Λουκιανός ο Σαμοσατεύς
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T
« Προηγούμενο άρθρο [2ε] | • Περιεχόμενα | Επόμενο άρθρο » [2ζ] |
Ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα γεννήθηκε γύρω στα 125 Κ.Χ. και δεν ήταν ιστορικός, αλλά σατιρικός συγγραφέας που έγραψε διαλόγους που διακωμωδούσαν την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και μυθολογία. Κάποιοι απολογητές αναφέρουν το εξής απόσπασμα από το έργο του:
[ΣτΜ: Ο εν λόγω Λουκιανός είναι ο γνωστός Λουκιανός που έγραψε τους “Νεκρικούς Διαλόγους”, που κάποιοι από εμάς ίσως πρόλαβαν στο γυμνάσιο. Το απόσπασμα του Ebonmuse στο χωρίο που ακολουθεί είναι με έντονα γράμματα. Τα υπόλοιπα είναι ενδιαφέροντα συμφραζόμενα, καθώς είναι οι μόνες αναφορές στο έργο του Λουκιανού σε Χριστιανούς. Τη δακτυλογράφηση του πολυτονικού την έκανα εγώ από το σκαναρισμένο βιβλίο, και ανταποκρίνεται στους τόνους που χρησιμοποιούνται εκεί.]
[11]
Ὅτεπερ καὶ τὴν θαυμαστὴν σοφίαν τῶν Χριστιανῶν ἐξέμαθε [ὁ Πρωτεὺς], περὶ τὴν Παλαιστίνην τοῖς ἱερεῦσι καὶ γραμματεῦσιν αὐτῶν ξυγγενόμενος. Καὶ τί γάρ; Ἐν βραχεῖ παῖδας αὐτοὺς ἀπέφῃνε, προφήτης, καὶ θιασάρχης, καὶ ξυναγωγεύς, καὶ πάντα μόνος αὐτὸς ὤν. Καὶ τῶν βίβλων τὰς μὲν ἐξηγεῖτο, καὶ διεσάφει, πολλὰς δὲ αὐτὸς καὶ ξυνέγραφε, καὶ ὡς θεὸν αὐτόν ἐκεῖνοι ἡγοῦντο, καὶ νομοθέτῃ ἐχρῶντο, καὶ προςτάτην ἐπέγραφος. Τὸν μέγαν γοῦν ἐκεῖνον ἔτι σέβουσιν ἄνθρωπον, τὸν ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἀνασκολοπισθέντα,* ὅτι καινὴν ταὺτην τελετὴν εἰςήγαγεν ἐς τὸν βίον.
Τότε ήταν που ο Πρωτέας διδάχθηκε και τη θαυμαστή σοφία των Χριστιανών, όταν γνώρισε στην Παλαιστίνη ιερείς και διδασκάλους τους. Και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα τους ξεπέρασε και έγινε προφήτης και πρόεδρος συναθροίσεων και πρώτος στη συναγωγή και για όλα αυτός ήταν πρώτος. Και τα βιβλία τους εξηγούσε και διασαφήνιζε, αλλά και πολλά έγραψε ο ίδιος και οι Χριστιανοί τον είχαν σαν θεό και ως νομοθέτη και τον θεωρούσαν αρχηγό τους. Λατρεύουν δε και εκείνον το σπουδαίο άνθρωπο, που σταυρώθηκε* στην Παλαιστίνη επειδή ίδρυσε αυτή τη νέα θρησκεία.[12]
Τότε δὴ καὶ συλληφθεὶς ἐπὶ τούτῳ ὁ Πρωτεὺς, ἐνέπεσεν εἰς τὸ δεσμωτήριον. Ὅπερ καὶ αὐτὸ οὐ μικρὸν αὐτῷ ἀξίωμα περιεποίησε πρὸς τὸν ἐξῆς βίον, καὶ τὴν τερατείαν, καὶ δοξοκοπίαν, ὧν ἐρῶν ἐτύγχανεν. Ἐπεὶ δ’ οὖν ἐδέδετο, οἱ Χριστιανοὶ συμφορὰν ποιούμενοι τὸ πρᾶγμα, πάντα ἐκίνουν, ἐξαρπάσαι πειρώμενοι αὐτόν. Εἶτ’ ἐπεὶ τοῦτο ἦν ἀδύνατον, ἥγε ἄλλη θεραπεία πᾶσα οὐ παρέργως ἀλλά ξὺν σπουδῇ ἐγίγνετο· καὶ ἕωθεν μὲν εὐθὺς ἦν ὁρᾷν παρά τῷ δεσμωτηρίῳ περιμένοντα γραΐδια, χήρας τινάς, καὶ παιδιά ὀρφανά· οἱ δὲ ἐν τέλει αὐτῶν καὶ συνεκάθευδον ἔνδον μετ’ αὐτοῦ, διαφθείροντες τοὺς δεσμοφύλακας· εἶτα δεῖπνα ποικίλα εἰςεκομίζετο, καὶ λόγοι ἱεροὶ αὐτῶν ἐλέγοντο, καὶ ὁ βέλτιστος Περεγρῖνος (ἔτι γὰρ τοῦτο ἐκαλεῖτο) καινός Σωκράτης ὑπ’ αὐτῶν ὠνομάζετο.
Λόγω αυτών συνελήφθη ο Πρωτέας και τον έριξαν στη φυλακή, γεγονός που δεν του έδωσε και μικρό κύρος και του χρησίμευσε για την αγυρτεία και το κυνήγι της δόξας, τα οποία και λάτρευε. Όταν φυλακίστηκε, οι Χριστιανοί το θεώρησαν αυτό κοινή συμφορά και έκαναν τα πάντα για να δραπετεύσει. Αλλά επειδή αυτό στάθηκε αδύνατο, του συμπαραστάθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Από νωρίς το πρωί έβλεπε έξω από τη φυλακή να περιμένουν γριούλες και χήρες και ορφανά, ενώ οι αρχηγοί τους δωροδοκούσαν τους δεσμοφύλακες και μπαίναν στη φυλακή για να κοιμηθούν μαζί του. Του φέρνανε δε και διάφορα φαγητά και λέγανε προσευχές για χάρη του και τον σπουδαίο Περεγρίνο (γιατί και έτσι τον έλεγαν) τον θεωρούσαν ως νέο Σωκράτη.[13]
Καὶ μὴν καὶ τῶν ἐν Ἀσίᾳ πόλεων ἐστὶν ὧν ἧκόν τινες, τῶν Χριστιανῶν στελλόντων ἀπὸ τοῦ κοινοῦ, βοηθήσοντες, καὶ ξυναγορεύσοντες, και παραμυθησόμενοι τὸν ἄνδρα. Ἀμήχανον δέ τι τὸ τάχος ἐπιδείκνυνται, ἐπειδάν τι τοιοῦτον γένηται, δημόσιον. Ἐν βραχεῖ γάρ, ἀφειδοῦσι πάντων. Καὶ δὴ καὶ τῷ Περεγρίνῳ πολλὰ τότε ἧκε χρήματα παρ’ αὐτῶν ἐπὶ προφάσει τῶν δεσμῶν, καὶ πρόςοδον οὐ μικρὰν ταύτην ἐποιήσατο. Πεπείκασι γὰρ αὑτούς οἱ κακοδαίμονες, τὸ μὲν ὅλον ἀθάνατοι ἔσεσθαι, καὶ βιώσεσθαι τὸν ἀεὶ χρόνον. Παρ’ ὃ καὶ καταφρονοῦσι τοῦ θανάτου, καὶ ἑκόντες αὑτούς ἐπιδιδόασιν οἱ πολλοί. Ἔπειτα δὲ ὁ νομοθέτης ὁ πρῶτος ἔπεισεν αὐτοὺς, ὡς ἀδελφοὶ πάντες εἶεν ἀλλήλων· ἐπειδὰν ἅπαξ παραβάντες, θεοὺς μὲν τοὺς Ἑλληνικοὺς ἀπαρνήσωνται, τὸν δὲ ἀνεσκολοπισμένον* ἐκεῖνον σοφιστὴν αὐτῶν προςκυνῶσι, καὶ κατὰ τοὺς ἐκείνου νόμους βιῶσι. Καταφρονοῦσιν οὖν ἁπάντων ἐξίσης, καὶ κοινὰ ἡγοῦνται, ἄνευ τινὸς ἀκριβοῦς πίστεως τὰ τοιαῦτα παραδεξάμενοι. Ἤν τοίνυν παρέλθῃ τις εἰς αὐτοὺς γόης, καὶ τεχνίτης ἄνθρωπος, καὶ πράγμασι χρῆσθαι δυνάμενος, αὐτίκα μάλα πλούσιος ἐν βραχεῖ ἐγένετο, ἰδιώταις ἀνθρώποις ἐγχανών.
Αλλά και από τις ασιατικές πόλεις έρχονταν Χριστιανοί απεσταλμένοι με χρήματα από τα κοινά και για να μιλήσουν υπέρ του και για να τον παρηγορήσουν. Είναι ασύλληπτο το πόσο γρήγορα ανταποκρίνονταν, όταν γινόταν κάτι τέτοιο· και πολύ γρήγορα και δε λυπόντουσαν τα έξοδα. Με πρόφαση τη φυλάκισή του δε, ο Περεγρίνος τούς πήρε πολλά λεφτά και έκανε ένα διόλου μικρό κομπόδεμα. Διότι αυτοί οι κακορίζικοι έχουν πειστεί πως είναι αθάνατοι και θα ζήσουν για πάντα. Γι’ αυτό και περιφρονούν το θάνατο και συχνά παραδίδονται σ’ αυτόν με τη θέλησή τους. Έπειτα ο πρώτος νομοθέτης τους έπεισε πως είναι όλοι αδελφοί μεταξύ τους, αν αλλάξουν θρησκεία και απαρνηθούν τους ελληνικούς θεούς και προσκυνούν εκείνον τον σταυρωμένο* φιλόσοφο και ζουν σύμφωνα με τις εντολές του. Όλα τα περιφρονούν και τα έχουν από κοινού, επειδή τα πίστεψαν αυτά χωρίς να ελέγξουν αν είναι ορθά. Αν λοιπόν εμφανιστεί ανάμεσά τους κάποιος άνθρωπος απατεώνας και γητευτής, που να μπορεί να το εκμεταλλευτεί αυτό, μπορεί να γίνει πολύ γρήγορα πλούσιος, εξαπατώντας απλούς ανθρώπους.[…] [16]
Ἐξῄει οὖν τὸ δεύτερον πλανησόμενος, ἱκανὰ ἐφόδια τοὺς Χριστιανοὺς ἔχων, ὑφ’ ὧν δορυφορούμενος, ἐν ἅπασιν ἀφθόνοις ἦν. Καὶ χρόνον μέν τινα οὕτως ἐβόσκετο. Εἶτα παρανομήσας τι καὶ ἐς ἐκείνους, (ὤφθη γάρ τι, ὡς οἶμαι, ἐσθίων τῶν ἀποῤῥήτων αὐτοῖς) οὐκ ἔτι προςιεμένων αὐτῶν ἀπορούμενος […]
Μετά από αυτά συνέχισε να περιπλανιέται, έχοντας ως εφόδιο τους Χριστιανούς που τον ακολουθούσαν και του παρείχαν άφθονα ό,τι χρειαζόταν. Για αρκετό καιρό τρεφόταν μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά έπειτα παρέβη κάποιο νόμο που είχαν (νομίζω πως τον είδανε να τρώει κάτι απαγορευμένο γι’ αυτούς) και σταμάτησαν να τον βοηθούν και έγινε φτωχός […]* Σημειωτέον πως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο όρος “ανασκολοπισμός” αναφέρεται και στη σταύρωση, αλλά και στο παλούκωμα.
“Περί της Περεγρίνου Τελευτής”, 11-13.16 (Έκδοση Λειψίας, 1829, Τόμος IV, σελ. 172-176)
Μοιάζει πως ο Λουκιανός στηρίζει την άποψη πως υπήρξε πράγματι ένα άτομο ονόματι Ιησούς Χριστός. Ωστόσο ας μην ξεχνάμε το τρίτο κριτήριο –πότε έγραψε; Δεδομένου πως το χωρίο δεν γράφτηκε πριν τα μέσα του 2ου αιώνα, δεν μπορεί να μας δώσει άμεσες πληροφορίες για την ιστορικότητα του Ιησού. Ο Λουκιανός πρέπει να αντλεί από αλλού τις πληροφορίες του. Από πού όμως; Αφού δεν μας λέει, δεν μπορούμε να ξέρουμε στα σίγουρα, όμως ίσως και να χρησιμοποίησε σαν πηγή κάποιον από τους ιστορικούς που αναφέρουμε στο κεφάλαιο αυτό. Μπορεί και να αναπαράγει απλά ιστορίες συγχρόνων του Χριστιανών. Δεν μας το λέει, οπότε δεν ξέρουμε τις πηγές του, αλλά μπορούμε να πούμε με ασφάλεια πως τα γραφόμενα του Λουκιανού δεν αποτελούν ανεξάρτητη επιβεβαίωση της ύπαρξης του Ιησού.
[ΣτΜ: Επιπλέον είναι προφανές πως ο Λουκιανός μεταφέρει τις πεποιθήσεις των Χριστιανών της εποχής, οπότε δεν είναι παράδοξο να γράφει πως οι Χριστιανοί πίστευαν σε έναν πραγματικό Ιησού. Έχουμε ήδη αναφέρει άλλωστε πως εκατό χρόνια είναι επαρκέστατος χρόνος για την αποκρυστάλλωση ενός θρύλου].
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.