Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (7)
Στέλιος Φ., 67 ετών, γεννημένος στην Αθήνα, από σπουδές μηχανικός και μαθηματικός, από επάγγελμα εκπαιδευτικός.
Σ’ αυτό το κείμενο περιγράφω την πορεία μου από τη φυσική κατάσταση της άγνοιας, στην οποία γεννήθηκα, μέχρι την αθεΐα, στην οποία κατέληξα και η οποία ήταν αποτέλεσμα της παιδείας και των προβληματισμών μου, ενάντια στην οικογενειακή ανατροφή και τις επιδράσεις της κοινωνίας, στις οποίες βρέθηκα εκτεθειμένος.
Γεννήθηκα λοιπόν τη δεκαετία του ’40 στην Αθήνα, σε μια εργατική οικογένεια με παππού γεννημένο στη Νάξο, οικοδόμο στο επάγγελμα, υπερβολικά πιστό και με ελάχιστη μόρφωση, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του. Έψελνε σε διάφορες εκκλησίες και ξωκλήσια και αμφιβάλλω αν είχε διαβάσει ποτέ κάποιο βιβλίο πέρα από τα εκκλησιαστικά· θεωρούσε δε μεγάλη αμαρτία να πας στον κινηματογράφο, τον οποίο ονόμαζε «σατανογράφο». Όταν κάναμε καμιά ζημιά και μας μάλωνε, μας αποκαλούσε «μπολσεβίκο»! Σε μικρή ηλικία δεν καταλαβαίναμε τι σημαίνει αυτό, αργότερα έγινε όμως κατανοητός ο συνδυασμός της χειραγώγησης μέσω της θρησκευτικής πίστης και των φιλοβασιλικών και δεξιών κομματικών προτιμήσεων του παππού…
Ο παππούς μάς έλεγε ότι είχε βιώσει κάποια ιατρικά θαύματα, τα οποία απέδιδε αυτονόητα σε θεϊκή παρέμβαση. Δεν μίλαγε συχνά, προσευχόταν διαρκώς και, σε μεγάλη ηλικία, είχε μεσημεριάτικα ψευδαισθήσεις με αγγέλους και αγίους, μάλλον από την πολυήμερη νηστεία… Μετά τις ιερές οπτασίες και φωνές ξανάρχιζε νηστεία και προσευχές, με αποτέλεσμα να είναι πάντα αδύναμος και πεινασμένος. Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να φτάσει την ηλικία των 94 ετών και να πεθάνει τελικά από ατύχημα…
Ο πατέρας μου, γιος του παππού, γεννημένος στην Αθήνα, ήταν επίσης θρησκευτικά αφοσιωμένος, η δε μητέρα μου (ζει ακόμα, 96 ετών), από την Αθήνα κι αυτή, ήταν από τυπική χριστιανή ως αδιάφορη. Στην πολύτεκνη οικογένειά μας υπήρχαμε κάποια εποχή ταυτόχρονα 7 παιδιά, μέχρι που αρχίσαμε να ενηλικιωνόμαστε και να φεύγουμε από το σπίτι, οι περισσότεροι κατ’ ευθείαν στο εξωτερικό.
Οι θείες, από μεν την πλευρά του πατέρα μου, κόρες του προαναφερθέντος παππού, ήταν εκδηλωτικά πιστές, από δε την πλευρά της μητέρας μου (γιαγιά και 5 αδέλφια) ήταν όλοι τυπικοί χριστιανοί – πότε πότε κυριακάτικος εκκλησιασμός, αραιά και πού καμιά νηστεία, καμιά φανουρόπιτα…
Ο πατέρας μου είχε επισκεφτεί τεχνική σχολή και δούλευε αρχικά ως εργοδηγός σε οικοδομές, αργότερα εκτελούσε εργολαβίες σκυροδέματος. Ήταν φιλομαθής και είχε αποκτήσει ευρύτερες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις διαβάζοντας ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία, εξειδικευμένα περιοδικά και ημερήσιες εφημερίδες. Έφτιαχνε επίσης τεχνικά σχέδια, ζωγράφιζε πίνακες με πενάκι και λαδομπογιές και έψελνε στην εκκλησία. Θυμάμαι πάντως ότι από το ογκώδες βιβλίο «Οι Άθλιοι» του Β. Ουγκώ είχε κόψει 3-4 φύλλα, στα οποία γινόταν αναφορά στο αίσθημα και στις συναντήσεις στο πάρκο του Μάριου και της Τιτίκας ― «Καρδία υπό πέτρα»! Οι ερωτικές σχέσεις αποτελούσαν ταμπού και η περιγραφή τους δεν επιτρεπόταν να διαβαστεί από τα παιδιά!
Στο σπίτι είχαμε γραμμόφωνο, αργότερα πικάπ, και δίσκους κλασικών μουσικών έργων, κυρίως άριες από όπερες. Για πολλά χρόνια, παράλληλα με τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο και του Νίκου Γούναρη από το ραδιόφωνο, ακούγαμε και τραγουδάγαμε τα παιδιά «La donna è mobile, qual piuma al vento…» και «Una voce poco fa, qui nel cor mi risuonò…» χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς σήμαιναν αυτά.
Οι πρώτες «θρησκευτικές» πληροφορίες που θυμάμαι, είναι εξηγήσεις της μητέρας μου στον κατά 2 χρόνια νεότερο αδελφό μου ―εγώ τότε 5-6 ετών―, γιατί βρέχει και μπουμπουνίζει έξω: «Ο θεούλης ανοίγει μια βρύση στον ουρανό και στέλνει κεραυνούς για να φοβηθούν οι κακοί άνθρωποι». Εγώ ήδη τότε καταλάβαινα ότι αυτά είναι φούμαρα, διασκέδαζα όμως που έλεγαν στον «μικρό» τέτοιες ιστορίες για να καταλάβει τι γίνεται γύρω του. Μερικά χρόνια πριν θα είχε δώσει η μητέρα μου και σε μένα τις ίδιες εξηγήσεις, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα σχετικό. Η μητέρα μου είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο, πιθανόν να πίστευε δε η ίδια τις περιγραφές για τη βροχή και τον κεραυνό που μας έλεγε…
Οι επόμενες επαφές μου με «θρησκευτικά» θέματα είχαν σχέση αρχικά με τον τακτικό κυριακάτικο εκκλησιασμό στην Αγία Ζώνη Κυψέλης και, κάπως αργότερα, με το κατηχητικό της ίδιας εκκλησίας. Ο εκκλησιασμός φαίνεται να ήταν βαρετός για τους περισσότερους από τους παρευρισκόμενους στο ναό, πολύ περισσότερο για μας τα παιδιά. Το καταλάβαινες από το γεγονός ότι χάζευαν την εικονογραφία στους τοίχους του ναού ή ψιλοσυζητούσαν με το διπλανό τους· πότε πότε σταυροκοπιόντουσαν με ταχείες διεκπεραιωτικές κινήσεις του χεριού και αποχωρούσαν αμέσως μετά το Ευαγγέλιο… Ο πατέρας μου σταυροκοπιόταν πάντα πανηγυρικά, το χέρι του διέγραφε μεγάλα τόξα πριν ακουμπήσει το μέτωπο, τους ώμους και βαθιά την κοιλιά, ίσως να μουρμούριζε ταυτόχρονα και καμιά προσευχή.
Από το δημοτικό σχολείο δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από το μάθημα των θρησκευτικών. Φαίνεται ότι οι πληροφορίες από τα μαθήματα στις πρώτες τάξεις ήταν μπερδεμένες στο μυαλό μου, γιατί για αρκετό καιρό θεωρούσα τον Ηρακλή, τον Θησέα και τον Ιησού μάλλον ταυτόσημους, και μάλιστα μου έκανε εντύπωση που στην εκκλησία δεν υπήρχαν τοιχογραφίες με άθλους. Λίγο μετά διαχώρισα τα τρία πρόσωπα και ήξερα ότι Ηρακλής και Θησέας ήταν Έλληνες, αλλά για τον Ιησού δεν ήξερα ποιους άθλους ακριβώς είχε κάνει.
Από 9-10 μέχρι 12 ετών πήγαινα στο Κατηχητικό, όπου άρχισα να προσέχω τις εξηγήσεις για την εκκλησία, το θεό και όλα αυτά που μαθαίναμε εκεί. Πρέπει να πω ότι ήμουν επιμελής, έγραφα στο ειδικό τεφτεράκι δίδαγμα και ρητό, τα οποία μερικές φορές διατύπωνα πρώτος, όταν ρωτούσε ο κατηχητής – συνήθως κάποιος φοιτητής της θεολογίας, πάντα με μουστάκι. Αυτό που μου προκαλούσε δυσφορία ήταν ότι δεν δίνονταν απαντήσεις σε ερωτήματά μου που ήταν και ερωτήματα των άλλων παιδιών· ίσως δε να τα είχα ακούσει πρώτα από τους άλλους, πριν τα διατυπώσω ο ίδιος.
«Αφού κύριε όλα τα πράγματα γύρω μας έχουν φτιαχτεί από το θεό, τον ίδιο το θεό ποιος τον έφτιαξε;»
«Δεν τον έφτιαξε κανείς, ο θεός υπήρχε πάντα!»
«Πού βρέθηκε ο θεός; Και γιατί να μην υπάρχουμε κι εμείς πάντα;»
«Έτσι το κανόνισε ο θεός!»
«Γιατί το κανόνισε ο θεός έτσι, κύριε;»
«Αυτά τα είπαμε και έτσι τα πιστεύουμε, μην ρωτάς άλλο!»
Εγώ κατέγραφα στο μυαλό μου ότι δεν δόθηκε απάντηση… Το προφανέστατο ότι, εφόσον υπάρχει κάπου μια αρχή, αυτή η αρχή μπορεί να είναι εξ ίσου το σύμπαν και όχι κάποιος θεός έξω από αυτό, δεν μπορούσε και δεν πρόκειται ποτέ να απαντηθεί· ο οποίος θεός, σημειωτέον, από πουθενά δεν προκύπτει, πέρα από τις διηγήσεις ιδιοτελών επαγγελματιών της πίστης! Με τις εβδομάδες και τους μήνες συσσωρεύονταν αναπάντητες ερωτήσεις – αυτό δεν το ρωτάμε, εκείνο δεν επιτρέπεται, το άλλο απαγορεύεται, και όλα αυτά χωρίς καμία εξήγηση.
Κανένα παιδί, αλλά ούτε και ένας σοφός ενήλικας δεν είναι σε θέση να καταλάβει, γιατί ο θεός είναι μεν ένας, αλλά τρεις και μάλιστα τρεις σε ένα! Και αφού κάποιοι παλιά κατάλαβαν και διατύπωσαν τη θεωρία της τριαδικότητας για το χριστιανισμό, πώς είναι δυνατόν να μην μπορούμε κι εμείς σήμερα, έστω λίγοι, να καταλάβουμε αυτό το μυστήριο και να το εξηγήσουμε στους άλλους; Τη στιγμή μάλιστα που διορθώνουμε ή συμπληρώνουμε τον Αριστοτέλη και τον Αρχιμήδη, πώς δεν είναι δυνατόν να βελτιώσουμε τα πασιφανώς εσφαλμένα κάποιων «πατέρων»;
Τώρα ξέρω ότι τα περί τριαδικότητας είναι αντιγραφή από την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία και από τη μυθοπλασία της θεάς Εκάτης, αλλά τότε παραξενευόμουν που έλεγε ο κατηχητής ότι ο τριαδικός θεός έστειλε το γιο του, θεός κι αυτός, να «θυσιαστεί» για τις αμαρτίες των ανθρώπων… Γιατί χρειαζόταν ένα γιο να κάνει τη δουλειά, αφού μπορούσε να έρθει ο ίδιος και αφού μπορούσε να φτιάξει τον κόσμο ―λέμε τώρα― έτσι, ώστε να μην αμαρτάνει; Αφού ήξερε δε ότι θα αναστηθεί, θεός που ήταν, τι είδους «θυσία» έκανε με το γιο του, δηλαδή τον εαυτό του;
Και τι νόημα είχε να απαλλάσσονται κάποια εποχή οι άνθρωποι από τις αμαρτίες, επειδή πεθαίνει κάποιος άλλος και αφού ήταν βέβαιο ότι θα συνεχίζονταν οι αμαρτίες; Τώρα ξέρω ότι υπήρχαν πριν από τη χριστιανική μυθοπλασία καμιά δεκαπενταριά άλλοι «θεοί», τόσο αληθινοί ή ψεύτικοι όσο και ο Ιησούς από την επινοημένη Ναζαρέτ, οι οποίοι πέθαναν για κάποιο θρησκευτικό λόγο και όλοι τους είχαν αναστηθεί σε τρεις ημέρες.
Αυτός είναι και ο λόγος της αποσιώπησης των ιστορικών γεγονότων μέσω του ελέγχου της εκπαίδευσης: αν τα παιδιά μάθαιναν ότι και ο Όσιρις και ο Άττις και ο Μίθρας και ο Διόνυσος και ο Άδωνις και άλλοι είχαν αναστηθεί ως θεοί, ημίθεοι, θεάνθρωποι ή ανθρωπόθεοι, δεν θα είχε καμιά σημασία η «θυσία» του υιού του Ιουδαίου θεού. Άσε που κάπου μακριά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ―όλοι ξέραμε για Κινέζους, Ιάπωνες, Εσκιμώους και Ινδιάνους― που αγνοούσαν τότε ―μάλλον και τώρα ακόμα― ότι στην Ιουδαία γίνεται ή έγινε μια θυσία για λογαριασμό τους. Ερωτήσεις επί ερωτήσεων, όλες αναπάντητες…
Νομίζω ότι οι συζητήσεις στο κατηχητικό περί «τριάδας» και «θυσίας», «κρίνου» και «παρθενίας», ήταν για όλους τους μαθητές από τις πιο διασκεδαστικές· καθένας είχε να κάνει μια ερώτηση με στόχο να δυσκολέψει τον κατηχητή, ο οποίος προσπαθούσε ανεπιτυχώς να απαντήσει σε κάτι που και ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει, ήταν όμως υποχρεωμένος «εξ επαγγέλματος» να το υπερασπιστεί ― σαν συνήγορος σε μια υπόθεση που ήταν δικαστικά χαμένη από χέρι. Κατάληξη όλων αυτών των συζητήσεων ήταν πάντα οι τυποποιημένες φράσεις «έτσι το πιστεύουμε!», «δεν κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις!»…
Η περιέργεια και τάση των παιδιών για εξερευνήσεις και ανακαλύψεις είναι έμφυτη· ανέκαθεν συνέβαινε αυτό! Στην εποχή μου ανοίγαμε το πίσω καπάκι στα ογκώδη ραδιόφωνα και χαζεύαμε στο εσωτερικό τους τις ζεστές λυχνίες, τους αντιστάτες, τα πηνία και τους πυκνωτές, τότε όλα μεγάλα και ενδιαφέροντα. Κοιτάγαμε τον βενζινοκινητήρα που είχαμε στο πηγάδι στο Ζούμπερι, και ξέραμε τι κάνουν η μίζα, το μπουζί, το καρμπιρατέρ… Για κάθε πράγμα στη φύση και στην τεχνική, στη ζωή μας και στην κοινωνία, υπήρχε μια εξήγηση, λιγότερο ή περισσότερο σωστή. Μόνο για τις συναρμολογημένες ιστορίες των θρησκευτικών υπήρχε μια μη εξήγηση: «Έτσι το πιστεύουμε!»
Τελικά, το κατηχητικό έγινε βαρετό! Πηγαίναμε επειδή παίζαμε εκεί κοντά ποδόσφαιρο και με τον καιρό πηγαίναμε μόνο για να παίξουμε ποδόσφαιρο. Στις εκδηλώσεις του κατηχητικού εγώ και η παρέα σταματήσαμε να πηγαίνουμε, χωρίς καμιά συνεννόηση μεταξύ μας. Δεν μας ενδιέφερε πια αυτό το πράγμα. Με σύντομες συζητήσεις βρίσκαμε στο δρόμο και στην αλάνα δικές μας απαντήσεις για όλα αυτά που απέφευγε ή δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ο κατηχητής…
Λίγο μετά άρχισα στο Γυμνάσιο να μαθαίνω αρχαία ελληνικά, και κατά τους κυριακάτικους εκκλησιασμούς της οικογένειας που συνεχίζονταν αυστηρά και χωρίς απουσίες, με τον πατέρα μας πάντα επικεφαλής, καταλάβαινα με τον καιρό τα κείμενα που έλεγαν οι παπάδες και οι ψάλτες. Αρχικά μου άρεσε αυτή η γλωσσική εξάσκηση, αλλά με το χρόνο πρόσεχα το νόημα των κειμένων, τα οποία ήταν βαρετές επαναλήψεις επί επαναλήψεων των ίδιων στερεοτύπων: ένας τρανός, ο θεός ή κάτι τέτοιο απροσδιόριστο και ακατανόητο, λατρευόταν με πολυλογίες και λιβανωτούς, όπως τις άκουγε καθένας σε επικήδειους για τον αποθανόντα ή σε προεκλογικές συγκεντρώσεις για τον αρχηγό ή τις διάβαζε στις πολιτικές εφημερίδες και, μέσα σ’ όλα αυτά, οι πιστοί, αυτοεξευτελιζόμενοι, να παρακαλάνε κάποιον ή κάτι που το αγνοούσαν παντελώς, για έλεος, σωτηρία και συμπαράσταση στις ιαματικές, οικονομικές, κοινωνικές ή άλλες δυσκολίες τους.
Από τα πρόσωπά μας, το δικό μου και των αδελφών μου, πρέπει να καταλάβαινε καθένας την ανία και αδιαφορία μας… Αλλά και στα πρόσωπα των παπάδων, ψαλτών και ιεροκηρύκων μόνο επαγγελματισμό διαπίστωνα, και όχι συμμετοχή και αφοσίωση. Και παράλληλα εκείνες οι ανατολίτικες ψαλμωδίες, με τα τραβηχτά ιιιιιιι και ό,τι άλλο, τα οποία μπορώ ακόμα να ψάλλω με διάφορους «ήχους», αλλά μόνο με χλευαστική διάθεση!
Τα εφηβικά χρόνια
Κάποια εποχή είπε ο πατέρας μου στο σπίτι, απευθυνόμενος στη μητέρα μου, ότι δεν πρέπει να γελάει τόσο ζωηρά, «γιατί η Παναγία δεν γέλαγε ποτέ!» Είναι γεγονός ότι η μητέρα μου μίλαγε, γέλαγε ή έκλαιγε, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, πολύ ζωηρά και φωναχτά, ακουγόταν συχνά σε ικανή απόσταση έξω από το σπίτι. Στη συγκεκριμένη παρατήρηση του πατέρα μου, ο οποίος κάπου την άκουσε ή τη διάβασε, απάντησε όμως η μητέρα μου σε έντονο ύφος: «Άσε με καημένε με τις σαχλαμάρες σου…» Η επιβολή ιδεοληψιών, οι οποίες είχαν μεταφερθεί σε ένα μικροαστικό σπίτι που έσφυζε από ζωή, δεν ήταν εύκολο πράγμα… Κι εμείς, τα παιδιά, όσα ήμασταν αρκετά μεγάλα για να καταλάβουμε, θεωρούσαμε σαχλαμάρες αυτές τις ηθικολογικές ανοησίες του πατέρα μας και τις σχολιάζαμε διασκεδάζοντας…
Στο σπίτι ακούγονταν εκείνα τα χρόνια διαρκώς συζητήσεις και αντιδικίες για τις προσευχές, τον εκκλησιασμό και άλλα θρησκευτικά θέματα. Μια φορά μάς έβαλε ο πατέρας μου, τα τρία μεγάλα αγόρια, να διαβάσουμε κάποια προσευχή, επειδή την άλλη μέρα ήταν μια θρησκευτική γιορτή· ο ίδιος έπρεπε όμως να πεταχτεί στα μαγαζιά για να παραλάβει μια παραγγελία για το σπίτι. Μόλις έφυγε ο πατέρας μας παραμερίσαμε τη «Σύνοψη» και αρχίσαμε να διαβάζουμε, από Μίκυ Μάους ο μικρός, μέχρι «Χτυποκάρδι» ο μεγάλος. Ξαφνικά επέστρεψε όμως ο πατέρας μας επειδή είχε ξεχάσει κάτι, οπότε ψάχναμε εναγωνίως να βρούμε το βιβλίο προσευχών για να συνεχίσουμε — είχε πέσει κάτω από το κρεβάτι…
Μια Κυριακή βαριόταν ο μεγαλύτερος αδελφός να πάει στην εκκλησία και είπε: «Μα τι να κάνω πάλι εκεί, όλο τα ίδια και τα ίδια λένε!», οπότε ο πατέρας μου τον ρώτησε εξοργισμένος: «Και ο παππούς σου που είναι (τότε) 80 ετών, γιατί δεν βαριέται;» Ο αδελφός μου έδωσε την αυτονόητη απάντηση: «Ο παππούς δεν καταλαβαίνει τι λένε…» Εδώ σίγουρα θα ακούστηκε δυνατή υπόκρουση για υπογράμμιση των εντυπώσεων! Η διαφορά του μορφωτικού επιπέδου μεταξύ των γενεών και οι διαφορετικές αντιλήψεις για τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου είχαν εκδηλωθεί με την παρατήρηση του αδελφού μου και στο σπίτι μας…
Κάποια εποχή συνέβη ένα δραματικό περιστατικό στην οικογένεια. Ένα μικρό αδελφάκι, ούτε ενός έτους, πέθανε από κρύωμα ή γρίπη, φαρμακευτική δηλητηρίαση και στο τέλος αφυδάτωση. Ο γιατρός είχε γράψει ένα φάρμακο, του οποίου η δόση ήταν για ενήλικα και όχι για μωρό 10-11 μηνών. Σημαντικό ήταν ότι υπήρξε καθυστέρηση στη μεταφορά του μωρού στο νοσοκομείο, όπου με έναν ορό θα ξεπερνιόταν η αφυδάτωση, όπως είπαν αργότερα οι γιατροί. Και η καθυστέρηση οφειλόταν κατά σημαντικό λόγο στο γεγονός ότι ο πατέρας μας έψαχνε να βρει, εργάσιμη ημέρα, παπά και τον υποψήφιο νονό για να βαφτίσουν το μωρό, «μην πεθάνει και πάει αβάπτιστο» — ναι, πού αλλού εκτός από το χώμα θα πήγαινε αβάπτιστο; Ίσως βέβαια και με έγκαιρη μεταφορά στο νοσοκομείο να μην είχε σωθεί το μωρό… Δύσκολο να επανεκτιμήσει κάποιος τα γεγονότα και τις επιπτώσεις τους· οι εντυπώσεις είχαν όμως δημιουργηθεί.
Σημαντικό επεισόδιο σε σχέση με αυτό το θέμα είναι ότι, όταν πήγαμε στο νεκροταφείο να θάψουμε το μωρό και την ώρα που κατέβαινε το μικρό φέρετρο στον τάφο, η μεγάλη αδελφή μου, κάπου 16-17 ετών τότε, θλιμμένη από το θάνατο του μωρού, μέσα στο καταθλιπτικό περιβάλλον των ψαλμωδιών, των κεριών και των λιβανιών, δίπλα σε εκατοντάδες τάφους και υπό την πίεση των συζητήσεων στο σπίτι, γιατί πέθανε το μωρό και ποιος φταίει και γιατί καθυστέρησε η μεταφορά στο νοσοκομείο και όλα αυτά, έπαθε υστερία και άρχισε να φωνάζει στον πατέρα μου: «Να τι κάνει ο θεός σου! Αν υπήρχε κάπου, θα είχε σώσει αυτό το μωράκι… Να πας την Κυριακή να τον προσκυνήσεις πάλι!» Προφανέστατα έγινε σούσουρο, ο παπάς και οι ψάλτες ύψωσαν τη φωνή για να καλύψουν τις φωνές — ούτε που θα κατάλαβαν τι και σε ποιον τα έλεγε η αδελφή μου, η οποία άθελά της είχε θέσει τον προβληματισμό για την «αδιαφορία» ή τη «σιωπή του θεού».
Δεν θυμάμαι πια αν και πώς αντέδρασε ο πατέρας μας, αν κατάλαβε καν το επεισόδιο, πάντως δυο τρεις θείες τράβηξαν την αδελφή μου παράμερα και της έλεγαν ηρεμιστικές και παρηγορητικές κουβέντες, «Ντροπή, μη λες τέτοια λόγια, σε ακούει ο θεός…» και άλλα σχετικά, οπότε η αδελφή μου, ανυπόταχτη όπως όλοι μας στην οικογένεια, τους απαντούσε: «Ποιος θεός μωρέ, δεν με παρατάτε με τις σαχλαμάρες σας…»
Δεν θυμάμαι επίσης να συζητήθηκε ποτέ αυτό το επεισόδιο του νεκροταφείου στο σπίτι, πάντως όχι με δική μου παρουσία. Η πολύμηνη θλίψη για το θάνατο του μωρού κάλυπτε κάθε άλλη συζήτηση και αντιδικία. Σίγουρα όμως δημιουργήθηκαν καταλυτικές εντυπώσεις σε κάθε άνθρωπο που βρέθηκε στο νεκροταφείο, άκουσε τα λόγια και είχε την ευχέρεια να σκεφτεί.
Μια άλλη φορά -πριν ή μετά από το προαναφερθέν τραγικό γεγονός- η ίδια αδελφή είπε στο σπίτι ότι η λίγη μαυροδάφνη που δίνει ο παπάς με τη μετάληψη, δεν αρκεί για να δημιουργήσει θρησκευτικά συναισθήματα στους ανθρώπους ή κάτι τέτοιο που δεν θυμάμαι πια ακριβώς (ούτε η ίδια το θυμάται που ρωτήθηκε τώρα!). Ο πατέρας μου εξοργίστηκε, κοκκίνισε και φώναξε: «Δηλαδή κρασάκι είναι αυτό; Δεν έμαθες στα σχολεία που πηγαίνεις ότι είναι αίμα του Χριστού;» Η αδελφή μου του απάντησε ευθέως: «Πήγαινέ το για ανάλυση στον Χημικό και να μου πεις πόσα αιμοσφαίρια έχει…» Τότε έφτιαχνε ο πατέρας μας κάθε χρόνο ένα βαρελάκι κρασί από σταφύλια που τρυγούσαμε στο Ζούμπερι, και πήγαινε το απαραίτητο δείγμα στον Χημικό για να του δώσει συμβουλές κτλ. Ο έλεγχος των κρασιών από Χημικό ήταν δηλαδή θέμα που συζητιόταν τακτικά στο σπίτι…
Πω πω, με το που ακούστηκε η «βλάσφημη» υπόδειξη της αδελφής, διασπάστηκε το στερέωμα, σχίστηκε το καταπέτασμα του ουρανού, σείστηκαν οι υψηλοί θόλοι του πανίερου τεμένους! Τέτοια βλασφημία σε σπίτι χριστιανού οικογενειάρχη (του πατέρα μας) ήταν αδιανόητη… Η μητέρα μας επενέβη για να ηρεμήσουν τα πνεύματα και έστειλε την αδελφή μου στο δωμάτιό της! Αν υπήρχε Ιερά Εξέταση, θα είχε επιληφθεί αμελλητί του θέματος της «ασεβούς» προτροπής να ελέγξει η επιστήμη τις θρησκόληπτες ιδεοληψίες από την Ιουδαία! Το χάσμα μεταξύ Μεσαίωνα και Διαφωτισμού πέρναγε πλέον μέσα από την κουζινοτραπεζαρία, το σαλόνι και τα υπνοδωμάτια του σπιτιού μας…
Κάποια στιγμή, μετά από μερικούς μήνες, είπε ο πατέρας μας την ώρα του φαγητού, τελείως ξεκάρφωτα, ότι «η θεία κοινωνία είναι συμβολισμός για το σώμα και το αίμα του Χριστού» και όλοι στο σπίτι ξέραμε ότι κάπου συζήτησε το θέμα ο μεγάλος, ίσως σε καμιά εξομολόγηση, οπότε προσγειώθηκε… Άρα περίττευε και η ανάλυση της μαυροδάφνης από τον Χημικό…
Συμβολισμοί λοιπόν ήταν όλα, με δυνατότητα να τα ερμηνεύσεις όπως εξυπηρετούσε και βόλευε κάθε φορά, είτε σαν αίμα του Ιησού, του Μίθρα ή του Διονύσου, ο οποίος ήταν και ο παραδοσιακός καλλιεργητής της αμπέλου και μερακλής στο κρασί στον ελληνόφωνο χώρο, είτε σαν ηδύποτο προς τέρψιν κυρίων και κυριών, ίσως και σαν ομοιοπαθητικό φάρμακο για αρρώστους.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα, στα 14-15 χρόνια μου, αρχίσαμε να πηγαίνουμε με τον πατέρα μας, για αλλαγή κλίματος, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, στην οδό Ακαδημίας, όπου στη δεύτερη λειτουργία της Κυριακής έψελναν με τετραφωνική χορωδία. Οι περσο-αραβικές βυζαντινές ψαλμωδίες δεν αντέχονταν πια! Μας άρεσε στη νέα εκκλησία, είχαμε τα ακούσματα από τις όπερες στο σπίτι και στην αίθουσα του «Παρνασσού», παίζαμε και μουσικά όργανα…
Πηγαίναμε λοιπόν συχνά στη Ζωοδόχο Πηγή, σχεδόν κάθε Κυριακή, και στεκόμασταν στο χώρο της χορωδίας, της οποίας ο μαέστρος ήταν συγγενής μας! Όμως εμείς τα αγόρια είχαμε καταλάβει ―η μεγάλη αδελφή είχε αποστασιοποιηθεί πλήρως― ότι πρόκειται για μια κοινωνική τυπικότητα· ακούγαμε μια κλαψούρα ζητιάνου, μία ανιαρή επανάληψη δηλώσεων υποτέλειας και λατρείας προς κάτι άγνωστο και αδιευκρίνιστο που προκαλούσε σε κάποιους ανθρώπους φόβο — πάντως όχι σ’ εμάς! Εμείς παρακολουθούσαμε το σκηνικό εξ αποστάσεως, ως επισκέπτες σε βαρετό έργο. Οι εκκλησιαζόμενοι, κρίνοντας από τη γλώσσα του σώματος και του προσώπου, φαίνεται να αποκόμιζαν την εντύπωση ότι βρίσκονται στην όπερα, διαρκώς στο ίδιο έργο, του οποίου ξέρουν περίπου την υπόθεση αλλά δεν καταλαβαίνουν τα λόγια. Οι δε παπάδες και χορωδοί διεκπεραίωναν το ρόλο τους με απόλυτα επαγγελματικό ύφος.
Το μοναδικό πράγμα που ενδιέφερε τον μαέστρο και τη χορωδία στην εκκλησία ήταν να μην αλλάξει ο παπάς, ο πατήρ-Άγγελος, τον τόνο των ψαλμωδιών, οπότε δεν θα «έβγαιναν» οι τενόροι προς τα πάνω ή οι «μπάσοι» προς τα κάτω· γυναίκες δεν συμμετείχαν. Στην ανάγκη, ξεκίναγε η χορωδία στον ίδιο τόνο με τον παπά και με μια μετατροπία που είχε εξασκηθεί, μεταπηδούσαν στην κλίμακα που ταίριαζε στις φωνές… Απόλυτος επαγγελματισμός, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε κάποιος για το περιεχόμενο! Από κάποια στιγμή και μετά, αφού έσπασε η αγορίστικη φωνή μου, είχα μάθει κι εγώ σολφέζ και έψελνα στη χορωδία με τους βαρύτονους…
Παράλληλα είχαμε βέβαια μάθημα θρησκευτικών στο Η’ Γυμνάσιο, κοντά στην πλατεία Κολιάτσου, το οποίο μάθημα ήταν η «ώρα του παιδιού». Ο καθηγητής μας Ψυχάρης διεκδικούσε επιτακτικά αναγνώριση για τα ασήμαντα που είχε αναλάβει να διδάξει. Τα οποία, εφόσον ξέφευγαν από την παράθεση (αμφιλεγόμενων) ιστορικών γεγονότων, αποτελούσαν υλικό για την υποβολή ερωτήσεων και τη δημιουργία κλίματος χαβαλέ αλλά και έντασης στην τάξη.
Τώρα δεν ήταν πια εύκολο, λόγω της ηλικίας μας, να πει ο καθηγητής «έτσι το πιστεύουμε!»· έπρεπε να δοθούν πειστικές εξηγήσεις. Πώς να καταλάβει και να εξηγήσει όμως οποιοσδήποτε, ακόμα κι αυτός που τα γράφει σήμερα, τιποτολογίες όπως: «Ο Θεός είναι ελευθερία, δηλαδή αγάπη, δηλαδή ελεύθερος και από τη θεότητά του, δηλαδή βρέφος κείμενον εν σπαργάνοις…» ή επίσης «Ο Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, είναι ελευθερία αγάπης, “παραφορά ερωτικής αγαθότητος”. Η αγάπη του γίνεται κόσμος – κόσμημα, κάλλος και σοφία κλήσης μανικού εραστή προς το ερώμενο λογικό πλάσμα του, τον άνθρωπο»; Η διαστροφή απλών λέξεων και νοημάτων και η διαφυγή στην ποιητική αερολογία διευρύνεται, όσο πιο περίπλοκη είναι η μυθοπλασία που έχουν επινοήσει οι θεολόγοι και πρέπει να πλασάρουν!
Μία από τις θλιβερές αναμνήσεις από το μάθημα του Ψυχάρη είναι ότι κανείς στην τάξη (60-70 παιδιά τότε) δεν γνώριζε ότι η βέρα του γάμου λέγεται στην εκκλησιαστική ορολογία αρραβώνας. Το τι ακούστηκε από τον λαμπρό παιδαγωγό για τον εκτραχηλισμό της κοινωνίας και την αποχαλίνωση της νεολαίας, για την απώλεια των παραδοσιακών αξιών του ελληνοχριστιανισμού κ.ά. που καθιερώθηκε αργότερα να λέγονται επί στρατιωτικής χούντας και μερικές φορές λέγονται ακόμα και σήμερα, δεν περιγράφεται. Μετά απ’ αυτά μερικοί συμμαθητές, οι πιο θαρραλέοι, είχαν και απορίες: «Και τα δακτυλίδια με πετράδια πώς τα λέμε, κύριε;»… Τα σύννεφα της καταιγίδας μαζεύονταν πάνω από το σχολείο και την τάξη, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο!
Η καταιγίδα ξέσπασε και άφησε βαθιά χαραγμένη εντύπωση στη μνήμη μου, όταν κάποια χρονιά υποβάλλει ο συμμαθητής Καρ. μια ερώτηση ―την οποία ούτε ο ίδιος θυμόταν μετά, αλλά είχε διατυπωθεί με «προκλητικό ύφος», όπως ειπώθηκε―, ο καθηγητής πηγαίνει επάνω του με άγριες διαθέσεις και ο Καρ. τρέχει ανάμεσα και πάνω από τα θρανία για να γλιτώσει τα χαστούκια. Κάποια στιγμή φτάνει ο Ψυχάρης τον διωκόμενο και αυτός τραβιέται απότομα και αδέξια, οπότε σκίζεται η τσέπη στο σακάκι του καθηγητή· ένα σακάκι με την τσέπη να κρέμεται! Και σε μια εποχή που δεν είχαν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεύτερο κοστούμι.
Στάση και απείθεια απέναντι στην καθηγητική εξουσία, αμφισβήτηση της σοφίας του διδάσκοντος, προσπάθεια αποφυγής του καθαγιασμένου παιδαγωγικού μέσου του χαστουκιού, καταγγελία στον εμπαθέστατο και συμπλεγματικό Γυμνασιάρχη Ρούσσα, ανακρίσεις, αποβολές… Δεν μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω γιατί συνέβη το συγκεκριμένο περιστατικό ―αλλά και άλλα, λιγότερο σημαντικά― στο μάθημα του συγκεκριμένου καθηγητή! Πιστεύω ότι καθένας απολάμβανε το κύρος που του έδινε το διδασκόμενο μάθημα!
Εκείνα τα χρόνια άρχισε να κτίζεται στην οδό Αχαρνών ο ναός των Ουνιτών ή Ελληνόρρυθμων Καθολικών, οι οποίοι υπάγονται στο ταμείο του πάπα, αλλά ακολουθούν το τυπικό της ανατολικής εκκλησίας, με κάποιες παραλλαγές. Αυτοί αποτελούν κόκκινο πανί για τους παραδοσιακούς παπάδες, γιατί αποτελούν ένα κρίκο μεταξύ των ορθοδόξων και των «αιρετικών» καθολικών. Σημειωτέον ότι στην ίδια εκκλησία ανήκε το Νοσοκομείο Παμμακάριστος που υπάρχει ακόμα στα Κάτω Πατήσια και υπάγεται τώρα στο ΕΣΥ. Μαθαίνουμε λοιπόν στο σπίτι ότι μια θεία μας, θεούσα, περίπου 45 ετών τότε, είχε συλληφθεί και κρατείτο στο Αστυνομικό Τμήμα.
Πήγε ο πατέρας μου ως μεγαλύτερος αδελφός ―σίγουρα θα ήταν εκεί και ο σύζυγος της θείας― να δει για ποιο λόγο μπορεί να συνελήφθη μια θρησκευόμενη γυναίκα, δεξιότατων πολιτικών φρονημάτων και κατά τ’ άλλα φιλήσυχη νοικοκυρά. Μαθαίνει εκεί ότι η αδελφή του μαζί με άλλες γυναίκες και έναν παπά μπροστά ξεκίνησαν από το τέρμα Πατησίων να πάνε να γκρεμίσουν το ναό των … Ούννων! Η Αστυνομία ειδοποιήθηκε για την κίνηση μεγάλης ομάδας ατόμων ―ήταν και η εποχή των διαδηλώσεων για την Κύπρο― και έκανε προληπτικές συλλήψεις. Ρωτάει λοιπόν ο πατέρας μου την αδελφή του, «Εσύ τι δουλειά είχες να πας να γκρεμίσεις το ναό;» Απαντάει αυτή, «Μα αυτοί είναι Ούννοι και θέλουν να καταργήσουν τη θρησκεία μας!»
Ο παπάς μπέρδεψε το Ουνία (Unity, Uniert) με το Ούννος (Huns, Hunnen), μάλλον επίτηδες, διηγήθηκε στις αμόρφωτες γυναίκες τι κακό έκαναν οι Ούννοι τον 4ο αιώνα μ.Χ. στην Ευρώπη, φυσικά όσα ήξερε από το σχολείο, και τις παρότρυνε να θυμηθούν τις χριστιανικές παραδόσεις της καταστροφής και του ξυλοδαρμού καθενός που απειλούσε το ταμείο τους. Εννοείται δεν συνέβη τίποτα στο ναό, ο οποίος υπάρχει ακόμα, ίσως όμως πέτυχαν οι παπάδες με τη φασαρία να μην τολμήσει τότε κανένας περίεργος Ελληνορθόδοξος να μπει μέσα, γιατί ακούγεται εκεί ενόργανη εκκλησιαστική μουσική που αρέσει σε κάθε μουσικόφιλο. Αν «παρασυρθεί», πάει χάθηκε το ποίμνιο! Θα πάει σε άλλο μαντρί και άλλο ταμείο!
Σ’ αυτό το κλίμα και στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου (17-18 ετών πλέον), δεν πήγαινε η οικογένεια ομαδικά στην εκκλησία ―τα παιδιά δεν πηγαίναμε καθόλου―, παρά μόνο σε καμιά μεγάλη γιορτή. Είχα σχηματίσει ήδη την πεποίθηση ότι όλα αυτά που λέγανε στις εκκλησίες ήταν βαρετά παραμύθια μεν, αλλά άκακα, για να σε αποτρέπουν από «κακές παρέες». Η συνταγή ήταν, καλύτερα στην εκκλησία παρά στο σφαιριστήριο. Και όλα αυτά τα έπαιρνε ο πατέρας μας περισσότερο σοβαρά απ’ όσο τους άξιζε…
Είμαι βέβαιος ότι, αν δεν είχαν συμβεί όσα περιγράφω στα επόμενα, θα είχα διατηρήσει μέχρι σήμερα την ιδιότητα του αδιάφορου, άτυπου πιστού, ακριβώς όπως συμβαίνει με την τεράστια πλειοψηφία των μελών του ελληνορθόδοξου «ποιμνίου».
Τα χρόνια στο εξωτερικό
Λίγο καιρό μετά βρέθηκα στη Γερμανία ως εργαζόμενος και φοιτητής πολυτεχνείου, κι εκεί έμαθα ότι κάθε άλλο παρά άκακος ήταν ο εκκλησιαστικός μηχανισμός και τα στελέχη του, πέρα από το γεγονός ότι η χριστιανική θρησκεία ήταν συρραφή επινοημένων και παραποιημένων ιστοριών, συχνά δε και εγκληματικών εντολών εκ θεού για δολοφονία αδύναμων ανθρώπων.
Το πρώτο που κατέγραψα τότε με έκπληξη και θυμό ήταν ότι, πολλά από τα γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία που σχετίζονταν με τη θρησκεία και την εκκλησία, είχαν αποσιωπηθεί ή παραποιηθεί στο σχολείο και είχαμε διδαχθεί επιλεκτικά μόνο μερικά λίγα και στο βαθμό που δινόταν ευκαιρία να κατηγορηθούν οι Καθολικοί:
- Αυτοί έκαιγαν «αιρετικούς» και «μάγισσες», ούτε κουβέντα όμως για τους ανασκολοπισμένους και πυρπολημένους Παυλικανούς, Βογόμιλους και άλλους «αιρετικούς» στην Ανατολή.
- Αυτοί εξέδιδαν και πουλούσαν συγχωροχάρτια, ούτε κουβέντα όμως για τα ορθόδοξα συγχωροχάρτια που κυκλοφορούσαν έναντι χρημάτων στον ελλαδικό χώρο ακόμα και στα χρόνια που πηγαίναμε εμείς σχολείο, π.χ. το 1955.
- Αυτοί πουλούσαν και αγόραζαν τον παπικό θρόνο, ούτε κουβέντα όμως για τις χρηματικές συναλλαγές με το σουλτάνο για την εξαγορά του θρόνου των πατριαρχείων στην Ανατολή κ.ο.κ.
Κατάλαβα λοιπόν ότι όλα αυτά τα χρόνια ο κρατικός (σχολικός) μηχανισμός και οι έμμισθοι υπηρέτες του μας κορόιδευαν και μας παραπλανούσαν. Και ακριβώς αυτή τη δυνατότητα γνώσης των γεγονότων και κατανόησής τους ήθελε να αποτρέψει αργότερα ο Χριστόδουλος, ως αρχιεπίσκοπος, όταν καταριόταν το Διαφωτισμό και εξύβριζε τους «ξενοσπουδασμένους» και «ευρωλιγούρηδες»…
Στο μυαλό μου ήταν όμως ακόμα τότε όλα χύμα και αταξινόμητα. Ζητούμενο ήταν να κατασταλάξω, τι απ’ αυτά που είχα ακούσει ήταν σωστά και ποια πράγματα δεν είχα καταλάβει ή δεν είχα ακούσει καν!
Να μη νομιστεί βέβαια ότι έκανα τότε εξειδικευμένες και εντατικές μελέτες! Παράλληλα με τα θεωρητικά και τεχνικά μαθήματα των σπουδών και παράλληλα με τις ευκαιριακές εργασίες που αναγκαζόμουν να κάνω για να βγάζω κανένα φράγκο, παρακολουθούσα διάφορα άλλα θέματα. Πήγαινα, για παράδειγμα, στη μεγάλη βιβλιοθήκη του πολυτεχνείου, ξεφύλλιζα και διάβαζα σε βιβλία για ιστορία, μαθηματικά, μουσική, τεχνική μηχανική, ηλεκτρολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, φυσική… Εκεί, σ’ αυτήν τη βιβλιοθήκη που στεγάζεται στον μπαρόκ πύργο της πόλης, κάνοντας άλματα από το ένα αντικείμενο στο άλλο, έφτασα σε ένα όνομα που δεν είχα ξανακούσει μέχρι τότε: Bertrand Russell. Μπα, ποιος είναι αυτός με το πονηρό χαμόγελο, περίπου 90 ετών τότε;
Το πρώτο δοκίμιό του που διάβασα, έχει στα γερμανικά τον τίτλο «Warum ich kein Christ bin» (Γιατί δεν είμαι χριστιανός). Εκεί αναφέρονται όλες οι σχολικές «αποδείξεις» για την ύπαρξη θεού, τις οποίες ο Ράσελ καταρρίπτει μία μία λογικά. Για κάποιον που πιστεύει εκ προοιμίου, έτσι κι αλλιώς δεν εξυπηρετεί τίποτα η παράθεσή τους, άρα ο μόνος λόγος που περιέχονται στο σχολικό βιβλίο είναι να μεταπείσει ―λέμε τώρα!― τους επιφυλακτικούς! Στη συνέχεια ασχολείται ο Ράσελ με τα σημαντικά πρόσωπα του χριστιανισμού, αρχικά τον Ιησού, τον οποίο χαρακτηρίζει όχι και τόσο καλό άνθρωπο (καλά, θεό δεν τον θεωρεί ούτε για αστείο!), επειδή χωρίζει τους ανθρώπους σε οπαδούς και αντιπάλους και απειλεί τους δεύτερους με απόρριψη και τιμωρίες («Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί» Ματθ. 12.30).
Κάπου εκεί αναφέρει ο συγγραφέας ότι ο φιλόσοφος Σωκράτης ήταν πολύ πιο ευφυής και καλός άνθρωπος από τον ευαγγελικό Ιησού και φέρνει παράδειγμα την κατάρα του δεύτερου σε βάρος μιας συκιάς, επειδή δεν είχε σύκα σε εποχή εκτός καρποφορίας. Τελικά χαρακτηρίζει ο Ράσελ τη χριστιανική θρησκεία και την εκκλησία ως μεγάλο εμπόδιο για την εμπέδωση μιας ηθικής κοινωνίας και θεωρεί ότι μια ιδεολογία θα ήταν πολύ αποδοτικότερη αν στηριζόταν στην ανθρώπινη ευφυΐα και όχι στο φόβο που υποδαυλίζει η εκκλησία.
Καθώς διάβασα σε 1-2 απογεύματα το κείμενο του Ράσελ, είχα την εντύπωση ότι το είχα γράψει εγώ. Τα περισσότερα από αυτά τα είχα ξαναδιαβάσει ή σκεφτεί ο ίδιος με κάποιο τρόπο, μόνο που δεν τα είχα τότε στο μυαλό μου στην απαιτούμενη σειρά και τάξη, με την οποία μπορούσε να τα παρουσιάσει ένας ιδιοφυής άνθρωπος, όπως ο συγγραφέας.
Επόμενη ανακάλυψη και «γνωριμία» μου ήταν ο Karl-Heinz Deschner. Διάβασα κάπου στις εφημερίδες για μια δίκη που είχε γίνει εναντίον του στη Βαυαρία, λόγω «βλασφημίας σε βάρος της χριστιανικής θρησκείας», οπότε κατάλαβα ότι κι αυτός «δικός μας» θα είναι. Κατά το 1965, τη χρονιά που πήρα το προδίπλωμα στο Πολυτεχνείο, διάβασα το βιβλίο του Ντέσνερ «Abermals krähte der Hahn» (Ο πετεινός λάλησε άλλη μια φορά), με τον υπότιτλο «Η αφαίρεση της μάσκας του χριστιανισμού — Από τους ευαγγελιστές μέχρι τους φασίστες». Νεότερες εκδόσεις έχουν τον υπότιτλο: «Μια ιστορία της εκκλησίας με κριτικό πνεύμα».
Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσει ο καθένας, πριν ασχοληθεί με το μεγάλο μεταγενέστερο έργο (10 τόμοι) του ίδιου συγγραφέα με τίτλο «Die Kriminalgeschichte des Christentums» (Η εγκληματική ιστορία του χριστιανισμού). Ήδη τότε που διάβασα τον «Πετεινό», είχα την άποψη ότι, αν αυτό διδασκόταν στα σχολεία, σε μια-δυο γενιές και χωρίς το δημόσιο χρήμα, θα είχε περιοριστεί η σημασία της θρησκείας και της εκκλησίας στο επίπεδο ενός εξωραϊστικού συλλόγου.
Αυτό που μου έκανε εντύπωση στα βιβλία του Ντέσνερ είναι το πλήθος των πληροφοριών και οι πολυάριθμες παραπομπές στη βιβλιογραφία. Σημαντική είναι επίσης η παρατήρηση του Ντέσνερ στο βιβλίο για τον «Πετεινό», στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης ότι, «Κανένα σημείο της πρώτης έκδοσης αυτού του βιβλίου δεν χρειάστηκε τροποποίηση, γιατί δεν βρέθηκε στις 450 σελίδες του ούτε μία ανακρίβεια!»
Εκεί στο Πολυτεχνείο συμπλήρωνα καθημερινά, άλλοτε σε συζητήσεις με συμφοιτητές και άλλοτε με ανάγνωση των φυλλαδίων της «Ουμανιστικής Ένωσης», το έλλειμμα γνώσεων που μου είχε δημιουργήσει το υποβαθμισμένο ελληνικό σχολείο, ως προς τις απόψεις των χριστιανών «πατέρων» και της εκκλησίας γενικότερα, για τη γνώση και την επιστήμη, π.χ.:
■ Ο Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertullianus, 155-240 μ.Χ.), ήταν εχθρός των επιστημών και απαγόρευε στους μαθητές του να γίνουν δάσκαλοι, ώστε να μη συμβάλλουν στη διάδοση των γνώσεων.
■ Ο Αμβρόσιος (Ambrosius, 339-397 μ.Χ.), επίσκοπος Μεδιολάνου, άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, κήρυσσε ότι η επιστήμη ήταν ενάντια στο θεό και μόνο τα ιερά βιβλία του χριστιανισμού περιείχαν την αλήθεια.
■ Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «Περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη γεωμετρία. Διότι είναι άνθρωποι της γης, μιλούν γήινη γλώσσα και δεν γνωρίζουν Εκείνον ο οποίος έρχεται από τον ουρανό. Με ζήλο μελετούν τη γεωμετρία του Ευκλείδη, θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο, μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό».
■ Ο Ιωάννης Χρυσόστομος που δεν είχε καμιά σχέση με τις επιστήμες και τα γράμματα –παρ’ ότι εορτάζεται παρ’ ημίν ως προστάτης τους(!)– έλεγε/έγραφε για τον Πλάτωνα: «Όσα έκαμεν ο Πλάτων και οι σύγχρονοί του για γραμμές και αριθμούς και γωνίες και στιγμές και αριθμούς αρτίους και περιττούς και ίσους μεταξύ τους και άνισους, όλ’ αυτά για εμάς είναι ανώφελα και τιποτένια. Γιατί οι μαθηματικές ενασχολήσεις του είναι περισσότερο άχρηστες για τη ζωή μας και από το πανί που πλέκουν οι αράχνες, γι’ αυτό και ξεκουμπίστηκε (ο Πλάτων) απ’ τη ζωή χωρίς τίποτα να ωφελήσει..»
■ Ο εκκλησιαστικός πατέρας Αυγουστίνος (Aurelius Augustinus, 354-430 μ.Χ.), επίσκοπος Ιππώνος της Λιβύης, επίσης άγιος όλων των χριστιανικών δογμάτων, έγραφε ότι οι «μηχανικές τέχνες» δεν ήταν χρήσιμες σε ένα χριστιανό, τα μαθηματικά ήταν «επικίνδυνα» και η ενασχόληση με την ποίηση «αμαρτία».
■ Ο Μέγας Αθανάσιος, αναλφάβητος σε όλη τη ζωή του, απαιτούσε: «Πίστευε εις πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα…» (Προς Αντίοχον άρχοντα) και ο Ιωάννης Χρυσόστομος επίσης: «Πιστεύω, ουκ ερευνώ» (Εις την παραβολήν περί συκής).
και άλλα πολλά που περιττεύει να παραθέσω εδώ.
Όλα αυτά τα μάθαινα για πρώτη φορά μέσα σε ένα χώρο καλλιέργειας της επιστήμης και της τεχνολογίας και σε μια εποχή που έπαιρνε διαστάσεις γιγαντισμού η ηλεκτρονική με τις τεχνικές των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και τις επινοήσεις στις επικοινωνίες και την πληροφορική, είχαν τεθεί οι βάσεις της Βιοτεχνολογίας και είχαν στεφθεί με εντυπωσιακή επιτυχία οι πρώτες μεταμοσχεύσεις καρδιάς και οι προσπάθειες για απόβαση στη Σελήνη… Η πραγματικότητα που βελτίωνε τη ζωή μας, έπαιρνε εκδίκηση από το σκοταδισμό αιώνων, ο οποίος άφηνε τους ανθρώπους να πεθαίνουν σαν τις μύγες ως θέλημα θεού!
Απ’ όσο θυμάμαι δε, οι «χριστιανικές κοινότητες» στο πολυτεχνείο είχαν ελάχιστους ακροατές. Περισσότεροι πρέπει να ήταν οι μουσουλμάνοι φοιτητές από αραβικές χώρες που έκαναν ομαδική προσευχή σε κάποιο υπόγειο.
Έτσι και μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνειδητοποίησα ότι η οριστική επιλογή μου θα είναι «με τη φύση και τον πολιτισμό», ενάντια σε όλες τις δεισιδαιμονίες και ιδεοληψίες — θρησκείες, αστρολογίες, προφητείες και άλλες ψευδείς, άχρηστες ή και επιβλαβείς δοξασίες και πρακτικές. Και τη μεν φύση την αντιμετωπίζουμε και αξιοποιούμε σύμφωνα με τις ανάγκες ανθρώπων, ζώων και φυτών, ο δε πολιτισμός προωθείται και εξελίσσεται με τις επιστήμες, τις τέχνες και τη φιλοσοφία, οι οποίες καθορίζουν τις δυνατότητες και τα όρια του ανθρώπου για την αντιμετώπιση και την αξιοποίηση της φύσης.
Συνειδητοποίησα επίσης ότι οι θρησκευτικοί μηχανισμοί έχουν στόχο να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους από τις φυσιοκρατικές αντιλήψεις και τον πολιτισμό, δημιουργώντας τους ενοχές, έτσι ώστε αυτοί να τους εξουσιάζουν και να τους εκμεταλλεύονται…
Μερικοί προσπαθούν να πείσουν ότι οι σύγχρονες «αξίες» του πολιτισμού μας είναι συνυφασμένες με το χριστιανισμό, μόνο που η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελεύθερη έκφρασης γνώμης, η ανεξαρτησία της επιστήμης, η ισότητα των φύλων και πολλά άλλα αυτονόητα σήμερα, έστω και ως ανεκπλήρωτα αιτήματα, καθιερώθηκαν ενάντια στην εκκλησιαστική απαγόρευση και καταπίεση.
Πολλοί αντιπαραθέτουν ακόμα ότι η εκκλησία προσφέρει κοινωνικό έργο και υποκαθιστά το κράτος και άλλους αρμόδιους φορείς. Θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα να αναφέρουν ότι αυτό το αξιέπαινο έργο χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά με δημόσιο χρήμα, το οποίο ο εκκλησιαστικός μηχανισμός διαχειρίζεται ιδιοτελώς με όλα τα γνωστά φαινόμενα σπατάλης και διοχέτευσης σε άγνωστες κατευθύνσεις και με πλήρη άρνηση σε οικονομικούς και διαχειριστικούς ελέγχους.
Και, τελικά, πρέπει να καταλάβουμε ότι, μια κοινωνία που τα μέλη της καταφέρνουν:
- να επικοινωνούν σε όλο τον κόσμο απευθείας και μέσω τεχνητών δορυφόρων μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα,
- να ανακαλύπτουν κοσμολογικές διεργασίες πίσω στην αρχή του χρόνου και γαλαξίες στα βάθη του σύμπαντος,
- να διεισδύουν στο μικρόκοσμο της ύλης και να μελετούν τα συστατικά στοιχεία των πρωτονίων και τις ιδιότητες των ηλεκτρονίων,
- να επεκτείνουν το προσδόκιμο ζωής από τα 30-35 στα 80 χρόνια
και άλλα πολλά, αυτή η κοινωνία σίγουρα δεν χρειάζεται συναρμολογημένες ιστορίες ηλικίας 2000 ετών και αμφίβολης ιστορικότητας από τη Μέση Ανατολή για να μπορέσει να διατυπώσει υπεύθυνα μια σύγχρονη ηθική.
Εκκλησιασμός
Να μη νομιστεί όμως ότι δεν πήγα ποτέ στην εκκλησία στα χρόνια που ζούσα στο εξωτερικό! Συχνότερα πήγαινα σε προτεσταντικές εκκλησίες, όπου έπαιζε ο οργανοπαίκτης διάφορα αποσπάσματα από θρησκευτικά έργα, καντάτες, του Μπαχ. Το κήρυγμα του κληρικού ήταν συνήθως ένα αξιοθρήνητο συνονθύλευμα από ανοησίες, με τις οποίες προσπαθούσε να δημιουργήσει ενοχές στους ακροατές του — κατά κανόνα ηλικιωμένοι και βαριεστημένοι άνθρωποι· υποψιάζομαι ότι κι αυτοί για τον Μπαχ είχαν έρθει.
Λιγότερο συχνά έπαιζαν σε διάφορες καθολικές εκκλησίες θρησκευτικά έργα του Μότσαρτ και, όταν με ειδοποιούσαν, πήγαινα με φίλους και παρακολουθούσαμε τις εκτελέσεις από έμπειρους οργανοπαίκτες, τις οποίες σπάνια ακούει κάποιος σε αίθουσες συναυλιών. Αλλά κι εκεί τα κείμενα είναι ανιαρές επαναλήψεις και δηλώσεις αυτοεξευτελισμού προς τον αδιευκρίνιστο, άγνωστο θεό, Kyrie eleison, Christe eleison, Rex caelestis, Qui tollis peccata mundi, miserere nobis κτλ. κτλ.
Μερικές φορές, τέσσερις ή πέντε στα 15 χρόνια που ζούσα στο εξωτερικό, με παρακάλεσε ο ιερωμένος της ορθόδοξης εκκλησίας της πόλης να ψάλλω στη λειτουργία κάποιας γιορτής, γιατί από τους 10-15 χιλιάδες Έλληνες φοιτητές και εργάτες της περιοχής, ελάχιστοι μπορούσαν να ψάλλουν και μόνο 2-3 από μας φαίνεται ότι δεχόμασταν να το κάνουμε δημόσια. Ο παπάς ήξερε πολύ καλά τις απόψεις μου για τη θρησκεία και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, του έκανα και ερωτήσεις που δεν μπορούσε να απαντήσει («Τα έχει απαντήσει όλα ο Τρεμπέλας, αλλά δεν θυμάμαι πώς!»), ήταν όμως φίλος και παίζαμε συχνά μαζί πινγκ πονγκ (ήταν από τους λίγους που μπορούσα να νικήσω!), οπότε δεν είχα σοβαρό λόγο να τον δυσαρεστήσω. Κάποτε μου χάρισε μάλιστα κι ένα ωραίο βιβλίο με νεοελληνικά διηγήματα, με το οποίο πέρασα αργότερα τις ατέλειωτες ώρες ανίας στο στρατό. Εκεί στο στρατό, στη διοίκηση πυροβολικού στην Αλεξανδρούπολη, αξιοποίησα άλλη μια φορά τις ψαλτικές ικανότητές μου για να γλιτώσω από το διαπεραστικό κρύο!
Με ανάλογο πνεύμα πρέπει να αξιολογήσει κάποιος ακόμα και σήμερα τον εκκλησιασμό διαφόρων προσώπων, συνήθως υπερηλίκων, οι οποίο ενδιαφέρονται να βρεθούν σε ένα περιβάλλον με παρέα, με ήχους και εικόνες που τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια, χωρίς όμως να καταλαβαίνουν ή να συμφωνούν πάντα με τα λεγόμενα εκεί.
Μεταστροφή
Από τις περιγραφές που προηγήθηκαν, προκύπτει ότι δεν υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά μια εποχή αρκετών ετών, κατά την οποία επήλθε αλλαγή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις μου. Θα έλεγα ότι γεννήθηκα αδαής όπως όλοι, παρακολούθησα από πολύ κοντά και με προσοχή τα γεγονότα σε μια από τις μονοθεϊστικές θρησκείες και, σταδιακά, συζητώντας και διαβάζοντας, απομακρύνθηκα από αυτήν, με σημαντικότερη διεργασία την πλήρη ενημέρωσή μου στην ιστορία και τις επιστήμες κατά τα φοιτητικά χρόνια μου.
Πέρα από την ανεπάρκεια της χριστιανικής μυθοπλασίας, και μόνο το γεγονός της εγκληματικής ιστορίας του εκκλησιαστικού μηχανισμού μέσα στους αιώνες, την οποία δεν είχα πληροφορηθεί στην Ελλάδα ―με την τότε ελεγχόμενη κυκλοφορία βιβλίων και ιδεών― αλλά στο εξωτερικό, θα αρκούσε για να αποστασιοποιηθώ και να αποκτήσω εντελώς αρνητική διάθεση απέναντι σ’ αυτόν το θεσμό.
Για την εποχή που επανεγκαταστάθηκα στην Ελλάδα, μετά από περίπου 15 χρόνια απουσίας, ήδη έγγαμος με 2 παιδιά, δεν έχω να πω κάτι ενδιαφέρον ως προς τη σχέση μου με τη θρησκεία και την εκκλησία. Ήταν, με εναλλαγές, από αδιάφορη μέχρι αρνητική και εχθρική, κυρίως όταν κάποιος εκμεταλλευόταν διάφορα γεγονότα και προσπαθούσε να επιβάλλει τις οπισθοδρομικές θρησκευτικές αντιλήψεις και διαδικασίες…
Η προσωπική μετάπτωση από την αδιαφορία στην ενεργή αντίθεση προέκυψε με την άνοδο στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα του μακαρίτη πλέον Χριστόδουλου. Αυτή η μεγαλομανία, η αυτοπροβολή, η αλαζονεία, η δημαγωγία και υποκρισία του συγκεκριμένου ανθρώπου, η εχθρότητά του προς κάθε τι ορθολογικό και προοδευτικό και η συνεχής επίκληση «παραδόσεων» από σκοταδιστικές και πολιτισμικά υποβαθμισμένες εποχές, αλλά επίσης ―και όχι έσχατον― ο κύκλος των «φίλων» που είχε μαζέψει γύρω του (και δεν εννοώ τώρα μόνο τον Βαβύλη, τον Γιοσάκη και τους γνωστούς παπάδες), με οδήγησε να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με τη δράση και την προσπάθεια επιβολής του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην κοινωνία.
Δεν θα περιγράψω εδώ λεπτομερέστερα τις αφορμές που μου έδωσε ο συγκεκριμένος κληρικός για να αντιδράσω (έχω και μια επιστολή που μου απηύθυνε απρόσκλητα, πιθανότατα για να με φέρει στα νερά του), γιατί έχουν δημοσιευτεί όλα και με άψογο στιλ από το δημοσιογράφο Μανώλη Βασιλάκη στο βιβλίο του «Η μάστιγα του θεού».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισα τη συγγραφή ενός βοηθήματος σχετικού με την ιστορία της επιστήμης ή της τεχνολογίας για ένα μάθημα που είχα αναλάβει — δεν είχα ακόμα σαφή εικόνα του διδακτικού και συγγραφικού στόχου. Σ’ αυτή την προσπάθεια διαπίστωνα διαρκώς τον ανασταλτικό ρόλο του εκκλησιαστικού μηχανισμού στην επιστήμη και στον πολιτισμό κι εκεί συνειδητοποίησα ότι ποτέ δεν είχαν ασχοληθεί ο Ιησούς, οι Απόστολοι, ο Παύλος και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες με αυτά που αποτελούν τη βιτρίνα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ας πούμε του πολιτισμού των «προγόνων» μας, δηλαδή τις καλές τέχνες, το θέατρο, τη φιλοσοφία, τον αθλητισμό, τις επιστήμες, την τεχνολογία…
Και πώς να έχουν ασχοληθεί, αφού ήταν πνευματικά τέκνα ενός πολιτισμού χωρίς (τότε) επίδοση στις τέχνες, τη φιλοσοφία, το θέατρο, τις επιστήμες, τον αθλητισμό… Αντίθετα, όσοι από τους προαναφερόμενους φωστήρες αυτής της θρησκείας επιβεβαιώνεται ότι έζησαν και δεν είναι κατασκευασμένες υπάρξεις, συκοφαντούσαν και διαστρέβλωναν τον ελληνικό πολιτισμό, όπως προκύπτει ήδη από τα λόγια των «πατέρων» που παρέθεσα πριν, ενώ παράλληλα κατέστρεφαν τα τεχνικά έργα και τα συγγράμματά του.
Επιπτώσεις
Εννοείται ότι αυτή η σταδιακή μεταστροφή μου από τη αποχή και αδιαφορία στην απόρριψη και αντιπαλότητα δεν μου δημιούργησε οποιοδήποτε πρόβλημα στον οικογενειακό και επαγγελματικό περίγυρο. Αφενός δεν ξέρω κανένα από τα έξι αδέλφια μου και από καμιά δεκαπενταριά ξαδέλφια που να διατήρησε τις θρησκόληπτες απόψεις του παππού και των γονέων ή θείων, αφετέρου οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί έδειχναν στην πλειοψηφία τους από αμέτοχοι και αδιάφοροι μέχρι άθεοι.
Ο πατέρας μου είχε διαπιστώσει ότι δεν έχω οποιαδήποτε σχέση με τη θρησκεία και την εκκλησία, αλλά είχε γίνει πιο προσεκτικός και ο ίδιος, αφενός λόγω της φιλοχουντικής συμπεριφοράς των παπάδων στα χρόνια της δικτατορίας, αφετέρου λόγω των εντυπωσιακών τεχνολογικών επιτευγμάτων με την προσσελήνωση ανθρώπων που τα παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον. Επιπλέον γνώριζε από παλιά ως γείτονα στα Πατήσια τον Παττακό, αναγνωρισμένο θρησκόληπτο καραβανά, και αναρωτιόταν συχνά, πώς είναι δυνατόν μορφωμένοι άνθρωποι, όπως πανεπιστημιακοί και ακαδημαϊκοί, να στέκονται προσοχή μπροστά του και να ακούν τις αρλούμπες του. Έπαιρνε έτσι μια ιδέα, πώς επιλέγονταν τα στελέχη της Ακαδημίας και των Πανεπιστημίων…
Κάποτε αναρωτήθηκε ο πατέρας μου μεγαλόφωνα, αν βρεθούν άνθρωποι σε άλλους πλανήτες, θα έχουν τους ίδιους θεούς και αγίους με τους δικούς μας και γιατί να είναι οι δικοί μας αληθινοί και όχι οι άλλοι; Μπροστά στην έκταση του γαλαξία με δισεκατομμύρια ηλιακά συστήματα και το τεράστιο πλήθος των γαλαξιών του σύμπαντος, το παραμύθι του Χριστούλη έπαιρνε στο μυαλό του σταδιακά τη θέση που του άξιζε, δίπλα σ’ αυτά του Παπουτσωμένου Γάτου και της Κοκκινοσκουφίτσας.
Μια μέρα με ρώτησε ο πατέρας μου, σε μεγάλη ηλικία ήδη (πέθανε το 1993 στα 89 χρόνια του): «Τι πιστεύεις, αυτά που λέει η εκκλησία για το θεό και τον παράδεισο είναι αλήθεια;» Του απαντάω, «Δεν νομίζω, όλα παραμύθια είναι για να ελέγχουν τον κόσμο και να πλουτίζουν». Κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος και μου είπε, «Κι εγώ αυτό διαπιστώνω, άδικα τους εμπιστευόμουν τόσο καιρό…». Αλλά και σε συζητήσεις με άλλα αδέλφια μου είχε εκφραστεί αρνητικά για τη θρησκεία, τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και τα έργα των κληρικών… Δεν ξανασυζητήσαμε σχετικά, συνέχισε να πηγαίνει στο οικείο γι’ αυτόν περιβάλλον της κυριακάτικης λειτουργίας, αλλά κι αυτό όλο και λιγότερο — δεν έβλεπε και καλά πια…
Η πίστη και η γνώση
Δεν αισθάνθηκα ποτέ κάποιο έλλειμμα που απομακρύνθηκα, ας πούμε σε νεανική ή εφηβική ηλικία, τόσο από τις δραστηριότητες της εκκλησίας όσο κι από την τυφλή και άκριτη πίστη στα ηθικοπλαστικά κηρύγματα από τη Μέση Ανατολή. Επειδή θεωρώ τον εκκλησιαστικό μηχανισμό «κακό σπυρί» στη συνείδηση των ανθρώπων και στην κοινωνία, η αφαίρεσή του οδηγεί σε ίαση και όχι σε κάποιο έλλειμμα!
Επίσης, δεν προέκυψε σε μένα αντίθεση μεταξύ ένθεου και άθεου, όπως προσπαθούν να περιγράψουν τη σχέση οι παπάδες, μάλλον για να δημιουργήσουν σε κάποιους ενοχές κατά το υπόδειγμα: «Μα πώς μπορείς να ζεις χωρίς θεό;»! Η αντίθεση είναι μεταξύ «πίστης» και «ορθολογισμού». Εγκαταλείπεις το «πιστεύω» και περνάς στο «γνωρίζω»… Ο ορθός λόγος είναι θέση, η πίστη είναι μια μεταβαλλόμενη και αταξινόμητη αντίθεση… Υπάρχει μια αποδεδειγμένη και συνεχώς αποδεικνυόμενη (επιστημονική) γνώση για όλους, ενώ η πίστη μπορεί να έχει πάμπολλες μορφές — μπορείς να έχεις κάθε μέρα μια διαφορετική και κάθε άνθρωπος να έχει τη δική του!
Και τελικά, σε 100-200 χρόνια επιστήμης και τεχνολογίας έφτασε το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων από τα 40-45 χρόνια στα 80· με τη θρησκεία δεν αυξήθηκε όμως η διάρκεια ζωής ούτε κατά μία ημέρα! Αντίθετα, με κάθε επιδημία χολέρας, πανούκλας, ευλογιάς κ.ά. διαλαλούσαν οι κληρικοί ότι είναι «τιμωρία από το θεό» για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Πρέπει να πιστέψουμε λοιπόν ότι ο θεός σκότωνε ανελέητα τους ανθρώπους, όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη… Αυτός ακριβώς ο θεός της απάτης και της παραπλάνησης κατανικήθηκε από τους επιστήμονες με τα εμβόλια, τα οποία εξάλειψαν τις επιδημικές ασθένειες. Ας αποφασίσουν οι σημερινοί προπαγανδιστές της πίστης, αν έλεγαν οι πνευματικοί και επαγγελματικοί τους πρόγονοι την αλήθεια ή κορόιδευαν τον κόσμο!
Δεν αισθάνθηκα λοιπόν κανένα απολύτως κενό παρά μόνο ένα «γέμισμα» και μια αυξημένη ευθύνη γιατί, με στήριγμα τον «ορθό λόγο», είμαι πλέον ο ίδιος υπεύθυνος για τις αποφάσεις και τις ενέργειές μου, δεν χρειάζομαι αποκούμπι για να ρίξω αλλού τα βάρη και τις ευθύνες. Αλλιώς, αφού ο θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών τα γνωρίζει και τα ελέγχει όλα, πρέπει να είναι και υπεύθυνος για όσα κακά συμβαίνουν σε βάρος μας και, κυρίως, σε βάρος αδύναμων και ανήμπορων ανθρώπων — κάτι που μόνο η στενοκεφαλιά των αφοσιωμένων πιστών (κάνει πως) δεν αντιλαμβάνεται.
Εννοείται ότι από τα χρόνια των σπουδών μου συζήταγα συχνά και με διαφορετικούς ανθρώπους θέματα θρησκευτικά, όπως επίσης ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά. Κυρίως συζητούσα τότε με συμφοιτητές και αργότερα με φίλους και συναδέλφους. Τον πιστό που απλά «πιστεύει», χωρίς να μπορεί να εξηγήσει γιατί, που πανικοβάλλεται όταν ακούει διαφορετικά πράγματα από αυτά που άκουσε στο κατηχητικό, σπάνια τον συναντάω στον κύκλο μου.
Συνήθως θέτω προς δημόσια συζήτηση κάποιες απόψεις μου (blogs, κοινωνικά δίκτυα) και όποιος θέλει παίρνει (ευπρεπώς) θέση. Ιδιωτικά, αν εξαιρέσω κάποιους φίλους, δεν ξεκινάω τέτοιες συζητήσεις, εκτός αν προκληθώ! Κάποιος που διηγείται στην παρέα μου ένα «αληθινό θαύμα», δεν θα μείνει χωρίς απάντηση! Δεν θεωρώ απαραίτητο όμως να υπενθυμίζω σε κάθε πιστό, εφόσον δεν είναι ιδιοτελής, πόσο προβληματική εικόνα δημιουργεί για τον εαυτό του με αυτά που λέει.
Το ξέρουν οι ίδιοι, είμαι βέβαιος, αλλά από τις εσωτερικές φοβίες και εντάσεις που διαπαλεύουν μέσα τους, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο συνομιλητής με την αντίθετη άποψη είμαι το μικρότερο κακό! Σε επαγγελματίες πιστούς έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι πρέπει να βρουν πρώτα μια έντιμη εργασία και μετά μπορούμε να ξεκινήσουμε συζητήσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Όσο εξαρτώνται από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό (μισθός, επιτροπές, διορισμοί, δώρα κτλ.), δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κοινή βάση συζήτησης…
Ο φόβος του θανάτου
Σ’ όλη τη ζωή μου δεν φοβήθηκα ιδιαίτερα την προοπτική του θανάτου, ίσως επειδή δεν τον σκεφτόμουν. Ίσως όμως και επειδή θεωρούσα ότι, όποιος κοιτάει διαρκώς το τέλος της ζωής, χάνει την ευκαιρία να ζήσει την πραγματική ζωή. Όπως έχει γραφτεί από έγκυρους φιλοσόφους και το συνειδητοποίησα ο ίδιος σταδιακά, ακριβώς η θνητότητα είναι αυτή που κάνει μια ανθρώπινη ζωή πολύτιμη· αν είχαμε άπειρο χρόνο μπροστά μας, θα αναβάλαμε κάθε στόχο για το απροσδιόριστο μέλλον.
Λένε ότι, μπροστά στον κίνδυνο και όσο πλησιάζει η ώρα του θανάτου λόγω γήρατος ή ασθένειας, γίνεται ο άνθρωπος πιστός, επειδή χρειάζεται να στηριχτεί σε μια ανώτερη δύναμη για να αποδεχτεί τον επερχόμενο ή επαπειλούμενο θάνατο. Βρέθηκα λοιπόν 2 φορές στο χειρουργικό τραπέζι για σοβαρότατες εγχειρήσεις, η μία από αυτές καρκίνος. Την πρώτη φορά ήμουν στενοχωρημένος, επειδή τα παιδιά μου ήταν ακόμα περίπου 10 ετών και θα είχαν δυσκολίες μέχρι να ενηλικιωθούν, αν έχαναν τον πατέρα τους. Πέρασε όμως η δοκιμασία χωρίς επιπτώσεις και ήμουν γι’ αυτή την καλή τύχη πολύ χαρούμενος.
Τη δεύτερη φορά τα παιδιά μου ήταν πάνω από 20 ετών κι εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένος με χαλαρή διάθεση στο χειρουργικό τραπέζι. Μάλιστα, επειδή αργούσε ο επικεφαλής χειρούργος να έρθει, διάφοροι γιατροί και νοσοκόμοι γύρω μου λέγαμε ανέκδοτα! Είχε δημιουργηθεί μια πολύ διασκεδαστική ατμόσφαιρα και, όταν έφτασε τελικά ο χειρούργος, νόμισε, όπως είπε, ότι μπήκε σε παιδική χαρά.
Όταν μετά την εγχείριση συνήλθα, 4-5 ώρες μετά την αρχική νάρκωση, είχα επάνω μου περί τα 12 σωληνάκια, αλλά το ηθικό μου ήταν, όσο μπορούσα να καταλάβω, ακμαιότατο. Θυμήθηκα τότε το απόφθεγμα του μεγάλου Επίκουρου:
«Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν
είναι τίποτα για μας (τους επικούρειους) επειδή,
όταν υπάρχουμε εμείς, αυτός δεν υπάρχει και,
όταν επέλθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς.»
Αν δεν είχα συνέλθει καν από τη νάρκωση, θα είχα περάσει στην κατάσταση του θανάτου. Θα επανερχόμουν πάλι εκεί που ήμουν διαχρονικά πριν γεννηθώ, στο αιώνιο σύμπαν — όπως θα συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον, αργά ή γρήγορα!
Αντίθετα, μεγάλη εντύπωση μού έχει κάνει στα νοσοκομεία και στον κύκλο συγγενών και φίλων το γεγονός ότι, σχεδόν όλοι οι πιστοί, ακόμα και μεγάλης ηλικίας, είναι αγχωμένοι από την ιδέα του θανάτου. Δεν έχουν, λόγω ελλιπούς παιδείας, εθιστεί στη φυσιοκρατική αντίληψη της έναρξης και κατάληξης της ζωής, την οποία μπορούν να διαπιστώσουν παντού γύρω τους στη φύση.
Καθένας εξ αυτών θεωρεί προνόμιό του να έχει γεννηθεί λόγω σκανδαλώδους τύχης –μόνο ένα σπερματοζωάριο γονιμοποιεί από τις πολλές χιλιάδες που μένουν ανενεργά– και στη συνέχεια να θέλει να ζήσει για πάντα, εδώ στη Γη και μετά θάνατον κάπου αλλού. Οι περισσότεροι έχουν περάσει δε τη ζωή τους εδώ, για διάφορους λόγους, παθητικά και αδρανείς. Και αγωνιούν να ζήσουν κάπου αλλού για εκατομμύρια χρόνια, αιώνια, χωρίς κανένα στόχο, χωρίς ελπίδα και δυνατότητα προσφοράς…
Κανονικά θα έπρεπε οι πιστοί να χαίρονται, αν πιστεύουν πραγματικά, όταν εγγίζει η στιγμή που θα πάνε στο δημιουργό τους… Όμως, αν και όλοι θέλουν να πάνε στον Παράδεισο, κανείς εξ αυτών δεν θέλει να πάει σήμερα! Κάποτε θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν μέσα τους αυτή την υποκρισία.
Και εννοείται, σε κανέναν άνθρωπο δεν εύχομαι να εκδηλωθεί με την αναξιοπρέπεια που έδειξε ο Χριστόδουλος, όταν διαπίστωσε τη ματαιότητα των ιατρικών προσπαθειών για να γιατρευτεί και κλαιγόταν δημόσια, επειδή του επιφύλαξε ο θεός του αυτή τη μοίρα. Ούτε το ευτελές επιχείρημα ότι ο θεός θέλει να δοκιμάσει την πίστη του δεν σκέφτηκε να αξιοποιήσει.
Τα μάζεψε μετά, βέβαια, αλλά η εντύπωση που αυθόρμητα έβγαλε στη δημοσιότητα ήταν το παράπονο που δημιουργείται σε κάθε απλό άνθρωπο και στον καθένα μας, «γιατί εγώ και όχι ο άλλος» — ναι, ποιος άλλος και γιατί ο άλλος και όχι εσύ, εγώ; Το ίδιο απλοϊκό παράπονο είχε κι αυτός ο προβεβλημένος, ο οποίος εκ θείας πρόνοιας και εξ επαγγέλματος βρισκόταν στην κορυφή του εκκλησιαστικού μηχανισμού! Αυτός θα έπρεπε, αν πίστευε σε όσα έλεγε ότι πιστεύει, να έχει τυφλή εμπιστοσύνη και να υπηρετεί αδιαμαρτύρητα και υπομονετικά το θεό του! Αυτή η συμπεριφορά του έδειξε τη μιζέρια και το άγχος που βιώνουν στην πραγματικότητα όλοι οι «πιστοί»!
Ποτέ δεν είχα την εντύπωση ότι θα είχα ως πιστός σε κάποιο θεό ή σε μία θρησκεία οποιοδήποτε πλεονέκτημα και ότι θα ανταμειφτώ με την είσοδο σε κάποιον Παράδεισο. Μέχρι σήμερα αυτός ο Παράδεισος συνδέεται στο μυαλό μου μόνο με διάφορα ανέκδοτα.
Έμαθα να επιλέγω δραστηριότητές στο πλαίσιο της οικογένειας, των επαγγελματικών συναδέλφων, των φίλων και των ομοϊδεατών και να δημιουργώ αντικείμενα απασχόλησης ―νέα μαθήματα, συγγραφή βιβλίων, εκπαιδευτικά προγράμματα κ.ά.―, που συνήθως συνδυάζουν το ωφέλιμον με το τερπνόν, το επάγγελμα με την ευχαρίστηση — δυνατότητα που οφείλεται στην παιδεία και στις επαγγελματικές επιλογές μου. Χωρίς αυτά, θα ήμουν έρμαιο κάθε τυχάρπαστου ποιμένα ή εργοδότη…
Το μέλλον
Η θρησκεία και η εκκλησία με απασχολούν τα τελευταία χρόνια μόνο ως προς τα σκοταδιστικά και οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά και την ανεπίτρεπτη επιρροή τους στην κοινωνία (σχολεία, νοσοκομεία, δικαστήρια, στρατός, τηλεόραση κτλ.), αλλά και ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση των θρησκευτικών μηχανισμών που λειτουργούν.
Οι επαναλαμβανόμενες απάτες σε βάρος της περιουσίας του δημοσίου και ιδιωτών, η αλαζονική δημόσια συμπεριφορά των ανθρώπων του εκκλησιαστικού μηχανισμού, η ακατάσχετη ψευδολογία και οπισθοδρομικότητα και η συνεχής αποκάλυψη όλο και περισσότερων σκανδάλων και περιστατικών για κακοποίηση μικρών παιδιών από κληρικούς, επιβεβαιώνουν καθημερινά την πεποίθηση που έχω δημιουργήσει γι’ αυτόν το θεσμό και τους ανθρώπους του.
Ως επωδό για την καθημερινότητά μου έχω πάλι ένα απόφθεγμα των Επικούρειων, τη λεγόμενη «τετραφάρμακο»:
Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και τ’ αγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευεκαρτέρητον.
|
Δεν φοβόμαστε κανένα θεό, δεν μας απασχολεί ο θάνατος και το μεν καλό εύκολα αποκτάται, το δε κακό εύκολα υπομένεται.
|
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Προσωπικές μαρτυρίες