Χριστιανισμός έναντι του ελληνικού πολιτισμού III
« Προηγούμενο [ΙI] | Επόμενο Άρθρο [ΙV] » |
Μία ερμηνεία
Επιχειρώντας μία ερμηνεία γι’ αυτό τον απίστευτο καταιγισμό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του ελληνικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, σημειώνουμε καταρχάς ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι προαναφερόμενοι και άλλοι επιφανείς πατέρες και απολογητές του χριστιανισμού, όπως επίσης οι απόστολοι και ισαπόστολοί του, δεν ήταν Έλληνες και, σχεδόν όλοι, είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εξωελληνικό περιβάλλον. Προέρχονταν ουσιαστικά από τους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Περσίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και, το σημαντικότερο, ήταν τέκνα του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού.
Αυτό δεν αναφέρεται για λόγους ανθρώπινης και εθνικής διαβάθμισης, αλλά για να επισημανθεί ότι οι λαοί από τους οποίους προέρχονταν αυτοί οι διανοούμενοι και οι οποίοι βρέθηκαν σε πολιτισμική σύγκρουση στο ενιαίο πολυεθνικό, πολυφυλετικό και πολυγλωσσικό ρωμαϊκό κράτος, δεν είχαν παράδοση στήριξης της παιδείας, δεν είχαν παράδοση ανάπτυξης των επιστημών, δεν είχαν παράδοση έξαρσης των τεχνών, δεν είχαν παράδοση αθλητικής άμιλλας, δεν είχαν να επιδείξουν οποιαδήποτε συλλογική δημιουργία, η οποία θα μπορούσε να τους διαφοροποιήσει από το γνωστό πολιτισμικό επίπεδο του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου.
Σε κλίμακα αιώνων, ο κατακλυσμός του ελληνόφωνου χώρου από προπαγανδιστές και μαχητές της «νέας θρησκείας» μπορεί να εκτιμηθεί ως νέα προσπάθεια και οριστική επίτευξη του παλαιού στόχου για επιβολή της ασιατικής δεσποτείας που είχαν επιχειρήσει οι Πέρσες, αρχικά στον Μαραθώνα και αργότερα στις Θερμοπύλες με κατάληξη τη Σαλαμίνα.
Ήταν βέβαια ελληνόφωνοι αυτοί οι διανοούμενοι, αλλά ήταν τόσο Έλληνες, όσο είναι σήμερα Εγγλέζοι οι κάτοικοι των Ινδιών και του Πακιστάν ή των νησιών της Καραϊβικής που συνεννοούνται μεταξύ τους αγγλικά, ή όσο είναι Ισπανοί οι κάτοικοι των Φιλιππίνων! Οι σημαντικότεροι «πατέρες» που βρίσκονταν στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είχαν γνωρίσει τον ελληνικό ορθολογικό ανθρωποκεντρισμό, όπως και ο Ρωμανός, ως ξένη ιδεολογία και τον είχαν σπουδάσει στις σχολές της εποχής, στις οποίες διδάσκονταν ο Όμηρος και οι Αθηναίοι φιλόσοφοι. Ενδιαφέρον είναι βέβαια να εκτιμηθεί ποιοι λόγοι μπορεί να τους οδήγησαν σ’ αυτή την εχθρική τοποθέτηση.
Κεντρική θέση μας είναι ότι η εχθρική στάση αυτών των «πατέρων» απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δεν είχε θρησκευτικά αίτια αλλά σχετιζόταν με πολιτικά κινήματα της εποχής και επιδιώξεις διαφόρων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Καταρχάς, οι Ελληνίζοντες είχαν κατά τη μέση και ύστερη Αρχαιότητα σαφή πολιτισμική υπεροχή, και η ευχέρειά τους για παρεμβάσεις και επιρροή στα κέντρα εξουσίας, στο παλάτι και στο στρατό, όπου παίρνονταν οι ουσιαστικές αποφάσεις, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από αυτές άλλων εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ανερχόμενων ή μονίμως παραμελημένων. Αυτές οι παρεμβάσεις των Ελληνιζόντων, συγκλητικών και ανεξάρτητων διανοουμένων, είχαν δε απώτερο σταθερό στόχο την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος και την προώθηση κάποιων, προφανώς ασαφών, μοντέλων συμμετοχής, σε ανάμνηση της λειτουργίας των ελληνικών πόλεων.
Για να μην επεκταθούμε δε σε γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, ας αρκεστούμε εδώ στο παράδειγμα του συστηματικού διωγμού της κοσμικής, της ονομαζόμενης από τους χριστιανούς «θύραθεν παιδείας» και στο κλείσιμο της «ειδωλολατρικής» Πλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το έτος 529. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν θρησκευτικό κίνητρο, έστω κι αν έτσι φαίνεται ή αυτό απέμεινε και διαδίδεται σήμερα μέσω της σχολικής εκπαίδευσης. Ο βασικός λόγος ήταν πολιτικός: η αποθάρρυνση και υποβάθμιση μέσω της παιδείας των Ελληνιζόντων που στήριζαν την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία έβρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκρατικό οικοδόμημα. Απ’ την άλλη πλευρά, η χριστιανική ιδεολογία ευνοούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και την απολυταρχία, αφού αποτελούσε «ελέω θεού βασιλεία», ήταν δηλαδή προδιαγεγραμμένη και ευλογημένη από τον ίδιο το θεό! Ο Παλαιστίνιος Ευσέβιος Καισαρείας, διαπρεπής καιροσκόπος και αυτοκρατορικός αυλοκόλακας, είχε καταγράψει απολογούμενος ήδη από τον 4ο αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι «οι εθνικοί υποχώρησαν, όχι από τις διώξεις και τις καταστροφές των χριστιανών, αλλά γιατί είχαν πολυθεΐα και πολυαρχία. Ένας μόνον Θεός πρέπει να υπάρχει στους ουρανούς και, κατ’ επέκτασιν, μοναρχία στην κοινωνία των ανθρώπων». Η σκέψη ότι έγινε η επιλογή του μονοθεϊσμού ως θρησκευτικής αρχής από τους Ρωμαίους στρατηγούς για να θεμελιωθεί η απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, δεν είναι μακριά…
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ. είχε μεθοδευτεί άγριος διωγμός της ελληνόφωνης ιθύνουσας τάξης στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο Ζ΄ Ευεργέτη, με τον οποίο διωγμό υπέστη καίριο πλήγμα η ελληνιστική επιστήμη. Αυτή η επιλογή του Πτολεμαίου έγινε εξ αιτίας της εχθρότητας των γηγενών προς τους Έλληνες, οι οποίοι συγκροτούσαν κατ’ αποκλειστικότητα την επιστημονική τάξη στον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή η «ανθελληνική παράδοση» συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρασε στους χριστιανούς «πατέρες» και διατηρήθηκε, μέχρι που αποδεσμεύτηκαν οι λαοί της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής από την ελληνική και ρωμαϊκή πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση με την αραβική επέκταση και τον ισλαμισμό.
Σε μια μελέτη του έτους 1994 για το θέμα της καταστροφής έργων πολιτισμού από χριστιανούς αναφέρεται ότι: «(Στη Συρία-Φοινίκη-Παλαιστίνη) δεν έχουμε μια αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική» (Π. Αθανασιάδη: «Το λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο», Περιοδικό «Ελληνικά», τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994).
Σήμερα, δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε, κρίνοντας αναδρομικά, ότι οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας χειραγωγούνταν πολιτισμικά και για πολλούς αιώνες από τους ελληνικούς πληθυσμούς, με τους οποίους όμως δεν μοιράζονταν συνείδηση κοινής ιστορίας. Αργότερα επεβλήθησαν σ’ αυτούς τους λαούς βιαίως οι αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων, αρχικά στη μακεδονική και αργότερα στη ρωμαϊκή εκδοχή τους, με τις διαστρεβλώσεις και τους πολλαπλούς εκφυλισμούς που είχαν εντωμεταξύ υποστεί αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές. Η επιβαρυμένη συλλογική ιστορική μνήμη αξιοποιήθηκε από τους διανοούμενους αυτών των λαών κατά των Ελληνιζόντων και των έργων του ελληνικού πολιτισμού, όταν στις δεκαετίες της ύστερης Αρχαιότητας δόθηκε η πολιτική ευκαιρία με την εμπέδωση της απολυταρχικής «ελέω θεού» εξουσίας.
Ως όχημα για την εθνική και προσωπική ανέλιξη των αντιπάλων του Ελληνισμού, αφού για φιλοσοφική και επιστημονική ανάδειξη δεν υπήρχε το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο και πιθανόν δεν ήταν διαθέσιμα και τα απαιτούμενα εφόδια, αξιοποιήθηκε μία επίσης ξενόφερτη ιδεολογία, η νέα θρησκεία με ιουδαϊκή καταγωγή και με εργαλείο επιβολής την ισχύ των ρωμαϊκών όπλων. Αυτή η, από τη μονοθεϊστική φύση της, ολοκληρωτική ιδεολογία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ρωμαϊκής εξουσίας για διατήρηση της συνοχής του κράτους και μακροημέρευση του εκάστοτε αυτοκράτορα στην κορυφή του, οδήγησε σε αγαστή συνεργασία κράτους και εκκλησίας, τη λεγόμενη «συναλληλία».
« Προηγούμενο [ΙI] | Επόμενο Άρθρο [ΙV] » |
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Δοκίμια