[Κπκ] 3. Η Θρησκεία του Λόγου

13 May 2013
Αρθρογράφος: Ebonmuse
Μετάφραση: Evan T


« Προηγούμενο άρθρο [2ιγ] • Περιεχόμενα Επόμενο άρθρο [3α] »

Η Παλαιστίνη του 1ου αιώνα ήταν ένα θρησκευτικό και εθνικό χωνευτήρι, ένα σταυροδρόμι όπου πολλοί λαοί, θρησκευτικές πεποιθήσεις και κουλτούρες αναμιγνύονταν. Ήταν επίσης μία περίοδος αναταραχών —η εβραϊκή δυσαρέσκεια με τη Ρώμη διαρκώς αυξανόταν, νέες σέκτες δημιουργούνταν παντού, και ο μεσσίας αναμενόταν πυρετωδώς.

Από αυτές τις ζυμώσεις προέκυψαν πολλές νέες θρησκείες, αλλά οι πιο πολλές είτε έσβησαν είτε εξαλείφθηκαν από τους ανταγωνιστές τους ή τις αρχές. Από αυτό τον δαρβίνειο ανταγωνισμό ωστόσο, μια νέα πίστη κατάφερε να επιβιώσει. Αυτή η θρησκεία δεν θα ήταν παντελώς αγνώριστη στους σημερινούς ανθρώπους. Στον πυρήνα της ήταν πρωτίστως εβραϊκή, με πίστη στη μονοθεϊστική θεότητα του Αβραάμ και βασιζόμενη εν μέρει στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά δανειζόταν ιδέες και από τον ελληνικό Πλατωνισμό, όπως το ότι τα αντικείμενα του υλικού κόσμου ήταν ατελείς αντικατοπτρισμοί αντικειμένων σε ένα ανώτερο, ουράνιο πεδίο. Πιο σημαντική ήταν η ενσωμάτωση της πλατωνικής ιδέας του Λόγου.

Οι Πλατωνικοί είχαν ένα πρόβλημα: όπως οι Εβραίοι πίστευαν σε μία υπέρτατη θεότητα που κατείχε όλες τις τελειότητες. Αλλά πίστευαν επίσης πως ο υλικός κόσμος αποτελούνταν από ατελή ύλη. Μία τέλεια θεότητα δεν μπορούσε να αλληλεπιδράσει άμεσα με την ατέλεια, οπότε βρέθηκε η λύση με τον Λόγο. Οι Πλατωνικοί θεωρούσαν τον Λόγο ως απεσταλμένο της θεότητας, έναν εκπορευόμενο μεσάζοντα που μπορούσε να διαμεσολαβήσει μεταξύ Θεού και κόσμου. (Μερικές ιουδαϊκές παραδόσεις περιγράφουν ένα παρόμοιο προσωποποιημένο θεϊκό απεσταλμένο που ονόμαζαν Σοφία· βλ. Παροιμίαι 8, για παράδειγμα).

Η νέα θρησκεία απορρόφησε αυτή την έννοια του Λόγου, την οποία ονόμασαν Υιό, αφού χώρισαν την εβραϊκή θεότητα σε μια τριάδα Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Επίσης επηρεάστηκαν και από τα ηθικά διδάγματα των Κυνικών φιλοσόφων και πήραν και στοιχεία από τις μυστηριακές λατρείες: την ιδέα θεοτήτων που πεθαίνουν και ανασταίνονται (σύμφωνα με τον κύκλο αναγέννησης της φύσης), την ιδέα του μυστηριακού γεύματος και την ιδέα της λυτρωτικής θυσίας. Τέλος επηρεάστηκε και από τις ριζοσπαστικές αποκαλυπτικές σέκτες του 1ου αιώνα, που πίστευαν πως η τελική κρίση και η έλευση της βασιλείας του Θεού ήταν πολύ κοντά.

Η θρησκεία που προέκυψε από αυτή τη συλλογή στοιχείων ονομάζεται φυσικά “Χριστιανισμός”. Ένα παρακλάδι του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού πίστευε σε έναν Υιό του Θεού ονόματι Ιησού Χριστό, αέναο και όμοιο σε δύναμη και δόξα με τον Πατέρα, μέσο της δημιουργίας, μέσω του οποίου πλάστηκε όλο το υλικό σύμπαν, και όργανο της λύτρωσης της ανθρωπότητας. Σταυρώθηκε, και με το μαρτύριό του και τον θάνατό του πήρε επάνω του τις αμαρτίες της ανθρωπότητας, προσφέροντας το αίμα του ως πληρωμή για τα κρίματά μας και μετά από τρεις μέρες αναστήθηκε και έλαβε τη θέση του δίπλα στον Πατέρα. Ο Ιησούς ήταν η πηγή της σοφίας, ο πολυαναμενόμενος μεσσίας, ένα θείο “μυστήριο” του οποίου ο ερχομός είχε προφητευτεί σε κρυμμένες αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη και θα ήταν ο κριτής της ανθρωπότητας κατά τους έσχατους χρόνους. Σε γενικές γραμμές, οι Χριστιανοί τότε πίστευαν περίπου τα ίδια με τους σημερινούς Χριστιανούς… με μια μικρή διαφορά.

Εκείνος ο Ιησούς δεν έζησε ποτέ στη Γη.

Οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν σε έναν λυτρωτή-πνεύμα, σε ένα ουράνιο ον του οποίου η σταύρωση, ο θάνατος και η ανάσταση δεν διαδραματίστηκαν στη Γη, αλλά σε ένα ανώτερο πλατωνικό επίπεδο. Αυτός ο Ιησούς ποτέ δεν ενσαρκώθηκε σε ανθρώπινο σώμα.

Αυτός ήταν ο Χριστιανισμός των πρώτων Χριστιανών, ειδικότερα των συγγραφέων των επιστολών της Καινής Διαθήκης (που όλοι συμφωνούν ότι είναι νεότερες των ευαγγελίων). Αυτός ήταν ο Ιησούς που πίστευε ο Παύλος και για τον οποίο έγραψε στις επιστολές του.

Αυτό φυσικά δεν αναγνωρίζεται ευρέως από τους Χριστιανούς σήμερα και αυτό επειδή οι περισσότεροι διαβάζουν τη Βίβλο υπό το πρίσμα των ευαγγελίων (ή όπως λέει ο μελετητής της Καινής Διαθήκης Earl Doherty, “φοράνε ευαγγελικά γυαλιά”). Γνωρίζουν δηλαδή τις ιστορίες των ευαγγελίων και ασυνείδητα υποθέτουν πως οι συγγραφείς των επιστολών γράφανε ξέροντας αυτά που ξέρουν και οι ίδιοι. Έτσι υποθέτουν π.χ. πως ο Παύλος μιλάει για τον ίδιο Ιησού που αναφέρεται στα ευαγγέλια. Αν εξετάσουμε όμως τις επιστολές αυτές χωρίς αυτή την προκατάληψη, υπάρχει μια σειρά στίχων που ξεχωρίζουν· μια σειρά ανωμαλιών που δεν ταιριάζουν με την άποψη πως ο Παύλος πίστευε σε έναν ιστορικό Ιησού, αλλά ενισχύουν το εναλλακτικό σενάριο που περιγράψαμε. Ακολουθούν μερικοί από τους σημαντικότερους στίχους αυτού του είδους:

Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.