Η τύχη –ίσως και η καλή ψυχολογία που δίνει η άδολη πίστη σε κάτι– οδήγησαν στο να γεννηθώ. Οδήγησαν επίσης και στο αντιεμπορικό όνομα που μου έδωσαν, καθώς, εκτός από το μήλο, φρόντισαν να με τάξουν στη συγκεκριμένη αγία. Και ως γνωστόν, «μην τάξεις σε μικρό και σε άγιο».
Ως αποτέλεσμα θαύματος, λοιπόν, μεγάλωσα σε μια τυπική αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου στρατιωτικός, από τα ορεινά της Ηπείρου. Η μητέρα μου από αγροτική οικογένεια, νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα. Πιστοί και οι δύο, όσο έμαθαν από τους δικούς τους γονείς, με τις δοξασίες και τις συνήθειες που κληρονόμησαν. Δεν πηγαίναμε και κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αλλά κοινωνούσαμε τη Μ. Εβδομάδα και 1-2 φορές το χρόνο ακόμη.
Δε θυμάμαι να αμφισβήτησα ποτέ τίποτα που να αφορούσε τη θρησκεία. Στο σχολείο τα θρησκευτικά ήταν το σίγουρο 19-20 στη βαθμολογία, και ήμουν ο αγαπημένος των θεολόγων. Στην εκκλησία πήγαινα μέχρι και μετά τα 20. Ωστόσο είχα την τύχη να διδαχθώ την εξέλιξη, στην ιστορία της 1ης Λυκείου και στη Βιολογία της Δέσμης. Κατάφερνα όμως να ακροβατώ σε αντιφάσεις και να αποφεύγω τις δύσκολες σκέψεις και επιλογές.
Ακόμα κι αν ήθελα να αμφισβητήσω όμως, την εποχή εκείνη επικρατούσε ο τρόμος της Αποκάλυψης, του Αντίχριστου που θα ερχόταν το 2000, ακόμα και οι εικόνες από τον «Εξορκιστή», ταινία που καμιά εκκλησία δεν είπε ότι δεν πρέπει να προβάλλεται σε παιδιά 12 χρονών (λαθραία σε video φίλου). Και ο τρόμος είναι ισχυρό όπλο για τη θρησκευτική πίστη.
Όσο το σκέφτομαι βέβαια –προς υπεράσπισή μου– σε όλη την εφηβεία μου και μέχρι εκείνη τη στιγμή, ένα υπόβαθρο δημιουργούνταν σιγά σιγά και έψαχνε τρόπο να εκφραστεί. Κατ’ αρχάς, η μουσική. Ό,τι και να μου έλεγαν, ό,τι και να διάβαζα, το metal ήταν η μόνη μουσική που την ένιωθα πραγματικά. Και δεν μπορείς να ακούς metal χωρίς να βλέπεις τους στίχους. Δεν αναφέρομαι στα «σατανιστικά» του εντυπωσιασμού, αλλά σε στίχους όπως
«religion and sex are powerplays
manipulate the people for the money they pay
selling skin, selling God
the number look the same on their credit cards»
(Queensryche – Spreading the Disease / Operation Mindcrime)
ή
«[lord] if you take all the fame
then who’ll accept the blame
for all the hurt
down here on earth
Unnecessary pain»
(Savatage – St. Patrick’s / Streets).
Εκτός από τη μουσική, ήταν και το διάβασμα, μια πολύτιμη παρακαταθήκη από τον πατέρα μου. Διάβαζα τα πάντα. Από Isaac Asimov (κυριολεκτικά τα πάντα) μέχρι Νοστράδαμο, και από Sherlock Homes και Agatha Christie μέχρι «έρευνες» για UFO και βιβλία για το 666, το ΕΚΑΜ κ.τ.λ. Ευτυχώς, το μυαλό μου δούλευε αρκετά καλά, ώστε να διαπιστώσω ότι τα βιβλία με επιστημονικό υπόβαθρο ήταν πιο πειστικά. Εξάλλου, όλα όσα διάβαζα περί προφητειών, Αντίχριστου κ.τ.λ. δεν επαληθεύτηκαν ποτέ.
Τέλος, ήταν και η Δέσμη, η κατεύθυνση που λένε τα σημερινά παιδιά. Φυσική, Χημεία, Βιολογία εξηγούσαν αρκετά καλά τον κόσμο. Πολύ καλύτερα από τις Διαθήκες. Θυμάμαι ακόμα τον καθηγητή της Φυσικής στο φροντιστήριο να λέει ότι λίγο πολύ η προέλευση του κόσμου έχει εξηγηθεί από την πρώτη σχεδόν στιγμή.
Αυτά ήταν λοιπόν ένα υπόβαθρο που στη συνέχεια φάνηκε χρήσιμο.
Στα 17 μου η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο, μετά από 12 χρόνια ταλαιπωρίας. Οι προσευχές (και το προαναφερθέν μήλο) δεν βοήθησαν στην αποφυγή του μοιραίου, αλλά όλοι θεωρήσαμε θαύμα το ότι άντεξε τόσο καιρό. Στο τέλος ο θεός την πήρε κοντά του και η σκέψη μιας μετά θάνατον συνάντησης έμοιαζε παρήγορη.
Στα 23 μου πέθανε και ο πατέρας μου. Από καρκίνο επίσης. Αυτό δεν μπόρεσα να το δικαιολογήσω, όσο και αν προσπάθησα.
Και εκεί σταμάτησα τις προσευχές.
Εκείνη την εποχή γνώρισα και τη σημερινή γυναίκα μου, η οποία δεν ήταν καθόλου της θρησκείας. Είδα ότι μπορούσε να είναι κάποιος ηθικός, με αρχές και αξίες, με αγάπη για τους άλλους, χωρίς να πιστεύει σε κάποια θρησκεία ή να ακολουθεί τελετουργικά.
Ακόμα όμως δεν είχα ολοκληρώσει τη διαδρομή. Νομίζω ότι το σημείο καμπής για να καταλήξω άθεος ήταν 4 βιβλία. Το πρώτο, ο Στοιχειωμένος Κόσμος του Carl Sagan. Έδιωξε από το κεφάλι μου πολλές δεισιδαιμονίες και ψεύδη και μου έδειξε την αξία της λογικής και της επιστημονικής μεθοδολογίας.
Το δεύτερο, Το Αίνιγμα του Ιησού της Γαλιλαίας (Ν. Κόκκινος), έπεσε στα χέρια μου τυχαία. Μου φάνηκαν τόσο απίστευτα αυτά που έγραφε, ώστε το διάβασα έχοντας μαζί και μια Καινή Διαθήκη, για να επιβεβαιώνω ότι τα αποσπάσματα ήταν γνήσια. Τεράστια ήταν η έκπληξή μου όταν είδα τις αντιφάσεις, τις ανοησίες, τις ανακρίβειες, μέσα από το πρίσμα της λογικής.
Το τρίτο βιβλίο, Το Μυστήριο Του Μωυσή (Gary Greenberg) ανέπτυσσε με πειστικό τρόπο την προέλευση των Εβραίων και τη σχέση της μυθολογίας τους με την Ιστορία.
Τέλος, ο Τυφλός Ωρολογοποιός (Richard Dawkins, φυσικά) έδωσε τη χαριστική βολή και έβαλε όλα τα πράγματα στη θέση τους. Εδώ το υπόβαθρο της Βιολογίας βοήθησε σημαντικά.
Από εκεί και μετά, ήταν απλά θέμα χρόνου και ψυχολογίας. Χρόνου, ώστε να αφομοιώσω όλες αυτές τις γνώσεις, να τις συνδυάσω με προηγούμενες και με αυτές που ακολούθησαν και να φτιάξω στο μυαλό μου μια πιο στερεή, ορθολογική κοσμοθεωρία. Και ψυχολογίας, γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά για να εξηγήσεις λογικά τους αρχέγονους φόβους, να πείσεις τον εαυτό σου ότι υπάρχει μόνο αυτή η ζωή, να αποτινάξεις τις ψεύτικες παρηγοριές και ταυτόχρονα να διατηρήσεις την ισορροπία σου.
Ο αποχαιρετισμός μου στη θρησκευτική πίστη ήταν σαν ένα πλοίο που σαλπάρει. Αφήνεις στην ακτή βαρίδια, ψυχαναγκασμούς και πλάνες. Τα βλέπεις καθώς απομακρύνεσαι, γνωρίζοντας ότι έχουν φύγει από τη ζωή σου, ωστόσο παραμένουν στο οπτικό σου πεδίο και γίνονται όλο και πιο μικρά, όλο και πιο ανίσχυρα, μέχρι που στο τέλος δεν μπορείς να πεις ποια ήταν ακριβώς η στιγμή που εξαφανίστηκαν.