Τί σημαίνει να είναι κάποιος άθεος σε κράτη στα οποία επικρατεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα; Σε αυτή τη δημοσίευση, ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου διερευνά το ερώτημα αυτό μελετώντας τους Έλληνες άθεους. Η ανάλυσή του καταδεικνύει ότι οι Έλληνες άθεοι επιλέγουν την αθεΐα ως απόρροια της θραύσης της αλυσίδας της θρησκευτικής μνήμης. Αρχικά, η διαμόρφωση της άθεης ταυτότητάς τους λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο με σκοπό να απορρίψουν την αντίστοιχη ορθόδοξη, αλλά με την πάροδο του χρόνου οι Έλληνες άθεοι ανακαλύπτουν ο καθένας τη μοναδική ταυτότητά του με θετικό τρόπο, με βάση αθεϊστικές πεποιθήσεις και ηθικές αρχές.
Ακόμα και μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 95% του πληθυσμού της Ελλάδας ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα του χριστιανισμού και ορισμένες δημοσκοπήσεις (του 2006) υποστήριζαν τη θέση αυτή (ορθόδοξοι χριστιανοί: 96,9%, άθεοι <2%). Εντούτοις, σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 81,4% είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, ενώ το 14,7% είναι άθεοι (Χιώτης 2015), γεγονός το οποίο αποτελεί αξιοσημείωτη μεταβολή. Η διεθνής ‘αναβίωση’ της αθεΐας, ιδιαίτερα το κύμα το οποίο καλείται ‘νέος αθεϊσμός’, έχει επηρεάσει εκτός άλλων και την Ελληνική κοινωνία. Η απόδοση στα Ελληνικά όλων των σημαντικών έργων των πρωταγωνιστών του διεθνούς κινήματος (Dawkins, Dennett, Hitchens & Harris), άρθρα τα οποία πραγματεύονται την αθεΐα δημοσιευμένα σε ‘κυρίαρχα’ ΜΜΕ, ιστοσελίδες, ιστολόγια και χώροι διαδικτυακών συζητήσεων τα οποία επικροτούν και διαδίδουν τις απόψεις και τις ιδέες της αθεΐας, καθώς και η ίδρυση της Ένωσης Αθέων Ελλάδας το 2012 είναι μεταξύ των πιο σημαντικών εξελίξεων.
Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οι κοινωνιολόγοι αγνοούσαν σχεδόν εντελώς τους άθεους (Le Drew 2013, 1), γεγονός το οποίο προκαλεί αρκετή έκπληξη, όμως εν αντιθέσει με το διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον, η αθεΐα στην Ελλάδα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να προσελκύσει το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημόνων. Έχοντας το παραπάνω υπ’ όψιν το 2012 ξεκίνησα μια ποιοτική έρευνα περί αθεΐας από την οποία προέκυψαν 63 ημι-δομημένες συνεντεύξεις με ανθρώπους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως άθεοι. Ο σκοπός ήταν να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήματα: Ποιοί είναι οι Έλληνες άθεοι στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία; Σε τί είδους οικογενειακό περιβάλλον γεννήθηκαν και ανατράφηκαν; Πώς απομακρύνθηκαν από το παραδοσιακό και κυρίαρχο θρησκευτικό παράδειγμα και πώς αντέδρασαν οι οικείοι τους σε αυτή τη ρήξη με το παρελθόν τους; Ποιές είναι οι πεποιθήσεις τους σχετικά με τη θρησκεία, την ηθική, και τη ζωή;
Εξαιρουμένων των λίγων συμμετεχόντων οι οποίοι είχαν λάβει την ανατροφή τους σε κοσμικό ή άθεο-σε κάποιο βαθμό-οικογενειακό περιβάλλον και ορισμένων οι οποίοι προέρχονταν από μικτές οικογένειες (π.χ. ο ένας γονέας Ορθόδοξος και ο έτερος γονέας Διαμαρτυρόμενος Χριστιανός), όλοι οι υπόλοιποι είχαν ανατραφεί σε οικογένειες στις οποίες το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα ήταν το κυρίαρχο παράδειγμα και είτε και οι δύο γονείς ήταν ενεργοί θρησκευτικά είτε κυρίως η μητέρα, η οποία συνήθως ήταν ο γονέας με την ισχυρότερη σχέση με τη θρησκεία. Η διαβίωση στην ελληνορθόδοξη κοινωνία, ιδίως στο παρελθόν, καθιστούσε σχεδόν αναπόφευκο τον ενστερνισμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων και εθίμων των γονέων, αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί οικογενειακή αλυσίδα της θρησκευτικής μνήμης (Hervieu-Leger, 2006).
Κατά συνέπεια, πολλοί εκ των συμμετεχόντων στην έρευνα κατά το στάδιο της παιδικής τους ηλικίας είχαν στενές σχέσεις με την εκκλησία και υιοθετούσαν τα οικογενειακά θρησκευτικά έθιμα, όπως τήρηση νηστείας και τακτική προσευχή, ενώ κάποιοι εξ αυτών παρακολουθούσαν τη Λειτουργία και πήγαιναν στο κατηχητικό. Σε πλήθος περιπτώσεων, παρ’ όλα αυτά, το κατηχητικό και η παρακολούθηση των λειτουργιών αποτελούσαν κοινωνικές υποχρεώσεις και δράσεις κοινωνικής ένταξης, και όχι απαραίτητα ένδειξη ισχυρής πίστης, αν και την ίδια χρονική περίοδο σαφώς και δεν είχαν προσχωρήσει στην αθεΐα:
«Πήγαινα στο κατηχητικό από την ηλικία των 5 έως 8 ετών, διότι όλοι οι φίλοι μου συμμετείχαν και δεν είχα κάτι άλλο να κάνω τα Σαββατοκύριακα». –Σωτήρης [1]
Οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων χαρακτήρισαν τις οικογένειές τους ως τις συνηθισμένες ορθόδοξες χριστιανικές, μεσαίας τάξεως οικογένειες, όχι πολύ θρησκευόμενες – (κάτω του) μέσου όρου – οι οποίες διεφύλασσαν τις περί ων ο λόγος διδαχές και έθιμα, τα οποία θεωρούντο θετικά, και απέρριπταν οτιδήποτε θεωρούσαν εσφαλμένα ή επιβλαβή.
Οι Έλληνες άθεοι συχνά εκφράζονται σχετικά με την πρώην θρησκευτική τους ταυτότητα ως κάτι το οποίο ήταν επιβεβλημένο από την οικογένεια παρά σαν μια γνήσια θρησκευτική πεποίθηση, εύρημα το οποίο επαληθεύει προγενέστερες έρευνες. (Chalfant 2011, 51-54)
«Στο πρώιμο στάδιο της παιδικής μου ηλικίας, όπως κάθε Ελληνόπουλο της εποχής μου, οι γονείς μου και το περιβάλλον μού είχαν ενσταλλάξει το Ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Ελέω περιορισμένων γνώσεων και ερήμην ανάπτυξης κριτική σκέψης, ήμουν πεπεισμένος πως ο θεός της θρησκείας μας ήταν αληθινός». -Παρασκευάς
Αλλά κάποιες φορές αυτή η αλυσίδα σπάει και παρατηρούμε διακοπές στη θρησκευτική συνέχεια (Bengtson 2013, 131-144). Υπάρχει πληθώρα αιτιών για τη ρήξη με το κυρίαρχο θρησκευτικό παράδειγμα τόσο εντός του πλαισίου της οικογενείας όσο και εντός κοινωνίας (π.χ. ανάγνωση βιβλίων, κινηματογραφικές ταινίες επιστημονικού περιεχομένου, παρατήρηση των κοινωνικών γεγονότων/ εξελίξεων, αναστοχασμός), αλλά ο συνήθης παράγων είναι ο χρόνος, καθώς για τη συντριπτική πλειονότητα το έναυσμα τοποθετείται μεταξύ παιδικής ηλικίας ή εφηβείας και νεαρής ενηλικίωσης (20-29 ετών).
«Είχα αμφιβολίες από πολύ νεαρή ηλικία, ήμουν στο χωριό της μητέρας μου, 6-7 χρονών…Συνάντησα το θείο της μητέρας μου ο οποίος ήταν ιερέας, τον προσέγγισα για να φιλήσω το χέρι του και του έκανα ερωτήσεις σχετικά με τις άλλες θρησκείες. Αποκρίθηκε ότι όλες οι υπόλοιπες ήταν λάθος και μόνο εμείς (οι ορθόδοξοι) κατείχαμε την αλήθεια. Στο παιδικό μου μυαλό αυτό φάνταζε παράλογο, διότι κάθε θρησκεία έχει αυτή την πεποίθηση, επομένως είτε όλες είχαν δίκιο είτε άδικο, δεν γίνεται να μεταχειρίζεσαι τέτοιου είδους επιχειρηματολογία για να δικαιολογήσεις την πίστη σου». -Χρυσάνθη
Για την πλειοψηφία των συμμετεχόντων αυτή η διαδικασία της αποστασιοποίησης διήρκεσε αρκετά. Όπως την περιέγραψε κάποιος:
«Είναι σαν ένα πλοίο το οποίο αποπλέει και σταδιακά απομακρύνεται από την ακτή». -Δημήτρης
Εκτός από τη διάρρηξη της αλυσίδας της θρησκευτικής μνήμης, οι άθεοι φαίνεται πως σχηματίζουν μια άθεη ταυτότητα μέσω της έκφρασης των απόψεών τους όσον αφορά την ηθική, το νόημα της ζωής και τις προσωπικές πεποιθήσεις. Όταν κλήθηκαν να σχολιάσουν τη θέση της Εκκλησίας ότι οι άθεοι είναι ανήθικοι λόγω του ότι η θρησκεία είναι ο μόνος τρόπος να καταστεί ηθική η ανθρώπινη κοινωνία, ή το απόφθεγμα του Dostoyevsky ότι «χωρίς θεό όλα επιτρέπονται», το απέρριψαν εντελώς, υποστηρίζοντας ότι οι θρησκείες είναι υπερβολικά ανήθικες και αναφέροντας ως παράδειγμα πλήθος θεμάτων όπως η βία (π.χ. Σταυροφορίες, το Ισλαμικό Χαλιφάτο), τα οικονομικά σκάνδαλα, η παιδική κακοποίηση, κλπ. Υποστήριξαν ότι βοηθούν τους συνανθρώπους τους όχι επειδή μια θεία δύναμη τους επιβλέπει και τους αξιολογεί ή λόγω του φόβου της κόλασης. Ισχυρίστηκαν ότι ως άθεοι είναι κι αυτοί ηθικοί, διότι η ηθική θεσπίζεται σε κοινωνικό πλαίσιο και η ηθική με τη θρησκεία δεν συσχετίζεται, επιβεβαιώνοντας τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών (Bengtson 2013, 155).
Κάποιος εξ αυτών αναρωτήθηκε:
«Είμαι ανήθικος διότι δεν πηγαίνω στην εκκλησία; Είμαι ανήθικος επειδή είχα προγαμιαίες σχέσεις;» -Θέμης
Όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε τί πιστεύουν, δηλαδή το λόγο ύπαρξής τους (raison d’ etre). Όλοι απέρριψαν όλες τις υπερφυσικές δυνάμεις οι οποίες υποτίθεται ότι επηρεάζουν δυναμικά τις ανθρώπινες ζωές ή κάθε δύναμη η οποία υποτίθεται ότι δημιούργησε το σύμπαν. Όπως και σε άλλες έρευνες (Bengtson 2013, 155), ορισμένοι εξήγησαν πως εκτιμούν την επιστήμη, την τεχνολογία και τα επιτεύγματά τους, άλλοι υποστήριξαν πως πιστεύουν στον άνθρωπο, την κοινωνία, τη φύση ή τα ζώα και άλλοι στον εαυτό τους και την ελευθερία. Το τελευταίο σημείο απαντάται και σε άλλες ποιοτικές έρευνες στα πλαίσια των οποίων οι άθεοι δήλωσαν πως σταμάτησαν να λατρεύουν τον θεό και τώρα λατρεύουν την ελευθερία (Zuckerman 2012, 11), αν και εν προκειμένω η έννοια της λατρείας έχει προφανώς μεταφορική σημασία.
Το αρχικό αποτέλεσμα της έρευνάς μου είναι ότι οι Έλληνες άθεοι των οποίων η ανατροφή έλαβε χώρα σε Ορθόδοξο χριστιανικό περιβάλλον αποφάσισαν να διαρρήξουν την αλυσίδα της θρησκευτικής μνήμης και να αλλάξουν τη θεωρούμενη εθνική Ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα σε κάποια στιγμή της ζωής τους, ακολουθώντας διαφορετικές πορείες. Ωστόσο, όπως απεδείχθη, κατόπιν μιας αρχικής φάσης-αυτής της απόρριψης της ορθόδοξης ταυτότητάς τους-κατευθύνθηκαν προς την πορεία σχηματισμού της άθεης ταυτότητας. Αυτό σημαίνει ότι η συντριπτική πλειονότητα αναστοχάστηκε επί πλήθος θεμάτων, πιο συγκεκριμένα το νόημα της ζωής και την ηθική, χτίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ξεχωριστή άθεη ταυτότητα η οποία δεν ορίζεται πλέον αποκλειστικά από αντι-ορθόδοξη στάση και συμπεριφορά. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξουμε εάν υπάρχουν περισσότεροι άθεοι στην Ελλάδα προς το παρόν, ή εάν άρχισαν πλέον να εκφράζονται ανοιχτά, ή και τα δύο. Η αλήθεια είναι ότι η αθεΐα στην Ελλάδα ακόμα διανύει τη νηπιακή της ηλικία εν αντιθέσει με άλλες δυτικές κοινωνίες και αυτό επίσης ισχύει και για την επιστημονική της μελέτη.
Παραπομπές
Bengtson, L. Vern. (2013). Families and Faith: How Religion is passed down across Generations. Oxford: Oxford University Press.
Chalfant, Eric. (2011). Thank God I’m an Atheist: Deconversion Narratives on the
Internet. Unpublished MA Thesis. Winston-Salem, North Carolina: Wake Forest University.
Chiotis, Vassilis. (2015). “Orthodox Christians, but once a year”. To Vima, 12-13
Hervieu-Leger, Daniele. (2006). Religion as a Chain of Memory. Cambridge: Polity
Press.
Le Drew, Stephen. (2013). “Discovering Atheism: Heterogeneity in Trajectories to
Atheist Identity and Activism”. Sociology of Religion, 74 (4), 454-463.
Zuckerman, Phil. (2012). “Contrasting Irreligious Orientations: Atheism and Secularity in the USA and Scandinavia”. Approaching Religion, 2 (1), 8-20.
[1] Όλα τα ονόματα τα οποία παρατίθενται αποτελούν ψευδώνυμα.
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου διδάσκει κοινωνιολογία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στην Αθήνα. Απέκτησε το διδακτορικό του στην Κοινωνιολογία της Θρησκείας από το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Από το 2011 έχει εργασθεί ως ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στα Προγράμματα Ευρωπαϊκής Ένωσης πάνω στους τομείς της κοινωνικοπολιτικής συμμετοχής της νεολαίας (MYPLACE 2011-15), την ευημερία της νεολαίας (MYWEB 2014-16) και την αξιολόγηση καινοτόμων κοινωνικών πολιτικών (INNOSI 2015-17). Τα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνουν, εκτός άλλων, τα εξής: πολιτική και θρησκεία, θρησκευτικές κοινότητες στην ελληνική κοινωνία, θρησκευτική ελευθερία, θρησκεία και παγκοσμιοποίηση, ακτιβισμός και κοινωνικο-πολιτική συμμετοχή της νεολαίας, και ακροδεξιός εξτρεμισμός.
Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: sociology.panteion@gmail.com