[Κπκ] 3βv. Σχόλια για τους απολογητές
Μετάφραση: Evan T
« Προηγούμενο άρθρο [3βiv] | • Περιεχόμενα | Επόμενο άρθρο [3γ] » |
Προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτή τη σιωπή των πρώτων Χριστιανών για έναν ιστορικό Ιησού, ακόμα και την κατάφωρη άρνηση του Φήλικος, κάποιοι σύγχρονοι απολογητές καταφεύγουν σε πραγματικά παράλογες στρατηγικές. Η πιο συνήθης είναι ο ισχυρισμός πως οι αρχαίοι απολογητές θεωρούσαν πως το κοινό τους θα έβρισκε πολύ ακραίο το δόγμα της ενσάρκωσης, οπότε δεν προσπάθησαν να το υπερασπιστούν.
Σκεφτείτε όμως τι σημαίνει αυτό. Πραγματικά πρέπει να πιστέψουμε πως οι αρχαίοι απολογητές αμέσως εγκατέλειψαν το πιο σημαντικό δόγμα ολόκληρης της θρησκείας τους φοβούμενοι την κριτική; Το κάνουν οι σύγχρονοι ευαγγελίζοντες αυτό; Άλλωστε, όπως θα έλεγαν σίγουρα οι σύγχρονοι Χριστιανοί, χωρίς το δόγμα της ενσάρκωσης δεν υπάρχει Χριστιανισμός. Αν δεν επρόκειτο να υποστηρίξουν τον ακρογωνιαίο λίθο της θρησκείας τους, τότε γιατί καν κάνανε τον κόπο να γράψουνε;
Το έργο του Αθηναγόρα γράφτηκε με αποδέκτη τον αυτοκράτορα, με στόχο να τον πείσει να σταματήσει τους διωγμούς και τις δολοφονίες των Χριστιανών. Δεν θα εκνευριζόταν πολύ περισσότερο ο αυτοκράτορας αν μάθαινε αργότερα πως ο Αθηναγόρας έγραφε ψέματα για τη βάση της θρησκείας του; Ομοίως πολλοί από τους άλλους απολογητές γράφανε με σκοπό να προσηλυτίσουν. Ακόμα και αν δεχτούμε πως φοβόντουσαν να υπερασπιστούν το δόγμα της ενσάρκωσης, τι νόημα θα είχε να προσηλυτίσουν κάποιους σε μία θρησκεία που έμοιαζε ελάχιστα με τον Χριστιανισμό; Μετά τον προσηλυτισμό μήπως θα πέρνανε τον νεοφώτιστο στην άκρη και θα του λέγανε “Αχ, ναι… ξέχασα να σου πω κι αυτό” και μετά θα του ρίχνανε στη μούρη ένα δόγμα που αλλάζει τελείως τη νεόδμητη πίστη; Όχι, είναι παράλογο να θεωρήσουμε πως οι αρχαίοι απολογητές κάνανε κάτι τέτοιο. Αν αφήσουμε τα γραπτά τους να μιλήσουν μόνα τους αντί να τους επιβάλλουμε τις δικές μας ευαγγελικές προκαταλήψεις, το προφανές συμπέρασμα είναι πως οι άνδρες αυτοί επιχειρηματολογούσαν λες και πράγματι δεν πίστευαν σε έναν ιστορικό Ιησού Χριστό. Πίστευαν σε έναν Λόγο, αλλά δεν θεωρούσαν πως ο Λόγος είχε ενσαρκωθεί ποτέ στη Γη.
Όμως και αν δεχθεί κάποιος αυτό το συμπέρασμα, παραμένει η προφανής ερώτηση: Προς τι τα ευαγγέλια; Αν ο Χριστιανισμός δεν ξεκίνησε με έναν ιδρυτή-άνθρωπο, γιατί γράφτηκαν τα ευαγγέλια, και πώς κατέληξε να διαδοθεί η πίστη αυτή στην ευρύτερη χριστιανική σκέψη;
Δεν υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία για να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα, οπότε οποιοδήποτε συμπέρασμα αναγκαστικά είναι εικασία. Έχουμε όμως κάποιες ενδιαφέρουσες ενδείξεις.
Παρόλο που ο Μινούκιος Φήλιξ είναι ξεκάθαρο πως δεν πίστευε σε έναν σταυρωμένο ενσαρκωμένο σωτήρα, το γεγονός πως ασχολείται με την απόρριψη αυτής της κατηγορίας στο βιβλίο του μας δείχνει πως κάποιος απέδιδε αυτή την πεποίθηση στους Χριστιανούς. Ομοίως, ενώ το ”Προς Έλληνας” του Τατιανού δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στον Ιησού και την ενσάρκωση, υπάρχει μία πρόταση που ίσως αναφέρεται σ’ αυτές τις ιδέες. “Δεν είμαστε ανόητοι, ω Έλληνες, όταν λέμε πως ο Θεός γεννήθηκε ως άνθρωπος” γράφει. (Αυτή είναι η μόνη αναφορά στο έργο του σε κάτι που μοιάζει με την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά δεν γράφει περισσότερα.) “Δείτε και τα δικά σας αρχεία,” συνεχίζει, “και δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες.”
Ίσως αυτό σημαίνει πως ο Τατιανός γνώριζε την ιστορία των ευαγγελίων. Ίσως. Αλλά αν την ήξερε και αν την πίστευε, τότε γιατί δεν τη συζητά; Ο Τατιανός έγραφε για να προσηλυτίσει Έλληνες και ενώ γράφει πάρα πολλά για τον Λόγο, το παραπάνω φευγαλέο σχόλιο είναι το μόνο που ίσως να αναφέρεται στην ενσάρκωση. Αν νομίζετε πως ο Τατιανός κάνει χάλια δουλειά με την παρουσίαση του Χριστιανισμού στους Παγανιστές, δεν θα είχατε και άδικο, δεδομένου πως δεν αναφέρθηκε καθόλου στο κεντρικό στοιχείο της πίστης του. Για την ακρίβεια σχεδόν το περιφρονεί. Όταν μας λέει να “δεχθείτε απλά πως κι εμείς λέμε ιστορίες” είναι λες και θεωρεί την ενσάρκωση σαν θρύλο ή μύθο του ίδιου επιπέδου με τους ελληνικούς μύθους για τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα κ.λπ. Είναι λες και άκουσε την ιστορία των ευαγγελίων, αλλά τη θεωρεί πρόσφατη προσθήκη και καθόλου απαραίτητη για τη χριστιανική πίστη.
Μήπως ισχύει αυτό ακριβώς;
Ας κάνουμε την εξής υπόθεση εργασίας: Έστω πως ο πρώιμος Χριστιανισμός ξεκίνησε με την πίστη σε έναν αποκλειστικά πνευματικό Χριστό, έναν ουράνιο λυτρωτή και παράλληλα είχε κι έναν πυρήνα ηθικών διδαγμάτων που προέκυπταν από τις εβραϊκές γραφές και την ελληνική φιλοσοφία. Αυτός ήταν ο Χριστιανισμός του Παύλου και των άλλων επιστολογράφων της Βίβλου. Αυτή η υπόθεση για τις απαρχές του Χριστιανισμού εξηγεί πολλά· όπως προαναφέραμε, εξηγεί γιατί οι επιστολές δεν φαίνεται να έχουν γνώση των ιστοριών των ευαγγελίων, γιατί μιλάνε εις μάκρος για τον θάνατο του Ιησού, χωρίς όμως να τον εντοπίζουν χρονικά και γεωγραφικά, και γιατί δεν περιγράφουν ποτέ τα θαύματά του και δεν δίνουν βιογραφικές πληροφορίες πέρα από αυτές που προκύπτουν από τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης εξηγεί για ποιον λόγο οι επιστολές συχνά αναφέρουν ηθικά διδάγματα παρόμοια με των ευαγγελίων, αλλά ποτέ δεν τα αποδίδουν στον Ιησού. Διδάγματα όπως το “αγαπάτε αλλήλους”, “γυρίστε το άλλο μάγουλο”, “προσευχηθείτε για εκείνους που σας καταριούνται” κ.ο.κ, τα οποία ήταν κεντρικά στα κηρύγματα του Ιησού, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις επιστολές, αλλά κανένας επιστολογράφος δεν λέει “όπως μας δίδαξε ο ίδιος ο Ιησούς” ή κάτι παρεμφερές, και τα ηθικά διδάγματα μεταφέρονται χωρίς να αποδίδονται σε κάποιον. Κάποιες φορές αποδίδονται στον Θεό, δηλαδή τον Πατέρα. Ποτέ κάποιος επιστολογράφος δεν λέει πως αυτά είναι διδάγματα ενός ανθρώπινου όντος που έζησε πρόσφατα. Υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας αυτό είναι και το αναμενόμενο.
Αυτή τη μορφή πήρε ο Χριστιανισμός τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Κάποια στιγμή μετά το 70 Κ.Χ. ας υποθέσουμε πως μπαίνει στο παιχνίδι ένας ανώνυμος συγγραφέας. Ας τον πούμε Μάρκο. Αυτός ο Μάρκος πήρε αυτά τα διδάγματα, τα συνδύασε με την παυλικιανή παράδοση του συμπαντικού Χριστού, όπως αυτή αναπτύσσεται στις επιστολές, και έγραψε κάτι τελείως νέο. Το έγγραφο αυτό είναι φυσικά το πρώτο ευαγγέλιο, το Κατά Μάρκον.
Γιατί το έκανε αυτό ο Μάρκος δεν μπορούμε να το ξέρουμε, όμως ο πιο πιθανός λόγος ήταν ότι ήθελε να γράψει μια θρησκευτική αλληγορία —μια ιστορία σχεδιασμένη να διδάξει μέσω των διδαχών και των παραβολών μιας θρυλικής ιδρυτικής φιγούρας. Αυτό δεν ήταν πρωτότυπο: στον Ιουδαϊσμό υπάρχει η γνωστή ερμηνευτική τεχνική ονόματι “μιδράς” με την οποία συλλέγονται στίχοι από διάφορα σημεία των γραφών και χρησιμοποιούνται στην κατασκευή νέων ιστοριών με νέα επιμύθια. Ασχέτως λόγου, είναι πολύ πιθανό πως το κείμενο που συνέγραψε ο Μάρκος ήταν φανταστικό και το προόριζε να διαβαστεί ως τέτοιο. Ο κόσμος που θα το διάβαζε θα κατανοούσε πως δεν επρόκειτο για πραγματική ιστορική διήγηση.
Ο πρώιμος Χριστιανισμός ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κίνημα και με τον καιρό η ιστορία αυτή σταδιακά μετατοπίστηκε στη χριστιανική συνείδηση. Αρχικά ο κόσμος πιθανότατα κατανοούσε τον σκοπό της ιστορίας και δεν την θεωρούσε κεντρικό στοιχείο της θρησκείας του, αλλά περισσότερο ως διδακτικό μύθο. Μπορεί να μάθαινες κάποια πράγματα για τον Χριστιανισμό διαβάζοντάς την, αλλά δεν ήταν απαραίτητη για να είσαι Χριστιανός. Ίσως αυτό να ίσχυε και στην περίπτωση του Τατιανού και του Μινούκιου Φήλικος· παρόλο που μπορεί να είχαν ακούσει την ιστορία, τη θεωρούσαν καινούρια προσθήκη και περιφερειακή, ίσως και να την περιφρονούσαν. Αυτό στο οποίο πιστεύανε πραγματικά ήταν το δόγμα του Λόγου, ο συμπαντικός παυλικιανός Χριστιανισμός, και το πιστεύανε τόσο ένθερμα που ήθελαν να το κηρύξουνε και στους Εθνικούς.
Με τον καιρό, και καθώς η νέα θρησκεία εξελίχθηκε και διασπάστηκε σε σέκτες, βρέθηκαν και άλλοι συγγραφείς που διάβασαν την αλληγορική ιστορία και την μετάλλαξαν ώστε να μεταδίδει τα δικά τους μηνύματα και να ταιριάζει στις πεποιθήσεις της δικιάς τους κοινότητας (αν οι συγγραφείς αυτοί πιστεύαν πλέον πως η ιστορία ήταν αληθινή είναι ένα ερώτημα που μένει ανοιχτό). Το αποτέλεσμα ήταν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης, καθώς και ένα μεγάλο συνονθύλευμα από μη κανονικά ευαγγέλια.
Το ερώτημα που μένει είναι πότε εν τέλει οι Χριστιανοί ξεχάσανε ότι τα ευαγγέλια δεν ήταν πραγματικές ιστορίες. Πότε έσβησε το γεγονός αυτό από τη συλλογική τους μνήμη;
Ένας παράγοντας που πρέπει να βοήθησε πρέπει να ήταν και ο εβραϊκός πόλεμος στα τέλη του 1ου αιώνα, όταν η Ρώμη αποφάσισε να βάλει ένα τέλος μια και καλή στην εβραϊκή ανυποταξία, οπότε και εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τον Ναό του Σολομώντος. Μιλάμε για μια μεγάλης κλίμακας αναταραχή στην οποία σκοτώθηκε ένα σημαντικό ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού, ενώ οι επιζώντες σκορπίστηκαν στους τέσσερις ανέμους. Μετά από μια τέτοια καταστροφή, που σίγουρα θα προκάλεσε και την καταστροφή αρχείων, κανείς δεν θα ήτανε σε θέση να καταρρίψει μια ιστορία για άλλον ένα μεσσιανικό ιεροκήρυκα στην περιοχή πριν από δεκαετίες —δεν θα είχε απομείνει κανείς που να μπορούσε να πει με βεβαιότητα πως η ιστορία δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Θα αρκούσε και το πέρασμα του χρόνου βέβαια, οπότε με τον θάνατο των αρχικών συγγραφέων, οι μετέπειτα γενιές Χριστιανών ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.
Το κάτω-κάτω της γραφής πάντως είναι πως στο τέλος οι Χριστιανοί όντως ξέχασαν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων, τα θεώρησαν λανθασμένα πως ήταν ιστορίες βασισμένες σε ιστορικά γεγονότα και παράλληλα τα τοποθέτησαν πρώτα σε σημασία, με τις επιστολές από τις οποίες ξεπήδησαν να θεωρούνται δευτερεύουσες. Καθώς άρχισε να αποκρυσταλλώνεται και η Εκκλησία, τυποποιώντας το χριστιανικό δόγμα και αφομοιώνοντας ή εξολοθρεύοντας άλλες σέκτες, τα κείμενα εκείνα που είχαν επιβιώσει και κατέγραφαν τον πραγματικό σκοπό των ευαγγελίων θα θεωρούνταν αιρετικά και θα καταστρέφονταν. Το μόνο που μένει είναι να διαβάσει κανείς τις επιστολές, προϋποθέτοντας ως πραγματικά τα ευαγγέλια, και να θεωρήσει πως και οι δύο ομάδες κειμένων γράφτηκαν για να περιγράψουν το ίδιο σετ πεποιθήσεων, και να πώς γεννήθηκε ο σύγχρονος Χριστιανισμός.
Προφανώς έχουμε ξεστρατίσει πολύ από την πεπατημένη. Αλλά υπάρχουν στοιχεία για τη θεωρία αυτή πέρα από μερικές αράδες απολογητών του 2ου αιώνα. Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία μέσα στα ίδια τα ευαγγέλια που υποδηλώνουν τον αρχικό σκοπό των ευαγγελίων.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο On the way to Ithaca, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.