Ματιές στην ιστορία της αθεΐας και κυρίαρχοι μύθοι [1]

12 August 2013
Στο πλαίσιο των ομιλιών, έξι συνολικά τον αριθμό, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από μέλη της Ένωσης Αθέων στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο «Nosotros» (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια), μετά από πρόσκληση για συμμετοχή στους κύκλους αυτομόρφωσης που διοργανώνει ο συγκεκριμένος χώρος, το μπλογκ μας αναδημοσιεύει τμηματικά το περιεχόμενο των ομιλιών αυτών.


Αρθρογράφος: Δρ. Στέλιος Φραγκόπουλος, ομότ. καθηγητής, συγγραφέας, εκπαιδευτικός


Επόμενο » [2]

Περίληψη

Η αθεΐα ή αδιαφορία για τη θρησκεία δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Όπως δείχνουν τα έργα πολλών Διαφωτιστών, η αθεΐα ουσιαστικά συνυπάρχει με την ανάπτυξη και διάδοση των διαφόρων θρησκειών. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η διαμάχη μεταξύ φυσιοκρατών και θεοκρατών φαίνεται να αμβλύνθηκε στον δυτικό κόσμο, μια και η εκκοσμίκευση της κοινωνίας οδήγησε σταδιακά στην αδιαφορία των περισσοτέρων πολιτών για τα θεία. Αντίθετα, στον μουσουλμανικό κόσμο, όπου η θρησκεία αξιοποιείται με πολιτικούς στόχους, εμφανίζεται μια σταδιακή κορύφωση, η οποία πιθανόν να προκαλέσει —ευπρόσδεκτες για μερικούς ιδιοτελείς— ανακλαστικές αντιδράσεις στη Δύση.

Εισαγωγή

Στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, αλλά και 1-2 δεκαετίες πριν, ακούστηκαν συχνά πυκνά ψευδεπίγραφοι αφορισμοί περί «επιστροφής της θρησκευτικότητας», «εκδίκησης του θεού» και άλλα συναφή. Αυτό επιτάθηκε ιδίως με την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ στην ανατολική Ευρώπη. Επίσης, στα βιβλιοπωλεία βλέπουμε να αυξάνονται εκδόσεις με βαθυστόχαστες αναλύσεις για θρησκευτικά θέματα, τα οποία όμως προσφέρονται για εορταστικά δώρα ή για διακόσμηση βιβλιοθηκών και ελάχιστα διαβάζονται.

Αυτό που μετράει τώρα είναι ότι για πρώτη φορά δίνονται σε παγκόσμια κλίμακα σχετικά έγκυρα στοιχεία περί αθεΐας του γενικού πληθυσμού, κάτι που παλαιότερα ήταν αδιανόητο για χώρες όπως η Ελλάδα και οι καθολικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Έτσι ξέρουμε ότι στις ΗΠΑ οι άθεοι φαίνεται να αποτελούν περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού, αλλά μεταξύ των μορφωμένων η αθεΐα βρίσκεται εκεί περίπου στο 50%. Στην Ελλάδα ανεβάζουν κάποιοι το ποσοστό των άθεων στο 16% (μητρόπολη Αλεξ/πόλεως) και σε άλλες χώρες κυμαίνεται αυτό το ποσοστό από περίπου 55% στη Ρωσία, 64% στην Ιαπωνία, μέχρι 80% στο Βιετνάμ.

Έτσι δεν είναι άτοπο να ασχολούμαστε με το φαινόμενο της αθεΐας σε ιστορικό βάθος, αν και αυτό είναι ιδιαίτερα επίπονο, επειδή μέχρι πριν μερικές δεκαετίες αποκρυβόταν και αποσιωπόταν το φαινόμενο και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ελλιπή. Μια «αληθινή» και «χρήσιμη» θρησκεία έπρεπε όμως να δυναμώνει και να αυξάνει τον αριθμό των πιστών της, αφού επαγγέλλεται σωτηρία και ανακούφιση των πιστών. Στην πραγματικότητα οι θρησκείες εξασθενούν και υποχωρούν, επειδή η επίλυση των ιαματικών και διατροφικών προβλημάτων του πληθυσμού αντιμετωπίζονται πλέον, όσο αυτό επιτρέπουν οι κοινωνικές συνθήκες, από την επιστήμη και την τεχνολογία.

Ένας σημαντικός παράγοντας που δυσχεραίνει τη συγγραφή μιας «Ιστορίας της Αθεΐας» οφείλεται αφενός στην ιστορική παράδοση της καταστροφής στοιχείων και συγγραμμάτων από τους ιδιοτελείς και συχνά θεόπληκτους διαχειριστές τους, αφετέρου από το γεγονός ότι οι άθεοι, είτε μεμονωμένοι είτε ως ομάδα, δεν είχαν κανέναν λόγο να δημιουργήσουν ναούς και εικονίσματα, παράλληλα με αυτά των θεϊστών, τα οποία θα έμεναν για τις επόμενες γενιές ως αρχαιολογικά ευρήματα και αντικείμενα μελέτης.

Απαραίτητο και ενδιαφέρον θέμα για μια συζήτηση περί αθεΐας είναι να χαρακτηριστεί σωστά το περιεχόμενο της σχέσης κάθε ανθρώπου με τη θρησκεία ή τους θεούς, τι σημαίνει ένθεος και τι άθεος: Ένθεος είναι, λοιπόν, εκείνος ο οποίος αποδέχεται υπερφυσικές υπάρξεις που δημιουργούν, ελέγχουν και καθοδηγούν τον κόσμο, όπως κι αν ορίζεται αυτός ο κόσμος σε κάθε εποχή. Άθεος είναι αυτός που δηλώνει ότι δεν δέχεται, δεν χρειάζεται τους θεούς, άθρησκος αυτός που έχει δικές του μεταφυσικές απόψεις, αλλά δεν εντάσσεται σε καμιά από τις πάμπολλες θρησκείες, αγνωστικιστής λέγεται αυτός που ξέρει ότι δεν μπορεί να αποφανθεί περί ύπαρξης ή μη θεών και δεν μπαίνει στο δίλημμα να επιλέξει, αδιάφορος δε εκείνος που δεν προβληματίζεται και δεν συμμετέχει σε θρησκευτικές τελετές και συζητήσεις.

Σημαντικό είναι ακόμα να γίνουν εσωτερικές διαφοροποιήσεις στις έννοιες: από τη μια έχουμε τη θεωρητική αθεΐα, αυτή που στηρίζεται σε ορθολογικά επιχειρήματα και ελεγχόμενους επιστημονικούς συσχετισμούς, απ’ την άλλη δε την εμπειρική αθεΐα, αυτή που εκφράζει ο άθεος στην καθημερινή ζωή του, είτε με συνειδητές παρεμβάσεις σε συζητήσεις και πολιτικές αποφάσεις, είτε με αδιαφορία για τα γεγονότα και τις συζητήσεις περί θεού και όλων των συναφών. Εννοείται ότι συχνά οι δύο αυτές έννοιες επικαλύπτονται, αφού κάποιοι προβληματισμοί αφορούν και τις δύο περιπτώσεις.

Εννοείται ότι και μεταξύ των ένθεων υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση: από τον πιστό που ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια της ζωής του σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας του, μέχρι τον περιπτωσιακά ασχολούμενο —για χριστιανούς π.χ. κάποιος εκκλησιασμός το Πάσχα, κανένα σταυροκόπημα στο δρόμο, κανένας οβολός στο παγκάρι…

Επειδή η ιστορία της αθεΐας συμπίπτει χρονικά με την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν εδώ όλες οι χρονικές περίοδοι και όλες οι εκδηλώσεις που έχουν καταγραφεί. Θα περιοριστούμε γι’ αυτό στην Αρχαιότητα και σε σημαντικά φαινόμενα της Αναγέννησης. Στο τέλος γίνονται σύντομες αναφορές σε γεγονότα και εξελίξεις της βιομηχανικής εποχής.

1. Αρχαιότητα

Το θεμελιώδες ερώτημα αν οι πρώτοι άνθρωποι που έδειξαν ως βιολογικό είδος τη διαφορά τους από τον περίγυρό τους ήταν άθεοι ή ένθεοι δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί σήμερα, και μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν επ’ αυτού. Σίγουρα δεν νοείται ορθολογική αθεΐα για εκείνη την εποχή, αλλά και η όποια πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις (αέρας, ήχοι, νερά, μετεωρολογικά φαινόμενα κ.ά.) ήταν μαγικής μορφής —μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα όχι πολύ διαφορετική από τις σημερινές δεισιδαιμονίες, όπου κεραυνοί, πλημμύρες και δυστυχήματα προκαλούνται ή αποτρέπονται από τους θεούς για τιμωρία ασεβών, απίστων και ανταμοιβή πιστών και αφοσιωμένων κ.ά.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα προκύπτουν με την καταγραφή από τους ανθρώπους ακατανόητων (φυσικών) φαινομένων και την αντιμετώπιση άγριων ζώων, με τα οποία ο πρωτόγονος άνθρωπος βρέθηκε να ανταγωνίζεται για ζωτικό χώρο και τροφή. Τα σημαντικότερα φυσικά φαινόμενα που συναντάει διαρκώς ο άνθρωπος και τον εντυπωσιάζουν μέχρι και σήμερα είναι οι εκρήξεις ηφαιστείων, οι κεραυνοί, οι σεισμοί, οι θαλάσσιες τρικυμίες και οι πλημμύρες στην ξηρά. Το σημαντικότερο άγριο ζώο που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος ήταν η αρκούδα, η οποία υπερίσχυε σε σωματική δύναμη, καταλάμβανε τον χειμώνα τις σπηλιές που χρησίμευαν και στον άνθρωπο για να προφυλαχτεί από το κρύο, και τις υπόλοιπες εποχές ανταγωνίζονταν οι δύο πλευρές για τις τροφές που μπορούσαν να αναζητήσουν κοντά ή μακριά από αυτές τις σπηλιές. Από ευρήματα σε παλαιότατα σπήλαια φαίνεται ότι η αρκούδα λατρευόταν ως μία από τις πρώτες θεότητες, αφού αυτή επηρέαζε τη σωματική ασφάλεια και τη διατροφή των ανθρώπων.

Η πρώτη στροφή για να υπερισχύσει ο άνθρωπος ήρθε με την ανακάλυψη της χρήσης της φωτιάς. Είτε από ηφαίστεια είτε από πυρκαγιές σε δάση που προκάλεσαν κεραυνοί, κάποιοι άνθρωποι μετέφεραν και διατήρησαν τη φωτιά. Με τη φωτιά αφενός εκδιώχθηκαν οι αρκούδες από τις σπηλιές, πιθανότητα δε θανατώθηκαν και καταναλώθηκαν ως φαγητό, αφετέρου οι χειριστές της φωτιάς απέκτησαν υπερφυσικές ιδιότητες, αφού αυτοί αποφάσιζαν πλέον ποιος θα μείνει στη σπηλιά και δεν θα πεθάνει έξω από το κρύο και ποιος θα συμμετάσχει στα γεύματα με μαγειρεμένο φαγητό… Χωρίς τη φωτιά ελάχιστες ελπίδες επιβίωσης είχε πλέον ο άνθρωπος, οπότε αναγκαζόταν να υποταχθεί.

Αυτοί οι χειριστές της φωτιάς ήταν και οι πρώτοι «ιερείς» που γνώριζαν τα μυστικά που τους έστειλαν οι «θεοί». Εννοείται, τα μέλη αυτού του ιερατείου είχαν κάθε λόγο να κρατήσουν απόρρητα τα μεγάλα μυστικά που τους είχε εμπιστευτεί η «θεία πρόνοια» και να διαμορφώσουν μυθοπλασίες —αυτό που ονομάζεται σήμερα «θεολογία»—, για τις εντολές που είχαν πάρει από τους θεούς και τις υποχρεώσεις των υπηκόων για τήρηση κανόνων συμβίωσης. Παραδειγματικά ξέρουμε αυτή τη διαδικασία από την Π.Δ. όπου ο Μωυσής παίρνεις τις θεϊκές εντολές σε πλάκες από τον θεό και τις επιβάλλει στο λαό!
Αυτό το ισχυρό σενάριο που περιγράφηκε δεν είναι, βέβαια, το μοναδικό, αλλά φαίνεται λογικό και αποτελεί σχεδόν πάντα υποσύνολο όλων των σχετικών εικασιών ως προς το πώς δημιουργήθηκαν οι θρησκείες και οι θεοί.

1.1 Η αθεΐα στον ελληνικό κόσμο

Η ελληνική εποχή είναι η πρώτη στην ιστορία του πολιτισμού που δημιουργεί ποικίλα γραπτά και άλλα τεκμήρια, και εξ αυτών είμαστε σε θέση να βγάλουμε συμπεράσματα και για το ζήτημα που ενδιαφέρει εδώ. Σίγουρα, όμοια φαινόμενα πρέπει να υπήρχαν και στις προγενέστερες κοινωνίες που διέθεταν τη δυνατότητα της γραφής, όπως οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, αλλά εκεί η μόρφωση και η δυνατότητα γραφής περιοριζόταν σε κύκλους του εκάστοτε θρησκευτικού ιερατείου, άρα δεν υπήρχε περιθώριο να διατυπωθούν αντίθετες απόψεις. Πέραν αυτών δε, οι καταγραφές σε κεραμικά πλακίδια και σε παπύρους αφορούσαν κυρίως διοικητικά και εμπορικά θέματα.

Η μελέτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού δείχνει πόσο ρευστή ήταν η σημασία των όρων πιστός-άπιστος, αφού αυτές αφορούσαν κατά καιρούς άλλοτε την ολική αντίθεση με υπερφυσικούς θεούς και δαίμονες, άλλοτε την αντιπαλότητα προς τους εκάστοτε θεούς της πολιτείας, οι οποίοι είχαν και αυξομειούμενο αριθμό και, τέλος, άλλοτε την επιλογή θεών μιας άλλης πολιτείας, οι οποίοι σε κάποιες γεωγραφικές περιοχές και κάποιες εποχές ήταν απαράδεκτοι. Αυτό σημαίνει ότι ο «άθεος» αλλά ετερόθρησκος σε μια πολιτεία μπορεί να ήταν πολύ περισσότερο «ένθεος» από άλλους πιστούς στην ίδια πολιτεία, όπως συμβαίνει και σήμερα.

Στον ελληνικό χώρο και μέχρι την εποχή του Σωκράτη θεμελιώνεται με δυσκολία η διάκριση μεταξύ αθεΐας και θρησκευτικής πίστης, λόγω και της δυνατότητας πολυθεΐας που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο. Γραπτά «ιερά βιβλία» και επαγγελματικό ιερατείο δεν υπάρχουν (με εξαίρεση στα μαντεία), επίσης δεν υπάρχει συγκεκριμένο πάνθεον, αλλά μια ποικιλία από θεούς και ημίθεους και άλλα θεοποιημένα πρόσωπα ή φυσικά φαινόμενα, οπότε καθένας ήταν και δεν ήταν ένθεος ή άθεος.

Σε γενικές γραμμές, η παραδοσιακή ελληνική θρησκεία φαίνεται να είναι ένας φυσιοκρατικός πανθεϊσμός που θεμελιώνεται σε μύθους. Αυτοί οι μύθοι δεν βιώνονται πλέον αλλά παραλλάσσονται από τους μεγάλους ποιητές και τεμαχίζονται σε μεμονωμένους θρύλους και χρήσιμες παραδόσεις. Ήδη σ’ αυτή την εποχή υπάρχει το ρεύμα της «επίσημης θρησκείας», όπως αυτή παραδίδεται π.χ. με τη Θεογονία του Ησιόδου και τα Ομηρικά Έπη, και παράλληλα υπάρχει η «λαϊκή θρησκεία», με πολλές δεισιδαιμονίες, αποκρυφισμούς και ιδεοληψίες, όπως και στις ημέρες μας. Εννοείται ότι οι διανοούμενοι της εποχής αδιαφορούσαν για τη λαϊκή θρησκεία, αν και συχνά ακολουθούσαν τα θρησκευτικά έθιμα, όπως ακολουθούμε σήμερα π.χ. τα κόκκινα αυγά, αλλά συχνά είχαν αντιρρήσεις και για την επίσημη θρησκεία, οπότε διατύπωναν αθεϊστικές θέσεις σε θεωρητικό επίπεδο.

Τα φιλοσοφικά ρεύματα πριν από τον Σωκράτη, τα οποία προσεγγίζουν τη γνώση με ορθολογικό τρόπο, συγχέουν φύση και θεότητα, αποδίδοντας μάλιστα σημαντικά προνόμια στην πρώτη. Έτσι ο πυρήνας του πανθεϊσμού αυτών των ρευμάτων βρίσκεται πολύ κοντά στην αθεΐα και η θεωρία τους μπορεί να εκτραπεί προς το πεδίο του φυσιοκρατικού υλισμού.

Θεμελιώδης ιδέα είναι ότι υπάρχει μία ουσιαστική, άναρχη και ακατάλυτη πραγματικότητα, η ύλη, και όλα τα όντα είναι απλές μεταστοιχειώσεις της. Ο Θαλής θεωρούσε ότι αυτή η πραγματικότητα είναι το νερό, ο Αναξιμένης είχε καταλήξει στον αέρα, ο Ηράκλειτος στη φωτιά και άλλοι είχαν επιλέξει τη γη. Αυτή η ύλη είναι ταυτόχρονα θεϊκή και εμψυχώνεται από μια πνοή, ένα είδος οργανωτικού νου, που την καθιστά ζώσα ύλη. Τέτοιες αντιλήψεις θεωρούνται η αφετηρία του υλισμού και από αυτές έπιασαν πάλι το νήμα οι φιλόσοφοι της σύγχρονης εποχής, μετά τον Μεσαίωνα.

Κάποιοι αρχαίοι φιλόσοφοι επιλέγουν ως πρώτο στοιχείο αφηρημένες έννοιες: ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (~610-547 π.κ.χ.) έλεγε ότι «πρώτη υλική αιτία και πρώτο στοιχείο των πραγμάτων είναι το άπειρο, το ακαθόριστο, το αρχικό χάος. Μια ουσία διαφορετική και απροσδιόριστη, από την οποία προκύπτουν όλοι οι ουρανοί και οι περικλειόμενοι κόσμοι.» (Θεόφραστος). Το άπειρο είναι ουσία άπλαστη και δημιουργεί από τον εαυτό του όλα τα υπάρχοντα όντα.

Κατά τον 5ο αιώνα ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος διακηρύσσει ότι το απόλυτο και αιώνιο ον είναι ο κόσμος. Ο κόσμος αυτός είναι αναμφίβολα θεός, αλλά θεός που ενυπάρχει και είναι αδιαχώριστος από την ύλη. Ο ίδιος περιφρονεί τον ανθρωπομορφισμό της λαϊκής θρησκείας και καταδικάζει όλες τις περί θεών θεωρίες; «Ο άνθρωπος αγνοεί και θα αγνοεί την αλήθεια σχετικά με τους θεούς».

Κατά τον Ηράκλειτο, ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα ούτε θεού ούτε ανθρώπων· υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει αιώνια. Είναι το πυρ το αείζωο που ανάβει και σβήνει στο διηνεκές με μια ορισμένη τάξη! Πρόκειται για την αντίληψη ενός αυτόνομου σύμπαντος με δικούς του νόμους που δεν επηρεάζεται απ’ έξω. Όμοιες απόψεις με τους προηγούμενους εκφράζει ο Παρμενίδης ο Ελεάτης, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί και ως πατέρας του υλισμού και των υλιστών.

Ο Σικελός Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος επιβεβαιώνει τον 5ο αιώνα π.κ.χ. την αιωνιότητα του άπλαστου κόσμου, εντός του οποίου τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν δημιουργείται και όλα μετασχηματίζονται. Μια αντίληψη που γνωρίζουμε σήμερα από τις αρχές διατηρήσεως στη Φυσική, π.χ. για την ενέργεια. Ο Εμπεδοκλής δηλώνει ότι Ζευς, Ήρα και οι λοιποί θεοί είναι απλώς και μόνο μυθικές προσωποποιήσεις των τεσσάρων στοιχείων, της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης.

Ο Λεύκιππος (γενν. ~500 π.κ.χ.) και ο μαθητής του Δημόκριτος (γενν. ~460 π.κ.χ.) προτείνουν μια πιο επεξεργασμένη και απερίφραστα υλιστική θεωρία. Η έσχατη πραγματικότητα στον κόσμο είναι το άτομο, το οποίο είναι σωματίδιο εξαιρετικά μικρό, υλικό, πλήρες, αδιαίρετο και διαρκώς κινούμενο. Προφανώς το άτομο που εννοούν οι δύο ατομιστές φιλόσοφοι δεν ταυτίζεται με αυτό που ονομάζουμε σήμερα στη Φυσική άτομο και πιθανόν να μην υπάρχει καν, αφού ξέρουμε ότι πρόκειται για μια χωρικά αυξημένη πυκνότητα ενέργειας, σύμφωνα με τη σχέση E=mc2. Ακολουθεί από τους Λεύκιππο/Δημόκριτο η περιγραφή ιδιοτήτων των ατόμων και ως προς τους θεούς, οι οποίοι αποτελούνται επίσης από άτομα αλλά δεν παίζουν κανέναν ιδιαίτερο ρόλο στη φύση. Τα φαινόμενα που αποδίδει στους θεούς η θρησκεία είναι απλώς είδωλα, εντυπώσεις των φυσικών φαινομένων στο ανθρώπινο σώμα — με σημερινή ορολογία δημιουργήματα της φαντασίας.

Ο Δημόκριτος απέχει πολύ από τους άλλους υλιστές φιλοσόφους, γιατί δίνει μια ψυχολογική ερμηνεία του φαινομένου της θρησκευτικής πίστης (δημιούργημα του μυαλού). Με αυτή την ερμηνεία απομυθοποιεί και απαξιώνει ο Δημόκριτος το θρησκευτικό φαινόμενο. Ο υλισμός του Δημόκριτου γίνεται ευνοϊκά δεκτός από πολλούς διανοουμένους της εποχής και καταλήγει τον 3ο αιώνα π.κ.χ. στον Επίκουρο.

Μέχρι τον 5ο αιώνα π.κ.χ. οι απόψεις των Ελλήνων φιλοσόφων στο θέμα της θρησκευτικής πίστης δεν διαφέρουν σημαντικά και έχουν φτάσει σε κάποια ενιαία άποψη σχετικά με τον πανθεϊσμό, ορισμένες όψεις του οποίου μπορούν να χαρακτηριστούν ως αθεΐα, αφού οι θεοί είναι ασήμαντοι και δεν επηρεάζουν τίποτα.

Μάλλον ξαφνικά περί τα μέσα του 5ου αιώνα αρχίζει να εκλαμβάνεται η αθεΐα ως κίνδυνος και απειλή που πρέπει να εξαλειφθεί. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι σ’ αυτή την εξέλιξη εμπλέκονται πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά αυτές αποτελούν υπόστρωμα για να διατυπωθούν ενθεϊστικές απόψεις. Σταδιακά παύουν στην Αθήνα να είναι ανεκτές οι εκφράσεις αθεΐας ή και απλού σκεπτικισμού.

Το έτος 432 εισηγείται στη συνέλευση του Δήμου ο Διοπείθης, εμπνευστής και ερμηνευτής χρησμών και αντίπαλος του Περικλή, ένα ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται η δίωξη όλων όσων δεν πιστεύουν στους αναγνωρισμένους θεούς της Πολιτείας. Αυτή η κίνηση αποβλέπει στην υπεράσπιση της συντεχνίας των επαγγελματιών της μαντικής. Με τη συνεχή εξήγηση των φαινομένων με φυσιοκρατικούς συλλογισμούς από τους φιλοσόφους, τα οποία φαινόμενα αποδίδονταν μέχρι τότε στους θεούς, υποβαθμίζονταν η πίστη και η μαντική και κατά συνέπεια οι εισπράξεις των αστρολόγων και μάγων.

Πρώτο θύμα αυτού του ψηφίσματος ήταν ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα από το έτος 462 και είχε διατελέσει δάσκαλος του Περικλή. Η δίωξή του είχε πολιτικό χαρακτήρα, γιατί είχε γίνει στενός φίλος με τον Περικλή, τον οποίο μισούσαν οι Ολιγαρχικοί. Ο Αναξαγόρας έφερε ουσιαστικά την επιστήμη στην Αθήνα από την Ιωνία και είχε διακριθεί στη μελέτη και τη φυσιοκρατική ερμηνεία μετεωρολογικών, γεωλογικών και αστρονομικών φαινομένων — παλαιόθεν και διαχρονικά τομέας δραστηριότητας αγυρτείας των χαρτομαντών, αστρολόγων και λοιπών παπαρολόγων, οι οποίοι μέχρι σήμερα ευδοκιμούν με την ανοχή της πολιτείας.

Μερικές από τις «ασεβείς» αποφάνσεις του Αναξαγόρα ήταν ότι ο Ήλιος δεν είναι κάποιος θεός αλλά μία διάπυρη μεταλλική μάζα «μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο», τα άστρα στον ουρανό είναι επίσης ήλιοι, η δε Σελήνη είναι επίσης πλανήτης, σαν την Γη! Η ποινή σε βάρος του Αναξαγόρα ήταν (κατά τον Ολυμπιόδωρο) θάνατος ή εξοστρακισμός, κατ’ άλλους φυλάκιση.

Ο Πλούταρχος που σχολιάζει τον 1ο μ.κ.χ αιώνα, δηλ. μισή χιλιετία αργότερα, αναφέρει ότι οι απόψεις του Αναξαγόρα δεν είχαν εκλαϊκευτεί και παρέμεναν μεταξύ μικρού αριθμού φιλοσοφούντων. Το γεγονός όμως ότι με αυτές τις απόψεις εξουδετερωνόταν η ανάγκη ύπαρξης θεών και η αναγωγή φυσικών φαινομένων σε «τυφλές δυνάμεις και αναγκαία φαινόμενα», οδηγούσε αναγκαστικά και στην αποστρατεία των ιερέων και άλλων διαχρονικών αερολόγων, οπότε οργανώθηκε και εκδηλώθηκε η αντίδραση των Ολιγαρχικών — όπως γίνεται και σήμερα με τους παπάδες, οι οποίοι αναγκάζονται να ασχοληθούν με επιστημονικά θέματα, όταν θίγονται οι ιδεοληψίες και κινδυνεύουν οι εισπράξεις τους. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λίβελος του μητροπολίτη Πειραιά Σεραφείμ κατά του Stephen Hawking με προσωπικές ύβρεις, επειδή ο τελευταίος θεωρεί ότι η δημιουργία του σύμπαντος δεν απαιτεί την παρουσία και συμβολή οποιουδήποτε θεού.

Όπως έχει διασώσει ο Πλούταρχος, η κατηγορία κατά του Αναξαγόρα ήταν ότι «διδάσκει με στόχο την αποβολή και εξάλειψη οποιασδήποτε δεισιδαιμονίας που προκαλεί φόβο για τα ουράνια σημεία, τα οποία τρομοκρατούν αυτούς που αγνοούν τις (φυσικές) αιτίες τους και αυτούς που κατακυριεύονται από τον φόβο των θεών, γιατί δεν διαθέτουν γνώσεις, τις οποίες παρέχει η αληθινή φιλοσοφία». Είναι σαφές το μήνυμα ότι χαλάει τη δουλειά της συντεχνίας των ιερέων, μάγων και μάντεων.

Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ μαγικής και φυσιοκρατικής ερμηνείας των φυσικών φαινομένων έγινε έκτοτε κλασική και διαιωνίζεται μέχρι των ημερών μας. Από την κλασική εποχή της Αθήνας παίρνει ο όρος «άθεος» αρνητική σημασία και, βεβαίως, αυτό καλλιεργήθηκε και καλλιεργείται μέχρι σήμερα από ιδιοτελείς επαγγελματίες.

Για τον Αναξαγόρα δεν έχει καταγραφεί τι απέγινε, θεωρείται ότι μάλλον διάλεξε τον δρόμο της εξορίας. Χειρότερη τύχη είχε άλλος ένας φίλος του Περικλή, ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα (485-411 π.κ.χ.), ο οποίος είχε αποφανθεί πως δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει κάποιος την ύπαρξη των θεών και καταγράφεται έτσι ως ο πρώτος αγνωστικιστής! Τα βιβλία του Πρωταγόρα κάηκαν και ο ίδιος οδηγήθηκε στο πλοίο για να εγκαταλείψει την Αθήνα με προορισμό τη Σικελία· λίγο μετά τον απόπλου το πλοίο όμως ναυάγησε και ο φιλόσοφος πνίγηκε!

Κορυφαίος διωχθείς από τη θεϊστική στροφή της αθηναϊκής πολιτείας υπήρξε ο Σωκράτης, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της αθεΐας και της ασέβειας. Τρεις Αθηναίοι πολίτες (Λύκων, Άνυτος, Μέλητος) κατέθεσαν το έτος 399 ότι ο Σωκράτης δεν πιστεύει στους αναγνωρισμένους από την πολιτεία θεούς και εισάγει νέες θεότητες (καινά δαιμόνια). Επιπλέον είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους —ό,τι κι αν σημαίνει αυτό— γι’ αυτό πρέπει να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου…

Οι κατηγορίες που διατυπώνονται αναλυτικά στη δίκη του Σωκράτη αναφέρονται σε γεγονότα ότι ο φιλόσοφος «προσφεύγει στις επιστήμες για να διερευνήσει τα μυστικά της φύσης, τη στιγμή που αυτά έχουν άπαξ διά παντός ρυθμιστεί από τους θεούς». Ανάλογη νοοτροπία γνωρίζουμε από την εποχή του Μεσαίωνα. Οι φίλοι του Σωκράτη που τον υπερασπίζονται απορρίπτουν αυτές τις «συκοφαντίες, δεν μελετά ο δάσκαλος τα ουράνια φαινόμενα» (είχε δώσει στην πραγματικότητα φυσιοκρατικές ερμηνείες για τα σύννεφα και τους κεραυνούς), «δεν εξετάζει όσα συμβαίνουν υπό τη γη» (είχε προσπαθήσει να ερμηνεύσει τους σεισμούς), «δεν συζητούσε ποτέ για τη φύση του σύμπαντος, δεν είχε ασχοληθεί να εξηγήσει την προέλευση αυτού που οι φιλόσοφοι αποκαλούν κόσμο» και άλλα συναφή…

Οι θεολογικές απόψεις του Σωκράτη αμφισβητούνταν ήδη όσο ζούσε ο ίδιος αλλά και μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης, Ολιγαρχικός ο ίδιος, τον θεωρούσε εξ ολοκλήρου άθεο. Στην κωμωδία του «Νεφέλες» παρουσιάζεται ο Σωκράτης να παραδίδει μάθημα αθεΐας στον Στρεψιάδη για να του αποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν θεοί. Απ’ την άλλη πλευρά, ο Ξενοφάνης παρουσιάζει τον Σωκράτη θεοσεβούμενο και πιστό, ο οποίος φαίνεται να πρεσβεύει ότι οι παντεπόπτες θεοί επικοινωνούν με τους ανθρώπους με τους οιωνούς.

Ο Πλάτων διαφοροποιείται και παρουσιάζει τον Σωκράτη σκεπτικιστή και αγνωστικιστή. Στην «Απολογία του Σωκράτη» φαίνεται να αγνοεί ο κατηγορούμενος τι είναι ο Άδης και τι ακολουθεί μετά θάνατον, στον «Κρατύλο» δηλώνει ότι έχει πλήρη άγνοια για τους θεούς αλλά συνιστά να τηρούνται η συνήθειες της επίσημης θρησκείας. Στον «Ευθύφρονα» απορρίπτει ο Σωκράτης τους θρησκευτικούς μύθους, ενώ στον «Φαίδρο» αποφαίνεται ότι λόγω έλλειψης χρόνου και ικανότητας για αυτογνωσία δεν είναι σε θέση να μιλήσει για τους θεούς.

Με τον περίπου τριακονταετή πελοποννησιακό πόλεμο, ο οποίος αποτελεί μείζονα πολιτισμική σύγκρουση στον ελλαδικό χώρο, και την ταπείνωση της ήττας, αγκιστρώνεται η αθηναϊκή κοινωνία σε αυτά που ενσαρκώνουν την ταυτότητα και την ενότητά της. Οι θεοί και η λατρεία τους δεν συνιστούν απλή πίστη αλλά απόδειξη ότι κάποιος ανήκει σ’ αυτή την πολιτεία. Ανάλογο φαινόμενο σήμερα βλέπουμε στην άκριτη ταύτιση της ορθοδοξίας με την ελληνικότητα.

Οι δίκες για ασέβεια αποκαλύπτουν ταυτόχρονα τα διαφορετικά αίτια για την αθεΐα των διανοουμένων. Κλασικό παράδειγμα είναι ο Διαγόρας ο Μήλιος, ο οποίος καταδικάστηκε το έτος 415. Κατέκρινε την ελληνική θρησκεία και ασκούσε κριτική στα ελευσίνια μυστήρια. Μετά την καταδίκη του για ασέβεια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο όπου πέθανε. Ο Διαγόρας ήταν αρχικά ένθεος και είχε γράψει ποιήματα με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο. Αν και υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για τα αίτια του «αποχαιρετισμού στην πίστη» αυτού του πνευματικού προγόνου μας, γεγονός είναι ότι από κάποια εποχή και μετά ήταν άθεος.

Μια εικασία είναι ότι επηρεάστηκε από τον Δημόκριτο, ο οποίος του έδειξε ότι η θρησκευτική πίστη οφείλεται στον φόβο του ανθρώπου μπροστά στα φυσικά φαινόμενα. Άρα είναι αποτέλεσμα άγνοιας και αμάθειας. Ένα άλλο γεγονός που φαίνεται να επηρέασε τον Διαγόρα έχει ηθικό υπόβαθρο και σχετίζεται με το γεγονός ότι ένας μαθητής του που του είχε κλέψει ένα ποίημα (παιάνα) ψευδόρκησε στο δικαστήριο και κέρδισε τη δίκη. Στη συνέχεια έζησε δε ο μαθητής αυτός ευτυχισμένος και χαρούμενος και καμιά επίπτωση δεν είχε για την απάτη του. Άρα δεν λειτουργούν θεοί και θεία δίκη, όπως λεγόταν.

Αυτό αποτελεί μέχρι σήμερα δίλημμα των πιστών (Θεοδικία), γιατί ο παντοδύναμος, πανάγαθος και πάνσοφος θεός αφήνει τους κακόβουλους να επιπλέουν και τους ενάρετους να ταλαιπωρούνται. Αυτό ακριβώς συνοψίστηκε αργότερα από τους Επικούρειους στη μορφή: «Είτε δεν υπάρχει αδικία στον κόσμο, είτε δεν υπάρχει θεός!» και παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο…

Μία ακόμα ιστορία για τον Διαγόρα διηγείται ο Ρωμαίος φιλόσοφος Κικέρων που ισχύει και σήμερα για οποιονδήποτε χώρο λατρείας θεών: στη Σαμοθράκη είδε ο Διαγόρας τα αναθήματα πιστών στα αγάλματα των θεών ως ευχαριστίες για την επιβίωση συγγενών σε ναυάγια, οπότε ρώτησε παραξενεμένος, γιατί δεν υπάρχουν αναθήματα και για όλους εκείνους που πνίγηκαν; Ερώτημα που θέτουμε κι εμείς σήμερα, κάθε φορά που οι θεόπληκτοι οργανώνουν λιτανείες και κάνουν τάματα επειδή σώθηκαν σε δυστύχημα ή επειδή πέτυχε μία εγχείριση, ενώ άμα πεθάνει ο δικός τους, κάνουν μήνυση στον γιατρό!

Έχουν διασωθεί επίσης στοιχεία για δίκες τον 4ο αιώνα εναντίον πολλών άλλων φυσιοκρατών διανοουμένων, με εξέχουσα προσωπικότητα τον ηδονιστικό φιλόσοφο Θεόδωρο τον Κυρηναίο, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία ως Θεόδωρος ο Άθεος. Αυτός ο Θεόδωρος, που υπέστη διώξεις, αρχικά από τους συμπατριώτες του στην Κυρήνη για πολιτικούς και αργότερα στην Αθήνα για θρησκευτικούς λόγους, βρήκε πέντε αιώνες αργότερα αναπάντεχη συμπαράσταση από τον χριστιανό επίσκοπο Αλεξάνδρειας Κλήμη (μάλλον Αθηναίος στην καταγωγή), ο οποίος θεωρούσε ηθικότερο τον άθεο Θεόδωρο από τους ένθεους αντιπάλους του με το εξής απίθανο σκεπτικό: Οι αντίπαλοι ήταν δύο φορές αμαρτωλοί (πρώτον δεν πίστευαν στον αληθινό θεό και δεύτερον πίστευαν σε ψεύτικους θεούς), ενώ ο Θεόδωρος χρεωνόταν μόνο τη μη πίστη του στον «αληθινό θεό» (των Ιουδαίων), τον οποίο δεν είχε ευκαιρία να γνωρίσει λόγω της εποχής που έζησε.


π.κ.χ. = προ κοινής χρονολόγησης
κ.χ. = κοινής χρονολόγησης


Συνέχεια…


Το άρθρο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο sfrang, του ίδιου του αρθρογράφου, όπου και γίνεται ο σχολιασμός.