Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (15)
Αντώνης Β., 40 ετών, αξιωματικός, από την Καστοριά, παντρεμένος, με ένα γιο.
Αν και γεννήθηκα στην πρωτεύουσα, δεν την αναγνωρίζω εδώ και πάρα πολλά χρόνια ως πατρίδα μου, έχοντας δώσει αυτήν τη θέση στην Πόλη της Καστοριάς. Εκεί μεγάλωσα, εκεί πρωταγάπησα και από κει τελικά έφυγα για το συνεχόμενο επαγγελματικό ταξίδι μου ανά την Ελλάδα, που άρχισε όταν γινόμουν από έφηβος άντρας και θα τελειώσει κάποια στιγμή, ως μεσήλικας.
Στα μέρη που μεγάλωσα, στους πρόποδες ενός μικρού βουνού, στο δάσος που βρισκόταν ένα βήμα μακριά από το σπίτι μας, έβρισκα τη γαλήνη και την ηρεμία που χαρίζει το πράσινο στο μάτι και ο θόρυβος του δάσους στο μυαλό. Συνδυαζόμενο και με την καλή οικονομική κατάσταση και την εν γένει ήρεμη οικογενειακή ζωή, μπορώ να πω ότι τα παιδικά μου χρόνια ήταν ευχάριστα. Θρησκευτικά, θα έλεγα ότι ήμασταν ουδέτεροι προς αδιάφοροι.
Το ήρεμο περιβάλλον, τάραζε μόνο η πολιτική αντιπαράθεση (το γνωστό ελληνικό ζιζάνιο), που εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ έντονη. Οι γονείς μου, παιδιά του εμφυλίου και αντιθέτων πολιτικών απόψεων, πήραν πάσα από τους μεγάλους λαοπλάνους της εποχής (Ανδρέας και Κώτσος, των γνωστών οικογενειών) και έτσι έγινα μάρτυρας «βιβλικών» καυγάδων ως προς το «ποιος έσφαξε ποιον πριν από 40 χρόνια», πώς «ο ένας κατέστρεψε την Ελλάδα» ενώ ο άλλος «προσπαθεί να τη φτιάξει», πως «ο λαός δε ξεχνά τη σημαίνει δεξιά» και άλλα τέτοια φοβερά που ήταν πολύ της «μόδας» στην δεκαετία του 1990.
Όσο λοιπόν και να ακούγεται περίεργο, τώρα που γράφω αυτό το βιογραφικό κείμενο, αυτό ήταν και το γεγονός που με σημάδεψε και με ανάγκασε να ψάχνω ώστε να ανακαλύπτω τι κρύβεται πίσω από τα «λόγια» και που στο τέλος με έκανε να καταλήξω άθεος. Οι γονείς μου παρουσίαζαν την ίδια ιστορική περίοδο, στην οποία ζούσαν σε δυο γειτονικά χωριά (πρόσφυγες από τη Μικρασία και τη Θράκη), με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι ο πατέρας μου και η μητέρα μου λέγανε ψέματα για κάτι που ζήσανε στο πετσί τους (ως έφηβοι), και έτσι άρχισα να ψάχνω τα γεγονότα για να ισχυροποιήσω τη θέση ενός από τους δύο, ώστε να δώσω το δίκαιο που δε μπορούσαν μόνοι τους να βρουν σ’ αυτόν που το δικαιούταν.
Τα γεγονότα λοιπόν του εμφυλίου, αλλά και αυτά των επόμενων ετών, που γίνανε με έναν «τρόπο» αλλά ερμηνεύτηκαν διαφορετικά, αναλόγως της πολιτικής που ασπάζονταν αυτοί που τα υπέστησαν, με σημάδεψε ως χαρακτήρα! Ήταν ένα σκληρό μάθημα για το «έτσι είναι, αν έτσι πιστεύετε!».
Κατά την ίδια έννοια, δεν μπορούσα να δεχθώ τις αντιφατικές εξηγήσεις που έδιναν οι τοπικοί παπάδες (και θεολόγοι εκ των υστέρων) στις θεολογικές μου απορίες. Με «τρέλαινε» το γεγονός που τη μια στιγμή ήξερε ο παπάς τι εννοεί ο θεός «με το νι και με το σίγμα», ενώ την άλλη στιγμή σήκωνε το βλέμμα ψηλά (συνήθως όταν τον «στρίμωχνα») και αναφωνούσε δραματικά «άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου».
Βέβαια, δεν αμφισβητούσα τότε, ούτε για μια στιγμή, την ύπαρξη του θεού· πίστευα πως δεν το έχουν ψάξει οι παπάδες (ως «παπάδες» εννοώ τους θεολόγους, μοναχούς, πνευματικούς, εφημέριους κ.ο.κ.) και πολύ καλά το ζήτημα. Έτσι ανέλαβα την «υποχρέωση» να το ψάξω το ζήτημα εγώ καλύτερα απ’ αυτούς, ώστε να βρω την αλήθεια που δεν έχουν κατανοήσει όλοι οι άλλοι και έτσι να θωρακίσω τη πίστη μου.
Αυτόν τον «προσωπικό αγώνα» τον πήρα πολύ ζεστά, και μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η επίσημη έναρξή του έγινε κάπου στα 18 μου χρόνια, απ’ όπου και έχω κειμήλιο το πρώτο καταγεγραμμένο (ιστορικό θα έλεγα) κείμενο μου περί θρησκείας. Τότε είχα καταλήξει ότι όλες οι «άλλες» θρησκείες δημιουργήθηκαν για να εκμεταλλεύονται τον απλό κόσμο, βασιζόμενες στα ένστικτα, στην αφέλεια και στην εκμετάλλευση των συμπτώσεων. Φυσικά και στη συνέχεια οργανώθηκαν και βελτίωναν συνεχώς το «προϊόν» τους, εμπλουτίζοντάς το με παραδείσους και άλλα τέτοια ωραία και δωρεάν «τρικ», μέχρι του σημείου που έρχεται ένας «τρελός» προφήτης για να τους χαλάσει τα σχέδια και φυσικά να ιδρύσει την δική μας «τέλεια» θρησκεία.
Τελικά στο κομμάτι που ποτέ δεν μοιράστηκα–ολοκλήρωσα, στο «περί θρησκείας» κείμενο μου, δεν ξεκαθάρισα τους σκοπούς του «τρελού προφήτη», διότι μου ταίριαζε καλύτερα ότι σκοπός του ήταν να μπει μέσα στο «κύκλωμα», παρά να είναι ο πραγματικός εκπρόσωπος του θεού. Αυτή ήταν η «ενόρασή» μου, την οποία όμως αμφιταλαντευόμουν να την καταγράψω στο χαρτί.
Ας σημειώσω εδώ πως ποτέ δεν είχα αμφιβολίες, ακόμα και τότε που ήμουν πιστός, ότι τα ρασοφορεμένα γεράκια λειτουργούν πρωτίστως για το προσωπικό τους όφελος, εκμεταλλευόμενοι την αυθεντία του Θεού. Όμως ακόμα και αυτή η βεβαιότητά μου δεν μου επέτρεπε να θεωρήσω τον προφήτη ως «κομπιναδόρο».
Ξεκίνησα λοιπόν να αναζητώ την κρυμμένη ουσία, την «αλήθεια», σε θρησκευτικά, και όχι μόνο, κείμενα. Στην αναζήτηση αυτή θα επανέρθω αμέσως, αφού περιγράψω την θρησκευτική επιρροή στην κοινωνία της εποχής.
Το περιβάλλον που μεγάλωσα, όπως προείπα, ήταν ουδέτερο θρησκευτικά. Ο πατέρας, αν και δεν χώνεψε ποτέ τους παπάδες και δεν το έκρυψε ποτέ, δεν έλεγε και τίποτα κακό για τη θρησκεία και κερδίζει επάξια τον ρόλο του «αδιάφορου» χριστιανού, που εκτιμώ ότι είναι και η πλειοψηφία των πιστών.
Η μητέρα πάλι γκρίνιαζε –για τα μάτια του κόσμου– που δεν πηγαίναμε στην εκκλησία, αλλά δεν τρελαινόταν κιόλας· στην ουσία αδιάφορη και κείνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στην εκκλησία να πηγαίνω κάποιες Κυριακές με το σχολείο, όπως κάθε παιδί τότε, ενώ με τους γονείς πηγαίναμε «τακτικά» μόνο στην Ανάσταση. Εκτάκτως πηγαίναμε και σε γάμους–βαφτίσια (στις κηδείες σπάνια με παίρνανε). Το γεγονός της ελάχιστης επαφής μου με τους ναούς δεν είχε αποτέλεσμα να μειώσει την πίστη μου, η οποία ήταν σταθερή, αν και είχα κατά καιρούς βασανιστικές άλυτες απορίες.
Από την άλλη, πάντα θα θυμάμαι ευχάριστα τα θρησκευτικά έθιμα! Για παράδειγμα, απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης, τρέχαμε όλη η πιτσιρικαρία να «κλέψουμε» τα λουλούδια του επιταφίου. Μετά το στόλισμά του, από τα –συνήθως αλλά όχι πάντα– μεγάλης ηλικίας «κορίτσα», καθόμασταν όλο το βράδυ στην εκκλησία, τάχα για να φυλάξουμε τον επιτάφιο, ώστε να μη μας τον κλέψουν από το δίπλα χωριό!
Φυσικά και περνούσαμε άριστα στο χώρο της εκκλησίας, έχοντας απλά και μόνο μακρινή σχέση με το λατρευτικό μέρος της εορτής. Όπως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω και το πώς καμάρωνα ξεπαγιάζοντας μέσα στο ποτάμι χειμωνιάτικα για να πιάσω τον Σταυρό στα Θεοφάνεια! Μάλιστα, ο παπάς τον έριξε τόσο δυνατά, θυμάμαι, ώστε πηδώντας να τον αρπάξω στον αέρα, μελάνιασε το χέρι μου από το χτύπημα! Ναι, δεν μπορώ να πω ότι έχω κακές αναμνήσεις από την εποχή που ήμουνα πιστός.
Το χωριό μου δεν είχε θρησκευτικά πάθη· άλλωστε δεν είχαμε και κανέναν αλλόθρησκο για να τα ξυπνήσει! Τα μόνο θρησκευτικό πάθος ήταν μη τυχόν και το δίπλα χωριό μάς πάρει το σταυρό ή αν θα πάμε με το σχολείο στην εκκλησία του ενός ή του άλλου χωριού (αφού τα δυο χωριά είχαν κοινό σχολείο). Φυσικά τότε ήταν της «μόδας» οι παπάδες να βρίζουν τους «Γιαχωβάδες» -όχι τους Άθεους- που δήθεν θα κατέστρεφαν την εκκλησία μας! Βεβαίως και δεν φύτρωσε ποτέ τέτοιο «δέντρο» στο χωριό μας, οπότε για μένα παρέμειναν κάτι εξωτικό, όπως οι Βουδιστές!
Στα επόμενα χρόνια, τα χρόνια της μέσης εκπαίδευσής μου, όπου διευρύνθηκαν οι ορίζοντες λόγω της μεγάλης «πολιτείας», άρχισαν να αυξάνουν οι εμπειρίες και να αυξάνονται οι μέχρι τότε απορίες. Ήταν και η πρώτη φορά που βλέπαμε εμείς τα χωριατόπαιδα από κοντά αυτούς τους Γιαχωβάδες, που μας τους παρουσίαζαν ως τέρατα! Όταν μάλιστα, περίεργη φύση καθώς είμαι, άρχισα να μιλάω μαζί τους παρά τις αντίθετες νουθεσίες, διαπίστωσα ότι ο παπάς μάς «δούλευε» (και το λέω ευγενικά). Ας τονίσω εδώ ότι και οι μάρτυρες ήταν κλειστοί και δεν ανοίγονταν εύκολα προς τους «αιρετικούς ορθοδόξους», είτε για λόγους προστασίας, είτε γιατί έτσι ήταν το «σύστημα» τους.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με τις διαφορετικές αποχρώσεις των δογμάτων και ήρθα αντιμέτωπος με την πρώτη πραγματικά τεράστια απορία: πώς αποκτάμε εμείς την αυθεντία του σωστού δόγματος; Φυσικά και οι θεολογικές εξηγήσεις, από μορφωμένους καθηγητές πια, δεν με καλύπτανε, διότι –όχι και πολύ πρωτότυπα– κι αυτές με τη σειρά τους δανείζονταν, με πιο ωραία λόγια είναι η αλήθεια, την συλλογιστική τους από τα αποκαλυπτικά βιβλία της εκκλησίας (όπως δηλαδή κάνουν όλες οι θρησκείες). Το γεγονός ότι το έγραψε ο Άγιος τάδε, που έγινε Άγιος γιατί ακριβώς «το έγραψε», δεν πρόσθετε στην αξιοπιστία της πίστης. Ξανατονίζω ότι η πίστη μου στη θρησκεία ήταν δεδομένη· οι εξηγήσεις/αποδείξεις μου λείπανε και αυτές έψαχνα δια μέσου των αποριών μου.
Μαζί με τη μεγάλη πόλη, άνοιξαν και νέοι ορίζοντες πληροφόρησης! Υπήρχε η Βιβλιοθήκη! Ώρες πολλές με φιλοξένησε, μέσα στους διαδρόμους με τα σκονισμένα ράφια, όπου αναζητούσα την κρυμμένη αλήθεια. Ταυτόχρονα, η αμφισβήτηση της εφηβείας, μαζί με την κλίση προς τις θετικές επιστήμες που άρχισε να εμφανίζεται, άρχισαν να σπρώχνουν το μυαλό μου σε άλλες προσεγγίσεις του «προβλήματος». Νέα εργαλεία μπήκαν στη φαρέτρα μου, μόνο που δυστυχώς δεν φέρνανε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Τέλειωσε και το σχολείο και ήρθε ο καιρός που πέρασα στη Στρατιωτική Σχολή. Να τονίσω εδώ ότι μόνο Χριστιανοί Ορθόδοξοι (ΧΟ για συντομία εφεξής) γίνονταν αποδεκτοί εκείνα τα χρόνια (κάτι που εδώ και καιρό δεν ισχύει πια). Βέβαια, αυτή η απαίτηση δεν με ενοχλούσε ιδιαίτερα, διότι, όπως προείπα, οι συνεχώς αναπάντητες απορίες μου δεν με απομάκρυναν από τον δρόμο του θεού, απλά με κρατούσαν στον παράδρομο της εκκλησίας των ΧΟ.
Από θρησκευτικής πλευράς, η στρατιωτική καριέρα δεν είχε και δεν έχει καμιά διαφορά και δεν μου επέβαλε κάτι στη θρησκευτική μου συνείδηση, ούτε και προσπάθησε να με κάνει περισσότερο πιστό.
Μια παρένθεση εδώ (μικρούλα). Η εκμάθηση της προσευχής, που μαθαίνω πως παραπονιούνται πολλοί άθεοι στρατιώτες πως τους ενοχλεί ‒και καλώς κάνουν‒ δεν είχε σκοπό να σε κάνει πιστό, αλλά να σου μάθει την πειθαρχία. Είναι αδιάφορο για το 95% των διμοιριτών αν όταν λες την προσευχή την πιστεύεις κιόλας. Από την άλλη, η εξ ορισμού αντιμετώπιση του Έλληνα είναι αυτή του ΧΟ. Αυτό, αν και πρέπει όντως να αλλάξει, γίνεται περισσότερο λόγω συνήθειας και ευκολίας, και όχι τόσο για να προσβάλλει.
Σήμερα (τα τελευταία χρόνια), η θρησκευτική ελευθερία στο στρατό είναι καθιερωμένη· μάλιστα υπάρχει η δυνατότητα να μπαίνουν στις σχολές και σπουδαστές (μετέπειτα αξιωματικοί) άλλων θρησκευμάτων. Τα παρατράγουδα δεν λείπουν, ούτε θα λείψουν μαγικά, αλλά αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα. Δε νομίζω, για παράδειγμα, ο παπάς που ραντίζει μια Χ δημόσια υπηρεσία να ρωτάει πριν μπει στο γραφείο, αν υπάρχει κανείς αλλόθρησκος! Πετάει το νερό και όποιον πάρει η «αγιαστούρα». (Λήξη μικρής παρένθεσης)
Τα χρόνια περνούσαν και η αναζήτηση μου πήρε άλλη κατεύθυνση σιγά–σιγά, εξαιτίας της επαφής μου με πανεπιστημιακούς δασκάλους, με τη φιλοσοφία (ας είναι καλά η δανειστική βιβλιοθήκη της σχολής), έχοντας ωριμάσει ο ίδιος αρκετά και φυσικά κρίνοντας, ως φορολογούμενος πλέον, διαφορετικά την κοινωνία τριγύρω μου.
Η διαβίωσή μου σε μέρη όπου η εκκλησία στην ουσία δεν είχε αντιπροσώπευση, βοήθησε επίσης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν έκανα Ανάσταση σε Μονάδα με τον «αγιασμένο» αναπτήρα μου να δίνει το φως το αληθινό! Ήταν λιγότερη καλή εκείνη η Ανάσταση, που έγινε παρεμπιπτόντως στις 7 το απόγευμα; Αντιθέτως ήταν από τις καλύτερές μου! Την ίδια μάλιστα ημέρα ήμουν μάρτυρας σε άλλες δυο· αφού ο μοναδικός παπάς μετά τη Μονάδα πήγε στο χωριό που έμενα και πολύ αργότερα μας πέτυχε ξανά σε άλλο, διπλανό χωριό, όπου πήγαμε οικογενειακά για ψαράκι! Παρατήρησα λοιπόν ότι εκεί, που ο κόσμος δεν είχε πολλά λεφτά, η εκπροσώπηση της εκκλησίας ήταν η απολύτως απαραίτητη. Κάτι που φυσικά και δεν είναι τυχαίο.
Κάπου εκεί ήταν που άρχισα να βλέπω την εκκλησία περισσότερο ως θρησκευτικό βραχίονα της πολιτικής. Η διαπλοκή που διέκρινα μου κακοφαινόταν από τη μια, αλλά τελικά μου υπέδειξε το σωστό κατά την άποψή μου δρόμο επίλυσης των αποριών και κατάκτησης της «αλήθειας». Παρά ταύτα, οι επισκέψεις μου σε πνευματικούς ανθρώπους και η αναζήτηση συνέχιζαν να τροφοδοτούν περισσότερο την άποψη ότι τελικά η «αλήθεια» ή είναι πολύ βαθιά κρυμμένη ή απλά δεν υπάρχει και έχει κατασκευαστεί!
Θέλω, σε αυτό το σημείο, να τονίσω το μεγάλο ρόλο που παίζει η πρόσβαση στην πληροφορία. Ως έφηβος στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στην ουσία δεν είχα πρόσβαση στην πληροφορία και αναγκαστικά δεχόμουν την αυθεντία των δασκάλων χωρίς διασταύρωση. Με την έλευση της δεκαετίας του 2000, η πληροφορία αυξήθηκε δραστικά και ποιοτικά.
Η βιβλιοθήκη της Καστοριάς σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να συναγωνισθεί (τότε, δε ξέρω τώρα) την Αθήνα! Στην πρωτεύουσα υπήρχαν βιβλιοπωλεία εξειδικευμένα, να μη μιλήσω για το απίστευτο Μοναστηράκι, όπου έβρισκες τότε τα «πάντα όλα», οικονομικά και γρήγορα! Διαλέξεις, προβολές, εκθέσεις, άνθρωποι ξένοι στη λογική των ΧΟ (άραβες, καθολικοί), φοιτητές (κυρίως φοιτήτριες) και λοιπά άλλα πρωτόγνωρα για μένα πράγματα, μπήκαν στη κοινωνική ζωή μου, ανοίγοντάς μου νέους ορίζοντες. Φυσικά και προς τα τέλη της περί ης ο λόγος δεκαετίας, όπου ανακάλυψα και το Ιντερνέτ, η πληροφορία πια ήταν δίπλα μου και ας «ζούσε» στη Νέα Υόρκη! Το μόνο που έπρεπε να κάνω εγώ, ήταν να μάθω πού και πώς να την ψάχνω.
Η θρησκεία εξακολουθούσε να μην παίζει ουσιαστικό ρόλο στη ζωή μου, πλην του γεγονότος πια ότι άρχισα σχεδόν να έχω «τύψεις» όταν έλεγα πως ήμουν Χριστιανός, αφού στην ουσία δεν ένιωθα έτσι! Ενώ, για παράδειγμα, ήξερα ότι θεωρητικά πρέπει να νιώθω την ανάγκη να κοινωνήσω με το θεό, αυτή η ανάγκη δεν εμφανίστηκε ποτέ! Ενώ ήξερα ότι τα «μυστήρια» πρέπει να τα νιώθεις και να τα επιζητάς εμένα ειλικρινά δε με ακουμπούσαν.
Φυσικά και στις ανωτέρω ελλείψεις βοηθά και το γεγονός ότι αλλιώς τα λέει η θεωρία και άλλα βλέπουμε στην πράξη! Στη θεωρία ο παπάς, την ώρα που κοινωνεί, μεταμορφώνεται στον Χριστό, αλλά στην πράξη εγώ δεν μπορούσα να το «ζήσω», και έτσι εξακολουθούσα να βλέπω το πονηρό βλέμμα του παπά στο ντεκολτέ της διπλανής (που λέει ο λόγος), υπενθυμίζοντάς μου έτσι ότι είναι άνθρωπος και μάλλον και το μυστήριο δε το νιώθει, πόσο δε περισσότερο, ότι δεν το πραγματώνει!
Περνώντας ο καιρός, η πολυπόθητη αλήθεια που αναζητούσα δεν πλησίαζε ούτε ένα βήμα, παρά του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι τα εργαλεία μου ήταν πολύ αποδοτικότερα! Συνεχώς κατέληγα στα ίδια στερεότυπα (με διαφορετική διατύπωση) που ήξερα από το Δημοτικό.
Από την άλλη, κάπου εκεί προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, άρχισε να με απασχολεί όλο και περισσότερο το γεγονός ότι μάλλον δεν ψάχνω «επιστημονικά» την αλήθεια. Αποφάσισα ότι μάλλον κακώς είχα βάλει σε αξιωματική θέση το γεγονός ότι μου έχουν πει την αλήθεια και αποφάσισα να δω τα γεγονότα χωρίς την ερμηνεία τους (η συνεισφορά των γονικών καυγάδων της παιδικής μου ηλικίας).
Όταν λοιπόν έφυγε από την εξίσωση η βεβαιότητα πως μου λένε την αλήθεια, τότε η αποδόμηση του θρησκευτικού οικοδομήματος ήρθε καταιγιστικά! Κυκλικές αναφορές, ανακρίβειες, κουκούλωμα, εκβιαστικές τακτικές, πολιτική βούληση και άλλα εξίσου άσχημα άρχισαν να φανερώνονται μπροστά μου και, το χειρότερο, να επιβεβαιώνονται από ανεξάρτητες πλευρές (άρα και πιο αξιόπιστες).
Τότε έβλεπα, κάθε μέρα και περισσότερο, ότι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση πως ο θεός δεν υπάρχει, όπως τον περιγράφουν οι θρησκείες, είναι η ύπαρξη του ιερατείου τους! Οι άνθρωποι αυτοί, που σύμφωνα με τα λεγόμενά τους έρχονται σε επαφή με το θεό τους, έπρεπε να είναι οι πρώτοι που θα σεβόντουσαν τη θεία οργή για τα βαριά τους κρίματα! Όταν αυτοί λοιπόν χωρίς δεύτερη σκέψη εγκληματούν σε βάρος των λεγομένων από το θεό τους, τότε αυτό για μένα είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη ότι αυτά που λένε δεν ισχύουν.
Από ένα σημείο και μετά άρχισα να νοιώθω άσχημα με τον εαυτό μου, όταν προσδιοριζόμουν ως ΧΟ. Όποτε πήγαινα σε εκκλησίες δεν ένιωθα τίποτα και αυτό με ενοχλούσε, διότι θεωρώ πως όταν λες ότι είσαι «κάτι», τότε αναλαμβάνεις και τη δέσμευση να σέβεσαι αυτό το «κάτι»! Όταν σταμάτησα να σέβομαι εντελώς τον εαυτό μου ως ΧΟ, απορρίπτοντας την ιδέα του θεού, ιδίως όπως την «λανσάρει» η θρησκεία, ήρθε η στιγμή να πω ότι είμαι άθεος· δήλωση που είναι σαφώς πιο τίμια για μένα. Είχα πλέον τη βεβαιότητα ότι, αν τελικά ο θεός υπάρχει και εκτός των φιλοσοφικών θεωρήσεων, αυτός δεν ενδιαφέρεται καθόλου, πολύ δε περισσότερο δεν είναι σαν το «ανοσιούργημα» που δημιούργησαν στο πέρασμα των αιώνων τα ιερατεία για να εκμεταλλεύονται τον κοσμάκη.
Ξαφνικά ένιωσα καλύτερα με τον εαυτό μου και με την οικογένειά μου. Η σύζυγός μου ήταν από την αρχή μαζί μου και πλέον μπορώ να πω ότι βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι με μένα.
Μαζί με τη βελτίωση στην αυτοεκτίμησή μου ήρθαν και οι σχετικά μικρές αντιδράσεις από το υπόλοιπο οικογενειακό και φιλικό μου περιβάλλον. Ορισμένες μεγάλες και έντονες συζητήσεις κατέληξαν σε φωνές και στεναχώρια. Αλλά ως εκεί ήταν. Όχι πολύ αργότερα, κατανόησαν ότι στην ουσία δεν έβγαλα «κέρατα», αλλά ξεκαθάρισα κάτι μέσα μου, το οποίο με βασάνισε ειλικρινά 20 ολόκληρα χρόνια, και πως τώρα δεν έχω γίνει κάτι το διαφορετικό, πλην του γεγονότος ότι δεν κάνω το σταυρό μου και αποφεύγω να λέω «αχ παναγιά μου» (όχι ότι τα καταφέρνω πάντα).
Δεν έχω πρόβλημα να πάω σε κοινωνικές υποχρεώσεις (γάμους, βαφτίσεις) και δεν έχω και κανένα πρόβλημα με το να είναι ο άλλος πιστός! Από κει που περίμενα σοβαρές αντιδράσεις και ειλικρινά έπεσα με την καλή έννοια από τα σύννεφα, ήταν στο εργασιακό μου περιβάλλον! Εκεί λοιπόν το γεγονός της αθεΐας μου δεν σήκωσε ούτε το παραμικρό κυματάκι! Παράδειγμα εργασιακής αντιμετώπισης:
-Έχουμε αγιασμό στις 09:00!
-Δεν θα έρθω εγώ, να πάτε εσείς…
-Γιατί δε θα ‘ρθεις;
-Γιατί δεν είμαι ΧΟ.
-Και τι είσαι δηλαδή;
-Άθεος.
-Μάλιστα.
Μία από τις πιο περίεργες για τους συναδέλφους μου στιγμές, ήταν όταν ήμασταν σε μοναστήρι για υπηρεσιακή επίσκεψη και ο ηγούμενος έβγαλε τα «ιερά λείψανα» για να προσκυνήσουμε κατ’ εξαίρεση. Η αμηχανία τους ήταν εμφανής, όταν εγώ περίμενα απαθής μέχρι να προσκυνήσουν και να φύγουμε. Δεν θα επιτρέψω την απομόνωσή μου, όσο περνά βέβαια από το χέρι μου. Θα σεβαστώ τη στιγμή του πιστού και θα απαιτήσω να σεβαστεί και αυτός τα πιστεύω μου.
Βέβαια μετά είχαν απορίες επί του τι πιστεύει ένας άθεος, γιατί έρχομαι μαζί τους και αλλά παρόμοια, αλλά αυτό ισχύει γενικώς στην πρώτη επαφή του πιστού με τον άθεο. Καλώς ή κακώς, το διαφορετικό δημιουργεί απορίες.
Από κει και πέρα, όσο σεβασμό απολάμβανα πριν των «αποκαλυπτηρίων», άλλον τόσο απολαμβάνω και τώρα. Τυπικά λοιπόν δεν έχει αλλάξει τίποτα, και ας λειτουργώ σε ένα περιβάλλον που θεωρείται από την κοινωνία (εσφαλμένα κατά την άποψη μου) ως «θρησκόληπτο». Εκτιμώ ότι αυτή η εντύπωση του κόσμου, ότι δηλαδή οι στρατιωτικοί είναι φανατικά θρησκόληπτοι, είναι ένας μύθος που κάποιους συμφέρει να συντηρείται ώστε να υπάρχει «ζωντανός αντίπαλος». Δεν νομίζω ότι το ποσοστό των θρησκόληπτων είναι τόσο δραματικά μεγαλύτερο στις τάξεις του στρατού από ότι είναι για παράδειγμα στις τάξεις των εκπαιδευτικών ή των γιατρών ή δεν-ξέρω-εγώ-πού-αλλού.
Οι ορθολογιστές άθεοι πρώτοι θα έπρεπε να βλέπουν τα στοιχεία και όχι να παρασέρνονται από φήμες. Δεν μπορώ να κατανοήσω βάσει ποιας λογικής η θρησκευτική πίστη είναι ενισχυτικό στοιχείο για να επιλέξεις τη στρατιωτική καριέρα και όχι την όποια άλλη. Πάνω σε ποια επιστημονική βάση πατά; Όταν έγινα στρατιωτικός ήμουν χριστιανός, και τώρα δεν είμαι. Βέβαια αυτό δεν αποδεικνύει την αρνητική επίδραση του στρατού, αλλά δεν αποδεικνύει και τη θετική επίδρασή του. Οι λόγοι που επέλεξα την καριέρα μου πάντως, στα σίγουρα δεν ήταν θρησκευτικοί.
Βέβαια, με τον καιρό, και όσο ένιωθα καλύτερα ως άθεος, και δεν είχα κανένα πρόβλημα να το λέω ελεύθερα και ωραία, μου δημιουργήθηκε η εσωτερική ανάγκη να βοηθήσω όσους ήταν στη δική μου θέση (αναζητούσαν στοιχεία για να επιβεβαιώσουν την πίστη τους), να μπορούν να βρίσκουν τα απαραίτητα στοιχεία του θρησκευτικού αντιλόγου, χωρίς να χρειάζεται να προσλαμβάνουν ιδιωτικούς ντετέκτιβ!
Έτσι και άρχισα να ανταλλάσσω απόψεις σε φόρα, να μιλάω με άλλους άθεους, να συγκεντρώνω υλικό, χρήσιμες αναλύσεις, να μεταφράζω γελοιογραφίες (μια εικόνα χίλιες λέξεις) και ό,τι άλλο εκτιμούσα ότι θα είναι χρήσιμο στο ανήσυχο πνεύμα, που αναζητά τη γνώση επί των θρησκευτικών ανησυχιών του.
Τότε ήταν και που ένιωσα την μεγαλύτερη απογοήτευση, που προήλθε ως αποτέλεσμα των μη θρησκευτικών μου θέσεων! Ενώ ο περίγυρός μου, οικογενειακός και επαγγελματικός, δεν είχε πρόβλημα να αποδεχθεί το γεγονός ότι είμαι άθεος, αντιθέτως έπρεπε να πείσω ορισμένους άθεους, ώστε να συνυπάρξω μαζί τους! Δεν το γενικεύω, αλλά η εντύπωσή μου ήταν ότι έπρεπε σχεδόν καθημερινά να αποδεικνύω ότι δεν είμαι «ελέφαντας», αφού είμαι στρατιωτικός! Απίστευτο και όμως αληθινό.
Φυσικά και δε με ενοχλούν οι επιθέσεις που δέχτηκα κατά καιρούς από θερμοκέφαλους θεϊστές που αισθάνονται ότι «πρόδωσα» την πίστη τους, αλλά το να δέχομαι επιθέσεις επειδή «λογικά» δεν έπρεπε να είμαι άθεος, χαλώντας έτσι τη συνταγή που έχει ο Έλληνας για τον στρατιωτικό, ήταν η μεγαλύτερη «πίκρα» που δοκίμασα από την αλλαγή των θρησκευτικών μου πεποιθήσεων!
Βέβαια, αυτό που είχα ως σκοπό (τη δημιουργία μιας βάσης γνώσεων και υλικού, ιδίως στην ελληνική γλώσσα), τελικά έγινε πραγματικότητα, οπότε και αποσύρθηκα για να απολαύσω την ηρεμία μου, μακριά από αντιπαραθέσεις που στην ουσία σου αφαιρούν τη χαρά να απολαύσεις το όποιο πνευματικό σου κατόρθωμα να σπάσεις τις αόρατες αλυσίδες που σε δένανε σε έναν τρόπο ζωής και σε μια στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας.
Η ζωή μου, στην ουσία, δεν έχει αλλάξει· ποτέ δεν βασίστηκα πραγματικά σε αγίους και θεούς για να βρω δύναμη ή παρηγοριά, αλλά εξακολουθώ να έχω τις ίδιες αρχές και ιδανικά, τα οποία δεν είναι πνευματική ιδιοκτησία καμιάς θρησκείας αλλά κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Πάντα θεωρούσα τον γείτονα μου καλό μέχρι να μου αποδείξει το αντίθετο, και το ίδιο ακριβώς κάνω και τώρα. Πάντα είχα την άποψη ότι ο λόγος που δεν πρέπει για παράδειγμα να οδηγείς με μεγάλη ταχύτητα σε κατοικημένες περιοχές, είναι για να μη χτυπήσεις το συνάνθρωπό σου και όχι γιατί το απαγορεύει ο νόμος. Δεν χρειαζόμουν ποτέ το νομοθέτη (επίγειο ή επουράνιο) να μου πει τι πρέπει να κάνω, γιατί εκτιμώ ότι από μόνοι μας πρέπει «να προσέχουμε για να έχουμε». Στάση που εκτιμώ ότι είναι και η μόνη που θα μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο αύριο.
Θεωρούσα πάντα καλό αυτό που κάνει τη συμβίωσή μας πιο ομαλή και ήρεμη, και αυτό επιδιώκω με τη στάση και συμπεριφορά μου. Κάτι που δεν άλλαξε επειδή άλλαξα τα θρησκευτικά μου πιστεύω.
Προβληματίζομαι μόνο για το παιδί μου και για το πώς θα διαχειριστεί τη «διαφορετικότητα» του μπαμπά του, και ως εκ τούτου ακόμα δεν έχω καταλήξει στο πώς θα αντιμετωπίσουμε ως γονείς τη σχολική κατήχηση. Μέχρι τότε, σκοπός μας είναι να διατηρούμε ουδέτερη στάση, λέγοντας τα πράγματα με το όνομα τους. Για παράδειγμα δεν είναι η «εκκλησία», αλλά το κτήριο που προσεύχονται οι Χριστιανοί και το λένε «ναό» κ.ο.κ. Μάλλον αργότερα θα προσπαθώ να αποδομώ με τη λογική τα παραμύθια που θα του μαθαίνουν στο σχολείο… Οψόμεθα.
Η συμπυκνωμένη σοφία που απέκτησα από τη διαδικασία μεταμόρφωσής μου από «ασχημόπαπο σε κύκνο», που είναι και ό,τι στην ουσία πρέπει να μείνει σε κάποιον ως πρόταση – συμβουλή, περιλαμβάνει τα παρακάτω:
Ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξεις στον άλλον ότι κάνει λάθος, ιδίως σε θέματα τόσο προσωπικά, είναι να του παρουσιάσεις νηφάλια τη θέση σου, ώστε να τον βάλεις να σκεφτεί και να καταλήξει μόνος του. Οι επιθέσεις και οι χαρακτηρισμοί φέρνουν τον άλλο σε αμυντική θέση και μοιραία αμέσως μετά σε επιθετική, οπότε και οι καλύτερες των προθέσεων χάνονται στη φασαρία των κραυγών. Αν ο συνομιλητής έχει τη θέληση να δει τα πράγματα όπως τα βλέπεις εσύ, θα το κάνει μόνο με το «καλό» και όχι επισημαίνοντάς του πόσο «αφελής» είναι (ευγενικά το λέω).
Δεν είναι υποχρεωτικό να είμαστε όλοι το ίδιο! Ο σεβασμός στην άποψη του άλλου δε σημαίνει αποδοχή της! Μπορώ να σε καταλαβαίνω και να διαφωνώ! Δεν είναι υποχρεωτικό να μην πιστεύουμε όλοι· υποχρεωτικό είναι να συνυπάρχουμε ειρηνικά. Επίσης, για να αρχίσω να σέβομαι τον γείτονα, δεν απαιτείται πρώτα να με σεβαστεί εκείνος! Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα ρυμουλκήσει η κακία του γείτονα τη δική μου στάση ζωής.
Το γεγονός ότι η εκκλησία στην Ελλάδα είναι τόσο διαπλεκόμενη με το κράτος δεν πρόκειται να αλλάξει από την εκκλησία την ίδια! Ομοίως δεν είναι κάτι που θα αλλάξει ορμώντας στους πιστούς της εκκλησίας! Είναι κάτι που θα αλλάξει όταν με το καλό οι πολίτες θα το κατανοήσουν και το πολιτικό σύστημα θα το επιτρέψει.
Η ευθύνη για το μη διαχωρισμό βαρύνει τους πολίτες και όχι τους παπάδες! Οι παπάδες είναι βολεμένοι και δεν έχουν κανένα λόγο να αποχωρήσουν οικειοθελώς. Όταν ωριμάσει η κοινωνία θα γίνει και αυτό. Πώς θα ωριμάσει η κοινωνία; Όπως ωριμάζουν όλα· με το χρόνο και τον «ήλιο» (σωστή ενημέρωση).
Όταν η μάνα σου σού λέει ότι σε αγαπά, ζήτα και μια δεύτερη γνώμη! Με λίγα λόγια ψάξε στο μέτρο του δυνατού τα πάντα, ιδίως αυτά που φαίνονται θαυματουργά και πολύ αγαθά! Η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση είναι το μόνο ασφαλές καταφύγιο. Αν κάτι δεν εξηγείται επιστημονικά, τότε δεν εξηγείται αλλιώς· τόσο απλά! Η εξήγηση είναι μια και αυτή θα δοθεί από την επιστήμη, όταν ανακαλυφθούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το επιτρέψουν. Το παρελθόν αυτό δείχνει, και το μέλλον πρέπει να πατά πάνω στα μαθήματα του παρελθόντος για να υπάρξει.
Κλείνοντας, για όσους ηρωικούς αναγνώστες κατάφερα να κρατήσω ως εδώ, θέλω να πω ότι ο δρόμος για το καλύτερο αύριο περνά μέσα από τη βελτίωση του καθένα μας ξεχωριστά. Από προσωπική πείρα ξέρω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραδεχτείς ότι σε παραπλανούσαν τόσα χρόνια. Δεν υπάρχουν όμως μαγικές λύσεις! Πρέπει να παραδεχόμαστε με θάρρος τα λάθη μας, να στηριζόμαστε στις προσωπικές μας δυνάμεις, οι οποίες υπάρχουν σε πλούσια αποθέματα που καλύπτονται από φοβίες και δεισιδαιμονίες, και να επιδιώκουμε τη βελτίωση του γείτονα ως καθρέφτισμα της δικής μας βελτίωσης.
Μόνο μέσω της παιδείας και της σοβαρής ενημέρωσης θα πάμε μπροστά και θα γίνουμε ένας καλύτερος κόσμος, χωρίς να βασιζόμαστε στους από μηχανής θεούς, που δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν απ’ το να περιμένουν στη γωνιά να βοηθήσουν τις αφεντιές μας.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Προσωπικές μαρτυρίες