Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (38)
Θεός, ποιος θεός;
Ο μεταφυσικός φόβος
Ήταν ένα ωραίο πρωινό του Σεπτέμβρη στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα όταν με πήραν μαζί τους στον τρύγο η μάνα μου και οι δύο θείες της οικογένειας, αδερφές του πατέρα μου.
Εγώ ήμουνα σε προσχολική ηλικία, ο πατέρας μου ο Μήτσος, είχε καφενείο και δούλευε μέρα-νύχτα εκεί και η νόνα (γιαγιά) μου ήταν ηλικιωμένη και έμενε στο σπίτι.
Απόλαυσα πολύ τη διαδρομή για το αμπέλι πάνω στο γάιδαρο και στη συνέχεια διασκέδαζα με το μάζεμα των σταφυλιών. Όλα τα ένοιωθα όμορφα στο αμπέλι, τις μυρουδιές της φύσης, τα διαφορετικά χρώματα και γεύσεις των σταφυλιών, ακόμη και το φίδι που είδα ξαφνικά και το περιεργαζόμουν. Στεκόταν κουλουριασμένο με το κεφάλι στο εσωτερικό της κουλούρας και το δέρμα του είχε διάφορες αποχρώσεις του γκρι με συνεχόμενους τέλειους ρόμβους.
Δεν πρόλαβα να πω «φίδι» και εν ριπή οφθαλμού η θεία Κατερίνα (η μεγαλύτερη σε ηλικία) το σκότωσε με μια πέτρα στο κεφάλι βρίζοντάς το. Τότε έμαθα πόσο κακό φίδι ήταν και ήμουνα τυχερός που το είδα και δεν το πάτησα γιατί ήταν αστρίτης, το πιο φαρμακερό φίδι. Η θεία Κατερίνα συνέχισε να βρίζει το σκοτωμένο φίδι που «ήθελε να δαγκάσει το παιδί».
Εξάλλου η θεία Κατερίνα συνήθιζε να βρίζει τους πάντες και τα πάντα, θεούς και δαίμονες, εκτός από μένα που με λάτρευε και τον αδερφό της, τον πατέρα μου. Πιο συχνά έβριζε τους παπάδες και μια θεια της καλόγρια που, όταν πέθανε, άφησε την περιουσία της στο μοναστήρι.
Η μικρότερη θεία η Αριάδνη προσπαθούσε πάντα να την επαναφέρει στην τάξη, γιατί αντίθετα εκείνη ήταν θεούσα, η πιο θεοσεβούμενη γυναίκα στο χωριό, κυριολεκτικά η ψυχή της ενορίας. Μέχρι που ο παπάς της είχε εμπιστευθεί τα κλειδιά της εκκλησιάς για γενική φροντίδα.
Επειδή η μάνα μου είχε μείνει στα κλασσικά της θρησκείας, «να αγαπάς τον Χριστούλη και την Παναγία, να κάνεις τον σταυρό σου κ.λπ.», τη θρησκευτική μου διαπαιδαγώγηση την είχε αναλάβει η θεία Αριάδνη, που συχνά με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησιά. Από εκείνη μάθαινα για τον παράδεισο με τους αγγέλους, για την κόλαση με τα καζάνια και τον διάολο με την πιρούνα, για τους νεκρούς που θα σηκωθούνε από τους τάφους τους, για τον θεό που αγαπάει αλλά και τιμωρεί όσους τον βρίζουν, για κακά πνεύματα που γυροφέρνουν τα βράδια και πολλά άλλα παρόμοια.
Τον πατέρα μου δεν τον άκουσα ποτέ τότε να μιλάει για θεό και θρησκεία, εξάλλου τον έβλεπα ελάχιστα αφού όλη μέρα και κάθε μέρα ήταν στο καφενείο. Ούτε στη εκκλησιά τον είδα ποτέ, «Λόγω του καφενείου» έλεγε η μάνα μου, που πήγαινε στις γιορτές και αραιά σε Κυριακές.
Η «διαπαιδαγώγηση» όμως από τη θεία Αριάδνη είχε πιάσει τόπο και είχα γίνει ένα φοβισμένο πλάσμα, που ένοιωθα τον «τιμωρό» να με παρακολουθεί σε κάθε μου βήμα, διαόλους με την πιρούνα να πετάγονται από τα σκοτάδια τα βράδια, νεκρούς να βγαίνουν από τους τάφους τους και άλλα ανάλογα δημιουργήματα της νοσηρής μου φαντασίας.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είχα στο μυαλό μου εκείνο το πρωινό, αφού απολάμβανα τις εμπειρίες που μου πρόσφερε το αμπέλι. Ξαφνικά όμως ο ουρανός άρχισε να γεμίζει με σύννεφα που έρχονταν φουριόζικα από τον νότο. Σε λίγο άκουσα τη θεία τη μεγάλη να λέει ότι έρχεται βροχή και να βρίζει πάλι, αυτή τη φορά τον καιρό, τον ουρανό και ό,τι άλλο, ενώ η μικρή να της λέει τη χιλιοειπωμένη φράση «τσώπα ορή!!!!».
Οι πρώτες σταγόνες ήδη πέφτανε και ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει αρκετά, οπότε οι γυναίκες τα μαζέψανε άρον-άρον, με φορτώσανε και μένα στον γάιδαρο και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Όσο περνούσε η ώρα η βροχή δυνάμωνε, ο ουρανός έγινε μολυβένιος, και το πρωινό έμοιαζε δειλινό. Οι αστραπές φώτιζαν πια παιχνιδιάρικα το τοπίο και οι βροντές με ταρακουνούσαν πάνω στον γάιδαρο. Στην αρχή μπορώ να πω ότι το διασκέδαζα, όταν όμως πλησιάζαμε το νεκροταφείο του χωριού με τα ψηλά κυπαρίσσια στην περίμετρο, και συνεχώς αυξανόταν η συχνότητα των αστραπόβροντων, άρχισε να με διαπερνάει ένα ρίγος.
Γυρισμένος από την αντίθετη πλευρά για να μη βλέπω το νεκροταφείο, ήρθαν στο μυαλό μου όλα αυτά για τους δαίμονες, τους νεκρούς που σηκώνονται από τους τάφους τους, τα διαόλια και τα τριβόλια, και το αρχικό ρίγος έγινε ασυγκράτητο τρέμουλο με κλάμα από τον φόβο, τον μεταφυσικό φόβο.
Δεν περιγράφεται με λόγια αυτός ο απροσδιόριστος φόβος που ένοιωσα τότε, ήταν κάτι σαν να με κυνηγάνε όλα αυτά τα φανταστικά όντα που πετάγονταν με τις αστραπές και ρίχνανε εκείνα τις βροντές και ενώ οι γυναίκες προσπαθούσαν να με παρηγορούν, εγώ είχα πια κατουρηθεί.
Έχω νοιώσει φόβο και άλλες φορές στη ζωή μου από τότε, αλλά παρόμοιο τρόμο για την ύπαρξή μου δεν ένοιωσα ποτέ, και έχω περάσει κάποιες δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου.
Οι πρώτες αμφιβολίες
Έναν χρόνο αργότερα, μαθητής του Δημοτικού πια, έγινα μαζί με άλλα δύο παιδάκια εθελοντής βοηθός του παπά στις λειτουργίες της Κυριακής. Τα καθήκοντα που είχαμε ήταν μέσα στο «ιερό» να δίνουμε στον παπά τα κατά περίπτωση βιβλία, να ανάβουμε και να σβήνουμε καντήλια και κεράκια, να ετοιμάζουμε το θυμιατήρι με κάρβουνο και λιβάνι, και διάφορα άλλα.
Ο παπα-Ευγένιος, κατά γενική ομολογία πολύ καλός άνθρωπος, ήταν νεόκοπος παπάς χωρίς πείρα στο επάγγελμα, και η βοήθεια ήταν απαραίτητη λόγω γήρατος του επίσημου καντηλανάφτη. Ο παπάς ήταν μεγάλος, γύρω στα πενήντα πέντε με εξήντα, και μέχρι τότε το επάγγελμά του ήταν καρολόγος και μάλιστα σε φορτηγό κάρο, που τα λέγαμε «λίσες».
Το επάγγελμα αυτό, λόγω εμφάνισης των αυτοκίνητων φορτηγών και τρικύκλων, δεν είχε πια πέραση και έτσι, αφού χήρεψε η θέση, βρέθηκε να γίνει παπάς για να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Ως πρώην καρολόγος βέβαια είχε βιώματα και συμπεριφορές ανάλογες των σημερινών φορτηγατζήδων, που δεν ήταν εύκολο να αποκοπεί από αυτά ύστερα από 40 χρόνια δουλειάς.
Σαν νέος στο επάγγελμα είχε ο παπα-Ευγένιος μεγάλη ανάγκη τα βιβλία, που κάποιες φορές τα μπερδεύαμε αθέλητα, και ώσπου να το καταλάβει έλεγε άλλα αντ’ άλλων, μετά μουρμούριζε διάφορα ακαταλαβίστικα και, μέχρι να βρεθεί το σωστό βιβλίο, έκανε και κανένα σταυρό παραπάνω και έριχνε και ένα άγριο βλέμμα σ’ εκείνον που τού ’δωσε το λάθος βιβλίο.
Όλα τα υλικά που ήταν αναγκαία για τη διαδικασία, λάδι, κεριά, λιβάνια, ήταν εξασφαλισμένα πριν την έναρξη, μόνο η προμήθεια του κάρβουνου για το θυμιατήρι έπρεπε να γίνει αυθημερόν από κάποια κουζίνα της γειτονιάς, στην οποία η νοικοκυρά θα είχε βάλει ξύλα για να φτιάξει το φαγητό της Κυριακής.
Εκείνα τα χρόνια η μόνη καύσιμη ύλη για την κουζίνα και τη θέρμανση ήταν τα ξύλα. Αρκετά αργότερα μάθαμε το υγραέριο σε μπουκάλες και πολύ αργότερα το ηλεκτρικό ρεύμα. Την προμήθεια του κάρβουνου για το θυμιατήρι την είχε αναλάβει ο Νικόλας, ένα από τα τρία παιδάκια, που έφερνε κάρβουνο από το σπίτι του, δίπλα στην εκκλησία.
Μία χειμωνιάτικη Κυριακή ο Δημήτρης, ο τρίτος της παρέας, κι εγώ είχαμε αναλάβει καθήκοντα στην ώρα μας, ξημερώματα, πριν αρχίσει ο Όρθρος, και περιμέναμε μέσα στο «ιερό» τον Νικόλα με τα κάρβουνα. Ο Νικόλας αργούσε και ο παπάς ανήσυχος μας ρωτούσε, χωρίς να ξέρουμε να του απαντήσουμε.
Με κάποια καθυστέρηση ο παπάς άρχισε τη διαδικασία, μουρμουρίζοντας εκεί τα διάφορα, πηγαινοερχόμενος από την «Αγία Τράπεζα» στην κεντρική «Πύλη» του «Ιερού», και λέει «δεν πας ορέ Δημήτρη να δεις τι κάνει ο Νικόλας;» Έφυγε ο Δημήτρης, και ο παπάς, όλο αγωνία γιατί δεν είχε θυμιατήρι, περίμενε τα κάρβουνα.
Τα λεπτά περνούσαν και η έλλειψη του κάρβουνου ήταν ολοφάνερη. Ο παπάς άρχισε να χάνει την υπομονή του και λοξοκοιτάζοντας προς την πόρτα μονολογούσε ανάμεσα στις ψαλμωδίες, «… πού είσαι, ορέ Νικόλα, τι κάνεις τόσην ώρα;» και λίγο αργότερα «πού είσαι, Νικόλα, γαμώ την Παναγία σου, Νικόλα, το Χριστό σου».
Στην αρχή σκέφτηκα πως δεν θα άκουσα καλά, αλλά επειδή τα δύο-τρία λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι να εμφανιστεί ο Νικόλας με τα κάρβουνα ο παπάς συνέχισε να τον ψέλνει, τρόμαξα και ενστικτωδώς κοίταξα ψηλά προς τα καντήλια περιμένοντας να πέσουν.
Για το ότι πέφτουν τα καντήλια όταν ακουσθούν βλαστήμιες είχα πεισθεί κατά τη σχετική διαπαιδαγώγηση. Κανένα καντήλι βέβαια δεν κουνήθηκε, και ησύχασα μεν, γέμισα με απορίες δε. Κάτι άρχισε να μη μου πηγαίνει, αλλά το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι ο παπάς, λόγω ειδικών σχέσεων με τα θεία, ίσως είχε και ξεχωριστά δικαιώματα, κάτι ας πούμε σαν την ασυλία των πολιτικών.
Περνώντας ο καιρός, σταμάτησα να προσφέρω εθελοντική εργασία στον παπά, ενώ η βλαστήμια στο χωριό έπεφτε σύννεφο στα καφενεία, στον δρόμο, στα χωράφια από όλους σχεδόν τους άντρες. Μόνο τον πατέρα μου δεν είχα ακούσει ποτέ να βλαστημάει, και τον παπά βέβαια δημόσια.
Ήταν ένας γέρος εκεί που του άρεσε να μιλάει με παιδιά και μια μέρα πήρα το θάρρος και του είπα το περιστατικό με τον παπά και τα καντήλια. Όταν το άκουσε γέλασε και μου λέει «ορέ και ο παπάς άντρας είναι και ήτανε και καρολόγος, κι αυτά που σου μαθαίνει η θεια σου είναι για τσι γυναικούλες».
Ύστερα από αυτή την κουβέντα με τον γέρο, ένα απόγευμα που με έστειλε κάτι να πάρω στην εκκλησία η θεία μου, πήρα τελικά την απόφαση γι’ αυτό που από καιρό σκεφτόμουνα. Μπήκα μέσα στην εκκλησιά, αρκετά φοβισμένος μπορώ να πω, και αφού το ξανασκέφθηκα και φρόντισα να βρίσκομαι μακριά από καντήλια και κοντά στην έξοδο, κοιτώντας λοξά προς τα πάνω έριξα στα γρήγορα μερικές χριστοπαναγίες.
Όπως ήταν φυσικό δεν έγινε απολύτως τίποτα, ούτε καντήλι έπεσε, ούτε φωτιά εξ ουρανού να με κάψει, ούτε με πήρε ο διάολος, ούτε καν βροντερή φωνή «Κυρίου» ακούσθηκε. Αυτό ήταν, και άρχισα να καταλαβαίνω πια το παραμύθι και να μου φεύγει σιγά-σιγά ο φόβος. Γιατί αυτό που ένοιωθα σε σχέση με τα θεία ήταν μόνο φόβος, αφού ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να προσευχηθώ, να επικοινωνήσω, να πιστέψω τελικά σ’ αυτό που λένε Θεό και να ακολουθήσω τις εντολές του.
Έτσι τη Μεγάλη Παρασκευή, που η μάνα μου με υποχρέωνε σε νηστεία όλη τη βδομάδα, πήρα κρυφά μια σοκολάτα από το καφενείο του πατέρα μου και τρώγοντάς την, πήγα επίτηδες μπροστά της. Όταν με είδε έγινε έξω φρενών και άρχισε να με κυνηγάει φωνάζοντας «ορέ αντίχριστε, θα σε σκοτώσω». Πού να με πιάσει βέβαια, και έφαγα ολόκληρη τη σοκολάτα, χωρίς μάλιστα να τιμωρηθώ στη συνέχεια, αφού ο πατέρας μου δεν έκρινε ότι έκανα κάτι κακό, λέγοντας «παιδί είναι Βασιλική δεν είναι αμαρτία!!!»;
Η οριστική απόρριψη
Πέρασαν τα χρόνια, τέλειωσα το Δημοτικό, και αφού ήμουνα καλός μαθητής πήγα στο Γυμνάσιο, που ήταν μόνο στην πόλη. Ελάχιστα παιδιά συνέχιζαν σπουδές εκείνη την εποχή, ενώ ο δάσκαλος έκρινε ποιο παιδί μπορεί και πρέπει να συνεχίσει στο Γυμνάσιο και να σπουδάσει στη συνέχεια.
Κατά κανόνα αποδέχονταν οι γονείς την κρίση του δασκάλου, και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ φτωχών πολύτεκνων οικογενειών, το να πάει το παιδί στο Γυμνάσιο αντί να δουλέψει ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση, τόσο για τους γονείς, όσο και για το παιδί. Κάποιοι, που οι πατεράδες τους αφού πιέστηκαν από τον δάσκαλο και με χίλια ζόρια τους έστειλαν στο Γυμνάσιο, έγιναν στη συνέχεια επιτυχημένοι επιστήμονες και επαγγελματίες.
Εγώ δεν ανήκα σε αυτή την κατηγορία, γιατί αφενός ήμουνα μοναχοπαίδι, και αφετέρου, λόγω του καφενείου του Μήτσου κυρίως, φορούσα πέδιλα το καλοκαίρι αντί να είμαι ξυπόλυτος, έτρωγα κάθε μέρα βούτυρο και κάθε βδομάδα μπριζόλα, μέχρι και «Κλασσικά Εικονογραφημένα» μου έφερνε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στην πόλη για προμήθειες.
Άλλο σοβαρό πλεονέκτημα ήταν η εξασφαλισμένη διαμονή στην πόλη, στο σπίτι της θείας Χριστίνας, αδελφής της μάνας μου, που ήταν παντρεμένη χωρίς παιδιά και έμενε στην πόλη με τον άντρα της. Ο θείος Μιμίκος, κουρέας στο επάγγελμα, που άρχισε να μαθαίνει την τέχνη από όταν τελείωσε το Δημοτικό, τότε είχε δικό του κουρείο στο κέντρο της πόλης με έναν συνεργάτη και έναν μαθητευόμενο.
Σε τρία θέματα είχε κατασταλαγμένη και ξεκάθαρη άποψη ο θείος. Ήταν άθεος, Ένωση Κέντρου και Αεκτζής, σε αντίθεση με τον πατέρα μου που ήταν με την ΕΡΕ, Βάζελος και αγνωστικιστής, όπως μου εκδηλώθηκε αργότερα, γιατί όσο ήμουνα μικρός απέφευγε να κουβεντιάζει το θέμα. Εγώ ήμουνα ήδη Γαύρος και δεν άλλαξα, στα άλλα δύο όμως συμφωνούσα με τον θείο.
Όλα σχεδόν τα αγόρια της εποχής, εκτός από τις φιλαρμονικές, πηγαίνανε ή στους προσκόπους ή στη χριστιανική εστία. Σε φιλαρμονική στην πόλη πήγαινα ήδη γιατί είχα μάθει μουσική από το χωριό, που είχε δική του από το 1909.
Επιθυμία μου ήταν να γραφτώ στους προσκόπους, ο θείος όμως είχε σοβαρές αντιρρήσεις επειδή γνώριζε ότι ο αρχηγός των προσκόπων είχε… αδυναμίες στα παιδάκια. Έτσι έμεινε η Χριστιανική Εστία, όπου εξάλλου πήγαινε και ο πρώτος φίλος που απέκτησα στο Γυμνάσιο.
Ωραία περνούσαμε εκεί τα απογεύματα, γιατί είχε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια και πινγκ-πονγκ. Τις Κυριακές βέβαια στο Κατηχητικό, όπου ερχόταν και ο πάτερ Βασίλειος (παπάς καριέρας, Αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης, που αργότερα έγινε κάπου Μητροπολίτης), έπαιρνα πάντα απουσία.
Στις καλοκαιρινές σχολικές διακοπές η Χριστιανική Εστία έκανε κατασκήνωση για ένα μήνα τον Ιούλιο. Ο φίλος μου, που είχε ξαναπάει, μου έλεγε πόσο ωραία ήταν στην εξοχή δίπλα στη θάλασσα, με μπάνιο, παιχνίδια κ.λπ., και έτσι πείστηκα να πάω κι εγώ, διατηρώντας όμως κάποιους ενδοιασμούς.
Το τοπίο ήταν πράγματι μαγευτικό, ένας απέραντος ελαιώνας που κατέληγε σε μια πλατιά αμμουδιά σε όλο το μήκος του, μπροστά η γαλαζοπράσινη πεντακάθαρη θάλασσα και δίπλα το ποτάμι που κυλούσε αργά ανάμεσα από καλαμιές και βούρλα. Εκεί κοντά στο ποτάμι είχε ετοιμασθεί η κατασκήνωση όταν φθάσαμε, και εγκατασταθήκαμε αμέσως.
Όταν ξαναπήγα εκεί μετά από τριάντα χρόνια η εικόνα ήταν απογοητευτική, αφού είχαν οικοδομηθεί τα πάντα, και για να φανεί η θάλασσα και το ποτάμι έπρεπε να πλησιάσεις πολύ. Τότε όμως ήταν ο παράδεισος του «χριστιανόπαιδου».
Το τοπίο, ναι, ήταν παράδεισος, αλλά όταν μπήκαμε σε κανονικούς ρυθμούς χριστιανοσύνης τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν από την πρώτη μέρα. Πρωινό ξύπνημα στις 6.30, λίγη ώρα γυμναστική, μετά προσευχή πριν το πρωινό γεύμα, προσευχή με το τέλος του πρωινού, καμιά ώρα κατήχηση, ελεύθερη ώρα και μπάνιο, προσευχή πριν το μεσημεριανό γεύμα, προσευχή μετά το γεύμα, υποχρεωτική μεσημεριανή κατάκλιση, μετά το ξύπνημα παιχνίδια, προσευχή πριν το δείπνο, κατήχηση μετά το δείπνο, πάλι προσευχή πριν τον βραδινό ύπνο, και δώσ’ του από την αρχή.
Από την πρώτη μέρα ήθελα να φύγω, αλλά λίγο το μπάνιο, η βαρκάδα στο ποτάμι, τα παιχνίδια και κάποιες εκδρομές, με έκαναν να ξεχνάω τις προσευχές και τα παραμύθια. Τις Κυριακές βέβαια είχαμε παπά για λειτουργία με υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Τέλος πάντων, όλα συνηθίζονται, και μάλιστα όταν διαπιστώνεις ότι δεν είσαι μόνος, αφού οι περισσότεροι τα παίρνουν στην πλάκα και οι θρησκοβλαμμένοι είναι μετρημένοι στα δάκτυλα, και τους γίνεται η σχετική καζούρα. Η τελευταία βδομάδα όμως ήταν η κρίσιμη, ενώ μάθαμε ότι έρχεται μεσοβδόμαδα ο πάτερ Βασίλειος να μας εξομολογήσει.
Δε βαριέσαι λέγαμε, σιγά το πράμα, θα γελάσουμε λίγο και μ’ αυτόν. Έτσι άρχισε να εξελίσσεται η διαδικασία της εξομολόγησης, πήγαινε ένας-ένας στη σκηνή του αρχηγού, όπου είχε εγκατασταθεί ο πάτερ Βασίλειος, έμεναν μέσα τρία με τέσσερα λεπτά και έβγαιναν γελαστοί οι περισσότεροι, και σοβαροί σταυροκοπούμενοι οι θρησκοβλαμμένοι.
Κάποτε ήρθε η σειρά μου, και αφού μπήκα στη σκηνή βλέπω τον πατέρα Βασίλειο να κάθεται βλοσυρός, έχοντας μπροστά του ένα τραπεζάκι και μία άδεια καρέκλα. «Κάθισε παιδί μου, τι έχεις να μου εξομολογηθείς, τι αμαρτίες έχεις κάνει;» μου είπε, και αφού κάθισα και τον έβλεπα έτσι βλοσυρό με τα πετραχήλια του και ένα απόκοσμο βλέμμα, συγκρατήθηκα αρχικά για να μη με πιάσουν τα γέλια.
Αμέσως μετά μπερδεύτηκα, και ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς με ώθησε να του αραδιάσω κάποια πράγματα. Ήταν για να τον προκαλέσω; Για να δοκιμασθώ; Γιατί κρατούσα πισινή; Πραγματικά δεν το ξεκαθάρισα ποτέ. Και τι του λέω; «Ναι, πάτερ Βασίλειε, έχω κάνει αμαρτία, γιατί ένα μεσημέρι, από μία τρύπα που έχει η σκηνή, έβλεπα ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα δίπλα στο ποτάμι και ήθελα να έκανα κι εγώ».
Το ζευγάρι ήταν ένας ντόπιος με μία τουρίστρια από τον Βορρά την πρώτη εποχή των αφίξεων σε αναζήτηση μεσογειακού εραστή. Όπως ήταν φυσικό, στη σκηνή είχε γίνει χαμός ποιος να πρωτοκοιτάξει από την τρύπα, αλλά από τους συμμετέχοντες στο μπανιστήρι, όσοι προηγήθηκαν στην εξομολόγηση δεν είχαν αναφέρει κάτι τέτοιο, τη μαλακία εγώ την έκανα.
Το τι άκουσα για είκοσι λεπτά περίπου από τον πατέρα Βασίλειο δεν περιγράφεται. Ολόκληρη η κόλαση του Δάντη άνοιξε μπροστά στα μάτια μου, ήθελε να νιώσω τόσο αμαρτωλός σαν να είχα σκοτώσει τη μάνα μου και να με κάνει καρφί να του πω ποιοι άλλοι έκαναν το ίδιο, χωρίς να το καταφέρει βέβαια.
Τελειώνοντας μου είπε ότι ως αμαρτωλός δεν μπορούσα να λάβω τη θεία μετάληψη την άλλη μέρα και θα έπρεπε να πάω να τον βρω σε έναν μήνα στη Μητρόπολη. Περιττό να πω ότι βγαίνοντας από τη σκηνή της εξομολόγησης είχα σκυλομετανιώσει για τη μαλακία που έκανα, αλλά συγχρόνως είχα πεισθεί πια για το ότι μέχρι εδώ ήταν όσα έχουν σχέση με τη θρησκεία και τον Θεό τους, αρκετά κράτησε το παραμύθι και η ανοχή.
Εκείνο που δεν περιγράφεται είναι τι έπαθα όταν εξήγησα στους άλλους τον λόγο της καθυστέρησης στην εξομολόγηση. Το τι σφαλιάρα και βρισιά έπεσαν μαζεμένα δεν έχω ξαναδοκιμάσει στη ζωή μου, και τα δέχτηκα στωικά γιατί είχαν απόλυτο δίκιο.
Κάπως έτσι άδοξα τελείωσε η κατασκήνωση και γύρισα στο χωριό για το υπόλοιπο των διακοπών, ενώ ο πάτερ Βασίλειος ακόμα θα με περιμένει, και η μόνη περίπτωση να συναντηθούμε πια είναι στην Κόλαση, αν είχε δίκιο σε όσα έλεγε.
Χωρίς μεταφυσικό φόβο
Είχα από τότε καταλήξει οριστικά στην ανυπαρξία Θεού, χωρίς να έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν και απαντήθηκαν σταδιακά αργότερα, περί του τι είμαστε, τι νόημα έχει η ζωή, τι είναι ο θάνατος, τι είναι όλα αυτά που βλέπουμε και αισθανόμαστε.
Αν όλα αυτά δεν σε απασχολήσουν ποτέ, ή αν δεν αποκτήσεις τις κατάλληλες γνώσεις για να τα απαντήσεις, όπως η θεια μου η Κατερίνα για παράδειγμα, που ήταν εντελώς αγράμματη και ογδόντα χρόνια από τη ζωή της τα πέρασε στα αγροκτήματα, δεν παύεις να είσαι άθεος αν έτσι νιώθεις.
Προσωπικά πιστεύω πως το ζήτημα της πίστης σε Θεό σχετίζεται άρρηκτα με τον μεταφυσικό φόβο, και όποιος απλά δεν τον αισθάνεται, δεν έχει ανάγκη από κανέναν θεό. Σε αυτόν το φόβο έχουν βασισθεί όλες οι θρησκείες, και σε όλη την ανθρώπινη ιστορία παπάδες, μουλάδες και πάσης φύσεως …άδες ρίχνουν το δίχτυ και πιάνονται οι διάφοροι ταλιμπάν, που είτε απλώς περιμένουν να τους υποδεχτεί ο Άγιος Πέτρος με δόξα και τιμή, είτε σκοτώνονται μετά των αλλοφύλων για να εξασφαλίσουν το αιώνιο πιλάφι.
Πώς διάολο γίνεται όλοι οι θεοί της ειρήνης και της αγάπης να είναι ταυτόχρονα μπαμπούλες και να μας βάζουν να σκοτωνόμαστε, ανέκαθεν μου ήταν αδιανόητο. Έτσι και, ενώ ο πάτερ Βασίλειος ήταν σίγουρος, φαντάζομαι, πως με τα λεγόμενά του μου ενίσχυσε τον φόβο, κατόρθωσε ακριβώς το αντίθετο, και όχι μόνο δεν ξανακατουρήθηκα στη θέα του νεκροταφείου αλλά, για να ξεμπερδεύω μια και καλή, αποφάσισα να πάω μια νύχτα μόνος μου εκεί. Όταν το γνωστοποίησα στην παρέα, καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες δεκατριών με δεκαέξι χρονών, στην πλατεία του χωριού, κάποιοι άρχισαν να ειρωνεύονται, άλλοι έβαζαν στοιχήματα, και όταν τελικά κατάλαβαν πως σοβαρολογώ, ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το νεκροταφείο.
Το χωριό είναι αμφιθεατρικά κτισμένο στην πλαγιά του βουνού, και το νεκροταφείο βρίσκεται χαμηλά γύρω στα 150 μέτρα από τα τελευταία σπίτια. Να σκεφθείτε ότι τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα και ήταν όλα θεοσκότεινα τη νύχτα που δεν είχε φεγγάρι. Τέτοια νύχτα ήταν τότε με αστροφεγγιά, και το ζητούμενο που τέθηκε για να θεωρηθεί επιτυχημένο το εγχείρημα ήταν να πάω να σταθώ στη μέση του νεκροταφείου, πάνω σε έναν φρέσκο τάφο, να αναβοσβήσω εκεί τρεις φορές τον φακό και να φέρω λουλούδια από τα στεφάνια του τάφου.
Σταματήσαμε στα τελευταία σπίτια και, αφού πήρα τον φακό, συνέχισα με έναν της παρέας τον κατηφορικό χωματόδρομο για το νεκροταφείο. Ο άλλος σταμάτησε στη μέση της διαδρομής, και μόνος μου πια πλησίαζα το νεκροταφείο.
Αντικρίζοντας από κοντά τα κυπαρίσσια με τον τεράστιο σκοτεινό όγκο τους, κοντοστάθηκα για λίγο, αφού πέρασε από τον νου μου αυτό που είχα πάθει τότε που κατουρήθηκα από τον φόβο μου. Ο δισταγμός ήταν φευγαλέος και, χωρίς τον παραμικρό φόβο, προχώρησα σταθερά, μπήκα μέσα, βρήκα τον τάφο με τα φρέσκα στεφάνια και κάθισα στην άκρη της ταφόπλακας. Στη συνέχεια αναβόσβησα τρεις φορές τον φακό για τα σήματα, πήρα μερικά λουλούδια από τα στεφάνια και αντί να φύγω αμέσως άρχισα να θυμάμαι τον πεθαμένο όπως τον γνώριζα να περπατάει λίγο σκυφτά με το μπαστούνι του και να μιλάει με την ψιλή κάπως αστεία φωνή του.
Κοιτάζοντας τον ουρανό ξεχώρισα τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο με όλα τους τα αστέρια, που φαίνονταν πεντακάθαρα από την απουσία φωτορύπανσης, και ένοιωθα γαλήνιος, σίγουρος για τον εαυτό μου και έχοντας αποκτήσει μια πρώτη ιδέα περί ζωής και θανάτου.
Ο ρεμβασμός μου κόπηκε απότομα από τη φωνή του κοντινού παρατηρητή που ρωτούσε τι κάνω. Επίτηδες δεν του απάντησα, και ξεκίνησα με σβηστό τον φακό να επιστρέψω, ενώ εκείνος συνέχισε να με φωνάζει, με ανησυχία τώρα.
Όταν ξεμύτισα από την πόρτα του νεκροταφείου, είχε ήδη αρχίσει να τρέχει προς τα πάνω φοβισμένος, φωνάζοντας στους άλλους που περίμεναν. Τότε έβαλα τα γέλια και φώναξα δυνατά να τους καθησυχάσω. Όταν τους έφθασα με τα λουλούδια του τάφου στα χέρια ηρέμησαν, και η αναγνώριση ήταν πλέον γενική.
Νόημα και επιπτώσεις
Με το περιστατικό αυτό τελειώνουν οριστικά και αμετάκλητα οι δοκιμασίες που μου επιβλήθηκαν ή επέβαλα εγώ στον εαυτό μου, και εξαφανίστηκε κάθε μικρή έστω αμφιβολία για κάθε τι το μεταφυσικό. Κριτής των πράξεών μου ήταν, είναι και θα παραμείνει μέχρι τέλος πιστεύω, η συνείδησή μου και, αναγκαστικά βέβαια, η ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Η ζωή έχει νόημα απλά γιατί σε κάθε περίπτωση είναι το κάτι αντί του τίποτα, η ύπαρξη απέναντι στην ανυπαρξία, το φωτεινό ενδιάμεσο ανάμεσα σε δύο μαύρες τρύπες, κατά τον Καζαντζάκη. Από αστερόσκονη δημιουργηθήκαμε και αστερόσκονη θα καταλήξουμε, που είναι ο κύκλος της ζωής.
Αν σκεφθεί κάποιος πόσα δισεκατομμύρια ουράνια σώματα σαν τη Γη υπάρχουν μόνο στον Γαλαξία τον δικό μας, είναι απλό να φαντασθεί πόσα άλλα όντα και νοήμονα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν όταν το δικό μας είδος, το «περιούσιο», θα έχει εξαφανισθεί.
Σ’ αυτή την ψευδαίσθηση του «περιούσιου» είδους που επεκτεινόμενο καταλήγει στον άκρατο εγωισμό, σε συνδυασμό με τον μεταφυσικό φόβο, βασίζεται και η πίστη σε όποιον θεό. Η κλασσική φράση που ακούμε «με βοήθησε η Παναγία και σώθηκα», όταν έχουν σκοτωθεί δίπλα του κάποιοι άλλοι που προφανώς «δεν τους βοήθησε η Παναγία», τι άλλο από υπέρτατο φιλοτομαρισμό μπορεί να υπονοεί;
Κι όμως είναι αποδεκτό αυτό, όπως τα σταυροκοπήματα και οι αφιερώσεις στον θεό που κάνει ο Μέσι, για παράδειγμα, ύστερα από κάθε, «θεϊκό» είναι αλήθεια, γκολ που πετυχαίνει. Δηλαδή η λογική των θρησκόληπτων λέει πως κάποια ανώτερη δύναμη ασχολείται μαζί τους, τους προικίζει με ταλέντο, τους αγαπάει, τους βοηθάει ή τους προστατεύει, και όταν ζορίσουν τα πράγματα πάλι εκεί προστρέχουν για να τα ξεπεράσουν.
Αν αυτό είναι λογική, τότε προσωπικά είμαι εντελώς παράλογος, αφού πιστεύω απλά ότι η ύπαρξή μου οφείλεται σε ένα τυχαίο γεγονός, όπως τυχαία γεγονότα δημιούργησαν το ανθρώπινο είδος, τη Γη, τον Ήλιο και καμία ανώτερη δύναμη, κι αν υπήρχε τέτοια, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα ασχολιόταν μαζί μου.
Με αυτά τα μυαλά που πορεύτηκα από μικρός, ήξερα πως τη ζωή μου την καθορίζουν οι δικές μου πράξεις και επιλογές, που κάποιες επηρεάστηκαν από άλλους ανθρώπους ή γενικότερες κοινωνικές καταστάσεις, και ασφαλώς από σειρά τυχαίων γεγονότων.
Η επιλογή της αθεΐας, μπορώ να πω, δεν είχε αρνητικές συνέπειες στην οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική μου ζωή. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς να προτιμήσω την απόκρυψη, δεν είχα επιμείνει στη σαφή δήλωση.
Απόκρυψη από τον φόβο των επιπτώσεων έγινε μόνο μία φορά στη ζωή μου στον στρατό, όπου υπηρετούσα (1970-1972) με ειδικότητα σκαπανέα, την εποχή της «Ελλάδος-Ελλήνων-Χριστιανών», σε μονάδα ανεπιθυμήτων (κάτι σαν στρατόπεδο σωματικής και ψυχολογικής εξόντωσης για μη «εθνικόφρονες»), ως πρώην μέλος της νεολαίας των Λαμπράκηδων.
Ήταν Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα, και είχαν φέρει στο στρατόπεδο τρεις-τέσσερις παπάδες με σκοπό να εξομολογηθούμε οι φαντάροι, προκειμένου να μεταλάβουμε την επόμενη μέρα. Η διαταγή του διοικητή (καραβανάς από τον εμφύλιο και αντάρτης του Ζέρβα πριν) ήταν σαφέστατη: «όλοι πλην των μωαμεθανών», γιατί είχαμε και μερικούς Πομάκους.
Πριν λίγο καιρό είχα φάει μια δεκαήμερη αυστηρά φυλάκιση για άρνηση εκτέλεσης διαταγής του διοικητή (αρνήθηκα να γίνω χαφιές), είχα ήδη χάσει 12 κιλά και έσερνα τα πόδια μου, άντε τώρα να αρνηθείς δεύτερη φορά διαταγή του διοικητή. Δεν είχα το κουράγιο, αλλά στον παπά την είπα την αμαρτία μου, δηλαδή δήλωσα άθεος.
Αντίθετα από τον πατέρα Βασίλειο, εκείνος με κοίταξε ήρεμος και μου λέει: «Αν είσαι εντάξει με τη συνείδησή σου, αυτό αρκεί. Πήγαινε όμως αύριο να μεταλάβεις για να μην έχεις άλλα μπλεξίματα». Άκουσα τη συμβουλή του, αλλά κατάφερα να μη μεταλάβω, μεταπηδώντας χωρίς να με προσέξει ο αξιωματικός, από τη σειρά που πήγαινε σε κείνη που γυρνούσε από τη μετάληψη, και έτσι καθάρισα με τη συνείδησή μου, με την οποία μπορώ να πω ότι δεν τα έχω χαλάσει μέχρι σήμερα.
Αυτή τη συμβουλή, που μόνο από ορθόδοξο παπά δεν περίμενα να ακούσω, δίνω κι εγώ σε όσους κατά καιρούς με έχουν συμβουλευτεί. Όσο γι αυτή την εκφοβιστική παρλαπίπα που ακούμε σαν αντίλογο από τους θρησκοβλαμμένους ή τους επαγγελματίες της θρησκείας, «άσε να δούμε τι θα λες μπροστά στον θάνατο», έχω να τους λέω αυτό που άκουσα από τη μάνα μου λίγο πριν πεθάνει στα ογδόντα οκτώ της χρόνια.
Ήταν στο κρεβάτι καλοκαίρι με μια από τις συνηθισμένες της πνευμονίες, και την είχα βοηθήσει να φάει για μεσημέρι. Αφού έφαγε, ήρεμη εντελώς και πίνοντας μισό ποτηράκι κόκκινο κρασί που μου είχε ζητήσει, την ακούω να μου λέει: «Σπύρο μου, όλα αυτά που λένε για παράδεισο και κόλαση, παραμύθια δεν είναι;» Ένοιωσα έκπληξη γιατί μπορεί να μην ήταν θεούσα, αλλά και τις προσευχές της έκανε, και νηστείες τηρούσε, και διάφορα τελετουργικά ακολουθούσε. «Παραμύθια είναι ρε μάνα, για τσου κουτούς» της είπα και την βοήθησα να ξαπλώσει για να κοιμηθεί.
Κάθισα να την κοιτάζω μέχρι που την πήρε γρήγορα ο ύπνος και στο πρόσωπό της φαινόταν η εσωτερική της γαλήνη. Ύστερα από μια ώρα που πήγα να δω τι κάνει, ξύπνησε, με κοίταξε για λίγο και έφυγε ήρεμη.
Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.
κατηγορίες → Προσωπικές μαρτυρίες